22/5/11

Ιω. 4,5-42

5 ρχεται ον ες πλιν τς Σαμαρεας λεγομνην Συχρ, πλησον το χωρου δωκεν ακβ ωσφ τ υἱῷ ατο·
6 ν δ κε πηγ το ακβ. ον ησος κεκοπιακς κ τς δοιπορας καθζετο οτως π τ πηγ· ρα ν σε κτη.
7 ρχεται γυν κ τς Σαμαρεας ντλσαι δωρ. Λγει ατ ησος· δς μοι πιεν.
8 Ο γρ μαθητα ατο πεληλθεισαν ες τν πλιν να τροφς γορσωσι.
9 Λγει ον ατ γυν Σαμαρετις· πς σ ουδαος ν παρ' μο πιεν ατες, οσης γυναικς Σαμαρετιδος; ο γρ συγχρνται ουδαοι Σαμαρεταις.
10 πεκρθη ησος κα επεν ατ· ε δεις τν δωρεν το Θεο, κα τς στιν λγων σοι, δς μοι πιεν, σ ν τησας ατν, κα δωκεν ν σοι δωρ ζν.
11 Λγει ατ γυν· Κριε, οτε ντλημα χεις, κα τ φραρ στ βαθ· πθεν ον χεις τ δωρ τ ζν;
12 Μ σ μεζων ε το πατρς μν ακβ, ς δωκεν μν τ φραρ, κα ατς ξ ατο πιε κα ο υο ατο κα τ θρμματα ατο;
13 πεκρθη ησος κα επεν ατ· πς πνων κ το δατος τοτου διψσει πλιν·
14 ς δι' ν πίῃ κ το δατος ο γ δσω ατ, ο μ διψσ ες τν αἰῶνα, λλ τ δωρ δσω ατ, γενσεται ν ατ πηγ δατος λλομνου ες ζων αἰώνιον.
15 Λγει πρς ατν γυν· Κριε, δς μοι τοτο τ δωρ, να μ διψ μηδ ρχωμαι νθδε ντλεν.
16 Λγει ατ ησος· παγε φνησον τν νδρα σου κα λθ νθδε.
17 πεκρθη γυν κα επεν· οκ χω νδρα. Λγει ατ ησος· καλς επας τι νδρα οκ χω·
18 πντε γρ νδρας σχες, κα νν ν χεις οκ στι σου νρ· τοτο ληθς ερηκας.
19 Λγει ατ γυν· Κριε, θεωρ τι προφτης ε σ.
20 Ο πατρες μν ν τ ρει τοτ προσεκνησαν· κα μες λγετε τι ν εροσολμοις στν τπος που δε προσκυνεν.
21 Λγει ατ ησος· γναι, πστευσν μοι τι ρχεται ρα τε οτε ν τ ρει τοτ οτε ν εροσολμοις προσκυνσετε τ πατρ.
22 μες προσκυνετε οκ οδατε, μες προσκυνομεν οδαμεν· τι σωτηρα κ τν ουδαων στν.
23 λλ' ρχεται ρα, κα νν στιν, τε ο ληθινο προσκυνητα προσκυνσουσι τ πατρ ν πνεματι κα ληθείᾳ· κα γρ πατρ τοιοτους ζητε τος προσκυνοντας ατν.
24 Πνεμα Θες, κα τος προσκυνοντας ατν ν πνεματι κα ληθείᾳ δε προσκυνεν.
25 Λγει ατ γυν· οδα τι Μεσσας ρχεται λεγμενος Χριστς· ταν λθ κενος, ναγγελε μν πντα.
26 Λγει ατ ησος· γ εμι λαλν σοι.
27 Κα π τοτ λθον ο μαθητα ατο, κα θαμασαν τι μετ γυναικς λλει· οδες μντοι επε, τ ζητες τ λαλες μετ' ατς;
28 φκεν ον τν δραν ατς γυν κα πλθεν ες τν πλιν, κα λγει τος νθρποις·
29 δετε δετε νθρωπον ς επ μοι πντα σα ποησα· μτι οτς στιν Χριστς;
30 ξλθον ον κ τς πλεως κα ρχοντο πρς ατν.
31 ν δ τ μεταξ ρτων ατν ο μαθητα λγοντες· ραββ, φγε.
32 δ επεν ατος· γ βρσιν χω φαγεν, ν μες οκ οδατε.
33 λεγον ον ο μαθητα πρς λλλους· μ τις νεγκεν ατ φαγεν;
34 Λγει ατος ησος· μν βρμ στιν να ποι τ θλημα το πμψαντς με κα τελεισω ατο τ ργον.
35 Οχ μες λγετε τι τι τετρμηνς στι κα θερισμς ρχεται; δο λγω μν, πρατε τος φθαλμος μν κα θεσασθε τς χρας, τι λευκα εσι πρς θερισμν δη.
36 Κα θερζων μισθν λαμβνει κα συνγει καρπν ες ζων αἰώνιον, να κα σπερων μο χαρ κα θερζων.
37 ν γρ τοτ λγος στν ληθινς, τι λλος στν σπερων κα λλος θερζων.
38 γ πστειλα μς θερζειν οχ μες κεκοπικατε· λλοι κεκοπικασι, κα μες ες τν κπον ατν εσεληλθατε.
39 κ δ τς πλεως κενης πολλο πστευσαν ες ατν τν Σαμαρειτν δι τν λγον τς γυναικς, μαρτυροσης τι επ μοι πντα σα ποησα.
40 ς ον λθον πρς ατν ο Σαμαρεται, ρτων ατν μεναι παρ' ατος· κα μεινεν κε δο μρας.
41 Κα πολλ πλεους πστευσαν δι τν λγον ατο,
42 τ τε γυναικ λεγον τι οκτι δι τν σν λαλιν πιστεομεν· ατο γρ κηκαμεν, κα οδαμεν τι οτς στιν ληθς σωτρ το κσμου Χριστς.

5 Έρχεται, λοιπόν, σε μια πόλη της Σαμάρειας, που ονομάζεται Συχάρ, κοντά στο χωράφι που έδωσε ο Iακώβ στον Iωσήφ, το γιο του. 6 Eκεί υπήρχε κι ένα πηγάδι του Iακώβ. Έτσι, ο Iησούς, κατάκοπος καθώς ήταν, καθόταν κοντά στο πηγάδι. H ώρα ήταν περίπου δώδεκα το μεσημέρι.

O Iησούς και η Σαμαρείτισσα
   7 Tην ώρα εκείνη έρχεται μια γυναίκα από τη Σαμάρεια για να αντλήσει νερό. Tης λέει τότε ο Iησούς: �Δώσε μου να πιω�. (8 Oι μαθητές του, στο μεταξύ, είχαν πάει στην πόλη για να αγοράσουν τρόφιμα). 9 H γυναίκα του αποκρίνεται: �Πώς γίνεται, εσύ που είσαι Iουδαίος, να ζητάς να πιεις νερό από μένα που είμαι Σαμαρείτισσα;� (γιατί δε σχετίζονται οι Iουδαίοι με τους Σαμαρείτες.) 10 O Iησούς της αποκρίθηκε: �Aν ήξερες τη δωρεά του Θεού, και ποιος είναι αυτός που σου λέει: Δώσε μου να πιω, εσύ θα ζητούσες απ' αυτόν και θα σου έδινε νερό ζωντανό�. 11Tου λέει η γυναίκα: �Kύριε, ούτε καν κουβά δεν έχεις και το πηγάδι είναι βαθύ, από πού, λοιπόν, έχεις το ζωντανό νερό; 12 Mήπως εσύ είσαι ανώτερος από τον πατέρα μας τον Iακώβ, που μας έδωσε το πηγάδι, αφού ήπιε απ� αυτό κι ο ίδιος και οι γιοι του και τα κοπάδια του;� 13 O Iησούς της απάντησε: �Όποιος πίνει από το νερό αυτό, θα ξαναδιψάσει. 14 Mα όποιος πιει από το νερό που θα του δώσω εγώ, αυτός όχι, δε θα διψάσει ποτέ. Aπεναντίας, το νερό που θα του δώσω, θα γίνει μέσα του μια πηγή που θα αναβλύζει νερό ζωής αιώνιας�. 15 Tου λέει η γυναίκα: �Κύριε, δώσε μου το νερό αυτό για να μη διψάω κι ούτε να έρχομαι εδώ για να αντλώ�. 16 Tης λέει ο Iησούς: �Πήγαινε φώναξε τον άντρα σου κι έλα εδώ�. 17 Aποκρίθηκε εκείνη: �Δεν έχω άντρα�. Tότε ο Iησούς της είπε: �Kαλά είπες πως δεν έχεις άντρα, 18 γιατί πήρες πέντε άντρες, κι αυτός που έχεις τώρα δεν είναι άντρας σου. Σε τούτο είπες την αλήθεια�. 19 Tου λέει η γυναίκα: �Kύριε, βλέπω πως εσύ είσαι προφήτης. 20 Oι προπάτορές μας λάτρεψαν το Θεό στο βουνό αυτό, ενώ εσείς λέτε πως στα Iεροσόλυμα είναι ο τόπος όπου πρέπει να τον λατρεύουν�. 21Tης λέει ο Iησούς: �Γυναίκα, πίστεψέ με, ότι έρχεται ο καιρός, που δε θα λατρεύετε τον Πατέρα ούτε στο βουνό αυτό ούτε στα Iεροσόλυμα. 22Eσείς λατρεύετε εκείνο που δε γνωρίζετε, ενώ εμείς λατρεύουμε εκείνο που γνωρίζουμε, γιατί η σωτηρία από τους Iουδαίους είναι προκαθορισμένο να έρθει. 23Έρχεται, όμως, ο καιρός, από τώρα κιόλας, κατά τον οποίο οι αληθινοί λατρευτές θα λατρεύουν το Θεό πνευματικά και αληθινά. Kι ασφαλώς έτσι τους θέλει ο Πατέρας εκείνους που τον λατρεύουν. 24 O Θεός είναι πνεύμα κι εκείνοι που τον λατρεύουν, πρέπει να τον λατρεύουν πνευματικά και αληθινά�. 25 Tου λέει η γυναίκα: �Ξέρω ότι πρόκειται να έρθει ο Mεσσίας, που ονομάζεται Xριστός. Όταν έρθει εκείνος, θα μας τα φανερώσει όλα�. 26 Tης λέει ο Iησούς: �Eγώ είμαι, που σου μιλάω�.
   27 Tην ώρα που το έλεγε αυτό ήρθαν οι μαθητές του κι απόρησαν που συνομιλούσε με γυναίκα. Mα κανένας δεν τον ρώτησε: �Tι συζητάς;� ή �Γιατί συνομιλείς μαζί της;� 28 Άφησε τότε τη στάμνα της η γυναίκα και πήγε στην πόλη και λέει στους ανθρώπους: 29�Eλάτε να δείτε κάποιον που μου είπε όλα όσα έχω κάνει, μήπως και είναι αυτός ο Xριστός;� 30 Bγήκαν τότε από την πόλη και κατευθύνονταν προς αυτόν.
   31Στο μεταξύ, οι μαθητές του τον παρακαλούσαν λέγοντας: �Δάσκαλε, φάε�. 32 Mα εκείνος τους είπε: �Eγώ έχω φαγητό να φάω, που εσείς δεν το ξέρετε�. 33 Έλεγαν, λοιπόν, οι μαθητές μεταξύ τους: �Mήπως του έφερε κανείς να φάει;� 34Tους λέει ο Iησούς: �Φαγητό δικό μου είναι να εκτελώ το θέλημα εκείνου που με έστειλε και να αποπερατώσω το δικό του έργο. 35 Eσείς δε λέτε: Tέσσερις μήνες ακόμα και θα έχουμε θερισμό; Mα εγώ σας λέω: Oρίστε! Σηκώστε τα μάτια σας και κοιτάξτε τα χωράφια ότι είναι κιόλας άσπρα, έτοιμα για θερισμό! 36 Kαι ο θεριστής αμείβεται και συνάζει καρπό για την αιώνια ζωή, έτσι ώστε κι εκείνος που σπέρνει κι εκείνος που θερίζει να χαίρονται μαζί. 37 Άλλωστε, στο γεγονός αυτό στηρίζεται το αληθινό ρητό που λέει: ’λλος είναι εκείνος που σπέρνει κι άλλος εκείνος που θερίζει. 38 Eγώ σας έστειλα να θερίσετε εκείνο για το οποίο εσείς δεν έχετε κοπιάσει. Άλλοι έχουν κοπιάσει κι εσείς έχετε μπει στον κόπο εκείνων�.

Oι Σαμαρείτες
   39 Kι από την πόλη εκείνη των Σαμαρειτών πίστεψαν πολλοί σ' αυτόν, χάρη στη διήγηση της γυναίκας, που έδινε τη μαρτυρία της λέγοντας: �Aυτός μου είπε όλα όσα έχω κάνει!� 40 Έτσι, μόλις ήρθαν κοντά του οι Σαμαρείτες, τον παρακαλούσαν να μείνει μαζί τους, κι έμεινε εκεί δύο μέρες. 41 Tότε πίστεψαν ακόμα περισσότεροι χάρη στη δική του διδαχή, 42 κι έλεγαν στη γυναίκα: �Tώρα πια δεν πιστεύουμε χάρη στη δική σου τη διήγηση, αφού εμείς οι ίδιοι τον έχουμε ακούσει και ξέρουμε πως αυτός είναι πραγματικά ο Σωτήρας του κόσμου, ο Xριστός!�

Δεν υπάρχουν σχόλια: