12/4/19

Ο Όσιος Ακάκιος ο Καυσοκαλυβίτης


Ο    Όσιος    Ακάκιος  έζησε και  ανεδείχθη  κατά  τους  σκοτεινούς χρόνους  της Τουρκοκρατίας.  Γεννήθηκε  μάλλον   λίγα   χρόνια   μετά   το  έτος    1630   μ.Χ.,    στο   χωριό  Γόλιτσα   των   Αγράφων,   της   (τότε) επαρχίας Φαναρίου και Νεοχωρίου, στη σημερινή κοινότητα Αγίου Ακακίου   του  νομού    Καρδίτσας.   Οι   γονείς   του,   ευσεβείς   και ενάρετοι   Χριστιανοί, με την εργασία   τους   κατόρθωσαν   στα   δύσκολα εκείνα   χρόνια   να  εξασφαλίσουν   τα   αναγκαία   της   ζωής   τους   με αυτάρκεια   και   στοργικά  είχαν  αφοσιωθεί  στην  ανατροφή   των   δυο παιδιών   τους    που   τους  χάρισε  ο  Θεός.    Όμως    ο   πρόωρος   θάνατος   του    πατέρα   συγκλόνισε  την  οικογένεια    και    επισκίασε  την    ευτυχία   τους.
Ο  Αναστάσιος,  αυτό  ήταν  το  κοσμικό  όνομα  του  Οσίου,  έμεινε  ορφανός  σε πολύ  μικρή  ηλικία. Η   μητέρα τους  με  τη  βαθιά  χριστιανική  πίστη  και  την ευσέβειά  της  αγωνίζεται  αγώνα  σκληρό   «προς   τα   της   χηρείας   δεινά»    και   αναλαμβάνει    μόνη    της    το  βάρος  της  οικογενειακής ευθύνης. Εργάζεται αγόγγυστα για   να συντηρήσει   τα   δύο   ανήλικα   παιδιά  της   και   να   τα   αναθρέψει    με  παιδεία    και  νουθεσία   Κυρίου.
Πολύ σύντομα στο πλευρό της γυναίκας βρέθηκε και ο  μικρός  Αναστάσιος,   για   να   αναλάβει   και   εκείνος   ένα    μέρος  από  τις  ευθύνες    για    τη    συντήρηση   της    οικογένειάς   του.
Ο  λόγος του Ευαγγελίου είχε συγκλονίσει από νωρίς την καρδιά του Αναστασίου και η φλόγα της θείας αγάπης θέρμαινε την παιδική του ψυχή. Ένιωθε ζωηρά και πολύ έντονα την κλίση και τον  ζήλο  προς  τον  μοναχικό βίο.Γι’ αυτό  απέφευγε  τον θόρυβο του  κόσμου  και  αναζητούσε  συχνά  την ησυχία  σε  τόπους  ερημικούς.  Εκεί,  αφοσιωμένος  στον  Θεό,  διέθετε  όλο  τον χρόνο του στην προσευχή και τη νηστεία. Σύντομα αποφάσισε να εγκαταλείψει  τα  εγκόσμια  και  σε  ηλικία  είκοσι  τριών  ετών  έφυγε  προς  τα μέρη  της  Ζαγοράς Βόλου. Κατέληξε στο  μοναστήρι  της  Σουρβιάς,  που  είχε χτίσει  ο  Όσιος  Διονύσιος  ο  εν  Ολύμπω,το  οποίο  βρίσκεται  στην  περιοχή τηςΜακρυνίτσας Βόλου  και  είναι  αφιερωμένο  στην  Αγία    Τριάδα.
Όταν έφθασε στο μοναστήρι τον υποδέχθηκαν με καλοσύνη. Παρουσιάσθηκε στον ηγούμενο και με όλο τον σεβασμό   ανέφερε τον σκοπό   της   επισκέψεώς   του.   Εκείνος   τον   άκουσε   με   προσοχή   και   του εξήγησε  με   κάθε λεπτομέρεια τις  δυσκολίες   της   μοναχικής    ζωής,    αλλά  και   το   αυστηρό   πρόγραμμα   της μονής.  Ο  Αναστάσιος  όμως  επέμενε,  δίνοντας την υπόσχεση πως με την   βοήθεια   του   Θεού   θα   υπερνικήσει    όλα τα  εμπόδια  και  θα  ανταποκριθεί στα   καθήκοντα   που   όριζε   η   μοναχική πολιτεία.   Ο  ηγούμενος,   ως   έμπειρος   πνευματικός,   διέγνωσε τον  ένθεο  ζήλο  του    Αναστασίου  και   διαπίστωσε  την  αμετακίνητη  και  σταθερή  απόφασή   του   να    μονάσει.  Έτσι    τον    δέχθηκε   στο   μοναστήρι.    Εκεί    ο  Αναστάσιος   εκάρη  μοναχός  με  το    όνομα    Ακάκιος.    Και  την    ίδια    νύχτα  που    δέχθηκε    το   αγγελικό    σχήμα    και   περιεβλήθηκε   το   μοναχικό   ένδυμα,  αξιώθηκε  με  θεία   οπτασία.  Είδε  σαν  να  βαστούσε    στα    χέρια του   μία   αναμμένη    λαμπάδα,   που   είχε  φως  υπέρλαμπρο  και  φώτιζε    όλο  τον    τόπο    εκείνο.
Ο   νέος   μοναχός   με   την   συμπεριφορά,   την   εργατικότητα   και   την πνευματικότητά   του   κέρδισε   την  αγάπη   και   την   συμπάθεια   όλων   των πατέρων της μονής.  Όμως, οι ανάγκες  και  οι  απαιτήσεις  του  μοναστηριού   ήταν   πάρα πολλές  και  του  αφαιρούσαν  πολύτιμο  χρόνο    από    την    άσκηση   και   την   προσευχή.  Η   κοινοβιακή   ζωή   του μοναστηριού   δεν   τον   ικανοποιούσε   πλέον,   διότι   πολύ   σύντομα   είχε κατακτήσει   τις    μοναχικές   αρετές   του   απλού   μοναχού   και   η   ψυχή   του αναζητούσε άλλο χώρο για απόλυτη   ησυχία   και    μεγαλύτερη    άσκηση.
Έτσι,    μεταξύ   των   ετών  1660 – 1670    μ.Χ.,    αναχωρεί    για   το    Άγιον    Όρος. Αρχικά  ο  Όσιος  κατευθύνθηκε  στην  περιοχή  της  Μεγίστης  Λαύρας  και κατέφυγε  σε  κάποιο  σπήλαιο,  κοντά  στη  «Σκήτη  του Καυσοκαλύβη», όπου ασκήτεψε  για  ένα  χρονικό  διάστημα.  Το  ενδιαφέρον  του   για    την    όσο    το   δυνατόν   καλύτερη   μόρφωσή   του,   τον οδήγησε στο   να   ακολουθήσει ένα πρόγραμμα ασκήσεως  και πνευματικής εργασίας. Χωρίς καμιά καθυστέρηση επισκέπτεται μοναστήρια και  σκήτες,   ερημητήρια   ησυχαστών  και  σπήλαια  ασκητών  και    αναζητεί,   «ως  έλαφος    διψώσα    επί   τας  πηγάς   των   υδάτων»,   τους εκλεκτούς και δοκιμασμένους μοναχούς. Υποτάσσεται πρόθυμα σε  αυτούς,   συνεργάζεται   μαζί  τους  και  μαθητεύει με  υπομονή   κοντά   τους.
Ο    Όσιος   φθάνει  τελικά  στο  μοναστήρι  του    Αγίου    Διονυσίου  και  μετά  από σύντομη  επίσκεψη  σε  αυτό  απομακρύνεται  σε    ερημική  τοποθεσία  επάνω από  το  μοναστήρι,  για  να  ησυχάσει.  Εκεί  έμεινε    πολύ    καιρό    και    κάθε   Σάββατο    κατέβαινε    στο    μοναστήρι    και  εκκλησιαζόταν.
Επόμενος σταθμός του ήταν η σκήτη του Παντοκράτορος, όπου συναντήθηκε  με  τον γνωστό  από  το  μοναστήρι  της  Σουρβιάς   γέροντα πνευματικό   του,   που   είχε   έλθει   από   τη   Ζαγορά του Βόλου για  να  σπουδάσει   τη   βυζαντινή   μουσική.   Ο  γέροντας χάρηκε πάρα  πολύ    όταν  συναντήθηκε με  τον  Όσιο και  ζήτησε  να  τον  πάρει  μαζί  του  ως  μοναχό.   Εκείνος    όμως  ζήτησε    την   ευχή    του    και   τον    παρακάλεσε   να μην    επιμείνει,    διότι    ήθελε   να   ασκητέψει   μόνος   του.
Ύστερα   από   την   συνάντηση   αυτή   ο   Όσιος   έφυγε   από   τη   σκήτη  του Παντοκράτορος   προς  άγνωστη κατεύθυνση και με συμβουλή   του  γέροντος   πνευματικού  Γαλακτίωνος  ήλθε   στα   Καυσοκαλύβια  του Αγίου  Όρους,  επάνω  στη   Μεταμόρφωση,  για  να  μονάσει.  Εκεί  ασκητεύοντας    παρέμεινε   είκοσι    ολόκληρα   χρόνια.
Κάποτε ο  Όσιος  Ακάκιος  είδε    τον    Όσιο   Μάξιμο   τον   Καυσοκαλυβίτη  († 13 Ιανουαρίου), με κάτασπρη και αστραφτερή ιερατική   στολή,   να    περιφέρεται   και    να  θυμιατίζει  όλο  το    ναό    και    ένα  πλήθος   μοναχών  με  την  ίδια  λευκή   στολή  να  τον  ακολουθούν.  Και  όταν  ο  Όσιος  Ακάκιος  ρώτησε,   «ποιοι    ήσαν  αυτοί   που   τον   συνόδευαν»,    ο  Όσιος  Μάξιμος  απάντησε:   «Είναι  όλοι  εκείνοι οι  Όσιοι  Πατέρες  από  την    περιοχή    των    Καυσοκαλυβίων,  οι   οποίοι  χάρις    σε αυτόν    ευρήκαν    τη  σωτηρία   τους».
Επειδή  τα   χρόνια  περνούσαν  και    η    περιοχή   που   ασκήτευε    ο    Όσιος  ήταν   δύσβατη  και  άνυδρη,  αναγκάσθηκε  να  μετακινηθεί  χαμηλότερα  προς    τη   θάλασσα,   προς   το   ακρωτήρι   της   Αθωνικής   Χερσονήσου,  εκεί όπου  βρίσκεται  η  σημερινή  σκήτη  των Καυσοκαλυβίων   (Αγίας   Τριάδος). Εκεί    ο   Όσιος  αναζήτησε   την   κατοικία   του   σε  ένα    μικρό    σπήλαιο,    το  οποίο   μέχρι   σήμερα   φέρει  το   όνομά   του.  Με  τις  σπάνιες  αρετές  του  αναδείχθηκε  κατά τον υμνωδό   «κορυφαίος   των   Ασκητών   και  Θεοφόρων  Πατέρων  το  καύχημα».           
Ο  Όσιος  Ακάκιος προέβλεψε  και   προείπε    την   κοίμησή   του  σε  όλους  τους   υποτακτικούς   που  μόναζαν κοντά του. Ιδιαίτερα όμως   στον   μοναχό Αθανάσιο,  ο  οποίος  έφθασε  στο  σπήλαιο  του  Οσίου  από    την     σκήτη της Αγίας  Άννης για να λάβει την ευχή του,   είπε:   «Εγώ   τώρα  Αθανάσιε, πηγαίνω   στράτα   μακρά  και  πλέον  δεν  θα  βλέπουμε  ο  ένας  τον  άλλον.  Να  έχεις  την ευχή  της Παναγίας μας».  Αυτά  ήταν  τα    τελευταία   λόγια του.  Ευλόγησε   έπειτα   τα   τέσσερα   σημεία του ορίζοντα   και   κοιμήθηκε   με ειρήνη   την   Κυριακή    των  Μυροφόρων,   το  έτος  1730  μ.Χ.  και  σε  ηλικία  εκατόν  περίπου   ετών.


Απολυτίκιον.   Ήχος   πλ. α’.   Τον   συνάναρχον  Λόγον.          
Ακακία εμπρέπων Πάτερ Ακάκιε, και λαμπρότητι βίου αστήρ ως πάμφωτος,   των   Οσίων   μιμητής   των   πάλαι   γέγονας, και χαρισμάτων θεϊκών, δαψιλώς αξιωθείς, μη  παύση  καθικετεύων,  την Παναγίαν  Τριάδα,   διδόναι   πάσι    το    θείον    έλεος.


Κοντάκιον.    Ήχος   δ’.   Επεφάνης   σήμερον.       
Επεφάνης   Όσιε τη Εκκλησία, ως αστήρ  νεόφωτος, καταλαμπρύνων  τηλαυγώς, των Ορθοδόξων το πλήρωμα, τοις σοις  αγώσι, παμμάκαρ   Ακάκιε.


Μεγαλυνάριον.
Χαίροις   των   Οσίων   ο   κοινωνός,   και   των   Μοναζόντων,   απλανέστατος οδηγός· χαίροις ακακίας, κατάκαρπος ελαία, Ακάκιε   παμμάκαρ,   Άθωνος καύχημα.

The Sacred Acacius of the Caucasus

Saint Akakios lived and emerged in the dark times of the Ottoman domination. He was born rather a few years after 1630 AD, in the village of Golitsa of Agrafa, in the province of Fanari and Neochori, in today's community of Agios Akakios in the prefecture of Karditsa. His parents, worthy and virtuous Christians, with their work, succeeded in the difficult times of securing the necessities of their lives with self-sufficiency and affectionately dedicated to raising their two children given to them by God. But the early death of the father shocked the family and overshadowed their happiness.
Anastasios, this was the secular name of Saint, he was an orphan at a very young age. Their mother, with her profound Christian faith and piety, struggles to fight "hard to the wickedness" and assumes the burden of family responsibility. She works unreservedly to preserve her two minor children and to raise them with the education and admonition of the Lord.
Soon shortly, the young Anastasios was also found on the side of the woman, to take over part of the responsibilities for the maintenance of his family.
The Gospel's word had shocked Anastasios's heart early and the flame of divine love warmed his childhood soul. He felt bold and very keen on the inclination and zeal to lonely life. That is why he avoided the noise of the world and often sought quietness in places of desolation. There, devoted to God, he had all his time in prayer and fasting. Soon he decided to leave the mundane, and at the age of twenty-three he drove to the parts of Zagora, Volos. He ended up at the monastery of Sourvia, which was built by Dionysios the Olympus, which is located in the area of ​​Makrinitsa of Volos and is dedicated to the Holy Trinity.
When he arrived at the monastery he welcomed him with kindness. He was presented to the abbot and with all due respect stated the purpose of his visit. He listened to him carefully and explained to him in detail the difficulties of lonely life, but also the strict program of the monastery. Anastasios, however, insisted, promising that with the help of God he would overcome all the obstacles and respond to the tasks that the lonely state had. The Abbot, as an experienced intellectual, diagnosed Anastasios's enthusiastic zeal and found his firm and firm decision to unite. So he accepted him in the monastery. There Anastasios is a monk named Akakios. And on the same night that received the angelic form and encompassed the lonely garment, it was claimed with divine imagination. He saw as if he had a light on his hands, a light that was light-eyed and illuminated all that place.
The young monk with his behavior, diligence and spirituality won the love and sympathy of all the fathers of the monastery. However, the needs and demands of the monastery were too many and they took away precious time from exercise and prayer. The monastic life of the monastery did not satisfy him any more, because he soon had conquered the lonely virtues of the simple monk and his soul was seeking another place for absolute peace and greater exercise.
Thus, between 1660 and 1670 AD, he departed for Mount Athos. Initially Osios headed to the area of ​​the Great Lavra and resorted to a cave, near the "Cave of the Caucasian", where he practiced for a period of time. His interest in the best possible education led him to pursue a program of work and intellectual work. Without any delay, he visits monasteries and skeletons, hermitage hesychasts and ascetic caves and seeks, "as hell thirst on the springs of the waters", the chosen and tested monks. He willingly obeys them, cooperates with them, and trains patiently with them.
Osios finally arrives at the monastery of Agios Dionysios and after a brief visit to this, he deserts to a deserted location above the monastery to calm down. There it was a long time and every Saturday he went down to the monastery and was ecclesiastical.
His next station was the Pantokrator's cloister, where he met with his old spiritual master, known from the monastery of Sourvia, who had come from Zagora, Volos, to study Byzantine music. The old man enjoyed too much when he met with Osio and asked to take him with him as a monk. But he asked for his wishes and begged him not to insist, for he wanted to practice alone.
After that meeting, the Ossios left the heck of the Pantokrator in an unknown direction and, with the advice of the elderly spiritual Galaktios, came to the Kavoskalivia of Mount Athos, on Metamorphosis, to unite. There he remained for twenty years.
Once Osaka Akakios saw the Holy Maximus the Caucasian († 13th of January), with a white and shining priestly outfit, wandering and stomping the whole temple, and a crowd of monks with the same white uniform to follow him. And when Saint Akacus asked, "who were the ones who accompanied him," Saint Maximus replied: "They are all those Sacred Fathers from the region of the Caucasians, who thanks to him have found their salvation."
Because the years were passing, and the area that the Osios exercised was inaccessible and dry, it was forced to move lower to the sea, towards the cape of Athonian Peninsula, where the present cloister of the Caucasians (Holy Trinity) is located. There Osios sought his residence in a small cave, which to this day bears his name. With his rare virtues he emerged according to the solemn "Leader of the Ascetics and the Divine Fathers the pride".
Saint Akakios anticipated and foretold his retreat to all the subordinates who lived near him. Particularly, however, the monk Athanasios, who arrived in the cave of Hosios from the shepherd of Agia Anna to receive his wish, said: "I am now Athanasios, I walk long and we will not see each other. Have the Virgin's wish ". These were his last words. He then blessed the four points on the horizon and slept peacefully on the Myrrhboth Sunday, in the year 1730 AD. and about one hundred years old.


Apolyticus. Sound flat a'. The Synoptic Logos.
The acacia of the beasts of the Father, and the brilliance of the life of the living beast, of the Oik's imitator of the old beggar, and of the gifts of the gods, and the merciful desires, not of ceasing of the living, of the Most Holy Trinity, yields all the divine mercy.


Kontakion. Sound d '. I'm afraid today.
It appears that the Church, as a spring of the youth, delights in the wonders of the Orthodox, the crew, the wrestling, the Akkay palmakar.

Majesty.
The mercy of the Oosians, the companion, and the Monazons, the unintentional guide; the rejoicing of the acacia, the greasy oil, the acacia of the pimkar, the Athonian pride.

Δεν υπάρχουν σχόλια: