12/4/19

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4- Ο ΜΩΥΣΗΣ  ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ   ΣΤΗΝ   ΑΙΓΥΠΤΟ
                                    Οδηγίες   προς   το   Μωυσή
Εξ. 4,1               Απεκρίθη   ο  Μωυσής   και  είπεν·   εάν   μη πιστεύσωσί   μοι,   μηδὲ   εισακούσωσι   της φωνής   μου,  ερούσι  γαρ,   ότι   ουκ   ώπταί   σοι   ο  Θεός,  τι   ερώ   προς  αυτούς;
Εξ. 4,1                        Ο   Μωυσής   απήντησε   προς   τον   Θεόν·   “εάν   δεν   με πιστεύσουν, εάν δεν υπακούσουν  στα λόγια μου, διότι είναι ενδεχόμενον  να   είπουν   ότι   δεν   εφανερώθη  σε  σένα   ο   Θεός, τι θα απαντήσω   εγώ   τότε   προς   αυτούς;”
Εξ. 4,2               είπε   δε  αυτώ  Κύριος·  τι  τούτό  εστι  το   εν  τη χειρί  σου;   Ο   δε  είπε · ῥάβδος.
Εξ. 4,2                       Του   είπε   τότε   ο  Κυριος·   “τι   είναι   αυτό που κρατάς στο χέρι σου;” Εκείνος είπε· “ράβδος”.
Εξ. 4,3               και  είπε·  ῥίψον  αυτήν  επί  την   γην.   Και  έῤῥιψεν αυτήν   επί την γην, και εγένετο όφις·   και έφυγε   Μωυσής   απ᾿  αυτού.
Εξ. 4,3                       Του   είπε   ο  Θεός·  “ρίψε  αυτήν   κατά   γης”.   Ο  Μωυσής την έρριψε    στη   γη  και  η   ράβδος έγινε  όφις. Ο Μωυσής φοβηθείς έφυγε   από   τον   όφι   αυτόν.
Εξ. 4,4               και  είπε   Κύριος   προς   Μωυσή·  έκτεινον   την χείρα   και   επιλαβού  της  κέρκου·  εκτείνας ούν την χείρα επελάβετο της κέρκου, και εγένετο   ῥάβδος   εν  τη  χειρί  αυτού·
Εξ. 4,4                       Είπε   τότε   ο  Θεός   στον   Μωυσή·   “άπλωσε το   χέρι   σου   και  πιάσε   το   φίδι   από   την ουρά”.   Οταν  ο   Μωυσής   το   έπιασε,   έγινε ο όφις   στο   χέρι   του   πάλι   ράβδος.
Εξ. 4,5               ίνα  πιστεύσωσί   σοι   ότι   ώπταί  σοι  ο  Θεός  των πατέρων  αυτών,  Θεός  Αβραάμ   και   Θεός Ισαάκ   και  Θεός   Ιακώβ.
Εξ. 4,5                       “Αυτό   το   σημείο   θα κάμης,  για  να πιστεύσουν   τους   λόγους   σου   οι   Εβραίοι, ότι   όντως   εφανερώθη    σε σένα    ο   Θεός του   Αβραάμ,   ο   Θεός   του   Ισαάκ   και   ο Θεός   του   Ιακώβ”.
Εξ. 4,6               είπε  δε  αυτώ  Κύριος   πάλιν·   εισένεγκον   την χείρά   σου  εις   τον   κόλπον σου. Και  εισήνεγκε  την  χείρα  αυτού   εις   τον   κόλπον αυτού·   και  εξήνεγκε  την   χείρα   αυτού   εκ του  κόλπου  αυτού,  και   εγενήθη   η  χειρ αυτού  ωσεί  χιών.
Εξ. 4,6                       Είπε   δε   πάλιν   εις   αυτόν   ο   Κυριος·   “βάλε το χέρι σου στον κόρφο σου”.  Ο  Μωυσής εισήγαγε  το  χέρι   του   στον   κόρφο   του,   το έβγαλε   από   τον   κόρφο   του   και   έγινε   το χέρι   του   λευκό,   ωσάν   το  χιόνι.
Εξ. 4,7               και  είπε πάλιν· εισένεγκον την   χείρά   σου   εις   τον   κόλπον   σου.   Και   εισήνεγκε   την   χείρα εις   τον   κόλπον   αυτού·  και   εξήνεγκεν αυτήν  εκ του κόλπου αυτού, και  πάλιν αποκατέστη   εις   την   χρόαν   της   σαρκός αυτής.
Εξ. 4,7                       Του   είπε   πάλιν   ο  Θεός·   “βάλε   το   χέρι   σου   στον   κόρφον   σου”.   Εβαλε   το   χέρι   του   στον   κόρφον   του,   το   έβγαλεν   από εκεί,   και   το  χέρι του  αποκατεστάθη  και πάλιν  εις την  φυσικήν  του  προτέραν   υγιά χροιάν.
Εξ. 4,8               εάν  δε  μη  πιστεύσωσί  σοι,  μηδέ  εισακούσωσι   της φωνής του σημείου του πρώτου, πιστεύσουσί   σοι   της   φωνής   του  σημείου του  δευτέρου.
Εξ. 4,8                       “Εάν   δε   δεν   σε   πιστεύσουν,  και   δεν πεισθούν εις την μαρτυρίαν του πρώτου θαύματος, θα πιστεύσουν  εις   την   μαρτυρίαν του   δευτέρου   θαύματος.
Εξ. 4,9               και   έσται  εάν   μη  πιστεύσωσί   σοι   τοις   δυσί σημείοις   τούτοις, μηδέ  εισακούσωσι   της φωνής   σου, λήψῃ από  του  ύδατος του ποταμού  και  εκχεείς  επί  το  ξηρόν,  και  έσται το  ύδωρ,  ό  εάν  λάβῃς  από  του  ποταμού, αίμα  επί  του  ξηρού.
Εξ. 4,9                       Εάν όμως δεν πιστεύσουν εις τα δύο αυτά σημεία   και   δεν   υπακούσουν   εις   τα  λόγια σου,   τότε   θα   πάρης   νερό   από  τον ποταμόν,   θα   το  χύσης   στο   ξηρόν   έδαφος και   θα   γίνη   το   νερό,   που   θα  έχης   λάβει από τον ποταμόν, αίμα επάνω στο ξηρόν έδαφος”.
Εξ. 4,10             είπε δε  Μωυσής προς  Κύριον·  δέομαι,  Κύριε,   ουχ ικανός  ειμι  προ  της  χθές,  ουδέ προ  της τρίτης  ημέρας,  ουδέ  αφ᾿  ού  ήρξω   λαλείν   τω θεράποντί σου· ισχνόφωνος και βραδύγλωσσος   εγώ  ειμι.
Εξ. 4,10                     Περιδεής   ο   Μωυσής   δια   την   σοβαρότητα της   αποστολής του είπε προς τον   Θεόν· “Κυριε,   σε   παρακαλώ   θερμώς,   δεν    έχω την   ικανότητα   εγώ  να   ομιλώ   ούτε  από την χθεσινή ημέρα   ούτε από την   προχθεσινή, από πολύ   δηλαδή   χρόνο,   και μάλιστα   από   την   στιγμή,   που   άρχισες   συ ο   Θεός   να   ομιλής   προς   εμένα  τον   δούλον  σου!   Εγώ   έχω   αδύνατον   την φωνήν,  είμαι   όμως   και   βραδύγλωσσος”.


Exit 4, 1-10
THE WOMEN  RETURN TO EGYPT
                                    Instructions to Moses
Ex. 4,1 Moses answered and said, If it be not for me, lest ye hear my voice, O Jerusalem, that ye say to God, What question ye have with them?
Ex. 4.1 Moses replied to God; "If they do not believe me, if they do not obey my words, because it is possible that they say that God has not been revealed to you, what will I then answer to them?"
Ex. 4,2 says the Lord, what is this in thy hand? And he said, ῥδος.
Ex. 4,2 Then the Lord said to him, "What is it that thou holdest in thine hand?" He said "a rod".
Ex. 4,3 And he said, Put it upon the earth. And it came to pass on the earth, and it was made good; and Moses departed from him.
Ex. 4.3 And God said to Him, "Throw it on earth." Moses cast her on the ground, and the rod became naked. Moses was afraid of this.
Ex. 4,4 And the LORD said unto Moses, stretching out the hand and the swallow of the bullock, and stretching out the hand of the horn, and the rod in his hand;
Ex. 4.4 Then God said to Moses, "stretch out your hand and grasp the snake from the tail." When Moses caught it, he became the bull in his hand again.
Ex. 4,5 Be thou faithful that thou art the God of thy fathers, God Abraham, and God Isaac, and the God of Jacob.
Ex. 4,5 "This place shall be done, that the Jews may believe in your words, that the God of Abraham, the God of Isaac, and the God of Jacob was indeed revealed to you."
Ex. 4,6 And he said unto the Lord again, that thou shouldest put thy hand in thy bosom. And he shall bring his hand into his bosom, and shall bring forth his hand out of his bosom, and his hand is made unto thee.
Ex. 4,6 And the LORD said unto him again, Put thine hand upon thy bosom. Moses entered his hand into his bosom, pulled it out of his bosom and became his hand white, as if snow.
Ex. 4.7 And he said again, that thou hast brought thy hand into thy bosom. And he shall bring his hand into his bosom; and shall bring it out of his bosom, and shall be restored in the time of her flesh.
Ex. 4.7 God again said, "Put your hand on your throat." He put his hand on his bosom, pulled it out of it, and his hand was restored again to his former natural humor.
Ex. 4,8 If you do not believe, do not listen to the voice of the first point, believe in the voice of the second point.
Ex. 4,8 "If they do not believe you, and do not believe in the testimony of the first miracle, they will believe in the testimony of the second miracle.
Ex. 4.9 And if you do not believe in the dyspeps, do not listen to your voice, take it out of the river's water and drain it dry, and there is water, if you take from the river blood on the dry.
Ex. 4.9 But if they do not believe in these two points and do not obey your words, then you will take water from the river, you will pour into the dry ground and the water that you will have taken from the river, on dry land ".
Ex. 4,10 And Moses said unto Jehovah, I am well with thee, O LORD, not good before yesterday, nor before the third day, neither have I spoken unto thee thy therapist: I am lowly and slow, I am.
Ex. 4.10 For the seriousness of his mission, Moses said to the Lord: "Sir, I urge you, I am not able to speak from yesterday, nor from the very early, moment, that you began to God to speak to your servant! I do not have the voice, but I am also slow-spoken. "

Δεν υπάρχουν σχόλια: