11/4/19

Ο Όσιος Καλλίνικος


Ο   Όσιος   Καλλίνικος   της   Τσέρνικα   υπήρξε   μία   από   τις   μεγαλύτερες πνευματικές    μορφές    του    19ου   αιώνος   μ.Χ.
Γεννήθηκε   στο   Βουκουρέστι,   στις   7   Οκτωβρίου   του   1787, από   γονείς ευσεβείς   και   φιλόθεους,   τον   Αντώνιο   και   την   Φλοάερα, και  το  κατά  κόσμον   όνομά  του   ήταν   Κωνσταντίνος.   Η   μητέρα   του   σε   μεγάλη   ηλικία  έγινε μοναχή  και  έλαβε  το  όνομα  Φιλοθέη.    Ο   πόθος  του  για    τον   Θεό  και  η    δίψα   του    για  προσευχή   οδηγούσαν τα  βήματά  του  στη  μονή   της  Τσέρνικα,   ενώ   ήταν   ακόμη   μαθητής   στο   Βουκουρέστι. Τον   Μάρτιο   του έτους   1807   αποφάσισε  να  εγκαταλείψει    οριστικά    τον    κόσμο    και    να  μονάσει.   Στις   12 Νοεμβρίου  του  1808  εκάρη  μοναχός  και  έλαβε  το  όνομα   Καλλίνικος.   Τον   επόμενο   μήνα, ο Βούλγαρος   Επίσκοπος   της   Βράτα, που   κατέφυγε   στο  Βουκουρέστι   λόγω των Τούρκων, τον χειροτόνησε διάκονο   στο   ναό   του   Αγίου    Νικολάου    της   Τσέρνικα.
Υπό   την   καθοδήγηση   του   πνευματικού   του   πατρός, ο νεαρός  μοναχός άρχισε τους μεγάλους πνευματικούς αγώνες,  την  άσκηση,  την  αδιάλειπτη   προσευχή,    τη  νηστεία,  την  εργασία  και  την μελέτη  της  Αγίας    Γραφής    και   των    Αγίων   Πατέρων.
Το   έτος   1812   απεστάλη   μαζί  με  τον  πνευματικό    του    στη    μονή  του   Νεάμτς,   προκειμένου  να  ζητήσει  βοήθεια   για   την  επιδιόρθωση    του  ναού  του  Αγίου Νικολάου    της   Τσέρνικα,    ο    οποίος  είχε  καταστραφεί  από σεισμό.  Με  αυτή την  ευκαιρία  επισκέφθηκε  και  τα  άλλα  μοναστήρια    της   Μολδαβίας.
Το    έτος   1813   χειροτονήθηκε πρεσβύτερος  στο    ναό    Μπάτιστε    από    τον Επίσκοπο   Διονύσιο   Λούπου,  τον μελλοντικό  Μητροπολίτη  της  χώρας  και το  έτος 1815 διορίσθηκε  οικονόμος  της  μονής.  Το    1817    αναχώρησε  για  το Άγιον  Όρος  με  σκοπό  να   διδαχθεί  την  μοναχική ζωή  των  Αθωνιτών Πατέρων και να ωφεληθεί   πνευματικά    από  την  πνευματική  τους    εμπειρία   και    άσκηση.
Μετά την κοίμηση του ηγουμένου της μονής, Δωροθέου, στις 14 Δεκεμβρίου   1818,   η   μοναστική   κοινότητα της  Τσέρνικα    εξέλεξε   ηγούμενο τον   Ιερομόναχο   Καλλίνικο,   χάρη   στην   ξεχωριστή   ασκητική   βιοτή   του,   την αγάπη  και   την   αφοσίωσή   του   στο   μοναχισμό.   Ύστερα    από   δύο   χρόνια έλαβε    και    το    οφφίκιο    του    αρχιμανδρίτου.
Τα τριάντα δύο χρόνια της ηγουμενίας του αποτέλεσαν περίοδο πνευματικής ακμής για τη μονή. Κατασκευάσθηκαν προσκυνητάρια, κελλιά  και  εργαστήρια  για τα εργόχειρα  των μοναχών.   Όσοι   γνώριζαν γράμματα   ασχολούνταν   με   την   αντιγραφή   πολύτιμων   χειρογράφων   και έργων Πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων. Ο αριθμός των μοναχών αυξανόταν σημαντικά. Το 1838  εγκαταβιούσαν στη μονή τριακόσιοι    μοναχοί,    ενώ    το    1850    ήσαν  τριακόσιοι   πενήντα.
Ο   ηγούμενος   Καλλίνικος   διακρίθηκε   κυρίως   για    την    ελεημοσύνη   και  την   αγάπη    του    προς    τους    φτωχούς   και   τους   πάσχοντες,   καθώς   και   προς τους   πρόσφυγες   που   έβρισκαν   στο   μοναστήρι   καταφύγιο   και   τροφή. Επίσης   ίδρυσε   ένα   σχολείο   για   τα   παιδιά   της   περιοχής   και  ανέλαβε  την  κατασκευή  και  ανακαίνιση  πολλών  ναών  και  προσκυνηταρίων.  Ο    Άγιος  Καλλίνικος   ήταν  τόσο  ελεήμων  που,  όταν δεν είχε  τίποτα  να   προσφέρει,  έδινε  τα  δικά   του  ενδύματα  και  κλαίγοντας  ικέτευε    τους  συνεργάτες  του  να   μαζέψουν   χρήματα,   για   να   έχει   να   τα  μοιράζει    στους  φτωχούς    και    στους   πάσχοντες.
Το έτος 1850,  ύστερα από σαράντα τρία χρόνια στο μοναστήρι,  ο  ηγούμενος   Καλλίνικος   κλήθηκε   να   αποδεχθεί   το   αρχιερατικό αξίωμα. Αφού προηγουμένως   είχε   αρνηθεί,   τελικά   υπέκυψε   στις   παρακλήσεις   του βοεβόδα   Μπάρμπου – Στίρμπεϊ,   και στις   15  Σεπτεμβρίου  του  1850  εξελέγη   Επίσκοπος    της    πόλεως    Ρίμνικ – Βίλτσεα.    Η    χειροτονία   του    σε  Επίσκοπο   έγινε   στις   26   Οκτωβρίου   του   1850   στο   μητροπολιτικό   ναο   του Βουκουρεστίου.  Επειδή  η  επισκοπική  έδρα  του  Ρίμνικ  είχε  καταστραφεί από  πυρκαγιά,    η    ενθρόνιση    έγινε    στις   26   Νοεμβρίου   στην Κραϊόβα.
Σε    αυτή   την   επισκοπή    η   κατάσταση  ήταν  πολύ  δύσκολη.  Για   δέκα χρόνια    η   Μητρόπολη    διευθυνόταν    από   τοποτηρητές,  η  έδρα  και  ο  καθεδρικός    ναός   είχαν   καταστραφεί,   οι   ιερείς   ήσαν   ελάχιστοι   και αμόρφωτοι,   ενώ  το   εκκλησιαστικό  σχολείο  είχε  κλείσει    λόγω   της  επαναστάσεως  το  1848.
Ο  νέος  Επίσκοπος  αφοσιώθηκε  αμέσως με   αυταπάρνηση    και    δύναμη  στην   αποστολή   του.   Χειροτόνησε   καλούς   και   ευλαβείς   κληρικούς,   το    1851 επανίδρυσε   το   εκκλησιαστικό  σχολείο   της   Κραϊόβα και το  1854  το  μετέφερε στο Ρίμνικ, ενώ παράλληλα ίδρυσε σχολές  για  την  κατάρτιση    ιεροψαλτών.
Το   έτος  1854,   αφού   η έδρα της επισκοπής μεταφέρθηκε στο  Ρίμνικ, ξεκίνησε   την    ανοικοδόμηση  ενός  νέου  ναού.   Μεταξύ    των    ετών    1859 – 1864  έκτισε  με δικές  του  δαπάνες  ένα  νέο  ναό    στη    σκήτη    Φρασινέι,  όπου  εισήγαγε  τους   κανόνες της  μοναχικής  πολιτείας  του  Αγίου  Όρους.
Φιλότεχνος    και   φιλομαθής   ο   Άγιος   ίδρυσε,   το   1860,    τυπογραφείο,   στο  οποίο   εκδίδονταν   εκκλησιαστικά   και   διδακτικά  βιβλία  και  το  οποίο παρεχώρησε στην  πόλη  Ρίμνικ  με  τον  όρο  το  ήμισυ    των  εισοδημάτων  να  διατίθεται   για την  συντήρηση  των  σχολείων  και  των  φτωχών μαθητών    καθώς και   της   σκήτης   Φρασινέι.
Ο  Επίσκοπος  Καλλίνικος  υπήρξε  και  γνήσιος πατριώτης. Ως  Επίσκοπος   έλαβε   μέρος   στις   διεργασίες   της   Δημόσιας   Συνελεύσεως   της χώρας   και   διαδραμάτισε   σημαντικό  ρόλο  στην  ένωση  της  Μολδαβίας  και  της Τσόρα   Ρομανεάσκα.  Την  άνοιξη  του  έτους  1857  απέστειλε  εγκύκλιο    προς    όλους   τους    ηγουμένους   και   ιερείς,   δια   της   οποίας   ζητούσε  να  τελεσθούν  σε    όλους   τους   ναούς,   Ακολουθίες   και   προσευχές   για   την ένωση   του   Ρουμανικού   λαού.
Ο  Άγιος   Θεός   τον   ευλόγησε και με το  χάρισμα  της   θαυματουργίας. Πολλοί ασθενείς,  που επικαλούνταν  τις  προσευχές  του  Αγίου, θεραπεύονταν.
Σε  μεγάλη  ηλικία  και  ενώ  ήταν  ασθενής,    ο   Όσιος   αποσύρθηκε   στη  μονή της Τσέρνικα, τον Μάιο του 1867, αναθέτοντας την προσωρινή  διοίκηση  της Επισκοπής  στον  αρχιμανδρίτη   Γρηγόριο.  Η    τότε  κυβέρνηση,  ως  έκφραση   εκτιμήσεως   και   σεβασμού   προς   το   πρόσωπο   του Αγίου,   αρνήθηκε  την   αποχώρησή   του    από  τον  επισκοπικό  θρόνο.  Έτσι  ο  Αγιος   παρέμεινε μέχρι τέλους της  ζωής  του,  πατέρας  και  πνευματικος    οδηγός    του    ποιμνίου    του.           
Ο  Όσιος Καλλίνικος  κοιμήθηκε  με ειρήνη  το  έτος 1868  και  ενταφιάσθηκε   στο   ναό   του  Μεγαλομάρτυρος   Γεωργίου,   τον   οποίο   ο   ίδιος   ο Όσιος   είχε  χτίσει.

Saint Kallinikos


Saint Calleinico of Cernica was one of the greatest spiritual figures of the 19th century AD.
He was born in Bucharest on October 7, 1787, by parents of godly and philanthropic, Antonios and Florea, and his name was Constantine. His mother in old age became a nun and received the name Filothei. His longing for God and his thirst for prayer led his steps to the Czernica monastery while he was still a student in Bucharest. In March of 1807, he decided to leave the world definitively and to unite. On November 12, 1808, he was a monk and received the name Kallinikos. The following month, the Bulgarian Bishop of Vratsa, who fled to Bucharest because of the Turks, ordained him a deacon at the church of St. Nicholas of Chernica.
Under the guidance of his spiritual father, the young monk began the great spiritual struggles, exercise, unceasing prayer, fasting, work and study of the Holy Bible and the Holy Fathers.
In the year 1812 he was sent along with his spiritual at the Neamt monastery to seek help in repairing the church of St. Nicholas of Chernikas, which had been destroyed by an earthquake. On this occasion, he visited the other monasteries in Moldova.
In 1813 he was ordained eldest in the temple of Batiste by Bishop Dionysios Loupos, the future Metropolitan of the country, and in the year 1815 he was appointed a housekeeper of the monastery. In 1817 he departed for Mount Athos in order to teach the lonely life of the Athonite Fathers and to benefit spiritually from their spiritual experience and practice.
After the abbot of the abbot of the monastery, Dorotheos, on December 14, 1818, the monastic community of Chernikia elected Abbot Hieromonk Kallinikos, thanks to its unique ascetic biotope, its love and dedication to monasticism. After two years he also received the Archimandrite's offspring.
The thirty-two years of his ministry were a period of spiritual prosperity for the monastery. Premountains, cellars and workshops for the monks' handworks were built. Those who knew letters dealt with the copying of precious manuscripts and works of Fathers and ecclesiastical writers. The number of monks increased significantly. In 1838 there were monks in the monastery, while in 1850 they were three hundred and fifty.
Abbot Kallinikos was distinguished mainly for his charity and his love for the poor and the sufferers, as well as for the refugees who found shelter and food in the monastery. He also founded a school for the children of the region and undertook the construction and renovation of many temples and pilgrimages. Saint Kallinikos was so gracious that, when he had nothing to offer, he gave his own clothes and crying, begging his colleagues to raise money to have them handed over to the poor and the sufferers.
In the year 1850, after forty-three years in the monastery, Abbot Kallinikos was called upon to accept the archdiocese. After having refused, he finally succumbed to the calls of Barbu-Stirbey, and on 15 September 1850 he was elected Bishop of Rimnik-Vilcea. His ordination to Bishop took place on October 26, 1850, in the metropolitan church of Bucharest. Because the Rimnik episcopal seat was destroyed by fire, the enthronement took place on November 26 in Craiova.
In this diocese the situation was very difficult. For ten years, the Metropolis was headed by observers, the seat and the cathedral were destroyed, the priests were few and uneducated, while the ecclesiastical school was closed due to the rebellion in 1848.
The new Bishop immediately devoted himself to self-denial and power in his mission. He re-ordained good and pious clerics; in 1851 he reestablished the Craiova Ecclesiastical School, and in 1854 he transferred it to Rimnik, and at the same time he founded schools for the preparation of sacred pavilions.
In 1854, after the headquarters of the diocese moved to Rimnik, it began the reconstruction of a new temple. Between 1859 and 1864 he built at his own expense a new temple in the cloister of Frasini, where he introduced the rules of the monastic state of Mount Athos.
Filmmaker and scholar, the Saint founded in 1860 a printing house in which ecclesiastical and didactic books were issued and which he gave to Rimnik, with the condition that half of the income was spent on the maintenance of schools and poor students, and of the Frasini retreat.
Bishop Kallinikos was also a genuine patriot. As Bishop he took part in the proceedings of the Public Assembly of the country and played an important role in the union of Moldova and Chora Romaneasca. In the spring of 1857, he sent a circular to all the high priests and priests, requesting them to be performed in all temples, service and prayers for the union of the Romanian people.
The Holy God also blessed him with the gift of miracles. Many patients, who invoked the prayers of the Saint, were cured.
In old age and while ill, Osios retired to the monastery of Tsernikas in May 1867, entrusting the interim administration of Episkopi to Archimandrite Gregory. The then government, as an expression of appreciation and respect for the saint's face, refused to leave the episcopal throne. So the Saint remained until the end of his life, father and spiritual guide of his flock.
Saint Kallinikos slept peacefully in the year 1868 and was buried in the temple of the Great Martyr George, whom the Jesuit himself had built.

Δεν υπάρχουν σχόλια: