20/4/19

Ο Όσιος Αθανάσιος ο Μετεωρίτης



Ο    Όσιος  Αθανάσιος  ο  Μετεωρίτης,  κατά  κόσμον   Ανδρόνικος, γεννήθηκε   περί   το  έτος   1302   στην   πόλη   των   Νέων   Πατρών   ή   της   Νέας   Πάτρας,   τη   σημερινή    Υπάτη,    κοντά    στο   όρος  Μολύβιον,  από  γονείς  που  ανήκαν  στην αριστοκρατική τάξη:   «…γονέων    επιφανών   υιός και της πατρίδος αυτού πολλών  υπερεχόντων».
Η μητέρα   του   πέθανε   κατά   την   ώρα    του   τοκετού  και   μετά   από  λίγο  χρονικό   διάστημα   αναπαύθηκε   και   ο πατέρας   του.  Έτσι,   ο μικρός   Ανδρόνικος  έχασε και τους δύο γονείς του  σε  πολύ  μικρή  ηλικία. Τότε    βρήκε συμπαράσταση,   στοργή  και  αγάπη  από  τον  αδελφό  του  πατέρα του, ο οποίος  ανέλαβε την κηδεμονία του, φροντίζοντας   για   όλα   του   τα   αναγκαία   και    για    την    μάθηση των    ιερών   γραμμάτων.
Όταν το έτος 1319 η Νέα Πάτρα καταλήφθηκε από   τους   Φράγκους,   ο Ανδρόνικος   αιχμαλωτίσθηκε   και   μάλιστα,   χαριτωμένος   καθώς   ήταν στη μορφή, κινδύνευσε να σταλεί στο σπίτι του κατακτητή Αλφόνσου  Φαδρίγου σαν  ζωντανό λάφυρο.  Ο Ανδρόνικος όμως κατάλαβε τις  προθέσεις  του  και σώθηκε με την  φυγή.  Αφού  συναντήθηκε  με  τον  εξόριστο κηδεμόνα  του, απέπλευσαν μαζί  και  κατέληξαν  στη    Θεσσαλονίκη.  Μετά  από    λίγο    καιρό    πέθανε   ο θείος του, άρρωστος από βαριά αρθρίτιδα, στη μονή του Ακαπνίου  στη   Θεσσαλονίκη.  Έτσι  ο  νεαρός  Ανδρόνικος,  το έτος  1319    (σε   ηλικία   16 – 17   ετών),   έμεινε   για   τρίτη   φορά    ορφανός   χωρίς   κανέναν προστάτη και, προκειμένου να   εξοικονομήσει τα   αναγκαία   για   τη  διαβίωσή   του,   προσελήφθη   στην   υπηρεσία   ενός γραμματέως βασιλικών ορισμών  στη   Θεσσαλονίκη.  Η   μεγάλη   του   αγάπη   για   τα γράμματα αφ’ ενός και  η έλλειψη  χρημάτων  αφ’ ετέρου,  τον  αναγκάζουν  να  πηγαίνει   στα σχολεία των  διδασκάλων  και  καθισμένος  έξω   από   την    πόρτα    να    παρακολουθεί  τα μαθήματα.
Η  ροπή του   προς   τον   ασκητισμό   και   η   αναζήτηση   της απερίσπαστης   επικοινωνίας   με   τον   Θεό,   τον   οδήγησαν   στο    Άγιον Όρος.   Νεαρός  όμως   καθώς   ήταν   και    αγένειος,   δεν   έγινε   δεκτός  από   τους   πατέρες.    Παρόλα    αυτά   όμως   δεν   κάμφθηκε. Παίρνοντας   την   ευχή   των   πατέρων   πήγε   στην   Κωνσταντινούπολη, όπου ασπάσθηκε τους ιερούς   ναούς   και   τα   τίμια λείψανα των Αγίων. Συγκατοίκησε με δύο μοναχούς, οι οποίοι διαβλέποντας   τα   εξαιρετικά   και   σπάνια   χαρίσματα   του   νέου,   ο οποίος   πλησίαζε τα χαρακτηριστικά ενός παιδαριογέροντα, του πρότειναν   να   μείνει  στο  ησυχαστήριό   τους    και   να  τον   κάνουν προεστώτα.   Ο    ίδιος    όμως   με    ταπείνωση   αρνήθηκε.
Στην Κωνσταντινούπολη  συναναστράφηκε  με  κορυφαίες  εκκλησιαστικές   προσωπικότητες,   που   επηρέασαν   την   ζωή   του, όπως τον  Όσιο Γρηγόριο  τον Σιναΐτη,  τον πατέρα  της  νηπτικής θεολογίας,   τον   Δανιήλ    τον  Ησυχαστή, τον  Ισίδωρο, ο   οποίος μετέπειτα  ως  Οικουμενικός Πατριάρχης   (1347 – 1350)   υποστήριξε  τον  Άγιο   Γρηγόριο   τον    Παλαμά    και  κατόπιν τον κατέστησε Μητροπολίτη   Θεσσαλονίκης   και   πολλούς   άλλους   Αγίους   Πατέρες, από τους  οποίους  ωφελήθηκε  πνευματικά  σαν τη  μέλισσα που   «συλλέγει   τα   καίρια».
Στην   συνέχεια,  μάλλον  για  βιοποριστικούς   λόγους,   μετέβη    στην  Κρήτη  για ορισμένο   χρονικό   διάστημα.   Εκεί   γνωρίστηκε   με   κάποιον φιλάνθρωπο Κρητικό, ο οποίος  εκτιμώντας  τις  αρετές  του  σκέφθηκε  να  τον παντρέψει με  την  θυγατέρα  του.  Ο  Ανδρόνικος  όμως,  καταλαβαίνοντας  τις   βλέψεις   του   και για να μην εμπλακεί   «ταις   του   βίου   πραγματείαις»,   εγκατέλειψε   αμέσως  την  Κρήτη,  συνάμα    και    την    κοσμική  ζωή  και  επέστρεψε  και   πάλι   στο    Άγιον  Όρος,  για  να  αφιερωθεί  εξ’  ολοκλήρου    στον    Ιησού    Χριστό   «ως καλός στρατιώτης του Ιησού Χριστού», διότι πίστευε ότι μόνο  εκεί  μπορούσε   να    βιώσει  το  ασκητικό  ιδεώδες.
Αρχικά   κατέφυγε στη σκήτη του Μαγουλά και ειδικά στην ορεινή τοποθεσία την λεγόμενη   Μηλέα.   Εκεί   έγινε   δεκτός   από   δύο αγιορείτες   ασκητές, τον   ιερομόναχο   Γρηγόριο τον Κωνσταντινουπολίτη   και   τον   Μωυσή.    Σε    ηλικία    τριάντα  ετών έγινε   η   ρασοφορία του από τον Γέροντά του Γρηγόριο και μετονομάσθηκε   Αντώνιος.   Πολύ   γρήγορα έγινε μεγαλόσχημος  μοναχός  παίρνοντας  το  οριστικό  του  πια   μοναχικό    όνομα Αθανάσιος,  με το  οποίο  έγινε  γνωστός και   πέρασε   μέσα    στο  χορό  των   Οσίων   της   Εκκλησίας,   καθώς   και   των    υψηλών    αναστημάτων   του   Ορθόδοξου   μοναχισμού    και ειδικότερα στην ιστορία   του   μετεωρίτικου    μοναχισμού.
Ο   Αθανάσιος  κατά  την παραμονή   του   στο    Όρος   ασκήθηκε  στις  κατά  Θεόν αρετές, στην προσευχή, στην υπακοή και στην  υποταγή,  αντιμετωπίζοντας τις δοκιμασίες  και  τις  διάφορες  κακουχίες  αγόγγυστα  και  υπομονετικά.
Τις σκληρές μα ήσυχες στιγμές της ασκητικής του ζωής ήρθαν να  ταράξουν   οι   λῃστρικές   επιδρομές των   Αγαρηνών   Τούρκων   και   οι άγριες   διώξεις εναντίον των κατοίκων των Αθωνικών παραλιών. Εξαιτίας αυτών των γεγονότων  οι  μοναχοί  αναγκάσθηκαν να  εγκαταλείψουν  το  Άγιον  Όρος και να καταφύγουν σε μέρος  ασφαλέστερο.  Ο   μεν Μωυσής μετέβη στη μονή των Ιβήρων, ο δε Αθανάσιος    μαζί   με   τον   γέροντα   και   θείο   του   Γρηγόριο    και    με  έναν  άλλο  μοναχό  με  το  όνομα  Γαβριήλ   κατέφυγαν   προς   τα    δυτικά    μέρη    της    Ελλάδος.
Αφού    πέρασαν  από  τη   Θεσσαλονίκη  έφθασαν  στη  Βέροια, πόλη  καλώς τειχισμένη.   Εκεί   πολλοί   επιφανείς   θέλησαν   να   κρατήσουν κοντά   τους  τους   αγιορείτες   ασκητές   και   να  τους   προσφέρουν   τα αναγκαία για   τη  συντήρησή   τους.   Παρόλα   αυτά   όμως   δεν δέχθηκαν,   κυρίως   γιατί   ο    Αθανάσιος   αποστρεφόταν    την    κοσμική    και   πολυθόρυβη   ζωή  των   πόλεων   και   επιζητούσε    χώρο    ιδανικό  για    άσκηση,    απομόνωση    και   ησυχία.
Μετά  από  κάποια  αγνώστου   χρόνου    παραμονή    των    δύο    Οσίων  στη  Σκήτη   της  Βέροιας,   στη   μονή   του  Τιμίου   Προδρόμου, πορεύθηκαν   προς   τον   Επίσκοπο    Σερβίων.   Κατόπιν,   με   υπόδειξη του εν λόγω   Επισκόπου,   κατέφυγαν    στους   θεόκτιστους    Θεσσαλικούς    βράχους    των    Σταγών.
Φθάνοντας   περί    το  1333 – 1334  στον  τόπο  εκείνο  βρήκαν    μεν    τους  λίθους,   όπως   τους   είχε   περιγράψει   ο   Ιάκωβος,   αλλά   «ουκ   ήν   τις ο   κατοικών   εν   αυτοίς,   πλην   γυπών   και   κοράκων».   Ένας   μόνο λίθος   από   αυτούς,   ο   πιο   γειτονικός   προς   την   πόλη   των   Σταγών, είχε  κατά   την   παράδοση    κατοικηθεί   παλιότερα  από  κάποιον  βοσκό,  ο  οποίος   μεταμόρφωσε   ένα   κοίλωμα  του   βράχου   σε   λαξευτό   ναό  των  Ταξιαρχών  και  μετονόμασε  τον βράχο   Στύλο.   Σ’ αυτό   τον   λίθο   λοιπόν,   πηγαίνοντας   ο   Αθανάσιος   με τον  γέροντά του Γρηγόριο βρήκαν μέσα έναν ηλικιωμένο μοναχό, ονομαζόμενο   Τρυφερό    και    εκεί    εγκαταστάθηκαν.
Ο   γέροντας  Γρηγόριος   βλέποντας   την   σκληρότητα   του   τόπου   θέλησε    να φύγει   και   να   γυρίσει   πίσω.   Ο   Αθανάσιος   όμως,   αντιλαμβανόμενος   τις προθέσεις  του,  τον  ενθάρρυνε.  Και  επειδή πολύς  θόρυβος  έφθανε    εκεί  από   την   πόλη,   καθώς   αυτό   το   μέρος   του   Στύλου   ήταν   κοντά   της,   με   την συγκατάθεση  του  γέροντος κατέβηκε σε ερημικότερο   μέρος   του   βράχου, όπου  και  εγκαταστάθηκε.  Εκεί   ο   Αθανάσιος   ησύχαζε   τις   έξι   ημέρες    της εβδομάδος   και   ανέβαινε στο Στύλο  μόνο  κάθε  Κυριακή  για  την  αγρυπνία.   Αφού   μεταλάμβανε   των   Αχράντων   Μυστηρίων   και   έτρωγε   στην      κοινή   τράπεζα,    κατέβαινε   και    πάλι   κάτω    στό   κελλί   του.
Μετά    από     μικρό     χρονικό   διάστημα   παραμονής   του   εκεί,   κάποια   νύχτα   δέχθηκε   επίθεση   λῃστών,   οι   οποίοι   πίστευαν   ότι   κάτι   θα   εύρισκαν   να αρπάξουν    από   το   κελλί   του.  Εκεί   όμως    δεν   υπήρχε   τίποτε  άλλο  παρά  μόνο λίγο   λάδι   και   λίγα   ξερά  ψωμιά.  Τους  λῃστές  τους  αντιλήφθηκε  από  ψηλά   ένας    άλλος    αδελφός,   Βαρλαάμ    ονομαζόμενος,   ο   οποίος    τους  έδιωξε    με    την   σφεντόνα    του,    όπως    τους   λύκους.
Στην συνέχεια ο   Αθανάσιος, προκειμένου   να   βρίσκεται   μακριά    από  λῃστές   και   να  ησυχάζει  απερίσπαστα,  ζητεί  ευλογία  από    τον    γέροντά  του  για    να   ανέβει   στο   Πλατύλιθο,   δηλαδή   στον   σημερινό   βράχο   του   Μεγάλου  Μετεώρου.    Σε   αυτόν    λοιπόν    τον βράχο,   «τόπον   αναχωρητικόν,   πέτραν   και   αιθέριον  ύψος  ηρμένην»,   ανέβηκε   γύρω   στα  1343 – 1344  ο  Αθανάσιος   και   εγκαταστάθηκε   οριστικά   πια,   ποθώντας   την   ανεύρεση   περισσότερης   ησυχίας    και    την    τελειότερη    άσκηση.
Αρχικά    ο   Αθανάσιος   έμεινε μόνος του   σε   μία     σπηλιά   του   βράχου.   Λίγο   αργότερα     όμως   δέχθηκε   και   δύο   άλλους   αδελφούς,   που   ήρθαν   για   να συγκατοικήσουν   με   αυτόν,   σύμφωνα   με   τον   όρο   που   του  είχε   θέσει   ο γέροντάς   του.   Τον   ένα   από   αυτούς, τον  Ιάκωβο, τον  έστειλε  στον  Επίσκοπο   και   τον   χειροτόνησε   ιερέα.   Στο   βράχο   ο   Όσιος  ασκητής δημιούργησε πρόχειρη την κατοικία του και οργάνωσε την πρώτη συστηματική   μοναστική  κοινότητα  των  Μετεώρων.  Πρώτα  όμως  οικοδόμησε  ναό  της Θεομήτορος, της Παναγίας της   Μετεωρίτισσας Πέτρας,   στην   οποία   αφιέρωσε    και  τη    μονή.
Με   δαπάνη   κάποιου   τοπικού  άρχοντα,  ο Αθανάσιος  διευκόλυνε  τον  τρόπο   ανόδου   στον  βράχο   με   την   δημιουργία  στοάς   και   την   ελάττωση   των βαθμίδων  της κλίμακας. Το γεγονός αυτό φανερώνει  επίσης  την  επίδραση,   την   πνευματική    ακτινοβολία    και   αίγλη   που   ασκούσε   ο Αθανάσιος   και   στους    πολιτικούς    άρχοντες    της    περιοχής.
Με την χρηματική προσφορά κάποιου   Τριβαλλού, δηλαδή   Σέρβου μεγιστάνα,   και   με   την   βοήθεια   των   συμμοναστών   του,   ο   Αθανάσιος οικοδόμησε άλλον ωραιότατο   ναό,   προς   τιμήν   του   Μεταμορφωθέντος Σωτήρος Χριστού. Με την πάροδο όμως των χρόνων και  με  την καθημερινή   αύξηση    των   μοναχών   ο   Όσιος   Αθανάσιος   διαπίστωσε   ότι   το να   ζει  ο   καθένας    ανεξάρτητα  και  να   φροντίζει   μόνος  του  τον  εαυτό   του  θα    είχε    ως   αποτέλεσμα    όχι   την   ομόνοια,   αλλά   την   διχόνοια   και  την φιλονικία.   Γι’ αυτό   τον   λόγο   αποφάσισε   να   επιβάλλει   στους   αδελφούς  που  είχε  στην  υποταγή του, κοινοβιακό  τύπο  ζωής  με  αυστηρό  μοναστικό  κανονισμό.
Η  φήμη  του  Ησυχαστού  Οσίου  Αθανασίου  ήταν    τόσο    μεγάλη,    ώστε  και   γεροντάδες    ήλθαν    με    την   συνοδεία    τους    να    υποταχθούν   σε    αυτόν,  όπως  ο αγιορείτης  ιερομόναχος  και  πνευματικότατος  Ιγνάτιος,  ο    οποίος  με   πέντε   άλλους μαθητές  του   ήλθε   και   έμεινε   κοντά   στον   Αθανάσιο   και   ο  πνευματικός    Αγάθων,   που   πριν   υπήρξε   συμμοναστής   του    στο    Άγιον  Όρος.   Όλοι   τους   διακρίθηκαν   για   την   αγάπη, την υπακοή  και  την  υποταγή,    τόσο   προς   τον   Όσιο   Αθανάσιο,   όσο   και  μεταξύ   τους.
Ο  Όσιος,   που    καμιά    στιγμή    δεν    έπαψε    να   νουθετεί    όσους    ήταν    κοντά  του, ευρισκόμενος    πλέον    σε    προχωρημένη    ηλικία,    ασθένησε.   Μετά    και  από  τις   τελευταίες   του   νουθεσίες   και   την   παράταση   της   ασθένειάς   του για   σαράντα   περίπου   ημέρες,   σε   ηλικία   78   ετών,   ο   Όσιος  Αθανάσιος  κοιμήθηκε   με   ειρήνη,   περί   το    έτος   1380,    συναριθμούμενος    και    αυτός  στην   χορεία    των   μεγάλων    Οσίων    Πατέρων    της    Εκκλησίας   μας.


Απολυτίκιον.   Ήχος   πλ. α’.   Τον   συνάναρχον   Λόγον.         
Της   ζωής   εν   τη   πέτρα    στηρίξας   Όσιε,   της   ψυχής   σου   τας   βάσεις   από νεότητος,   Αθανάσιε   σοφέ   στερρώ   φρονήματι,   επί   πέτραν   υψηλήν,   του Μετεώρου   την   ζωήν,   διέδραμες   θεοφόρε· και νυν ζωής αθανάτου, κατατρυφών    ημών   μνημόνευε.


Κοντάκιον.   Ήχος   β’.   Τα   άνω   ζητών.    
Τα    άνω   ποθών,   την    κλίμακα  ετέκτηνας,  τα  κάτω  μισών,   σαργάνην  Πάτερ   έπλεξας,    δι’   ών   προς  ύψος    έδραμες,    απαθείας    σοφέ    Αθανάσιε·  εν    υψηλή   γαρ    πέτρᾳ    το    φως,    οσίων  εκλάμπεις     αρετών    τοις    εν    γη.


Μεγαλυνάριον.
Χαίροις   Αθανάσιε   ιερέ,    της   αθανασίας,    δένδρον   όντως   πανευθαλές·  χαίροις Μετεώρων,   ο   θείος   λαμπαδούχος,   και   Μοναζόντων   γνώμων,    προς τελειότητα.

Athos Athanasios the Meteorite



Athos Athanasios the Meteorite, Andronikos, was born around 1302 in the city of Patras or Nea Patras, today's Ypati, near Mount Molyvion, from parents belonging to the aristocratic class: "... parents of eminent son and fatherland of many of its superiors. "
His mother died at the time of childbirth and after a while his father also rested. So, the little Andronikos lost both his parents at a very young age. Then he found sympathy, affection and love from his father's brother, who took over his guardianship, taking care of all that is necessary for learning the sacred letters.
When in 1319 New Patras was captured by the Franks, Andronikos was captured and, indeed, graceful as it was in the form, threatened to be sent to the house of conqueror Alfonso Fadrigo as a living loot. But Andronikos understood his intentions and was saved by fleeing. After meeting with his exile guardian, they sailed together and ended up in Thessaloniki. After a while, his uncle, ill with severe arthritis, died in the monastery of Akatani in Thessaloniki. Thus, the young Andronikos, in the year 1319 (aged 16-17), remained for the third time an orphan without any protector and, in order to save the necessary for his living, he was recruited to serve a secretary of royal definitions in Thessaloniki. His big love for the letters on the one hand and the lack of money on the other hand force him to go to the teachers' schools and sitting outside the door to attend the lessons.
His torment towards asceticism and the search for unbroken communion with God led him to Mount Athos. However, a young man, as he was unholy, was not accepted by the fathers. Nevertheless it was not bent. Taking the wish of the fathers he went to Constantinople, where he took the holy temples and the honors of the saints. He cohabited with two monks, who perceived the extraordinary and rare attributes of the young man, who approached the characteristics of a child's elder, suggested that he stay in their retreat and make him a master. But he humiliated himself.
In Constantinople he co-wrote with leading ecclesiastical personalities who influenced his life, such as Osio Gregory Sinaiti, father of native theology, Daniel the Hesychast, Isidorus, who later as an Ecumenical Patriarch (1347-1350) supported St. Gregory Palamas and then made him Metropolitan of Thessaloniki and many other Holy Fathers, of whom he benefited spiritually as the bee who "collects the key".
Then, rather for livelihood reasons, he went to Crete for a certain period of time. There he met with a philanthropist Cretan, who appreciated his virtues and thought to marry him with his daughter. However, Andronikos, understanding his aspirations and not engaging in the life of his life, immediately abandoned Crete, as well as secular life, and returned to Mount Athos to dedicate himself entirely to Jesus Christ "as a good soldier of Jesus Christ "because he believed that only there he could experience the ascetic ideal.
Initially he resorted to the cave of Magoula and especially to the mountainous location called Milea. There he was received by two Athonite hieroglyphs, the monk Gregory of Constantinople and Moses. At the age of thirty years, he was reaped by his Elder Gregory and renamed Antonios. He soon became a great monk by taking on his definitive monastic name, Athanasios, with whom he became known and passed through the dance of the Oks of the Church, as well as the high branches of Orthodox monasticism and especially in the history of meteoric monasticism.
Athanasius, during his stay on the Mount, was subjected to God's virtues, prayer, obedience, and obedience, facing the tribulations and misfortunes unassumingly and patiently.
In the hard but peaceful moments of his ascetic life, the aggressive raids of Agarinos Turks and the fierce persecution against the inhabitants of Athonian beaches were aggravated. Due to these events, the monks were forced to leave Mount Athos and take refuge in a safer place. Moses went to the Iberian monastery, and Athanasius, along with his elder and uncle Gregory and another monk named Gabriel, fled to the western parts of Greece.
After passing through Thessaloniki they arrived in Veria, a town well-withered. There many prominent people wanted to keep the Mount Athikites near them and offer them the necessary for their preservation. However, they did not accept it, mainly because Athanasios was reversing the cosmic and polite life of the cities and was looking for a place ideal for exercise, isolation and quiet.
After some unknown time, the two Osies remained in the cloister of Veria, at the monastery of Timios Prodromos, and they went to the Bishop of Servia. Then, at the suggestion of the Bishop, they resorted to the theathessed Thessalian rocks of Stagion.
By the time 1333-1334 they found the stones, as James had described them, but "they did not live in them but the vultures and the ravens." Only one of them, the closest to the city of Stagion, had traditionally been inhabited earlier by a shepherd who transformed a pit of the rock into a sculpted church of the Taxiarches and renamed the Rock of Stylos. In this stone, Athanasius and his elder Gregory went into an elderly monk called Trouble and settled there.
Elder Gregory, watching the cruelty of the place, wanted to leave and turn back. Athanasios, however, realizing his intentions, encouraged him. And because there was a lot of noise coming from the city, as this part of the Stylos was close to it, with the elder's consent, he descended to a deserted part of the rock where he settled down. There Athanasius rested on the six days of the week and went to Stylos only every Sunday for vigil. After he was passing the Achranth Mysteries and ate in the common bank, he went down again to his cell.
After a short period of staying there, one night he was attacked by people who believed that something was going to be caught by his cell. There, however, there was nothing but a little oil and a few dried breads. Their brothers were perceived from above by another brother, called Barlaam, who drove them with his sling, like the wolves.
Then Athanasios, in order to be away from the throne and to rest quietly, asks for his blessing to ascend to Platylithos, today's rock of the Great Meteora. Thus, on that rock, a "land of uncompromising, stone and eternal height", Athanassios climbed around 1343 - 1344 and settled down permanently, seeking more peace and perfect exercise.
At first Athanasios stayed alone in a cave of the rock. Shortly afterwards, however, he accepted two other brothers who came to cohabit with him, according to the term his grandfather had laid down. One of them, James, sent him to the Bishop and ordained a priest. On the rock, the Asian ancestor made his residence dilapidated and organized the first systematic monastic community of Meteora. However, he first built a temple of the Templar, the Virgin of the Meteorite Petra, in which he dedicated the monastery.
At the expense of a local ruler, Athanasios facilitated the way of climbing the rock by creating a gallery and reducing the scale. This fact also reveals the influence, spiritual radiance and glamor of Athanasios and the political rulers of the region.
With the help of some Trilobal, a Serbian tycoon, and with the help of his comrades, Athanasios built another beautiful temple, in honor of the Transfigurated Christ the Savior. But with the passing of time and with the daily rise of the monks, Athos Athanasios found that living independently and caring for himself would result not in unity, but in discord and brawl. For this reason he decided to impose on the brothers who had in his subordination a communal type of life with a strict monastic regulation.
The reputation of Hesychastheus Athanasius was so great that even elders came with their escort to submit to him, such as the holy monk and spiritualist Ignatius, who with five other disciples came and stayed close to Athanasius and the spiritual Agathon, who before he was his co-worker on Mount Athos. All of them were distinguished for love, obedience and submission, both to Athos Athanasios and to each other.
The Savior, who at one point did not cease to sue those close to him, now in an advanced age, he suffered. Following his latest adulteries and the prolongation of his illness for about forty days, at the age of 78, Saint Athanasius slept in peace in about 1380, also counting himself in the chorus of the great Holy Fathers of our Church.


Apolyticus. Sound flat a'. The Synoptic Logos.
Of life in stone support Yours, your soul the bases of youth, Athanasius wise steros, on the high stone, of Meteorus the life, the goddess of life, and the life of the immortal, of our lives, he remembered.


Kontakion. Sound b '. Top requests.
The upper motifs, the scales of scales, the lower halves, the sparrows of Patter, the high-pitched Athanasius; the high light is the light, the ones that shine in virtue of the earth.


Majesty.
Hierony Athanasius priest, Immortality, a tree truly plentiful; rejoice Meteor, the unclean lover, and monastics, to perfection.

Δεν υπάρχουν σχόλια: