7/4/19


Μάρκ. 9, 17-28

17 Καὶ ἀποκριθεὶς εἷς ἐκ τοῦ ὄχλου εἶπε· διδάσκαλε, ἤνεγκα τὸν υἱόν μου πρός σε, ἔχοντα πνεῦμα ἄλαλον.
18 Καὶ ὅπου ἂν αὐτὸν καταλάβῃ, ρήσσει αὐτόν, καὶ ἀφρίζει καὶτρίζει τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ, καὶ ξηραίνεται· καὶ εἶπον τοῖς μαθηταῖς σου ἵνα αὐτὸ ἐκβάλωσι, καὶ οὐκ ἴσχυσαν.
19 Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς αὐτῷ λέγει· ὦ γενεὰ ἄπιστος, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσομαι; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν; φέρετε αὐτὸν πρός με. καὶἤνεγκαν αὐτὸν πρὸς αὐτόν.
20 Καὶ ἰδὼν αὐτὸν εὐθέως τὸ πνεῦμα ἐσπάραξεν αὐτόν, καὶ πεσὼν ἐπὶ τῆς γῆς ἐκυλίετο ἀφρίζων.
21 Καὶ ἐπηρώτησε τὸν πατέρα αὐτοῦ· πόσος χρόνος ἐστὶν ὡς τοῦτο γέγονεν αὐτῷ; ὁ δὲ εἶπε· παιδιόθεν.
22 Καὶ πολλάκις αὐτὸν καὶ εἰς πῦρ ἔβαλε καὶ εἰς ὕδατα, ἵνα ἀπολέσῃαὐτόν· ἀλλ᾿ εἴ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν σπλαγχνισθεὶς ἐφ᾿ ἡμᾶς.
23 Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ τὸ εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατὰτῷ πιστεύοντι.
24 Καὶ εὐθέως κράξας ὁ πατὴρ τοῦ παιδίου μετὰ δακρύων ἔλεγε· πιστεύω, κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ.
25 Ἰδὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐπισυντρέχει ὄχλος, ἐπετίμησε τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ λέγων αὐτῷ· τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον καὶ κωφόν, ἐγώ σοι ἐπιτάσσω, ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καὶ μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν.
26 Καὶ κράξαν καὶ πολλὰ σπαράξαν αὐτὸν ἐξῆλθε, καὶ ἐγένετο ὡσεὶνεκρός, ὥστε πολλοὺς λέγειν ὅτι ἀπέθανεν.
27 Ὁ δὲ Ἰησοῦς κρατήσας αὐτὸν τῆς χειρὸς ἤγειρεν αὐτόν, καὶἀνέστη.
28 Καὶ εἰσελθόντα αὐτὸν εἰς οἶκον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐπηρώτων αὐτὸν κατ᾿ ἰδίαν, ὅτι ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό.
29 Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τοῦτο τὸ γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ.

Δεύτερη πρόρρησις τοῦ θανάτου του

30 Καὶ ἐκεῖθεν ἐξελθόντες παρεπορεύοντο διὰ τῆς Γαλιλαίας, καὶοὐκ ἤθελεν ἵνα τις γνῷ·
31 ἐδίδασκε γὰρ τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρας ἀνθρώπων, καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ ἀποκτανθεὶς τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται.



ΑΠΟΔΟΣΗ  ΣΤΗ  ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ

Μάρκ. 9, 17-31


17 Και   ένας  από  το  πλήθος  απεκρίθη,  «Διδάσκαλε  σου  έφερα   τον υιόν   μου,  που  έχει   πνεύμα   άλαλον.
18 Όταν  τον  πιάσει,  τον   ρίχνει   κάτω   και  αφρίζει  και  τρίζει  τα δόντια  και  γίνεται   ξερός.   Και   είπα    στους   μαθητές  σου  να  το βγάλουν  αλλά  δεν  μπόρεσαν».
19 Αυτός  δε  απεκρίθη,  «Ω   γενεά  άπιστη,  έως  πότε  θα  είμαι  μαζί  σας, έως  πότε  θα   σας  ανέχομαι;   Φέρετέ   τον   σ’  εμένα».
20 Και  του  τον  έφεραν. Και  μόλις  το  πνεύμα   τον  είδε,   αμέσως  τον συνετάραξε  και   έπεσε   στη  γη  και   κυλιότανε  και  άφριζε.
21 Και   ρώτησε  τον πατέρα  του,  «Πόσος  καιρός  είναι  από  τότε  που συνέβη  αυτό;».   Αυτός  όμως   είπε,   «Από   παιδικής   ηλικίας.
22 Πολλές  φορές  και  στην  φωτιά  τον  έρριξε  και  στα  νερά,  για  να  τον εξολοθρεύσει.  Αλλ’ άν μπορείς να  κάνεις τίποτε βοήθησέ μας, σπλαγχνίσου   μας».
23 Ο  δε  Ιησούς  του  είπε,  «Εάν  μπορείς   να  πιστέψεις  όλα  είναι δυνατά   σ’ εκείνον  που  πιστεύει».
24 Τότε φώναξε αμέσως ο  πατέρας του  παιδιού  και  με  δάκρυα  είπε, «Πιστεύω,  Κύριε,  βοήθησε  την  απιστίαν   μου».
25 Όταν  όμως  ο  Ιησούς  είδε  ότι  μαζεύεται  κόσμος,  επέπληξε  το πνεύμα   το  ακάθαρτον  και  του  είπε,   «Το  άλαλον  και  κωφόν  πνεύμα, εγώ  σε  διατάσσω,   έβγα  από   αυτόν   και  να  μη  μπεις ποτέ πλέον   μέσα   του».
26 Αυτό,  αφού   φώναξε  και  τον  σπάραξε  δυνατά,  βγήκε,  το δε παιδί έγινε  σαν   νεκρός,   ώστε  πολλοί  να   λέγουν   ότι  πέθανε.
27 Αλλ’   ο   Ιησούς  τον  έπιασε  από   το   χέρι,   τον   σήκωσε   και   στάθηκε όρθιος.
28 Καὶ ὅταν ὁ Ἰησοῦς  εμπήκε   στο  σπίτι,  τον   ρώτησαν  οι  μαθητές  του ιδιαιτέρως,  «Γιατί  εμείς  δεν  μπορέσαμε  να   το   βγάλουμε;».
29 Και   αυτός   τους   είπε,   «Το  γένος  αυτό  δεν   είναι  δυνατόν  να  βγει  με κανένα   άλλο   μέσον  παρά  με  προσευχή   και   νηστεία».

Δεύτερη   πρόρρησις   του   θανάτου   του

30 Και   όταν  έφυγαν  από  εκεί,  περνούσαν  δια της Γαλιλαίας   και   ο   Ιησούς δεν   ήθελε  να  μάθει  κανείς  τίποτε,
31 διότι   δίδασκε  τους  μαθητές  του  και  τους  έλεγε   ότι   ο   Υιός   του ανθρώπου  θα παραδοθεί   στα  χέρια  ανθρώπων και  θα   τον  θανατώσουν και  αφού   θανατωθεί,   την   τρίτη   ημέρα  θα   αναστηθεί.

Ἑβρ. 6, 13-20

13 Τῷ   γὰρ   Ἀβραὰμ   ἐπαγγειλάμενος   ὁ   Θεός,   ἐπεὶ   κατ' οὐδενὸς εἶχε μείζονος   ὀμόσαι,   ὤμοσε   καθ'   ἑαυτοῦ,
14 λέγων·   ἦ   μὴν   εὐλογῶν   εὐλογήσω   σε   καὶ   πληθύνων   πληθυνῶ   σε·
15 καὶ   οὕτω  μακροθυμήσας   ἐπέτυχε   τῆς   ἐπαγγελίας.
16 Ἄνθρωποι   μὲν   γὰρ   κατὰ   τοῦ   μείζονος   ὀμνύουσι,   καὶ   πάσης αὐτοῖς   ἀντιλογίας πέρας εἰς βεβαίωσιν   ὁ   ὅρκος·
17 ἐν   ᾧ   περισσότερον   βουλόμενος   ὁ   Θεὸς   ἐπιδεῖξαι τοῖς   κληρονόμοις   τῆς  ἐπαγγελίας   τὸ  ἀμετάθετον   τῆς   βουλῆς   αὐτοῦ,   ἐμεσίτευσεν   ὅρκῳ,
18 ἵνα   διὰ  δύο  πραγμάτων   ἀμεταθέτων,   ἐν οἷς  ἀδύνατον ψεύσασθαι   Θεόν,   ἰσχυρὰν   παράκλησιν   ἔχωμεν οἱ   καταφυγόντες κρατῆσαι τῆς προκειμένης   ἐλπίδος·
19 ἣν   ὡς   ἄγκυραν   ἔχομεν τῆς   ψυχῆς   ἀσφαλῆ   τε καὶ   βεβαίαν καὶ  εἰσερχομένην εἰς τὸ   ἐσώτερον τοῦ   καταπετάσματος,
20 ὅπου   πρόδρομος   ὑπὲρ   ἡμῶν εἰσῆλθεν   Ἰησοῦς, κατὰ   τὴν τάξιν Μελχισεδὲκ   ἀρχιερεὺς   γενόμενος   εἰς   τὸν   αἰῶνα.

ΑΠΟΔΟΣΗ  ΣΤΗ  ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ


Εβρ. 6, 13-20



13 Διότι   όταν   ο  Θεός  έδωκε   υπόσχεσι   στον   Αβραάμ,  ωρκίσθηκε   στον εαυτόν   του, αφού δεν είχε άλλον μεγαλύτερον   στον οποίον  να   ορκισθεί,
14 και   είπε,   Αλήθεια, θα  σε   υπερευλογήσω   και  θα  σε  υπερπληθύνω,
15 και  έτσι   ο   Αβραάμ,  με  την  υπομονή  του,  έλαβε   την   υπόσχεσι.
16 Οι   άνθρωποι   ορκίζονται  σε   κάποιον   που   είναι   μεγαλύτερος   και   ο   όρκος θέτει  για   αυτούς  τέρμα    σε κάθε  αμφισβήτησι  και  δίνει  επιβεβαίωσι.
17 Έτσι και όταν ο Θεός ήθελε να  δείξει  σαφέστερα   στους   κληρονόμους της   υποσχέσεως  το  αμετάβλητον   της  αποφάσεώς   του,   την  εγγυήθηκε  με όρκον,
18 ώστε,  για δύο πραγμάτων  αμεταβλήτων  για  τα  οποία  είναι  αδύνατον να  αποδειχθεί   ο  Θεός  ψεύτης,  εμείς,  που  καταφύγαμεν  σ’ αυτόν,  να έχουμε  μεγάλη  ενθάρρυνσιν  να  κρατήσουμε  σφιχτά   την  ελπίδα  που είναι  ενώπιόν  μας.
19 Την  ελπίδα   αυτή  την  έχουμε   σαν  άγκυρα   της  ψυχής,  ασφαλή   και βεβαία, η οποία μπαίνει μέσα, 
20 πίσω  από   το   καταπέτασμα,   όπου   μπήκε προς   χάριν   μας   ο   Ιησούς, αφού  έγινε  αρχιερεύς,   αιώνιος  κατά   την   τάξιν   Μελχισεδέκ.


Mark. 9, 17-31


17 And one of the multitude answered, "Thou didst teach my son my spirit, which is spirit.
18 When he catches him, he throws it down and foams and tears his teeth and gets dry. And I told your students to do it but they could not. "
19 And he answered, "O generation unbelieving, how long will I be with you, how long will I tolerate you? Bring him to me. "
20 And they brought him. And as soon as the spirit saw him, he instantly shook him and fell to the ground and rolled and screamed.
21 And he asked his father, "How long has it been since this happened?" But he said, "From childhood.
22 Many times and in the fire he threw him into the waters to destroy him. But if you can do anything to help us, please make us happy. "
23 And Jesus said to him, "If you can believe everything is strong to him who believes."
24 Then the child's father immediately cried, and with tears he said, "I believe, Lord, have helped my infidelity."
25 But when Jesus saw that there was a gathering of people, he rebuked the unclean spirit, and said to him, "The deaf and deaf spirit, I order you, I have escaped from him, and never enter into it."
26 Having cried out and shaking him out loud, he went out, and the child became like a dead man, so that many might say that he died.
27 But Jesus took him by the hand, and lifted him up, and stood up.
28 When Jesus came into the house, his disciples asked him in particular, "Why did we not be able to make it?"
29 And he said to them, "This genus can not come out in any other means except by prayer and fasting."

Second precursor to his death

30 And when they departed from there, they went through Galilee, and Jesus did not want to learn anything,
31 because he taught his disciples and told them that the Son of Man would be delivered into the hands of men and would kill him, and after he was killed, on the third day he would be resurrected.

Hep. 6, 13-20



13 For when God promised Abraham, he was taken up by himself, because he had no more to swear by,
14 And he said, Verily, I will overtake you and overtake you,
15 And so Abraham, with his patience, received the promise.
16 People swear to someone who is older and the oath puts them to an end in all controversy and gives confirmation.
17 So when God wanted to show clearer to the heirs of the promise the immutability of his decision, he guaranteed it by oath,
18 so that for two things unchanging for which it is impossible for God to prove to be a liar, we who have escaped to him have great encouragement to keep the hope that is before us.
19 Hope we have it as an anchor of the soul, safe and certain, which enters in,
20 behind the curtain, where Jesus came to us for mercy, having become a high priest, eternal according to the Melchizedek order.

Δεν υπάρχουν σχόλια: