21/10/19

Οι Όσιοι Βαρνάβας και Ιλαρίων οι Θαυματουργοί


Πόσο  ευλογημένο  είναι  στ’ αλήθεια  της  Κύπρου  το  νησί!   Ναι! Πλούσια   ευλογημένο   απ’ την  αγαθή   Πρόνοια  του  Θεού!  Και   να! Πρώτο   αυτό   μεταξύ  όλων   των   μερών   του   κόσμου,   όπως αναφέραμε  και  αλλού, δέχτηκε από  τρία  στόματα  αποστολικά  το κήρυγμα   της  σωτηρίας. Πρώτο  αυτό  μεταξύ  όλων  των  μερών  του κόσμου  έχει  ανάλογα  με  την  έκτασή  του,  να   παρουσιάσει   τόσους Αγίους!  Πρώτο  ακόμη αυτό  αξιώθηκε  της  τιμής  να   φιλοξενήσει   στους   κόλπους   του   μέχρι   τινός,  τόσα   άγια    λείψανα!

Η  αγάπη  του  Θεού   παραχώρησε  στο  νησί   μας   την   τιμά  τα  άγια λείψανα,   που  από  γειτονικές  χώρες   ρίχνονταν  στη  θάλασσα  από ευλαβείς χριστιανούς, για  να  μην  αφανιστούν  από  βέβηλα  χέρια,  τα λείψανα  αυτά  να  ξεβράζονται   απ’ την  θάλασσα  στ’ ακρογιάλια   του νησιού   μας,   και  να   βρίσκουν   εδώ   φιλοξενία   και  τιμή  και  σεβασμό.

Μέσα στα λείψανα αυτά  περιλαμβάνονται, θησαυρός  ακριβός  κι ατίμητος, και  τα λείψανα των Οσίων Βαρνάβα και Ιλαρίωνος των Θαυματουργών.
Τα  λείψανα  αυτά   κατά  τρόπο   θαυματουργικό  μεταφέρθηκαν,   όπως θα  δούμε  παρακάτω,   σε  κάποιο   ακρογιάλι   της   Κύπρου,   και   από εκεί   στο  προνομιούχο   χωριό,   την  Περιστερώνα  του  Μόρφου.
Σ’ αυτήν   αργότερα,  πιθανότατα   στις   αρχές   του   11ου   αιώνα, κτίστηκε   και  η  τρίκλιτος   θολωτή   βασιλική   με  τους   πέντε   τρούλους και   σε  σχήμα   σταυρού,  που  καμαρώνουμε   ως   τα  σήμερα.  Σ’ αυτή την  περίπυστη   εκκλησία   τοποθετήθηκαν   τα  άγια  λείψανα.

Δυστυχώς  και  για  τους  Αγίους   αυτούς  πολύ  ολίγα  γνωρίζουμε.  Ένας πέπλος  μυστηρίου  καλύπτει  την  ζωή  τους.  Ο  Λεόντιος   Μαχαιράς  στο χρονικό  του,  καθώς  και   ο  Κυπριανός   στην   ιστορία   του   κατατάσσουν   τους  Αγίους   μεταξύ   των  300   λεγομένων   Αλαμανών, που   ήρθαν  στο  νησί  μας  μετά  την  Β’  Σταυροφορία   και    ασκήτεψαν σε  διάφορα  μέρη.  Με  την  γνώμη  όμως  αυτή,  που  όσο  και  άν φαίνεται   πιθανή,   συγκρούεται  η  πληροφορία, που  μας  δίνεται   τόσο από  την παράδοση, όσο και από το συναξάρι των Αγίων. Σ’ αυτό αναφέρεται ρητά, πως οι Όσιοι κατάγονταν από την εύανδρο Καππαδοκία   και έζησαν μάλιστα στα χρόνια της βασιλείας του Θεοδοσίου  του  Μικρού  (408 – 456).  Και   οι  δύο   Άγιοι  ήσαν  από ευγενικές  οικογένειες  και  υπηρετούσαν  στο  στρατό  του  βασιλιά, στον οποίο μάλιστα και διακρίνονταν για  το  παράστημά  τους,  την ανδρεία   τους   και  την   όλη  γενικά   ζωή  τους.

Παρά   το   λαμπρό  μέλλον   που  τους  ανοιγόταν   στην  υπηρεσία   τους αυτή,  η  αγάπη   του  Χριστού,  που  θεοσεβείς  ψυχές   φύτεψαν  στην ψυχή  τους,  τους   έκαμε  νωρίς   ν’ αφήσουν   τον   στρατό  και   την   δόξα που  τους   χαμογελούσε   και  ν’ αφιερωθούν  στον  Χριστό.  Πόνος   και πόθος   και  παλμός  και  αγώνας   τους  ένας και μόνος:   Να ευαρεστήσουν   σε  Αυτόν.

Για   την  εκπλήρωση  τούτου  του  σκοπού  έσπευσαν  οι  τρισμακάριοι   απ’ την   πρώτη  στιγμή   ν’ απαρνηθούν   τον  κόσμο  και   τα  του  κόσμου. Η   ματαιότητα,  των  επιγείων  πάντοτε,   τους   συνετάραττε.  Στ’ αυτιά  τους δυνατά αντηχούσαν κάθε στιγμή  οι λόγοι του υμνωδού:   «Πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα, όσα ούχ υπάρχει μετά  θάνατον  ου παραμένει  ο  πλούτος, ου  συνοδεύει η δόξα». Όλα  διαλύονται  και χάνονται.   Σαν   τα  φύλλα  του  φθινοπώρου   μαραίνονται   και  πέφτουν.  Σαν  ένα  όνειρο  παρέρχονται  και   εξαφανίζονται.   Αλίμονο   σ’ εκείνους που δίνουν την καρδιά τους σ’ αυτά και περιμένουν  να γευτούν  απ’ αυτά  αληθινή  χαρά  και  ευτυχία.  Τα  γνωρίζουν   τούτα   οι Άγιοι.   Γνωρίζουν   ακόμη   ότι  είναι  πολλές  του   πονηρού   οι   παγίδες και   οι   πειρασμοί. Γι’ αυτό  και  σπεύδουν.  Απ’ την  πρώτη   στιγμή σπεύδουν  ν’ αποδεσμευθούν  από  όλα  εκείνα   που  θα  τους  ήσαν εμπόδιο  στον  όμορφο  σκοπό,   που  έταξαν  στη  ζωή  τους.   Τα   λόγια του  Κυρίου   και   η  προτροπή   του   στον  πλούσιο  νεανίσκο   που   τον ρώτησε  τι  να  κάμει  για  να  κληρονομήσει   την  αιώνια  ζωή,  τους δείχνει   τον  δρόμο.   «Πώλησον   τα  υπάρχοντά  σου,  του είπεν   ο  Κύριος, και   δος  πτωχοίς  και  δεύρο  ακολούθει   μοι».  Χωρίς   κανένα   δισταγμό και   αμφιταλάντευση  σπεύδουν και αυτοί  ν’ απαλλαγούν από  τα άφθονα  υλικά  αγαθά  που  είχαν  και   να  απομακρυνθούν  από  τον τόπο  που  γεννήθηκαν  και  μεγάλωσαν.  Τα  υλικά  αγαθά  τα  πώλησαν και  το  προϊόν το διαμοίρασαν στους πτωχούς. Από  τον  τόπο  που γεννήθηκαν   απομακρύνθηκαν  και  τοπικώς   και  τροπικώς.

«Την  ενεγκαμένην  αφέντες»  κατά  τον  συναξαριστή  «και  τον   σταυρόν επ’ ώμων αράμενοι»  έφυγαν για  τον μονήρη  βίο. Ερημικούς  τόπους διαλέγουν,  για  να  παραμείνουν.   Γιατί  « τοις  ερημικοίς  ζωή  μακαρία εστι,  θεϊκώ  έρωτι  πτερουμένοις».   Δηλαδή   ευλογημένη   και   μακαρία είναι  η  ζωή  εκείνων  που  κατοικούν  σε  έρημα  μέρη,  μακριά  από  τους πειρασμούς,  τις  παγίδες  και  τα  σκάνδαλα  του  κόσμου.  Ευλογημένη και  μακαρία  είναι  η  ζωὴ  τους  γιατί   οι  ψυχές  των  ανθρώπων   αυτών κυριευμένες   από  θείο  έρωτα   κοιτούν  διαρκώς   προς  τα  άνω  προς  τον   Θεό  τον  Άγιο.  Την  αλήθεια   αυτή,  που  έχει   και  πάλι  τις  ρίζες της  σε  μία  του  Κυρίου   μας  υπόδειξη,  την  γνωρίζουν  πολύ  καλά,  από προσωπική  εμπειρία  οι  μυριάδες  των  αγίων  μορφών,   που   πότισαν την  έρημο.  Την  αλήθεια  γνωρίζουν  ακόμη  και  όλοι  εκείνοι,  που ύστερα  από  μία περίοδο  εντατικής  εργασίας   ζητούν,  να   ξεκουρασθούν  «εις  έρημον  τόπον».

Είχαν  επιστρέψει  κάποτε  οι  μαθητές  από  μία  εξόρμηση,  όταν  ο Κύριος,  αφού  τους  ήκουσε,  τους  είπε:  «Δεύτε  υμείς  αυτοί   κατ’ ιδὶαν εις  έρημον  τόπον,   και αναπαύεσθε ολίγον». Εμπρός  τώρα  εσείς πηγαίνετε   σε  κάποιο  ερημικό   μέρος  μόνοι   σας  και   αναπαυτείτε λίγο.  Ο   Ιησούς  μας  καλεί  να   πηγαίνουμε  μαζί  του  στην  ἐρημο. Διαμονή   στο  ύπαιθρο   και  προσωπική  επικοινωνία  με Αυτόν  είναι υπέροχη  ευκαιρία   αληθινού  ξεκουράσματος.  Καιρός  περισυλλογής, αλλά  και  ψυχοσωματικής  αναπαύσεως  είναι  οι  διακοπές  στην  εξοχή. Μακριά  απ’ την κίνηση και  τον θόρυβο. Κάτι περισσότερο. Καιρός πνευματικής  επικοινωνίας  με  τον  Ιησού!   Ευλογημένες    οι   ψυχές  και οι  οικογένειες  που  κάνουν  συχνά   χρήση  μιάς  τέτοιας   εξόδου  προς τον  Ιησού! Είναι  ένας υπέροχος τρόπος για  πραγματική  ψυχική  και  σωματική  ανάπαυση. Τρισευλογημένες  ακόμη  εκείνες  οι  ψυχές,  που φροντίζουν, ώστε  η  ζωή  τους   να  είναι  μία αδιάκοπη  παραμονή  και επικοινωνία   με  τον  Ιησού!  Μέσα  στις  ψυχές  αυτές,  που  βρίσκονται έξω  από  τον  αμαρτωλό  τούτο  κόσμο,   καίει    ακατάπαυστα   ο  θείος πόθος  να  μένουν   κοντά  του  και  να  Τον  δοξολογούν.  «Τοις  ερημικοίς, άπαυστος  ο  θείος  πόθος  εγγίνεται,  κόσμου  ούσι  του  ματαίου  εκτός»  ψάλλει και   ο   υμνωδός.

Τοπικώς απ’ την αγαπημένη πατρίδα είπαμε, έφυγαν οι Άγιοί μας. Έφυγαν  όμως  και  τροπικώς.  Εκεί  στην   ερημιά,  έργο  τους  έκαμαν  την προσευχή,  την   μελέτη  του   λόγου  του  Θεού,  την  άσκηση,  την  αρετή.  Με ταπείνωση  εκεί προσφέρουν  καθημερινά  τον  εαυτό  τους   «θυσίαν   ζώσαν αγίαν  τω   Θεώ  ευάρεστον»  (Ρωμ. ιβ’ 1).  Και  μία  τέτοια  ζωή  που  έχει  σαν σκοπό  της  «την δόξαν και τον  έπαινον  του  Θεού»,  έχει  και  το  αντίκρυσμά της.  «Ο  ερευνών  νεφρούς  και  καρδίας»   (Αποκ. β’ 23)   επιβραβεύει  τους εργάτες  του.  Αυτό  έγινε  και  με  τους   αθλητές  μας.

Τους  εδόξασε  εδώ  στη  γη.  Πλείστα  θαύματα   επιτελούνται  καθημερινά στον τόπο της διαμονής τους στις πιστές καρδιές που τους   επισκέπτονται, για   να   ακούσουν  τις   συμβουλές  τους  και  να   ενισχυθούν.   Θαύματα   μικρά και μεγάλα. Κοντά τους βρίσκουν οι άρρωστοι τους ιατρούς,   οι   πονεμένοι την   ελπίδα,  «οι  εν  θλίψεσι»  την  παρηγοριά.  Έτσι   περνούν  οι  Άγιοι ολόκληρη την ζωή τους. Μα και όταν τα κουρασμένα κορμιά τους ξεκουράστηκαν στην γη  με  την   παράδοση  της  αγίας  ψυχής  τους   στον Κύριο,  η  θαυματουργικὴ   δύναμή  τους  δεν  σταμάτησε.  Ένα  τέτοιο  θαύμα είναι  και   ο  ερχομός   τους  στο  νησί  μας,  για  να  συνεχίσουν  εδώ   «τας   ιάσεις και  θεραπείας  των».

Πότε έγινε αυτός ο ερχομός και γιατί, δεν γνωρίζουμε. Εκείνο που γνωρίζουμε   είναι   ότι   η  Κύπρος  μας  εξ   αιτίας   της   θέσεώς   της   στο   μέσο   του παλαιού χριστιανικού κόσμου, υπήρξε πάντοτε το καταφύγιο των χριστιανών, που διώκονταν από τις γύρω χώρες. Μαζί  τους  οι   χριστιανοί αυτοί, προ παντός μετά την κατάληψη των Αγίων Τόπων από τους Άραβες και ύστερα, μετέφεραν ιερά λείψανα και εικόνες και  άλλα κειμήλια, για  να  τα  διασώσουν.  Πολλές  φορές   μάλιστα  έκαναν  και  το άλλο. Έβαζαν ότι ήθελαν να  διασώσουν σε μία ξύλινη κάσα,  την   έκλειαν προσεκτικά   με   κάποιο  σημείωμα  και  την   έριχναν  στην  θάλασσα.  Με  τον τρόπο  αυτό  ήλθαν  στο  νησί  μας  τα   ιερά  λείψανα  των  Αγίων  Μάμαντος από  την   Μ.   Ασία,  Ερμογένους  από  τη  νήσο  Σάμο  και  των   Βαρνάβα  κι Ιλαρίωνος   των   θαυματουργών.

Ένα  βράδυ  σε  μία   ευσεβή  καρδιά    από  τους  Σόλους,  τον  Λεόντιο,  όπως αναφέρει  το   συναξάρι   των   Αγίων,   παρουσιάσθηκαν  στον  ύπνο  του  οι Όσιοι   και  του  είπαν:  «Αδελφέ,  αναστάς  λάβε   το  ζεύγος   σου  και  ελθέ  εις τόπον   καλούμενον  Στομάτιον, όπως  αγάγης  ημάς  ενθάδε».  Και  όταν  αυτός τους  ρώτησε  ποιοί  είναι  και  από  που  και  με  ποιο   τρόπο   ήλθαν  στο  νησί,  οι Άγιοι  του απεκάλυψαν  με λεπτομέρειες τα  πάντα. Και  την  πατρίδα   τους, και  τα  ονόματά  τους  και  την  όλη  ζωή  τους.  Του  εξήγησαν  ακόμη  πως  «εκ θείας   δυνάμεως  απεστάλησαν  εν   τη  νήσῳ  ταύτη  οικήσαι  εις  σύστασιν  και βοήθειαν  αυτής  και  εις  υγείαν  των  νοσούντων  εν  αυτή».

Μόλις τα άκουσε αυτά η φιλόχριστος εκείνη καρδιά, σηκώθηκε   φοβισμένη και  έσπευσε  να  εκτελέσει   την  εντολή.  Πήρε  το  ζευγάρι  των  βοδιών  του  και τράβηξε  προς  το  μέρος  που  του  υποδείχθηκε,  «το  Στομάτιον» (Στόμα),  που βρίσκεται στην παραλία του Μόρφου εκεί περίπου που εκβάλλει ο ποταμός Σερράχης. Και πραγματικά!  Κάπου  σε   μια  άκρη  στην  αμμουδιά βλέπει  σαν  έφτασε   μία  ξύλινη   κάσα   κλειστή.   Πλησιάζει  με  ευλάβεια, γονατίζει   και  κάνει  την  προσευχή  του.  Ασπάζεται  με  σεβασμό   την   κάσα που  κλείνει   τον  θησαυρό   του   κι   ύστερα   σηκώνεται  και  με  την   βοήθεια   των βοδιών του δοκιμάζει να την σύρει προς το μέρος, που του είχε   υποδειχθεί. Παρ’ όλες   τις   προσπάθειές   του  όμως  η   κάσα   λες   και   είχε   ριζώσει   στη   γη, δεν μετεκινείτο.   Όλη νύχτα αγωνίζεται  μα  άδικα.   Καταστενοχωρημένος γονατίζει  και  με  δάκρυα   στα   μάτια   ικετεύει  τον  Θεό  και   τους   αγίους  Του, να  του  φανερώσουν  τι  να  κάμει.  Την  επόμενη  νύχτα  οι  Άγιοι  του φανερώθηκαν   και  πάλι  και  του  είπαν:
 Αδελφέ,  «ουκ ειρήκαμεν σοι περί του ζεύγους των  βοών,  αλλά  του   ζεύγους των   υιών  σου».  Αδελφέ,  δεν  σου  είπαμε  να  φέρεις  το  ζευγάρι   των  βοδιών σου, άλλα τα δύο παιδιά σου. Τρομαγμένος ο ευλαβής  άνθρωπος   ξύπνησε και  τράβηξε  στο   σπίτι  του.  Πήρε  τα  δύο  του   αγόρια  και   ξαναγύρισε  στον τόπο,  που  βρισκόταν  η  αγία  σορός.  Με  βαθιά  ευλάβεια  πατέρας  και παιδιά  γονάτισαν,  αγκάλιασαν   με  πίστη  την  αγία  σορό  και  με  δάκρυα   στα μάτια   παρακάλεσαν  τον   Θεό  και   τους  αγίους,  να  τους  βοηθήσουν  να πραγματώσουν τη μετακίνηση. Και η παράκληση εισακούσθηκε.   Πατέρας και  υιοί  πήραν  την  ιερή   κάσα  που   περιείχε   τα  άγια   λείψανα   και  με   φόβο Θεού την μετέφεραν στον τόπο που τους είχε υποδειχθεί,  την Περιστερώνα!   «Ως   θαυμαστόν,   Κύριε,  το  όνομά  σου  εν   πάσῃ  τη  γη».   Απ’  την στιγμή  που  η  αγία  σορός  τοποθετήθηκε  στη  γη,  τα  θαύματα  άρχισαν. Θαύματα   πολλά!   Θαύματα  μικρά  και  μεγάλα!  Τυφλοί  αναβλέπουν! Δαιμονιζόμενοι απαλλάσσονται από   δαιμόνια!  Πρόσωπα  βασανιζόμενα από πυρετό και ποικίλες αρρώστιες θεραπεύονται! Παράλυτοι   επί   χρόνια σηκώνονται  και  περπατούν!  Πηγή  θεραπειών  έγινε  το  μέρος  εκείνο,   ώστε όχι   μόνον  από  τα  γειτονικά  χωριά,  αλλά  και  από  όλη  τη  νήσο  να  φτάνουν καθημερινά  προσκυνητές. Πήγαιναν για να  εκζητήσουν   με  βαθιά   πίστη και ευλάβεια την βοήθεια και τις πρεσβείες  των  Οσίων   στα   προβλήματα που  τους   απασχολούσαν.  Σε  λίγο  ένας   περικαλλής  ναός   ανεγείρεται   στη μικρή  πολίχνη.  Ο ναός που στέκει ως τις μέρες μας για   να   τοποθετηθούν εκεί μέσα τα ιερά λείψανα, για να διακηρύττουν στους αιώνες τα μεγαλεία  του Θεού   και την βεβαίωσή Του:   «Τους δοξάζοντες  με,  δοξάσω!».

Τις   ευεργεσίες  και  τις   θεραπείες   τους  οι  Άγιοι  προσφέρουν  σε  όλους. Πτωχούς   και  πλουσίους.  Άνδρες  και  γυναίκες.  Αρκεί   οι  επικαλούμενοι  να προσέλθουν  με  ειλικρινή   μετάνοια   και   πίστη.   Ένα   τέτοιο   θαύμα  είναι  και τούτο:    Κάποτε  στην   χάρη  των   Αγίων  έφθασε  και  «ο  κρατών»  τη  νήσο. Αυτός,  όπως  αναφέρει  ο  συναξαριστής,  «νοσώ πιεζόμενος   βαρύτατη,   δίκην παραλύτου υπό των μεγιστάνων αυτού βασταζόμενος, υπεισήλθε  των αγίων». Δηλαδή βασανιζόμενος από μία βαριά αρρώστια, που τον καθήλωσε ακίνητο στο κρεβάτι του πόνου, μεταφέρθηκε με φορείο κρατούμενο  από  τους  άρχοντές  του  μπροστά  στην  ιερή  λάρνακα  των Αγίων.  Μετά  από  θερμή  προσευχή  και  μόλις  ο  ιερέας  σήκωσε  τα  ιερά λείψανα  και  τα  άγγιξε  πάνω  στον  άρρωστο,  το  θαύμα  έγινε.  Το  παράλυτο κορμί,  το  ακίνητο  απ’ την  αρρώστια,  πήρε  μονομιάς  δύναμη  και  ζωή.  Τα πόδια   κινήθηκαν  και   ο   άρρωστος  απόλυτα  θεραπευμένος  σηκώθηκε  κι άρχισε  να  περπατά.  Κάτι  παραπάνω.   «Τοις οικείοις ποσίν ήλατο, και περιεπάτει   σώος».   Πηδώντας  έτρεξε   στους   δικούς   του   τελείως   καλά.   «Τὶς λαλήσει  τας   δυναστείας   σου,   Χριστέ;  ή  τις  εξαριθμήσει  των   θαυμάτων  σου τα πλήθη;». Ποιος, Χριστέ μου, μπορεί να λαλήσει τις θείες σου ευεργεσίες;   Ή  ποιος  μπορεί  να  απαριθμήσει  τα  πλήθη  των  θαυμάτων σου,  που  φανερώνουν  την  ανώτερη  και   θεία   δύναμή   σου;  Η   απάντηση είναι:   Κανένας.  Το  μόνο  που  μπορούμε   να   ψελλίσουμε  όλοι,   είναι  του ψαλμωδού   τα  λόγια:   «Θαυμαστός   ο  Θεός  εν  τοις   αγίοις   αυτού».

Εμείς οι ορθόδοξοι χριστιανοί έχουμε έναν θησαυρό. Και όσοι   κατοικούμε σε  τούτο  το  νησί  μαζί  με  τον  θησαυρό  έχουμε  και  τούτο  το  προνόμιο. «Είμαστε  απόγονοι   μαρτύρων».   Δεκάδες   κατακτητές  πέρασαν  από  το μαρτυρικό   νησί   μας.  Έσφαξαν,  γκρέμισαν,  άρπαξαν,  κατέστρεψαν.  Την καρδιά  των πατέρων μας   όμως  δεν  την  άλλαξαν.  Σαν   κόρη   οφθαλμού   οι πατέρες   μας   κράτησαν   τούτη  την   πίστη,   που  έχουμε  και  εμείς   σήμερα. Σαν   κόρη   οφθαλμού  κράτησαν  ακόμη  και  γλώσσα και   θρησκεία  και  ήθη και έθιμα ανόθευτα Ελληνικά, ώστε ένας ξένος Βυζαντινολόγος ιστορικός,   ο  Ολλανδός   Έσσελιγκ,  από  την   στάση   των  πατέρων   μας   να βγάλει τούτο το συμπέρασμα. «Το ότι οι Κύπριοι παρά τις τόσες κατακτήσεις και τα βάσανα  που  υπέστη  το   νησί  τους,  αυτοί  διατήρησαν τα  πάντα  ανόθευτα   ελληνικά»,   δηλαδή  γλώσσα  και  θρησκεία  και   ήθη  και έθιμα, τούτο αποδεικνύει  ένα πράγμα. «Ότι ο Ελληνισμός είναι ανεξολόθρευτος». Ανεξολόθρευτος ο  Ελληνισμός.  Και   ορθόδοξος.  Τούτο το συμπέρασμα άς το προσέξουμε και εμείς. Οι σημερινοί κάτοικοι   τούτου του  ευλογημένου,  προνομιούχου  και  μαρτυρικού  εξ   αιτίας  των  αμαρτιών μας, νησιού, άς μη πλανώμεθα. Και άς μη μας  παρασύρουν  τα  κοάσματα μερικών ξενόφερτων  τον   τελευταίο   καιρό  φωνών.  Έλληνες   χριστιανοί ορθόδοξοι   γεννηθήκαμε.  Έλληνες  χριστιανοί  ορθόδοξοι  άς  μείνουμε. Πιστοί μέχρι θανάτου. Μαζί με τον ποιητή «ευκαίρως ακαίρως»,  άς ψάλλουμε  και   εμείς  της   νήσου   μας  τον  ύμνο:


Μέσα  στο  πέρασμα   των   χρόνων   γνώρισε   μύριες   συμφορές
αφέντες   άλλαξε  δεκάδες  καρδιά   δεν  άλλαξε  ποτές.
Ελληνικ'   ήταν   η   καρδιά   της   Ελληνικ'   είναι   κι   η  ψυχή
Κι   όσο  θα  στέκει   αυτός   ο  κόσμος  η  Κύπρος  θα 'ναι   Ελληνική!


Κύριε  Ιησού  Χριστέ,  δια  των  πρεσβειών  των   Αγίων  σου,  ελέησον   ημάς.


Απολυτίκιον.  Ήχος  α’.  
Της  ερήμου  πολίται   και   εν   σώματι   άγγελοι  και   θαυματουργοί   γεγονότες θεοφόροι    Βαρνάβα   και   Ιλαρίων    όσιοι·   νηστεία,  αγρυπνία,   προσευχή, ουρανίων   χαρισμάτων   αυτουργοί·   όθεν   χάριν   ιαμάτων,   εξ   ουρανού πλουσίως   εδέξασθε.   Δόξα   τω   ενδυναμώσαντι  υμάς,   δόξα   τω στεφανώσαντι,   δόξα  τω  ενεργούντι   δι’ υμών,  πάσιν   ιάματα.

Saints Barnabas and Hilarion are the Wonders



How blessed the island of Cyprus really is! Yes! Richly Blessed by the Good Providence of God! And yes! The first among all parts of the world, as we have mentioned elsewhere, received from three mouths apostolic preaching of salvation. First of all among all parts of the world, depending on its size, it has to present so many Saints! First of all, he was honored to host so many sacred relics in his bosom!

The love of God has granted to our island the sacred relics, which were thrown from the neighboring countries by venerable Christians, so as not to be wiped out by vicious hands, these relics to be washed out of the sea at the shores of our island, and to find hospitality and honor and respect here.

Among these relics include the treasure of expensive and unworthy, and the remains of Saints Barnabas and Hilarion of the Wonders.
These remains were miraculously transported, as we shall see below, to a coast of Cyprus, and from there to the privileged village of Morteros Pigeon.
Later, probably at the beginning of the 11th century, a three-aisled vaulted basilica with five domes and a cross shape was built, which we boast to this day. The sacred relics were placed in this strange church.

Unfortunately we also know very little about these Saints. A veil of mystery covers their lives. In his chronicle, Leontios Machairas, as well as the Cypriot in his history, rank the Saints among the 300 so-called Alamans, who came to our island after the Second Crusade and ascended to various places. However, this view, which seems as likely as possible, contradicts the information given to us by tradition and by the saint of the saints. It is explicitly mentioned that the Saints came from the noble Cappadocia and even lived during the reign of Theodosius the Little (408 - 456). Both Saints were of noble families and served in the King's army, in which they were even distinguished for their excellency, their courage, and their whole life.

In spite of the glorious future that was opened to them in this ministry, the love of Christ, which the godly souls planted in their souls, we made early to leave the army and glory which made them smile and dedicate themselves to Christ. Their pain and longing and their pulse and their struggle: To please Him.
To accomplish this goal, the trivialists hastened to renounce the world and the world from the first moment. The futility of the earthly always shakes them. In their ears they were echoing every moment the words of the hymnal: "Always in vain the human, whatever is in the night after death my wealth remains, my glory goes with it." Everything is broken down and lost. Like autumn leaves wither and fall. As a dream they are gone and disappear. Woe to those who give their hearts to them and look forward to tasting them with true joy and happiness. The Saints know this. They still know that the traps and temptations are many of the cunning. So they hurry. From the first moment they hasten to release themselves from all that would have been an obstacle to their beautiful purpose, which had entered their lives. The Lord's words and his exhortation to the rich young man who asked him what to do to inherit eternal life shows them the way. "Sell your possessions, the Lord has told him, and you poor and poor follow some." Without any hesitation and hesitation, they hurry and get rid of the abundance of material possessions they had and move away from the place where they were born and raised. Tangible goods were sold and the product distributed to the poor. They were removed both locally and tropical from their birthplace.

According to the companion, "the inexperienced masters" and "the cross on their shoulders" have departed for eternal life. Desolate places to choose from, to stay. Because "in the wilderness life is blessed, I have love in wings." That is to say, blessed and blessed is the life of those who live in desolate places, far from the temptations, traps, and scandals of the world. Blessed and blessed are their lives because the souls of these people, dominated by divine love, are constantly looking up to God the Holy One. This truth, which has its roots again in one of our Lord's suggestion, is well known, from personal experience, to the myriads of holy figures who watered the desert. The truth is known even to all those who, after a period of intense work, seek to rest "in a deserted place."

The disciples had once returned from an outing when the Lord, after hearing them, said to them, "Neither do they ideally in a desert place, and rest a little." Go ahead now you go to a desert place by yourself and rest for a while. Jesus invites us to go with him to the Desert. Outdoor stay and personal communication with Him is a wonderful opportunity for true rest. Vacation in the countryside is a time for meditation and psychosomatic rest. Keep away from traffic and noise. Something more. A time of spiritual communication with Jesus! Blessed are the souls and families who often make use of such an outlet to Jesus! It is a wonderful way to get real mental and physical rest. Those souls who care so that their lives are a constant abode and communication with Jesus are still misunderstood! Within these souls, who are outside this sinful world, the divine desire to stay close to Him and glorify Him is burning incessantly. "In the wilderness, the unconditional desire of the divine is fulfilled;

Locally from our beloved homeland we said, our Saints left. But they also left tropical. There in the wilderness, their work was done in prayer, in the study of God's word, in exercise, in virtue. With humility there they offer themselves daily "sacrifice made holy by the pleasure of God" (Rom. 1). And such a life that has as its purpose "the glory and praise of God" has its antichrist. "Kidney and Heart Research" (Revelation 2:23) rewards its workers. So did our athletes.
He made them here on earth. Many miracles are performed daily at the place of their residence in the faithful hearts that visit them, to hear their counsel and to be strengthened. Wonders small and big. Close to them are the sick doctors, the aching hope, the "sadness" of consolation. This is how the Saints spend their entire lives. But even when their tired bodies were rested on earth with the surrender of their holy soul to the Lord, their miraculous power did not stop. One such miracle is their coming to our island to continue their "healing and healing" here.

When did this come about and why, we do not know. What we do know is that because of its position in the middle of the old Christian world, our Cyprus has always been the refuge of Christians who were being persecuted from the surrounding countries. With them, these Christians, after the Arabs conquered the Holy Land and afterwards, carried holy relics and images and other relics to save them. Many times they even did the other. They said that they wanted to be rescued in a wooden frame, carefully closed with a note and thrown into the sea. In this way the holy relics of Saints Mamantos from Asia Minor, Hermogenes from the island of Samos and the miracles of Barnabas and Hilarion came to our island.

One night, in a pious heart from Solos, Leontius, as the saint's companion states, came to his sleep, the Saints said to him, "Brother, resurrect your couple and come to a place called Stomath, as we are all here" . And when he asked them who they were and where they came from and how they came to the island, the Saints revealed to him in detail everything. And their homeland, and their names and their whole lives. They further explained that "by divine force they were sent home on this island to constitute and assist it, and to the health of those who were sick there."

As soon as that gracious heart heard them, he rose up frightened and hastened to carry out the command. He took the pair of his oxen and drove to the place indicated to him, the "Stomachion" (Stoma), which is on the Morphos beach, about where the Serrachis River flows. And really! Somewhere on the edge of the sand it looks like a wooden case closed. He approaches with devotion, kneels and does his prayer. He respectfully grabs the frame that closes his treasure and then gets up and with the help of his oxen tries to drag it to the place he was told. But despite all his efforts, though, as if it had been rooted to the ground, it didn't move. All night he struggles unjustly. The depressed kneels and with tears in his eyes begs God and His saints to reveal to him what to do. The next night the Saints appeared to him again and told him:
Brother, "We did not tell you about the couple of the cattle, but the couple of your sons." Brother, we didn't tell you to bring the pair of your oxen, but your two kids. Frightened the vigilant man woke up and pulled into his home. He took his two boys and returned to the place where the saint was. With deep reverence father and children knelt, embraced the faith of the sacred, and with tears in their eyes begged God and the saints to help them make the move. And the plea was heard. Father and sons took the sacred pot containing the holy relics and, fearing God, carried it to the place indicated to them, the Pigeon! "As a wonder, Lord, your name is on all earth." Once the sacred body was placed on earth, the miracles began. Many miracles! Wonders small and big! Blinds glare! Demons are free from demons! Persons suffering from fever and various diseases are cured! They have been paralyzing and walking for years! This place became a source of healing so that daily pilgrims arrived not only from the neighboring villages but also from all over the island. They went to seek with deep faith and devotion the help and embassies of the Saints in their troubles. Soon a small temple was erected in the small crowd. The temple that stands up to the present day to place the sacred relics there, to proclaim the greatness of God and His testimony for centuries: "Glorify them, glorify me!"

The saints offer their benefits and healing to all. Poor and rich. Men and women. It is sufficient for the invaders to come forth with sincere repentance and faith. One such miracle is this: Once upon a grace of the Saints even the "states" of the island arrived. He, as the co-conspirator states, "I suffer a severe burden, a paralyzed trial by its masters, based on the saints." That is to say, suffering from a severe illness, which made him immobile in the bed of pain, he was carried by a stretcher held by his lords in front of the sacred shrine of the Saints. After a warm prayer and as soon as the priest lifted the sacred relics and touched them on the sick, the miracle was done. The paralyzed body, the realm of illness, took on power and life at once. The legs moved and the sick man who was completely healed got up and started walking. Something more. "Their intense amounts of salt, and it contains a body." Jumping he ran his own completely well. "Will they crush your dynasty, Christ? or multiply the multitudes of your wonders? " Who, my Christ, can receive your divine blessings? Or who can list the multitudes of your miracles, which manifest your superior and divine power? The answer is: None. The only thing we can all laugh at is the words of the psalmist: "God is wonderful in His saints."
We Orthodox Christians have a treasure. And those who live on this island with the treasure also have this privilege. "We are descendants of witnesses." Dozens of conquerors passed through our martyred island. They killed, they broke down, they grabbed, they destroyed. But the hearts of our fathers were not changed. As an eye daughter our fathers held on to this faith that we have today. They even kept their language and religion and customs in Greek as a pupil of the eye, so that a foreign Byzantine historian, the Dutch Esselig, would come to this conclusion from the attitude of our fathers. "The fact that the Cypriots, despite so many conquests and the suffering they suffered on their island, they have preserved everything in Greek," that is to say, language and religion and customs and customs. "That Hellenism is indestructible". Hellenism is indefinable. And Orthodox. Let us conclude this, too. Today's inhabitants of this blessed, privileged and martyred island, let us not be misled. And let's not get carried away by the rumblings of some recent voices. We were born Greek Orthodox Christians. Let us stay Greek Orthodox Christians. Faithful to death. Together with the poet "well above all", let us also sing the hymn of our island:


Over the years, it has experienced a myriad of catastrophes
masters changed dozens of hearts did not change drinks.
Hellenic 'was the heart of Hellenic' is also the soul
And as long as this world stands, Cyprus will be Greek!


Lord Jesus Christ, through the embassies of your Saints, have mercy on us.


Absolutely. Sound a '.
The wilderness and the miraculous events of the Barnabas and Hilarion theologians are also polarized in the wilderness; fasting, alertness, prayer, celestial charms are often performed; Glory to you, our glory, the glory of your crown, the glory of you through us, all the glory.

Δεν υπάρχουν σχόλια: