Δόξα και τιμή στο σμαραγδένιο
μας νησί. Χαρά και ευλογία στην
Κύπρο μας.
Ποιος θα το έλεγε ποτέ, πως στον τόπο τούτο, που κάθε κορφή και ρεματιά, μα και κάθε σπηλιά και βράχος είχε για στολίδι το είδωλο
κάποιου θεού, θα
έφτανε μια μέρα, που
όλα αυτά θα γκρεμίζονταν
και θα χάνονταν;
Ποιος θα περίμενε ακόμη πως και η Αφροδίτη,
του έρωτος
η θεά και
της διαφθοράς η προστάτισσα με τα τόσα αγάλματά της, θα εξοστρακιζόταν από τον τόπο, που πιστευόταν
πως την γέννησε,
και
την θέση της μα και την
θέση
όλων θα έπαιρνε
ο γλυκύς Ιησούς,
της Γαλιλαίος ο ταπεινός και πράος Διδάσκαλος;
Κι όμως αυτό έγινε.
«Όπου επλεόνασεν η αμαρτία
υπερεπερίσσευσεν η χάρις».
Η Κύπρος μας, που με την λατρεία
της Αφροδίτης
είχε εξυψώσει
την ακολασία σε τρόπο
ζωής,
πρώτη, απ’ όλα
τα μέρη του γνωστού
τότε κόσμου, δέχτηκε
το κήρυγμα της σωτηρίας.
Δύο απόστολοι,
ο Παύλος κι
ο Βαρνάβας με συνοδό
τους και τον
ανεψιό του Βαρνάβα,
τον μετέπειτα Ευαγγελιστή Μάρκο, ξεκίνησαν από την Αντιόχεια
της Συρίας και κάποια μέρα του
45 μ.Χ. φτάσανε στο
νησί μας. Το κήρυγμά
τους βρήκε ευνοϊκή
ανταπόκριση. Πολλοί έσπευσαν ν’ ασπασθούν
την καινούργια θρησκεία.
Στην
Πάφο που ήταν τότε και η
έδρα της πολιτικής εξουσίας έγινε χριστιανός και
ο διοικητής της
Κύπρου, ο Σέργιος
Παύλος. Και είναι ο
πρώτος άρχοντας, ο πρώτος
επίσημος, που αποδέχτηκε
το
ευαγγέλιο της νέας ζωής. Το παράδειγμά
του ακολούθησαν
σε λίγο
και άλλοι.
Έτσι
η
νήσος μας από νωρίς εγκατέλειψε
όχι μονάχα την ειδωλολατρία με όλα τα
θλιβερά γνωρίσματά της, αλλά και άρχισε
να
παρουσιάζει ένα νέο τρόπο
ζωής. Τρόπο
ζηλευτό, ώστε με τον καιρό να της
δοθεί και το τόσο τιμητικό
προσωνύμιο «Νήσος
των Αγίων».
Ναι!
«Νήσος των Αγίων».
Εδώ όχι μονάχα γεννήθηκαν και έζησαν και διακρίθηκαν ένα μεγάλο ποσοστό αγίων προσώπων, αλλά και την Κύπρο μας διάλεξαν ως τόπο
κατοικίας πολλοί από διάφορες
χώρες, που πόθησαν να ζήσουν
μία ενάρετη και άγια ζωή. Κάτι περισσότερο. Πολλά λείψανα αγίων και μαρτύρων της πίστεως που ρίχτηκαν στην θάλασσα με τον
σκοπό
ν’ αφανιστούν, το πανάγιο χέρι της Πρόνοιας του Θεού στο
νησί
μας το οδήγησε
να φτάσουν
και να βρουν φιλοξενία
και σεβασμό.
Ένας
τέτοιος άγιος και
ιερομάρτυρας, που μας ήρθε σε
μία κάσα μέσα,
είναι και ο μακάριος επίσκοπος
της Σάμου, ο Ερμογένης.
Γεννήθηκε
σε μία παράλια
κωμόπολη του νόμου
Αττάλειας της Μικράς
Ασίας, τη Φοινικούντα. Πότε ακριβώς,
δεν γνωρίζουμε.
Εκείνο που γνωρίζουμε είναι, πως οι γονείς του ήταν χριστιανοί και μάλιστα
ευσεβείς και φιλόθεοι. Αυτοί
φρόντισαν
να
ρίξουν
στην
ψυχή
του παιδιού τους, απ’ αυτήν την περίοδο
της βρεφικής
του ηλικίας, τα σπέρματα
της ευσέβειας και της
αγάπης
στον Θεό. Κι η προσπάθειά τους ευλογήθηκε
πλούσια από τον Επουράνιο Γεωργό.
Ο νεαρός Ερμογένης στο περιεχόμενο της Αγίας
Γραφής βρήκε ό,τι ζητούσε. Την ψυχαγωγία, την αληθινή μόρφωση, την αρετή,
την ανώτερη
ζωή. Στα συνομήλικά του παιδιά που έρχονταν
να τον καλέσουν να βγούνε
έξω, για να πάνε να παίξουν,
ο φιλόθρησκος
νέος φρόντιζε πάντα κάτι να βρει, για να μη διακόψει την μελέτη και την
απασχόλησή του με τα ιερά γράμματα.
Έτσι, μαζί με
την
σωματική του πρόοδο
αναπτυσσόταν παράλληλα και διακρινόταν και η αρετή του. Η καρδιά του είχε πυρποληθεί κυριολεκτικά από την αγάπη
του
Χριστού. Γι’ αυτό και τις αρχές του τις χριστιανικές,
τις αρχές που απέκτησε τόσο από τις συμβουλές
και το καλό και ζωντανό παράδειγμα
των ευσεβών
γονιών του, όσο και από
την όλη μόρφωσή του, τις
κράτησε
σταθερά σαν τον
πιο πολύτιμο θησαυρό. Και το έδειξε από νωρίς.
Νέος
ακόμη στην πιο κρίσιμη
καμπή της ζωής
του έχασε
και τους δυο
γονείς του. Η αγάπη του Θεού τους κάλεσε κοντά Του. Μόνος και ευκατάστατος κι ευπαρουσίαστος καθώς ήταν, δοκίμασε τότε δεινούς πειρασμούς. Όμως επειδή θεμελίωσε την ζωή του πάνω στον αιώνιο
βράχο, στην διδασκαλία και τον νόμο του Ευαγγελίου, έμεινε απρόσβλητος. Συνέβη και με τον αγνό και πιστό νέο, εκείνο που τονίζει
ο Κύριος
στην επί του Όρους ομιλία
του σχετικά
με
την οικία
τη στερεή: «Και κατέβει
η βροχή και ήλθον οι
ποταμοί και έπνευσαν οι
ανεμοι και προσέπεσον τη οικία
εκείνη και ουκ έπεσε, τεθεμελίωτο γαρ επί την πέτραν». (Ματθ.
ζ’ 25).
Δηλαδή
ήρθε η
βροχή
και ξεχύθηκαν οι ποταμοί της νεροποντής
και φύσηξαν οι δυνατοί άνεμοι
και πέσανε με ορμή
πάνω
στο
σπίτι
και αυτό
δεν κρημνίστηκε. Δεν σάλεψε
καθόλου, γιατί θεμελιώθηκε στερεά
πάνω στην πέτρα.
Ω! όση αξία έχουν
τα γερά θεμέλια σε μία οικοδομή, άλλη τόση και μεγαλύτερη αξία έχει
η γερή θεμελίωση της ζωής του ανθρώπου
κατά
την παιδική και νεανική
του ηλικία.
Και η κατάλληλη
θεμελίωση του χαρακτήρα ενός ανθρώπου
επιτυγχάνεται, άν στηριχτεί
αυτός στις αιώνιες αλήθειες της χριστιανικής
πίστεως. Το «ό εάν σπείρει
άνθρωπος, τούτο και θερίσει»
έχει πλήρη την εφαρμογή του σε τούτη την περίπτωση.
Όταν
ο άνθρωπος στην παιδική
και νεανική του ηλικία δεχθεί
στην ψυχή τα σπέρματα μιας ενάρετης
ζωής, τότε ο άνθρωπος αυτός στις δύσκολες ημέρες που θα συναντήσει δεν
θα κινδυνεύει να λιποψυχήσει
και να παρασυρθεί και να καταστραφεί. Γιατί είναι
φυσικό στην ζωή μας να δοκιμάσουμε οι άνθρωποι
πειρασμούς και θλίψεις και παραγνωρίσεις και διωγμούς και δοκιμασίες. Είναι η βροχή
και οι
νεροποντές και οι άνεμοι
που προσβάλλουν
ένα σπίτι.
Από την
στιγμή που ο άνθρωπος
έβαλε γερά θεμέλια, και στήριξε
τον χαρακτήρα του στη στερεή πέτρα της διδασκαλίας του Χριστού, δεν
έχει να πάθει
τίποτα. Αυτό γίνεται
με τον καθένα. Αυτό γίνηκε και με τον
αγνό κι ενάρετο νέο, τον Ερμογένη.
Στους
ποικίλους
πειρασμούς που αντιμετωπίζει
με την αφάνειά
του
ο θεοφιλής νέος αντιτάσσει το ηθικό του παράστημα και νικά. Διαμοιράζει την περιουσία που του άφησαν οι στοργικοί
και
πλούσιοι γονείς του στους
πτωχούς, στους αδελφούς του Χριστού
και
κυρίους του, όπως τους ονόμαζε, και φεύγει.
Η ζωή των ιερών
αγωνιστών
και
μοναστών της Αιγύπτου για τους
οποίους είχε ακούσει τόσα
πολλά, τον οδηγεί στη χώρα του
Νείλου. Πάει εκεί να τους γνωρίσει και να διδαχθεί
απ’ το παράδειγμα
και τους
αγώνες τους. Πόσο καιρό
έμεινε κοντά τους δεν ξέρουμε. Εκείνο που αναφέρει ο Συναξαριστής, είναι πως από
την
Αίγυπτο, επισκέφθηκε αργότερα τις Αθήνες
και μετά την Κωνσταντινούπολη.
Εκεί ώριμος πια και
υπόδειγμα ζηλωτού και χρηστού
και εναρέτου
ανδρός, κλήθηκε από τον
εκεί αρχιεπίσκοπο να αναλάβει το Ιερατικό
αξίωμα.
Ο θεοφιλής ασκητής θέλησε
να αρνηθεί.
Το βάρος
του Ιερατικού αξιώματος και οι ευθύνες
μιας
ζωής αφιερωμένης τον κάμνουν να δειλιάζει.
Η επιμονή όμως
του αγίου επισκόπου της ιστορικής πόλεως, τον πείθει
στο τέλος.
Ο ταπεινός εργάτης του Χριστού θεωρεί
την επιμονή του πνευματικού
πατέρα της Μεγάλης
Εκκλησίας σαν
εντολή Θεού και αποδέχεται να αναλάβει
την
παρακαταθήκη της Ιερωσύνης.
Σε μικρό σχετικό διάστημα
χειροτονείται επίσκοπος
και στέλλεται
να ποιμάνει την Εκκλησία
της Σάμου. Ο λύχνος
είχε τεθεί πια «επί την λυχνίαν».
Ο ψυχικός
πλούτος, η πλούσια μόρφωση και η δοκιμασμένη
αρετή του
ιερού ποιμένα έκαμαν,
ώστε σύντομα
ο Ερμογένης
να αναδειχθεί αντάξιος της μεγάλης τιμής,
μα και της βαριάς ευθύνης της ιερωσύνης.
Στο πρόσωπό του οι
χριστιανοί της Σάμου
βρήκαν ό,τι ζητούσαν. Τον φιλόστοργο πατέρα, τον φλογερό
διδάσκαλο, τον πράο και ησύχιο
σύμβουλο, τον πιστό
οικονόμο των μυστηρίων
του Θεού. Νύκτα
και ημέρα
μοχθούσε ο ιερός πατήρ στο
έργο της χριστιανικής διδασκαλίας και της φιλανθρωπίας. Με λόγια ζωντανά δίδασκε τον λαό
του και πρόβαλλε παντού
το φως του Χριστού.
Πολλοί
προσέρχονταν στη νέα
πίστη. Και όλους τους κατεύθυνε με υπομονή και πραότητα κι ανεξικακία. Πολλά θαύματα
αναφέρεται πως έκαμε,
με την χάρη του
Θεού, για να εξυπηρετήσει και παρηγορήσει
τον πονεμένο
λαό του. Πολλά
συγγράμματα ακόμη έγραψε, συγγράμματα αξιομνημόνευτα, για
να διαφωτίσει και να στηρίξει, μα και να υπερασπίσει την χριστιανική αλήθεια από την αίρεση
του Αρείου και των άλλων αιρετικών, αλλά
και από την ειδωλολατρία, η οποία είχε ακόμη πολλούς οπαδούς.
Σε αξιοζήλευτο βαθμό ο άγιος επίσκοπος οργάνωσε και την φιλανθρωπία.
Έτσι
αναδείχθηκε κατά
τον ιερό υμνογράφο «σκεύος εκλεκτόν
άγιον τω Κυρίω,
ιερωσύνης κανών,
της εγκράτειας αληθές καταγώγιον, στάθμη της
σωφροσύνης, των αρετών θησαυρός, ελεημοσύνης
πηγή βρύουσα» αλλά και «ο στηρίζων τους πιστούς προς ευσέβειαν και ο επακούων
ασθενών ταις δεήσεσι και ο παρέχων πάσι την υγείαν καιρώσιν
και χάριν πάντοτε».
Έτσι
ο «λύχνος
ο
διαυγέστατος» λάμπρυνε
την ιερή στολή και αναδείχθηκε διαπρύσιος κήρυκας των διαταγμάτων του Χριστού.
Στα
μάτια του μπροστά είχε πάντοτε
την σύσταση του θείου Παύλου, προς τον Τιμόθεο: «Την παρακαταθήκην φύλαξον» (Α’ Τιμοθ. δ’ 20).
Φύλαξε,
Τιμόθεε, την παρακαταθήκη των αληθειών του Ευαγγελίου.
Φύλαξέ
την
ανόθευτη και ακέραιη.
Και την φύλαξε ο Τιμόθεος.
Την
φύλαξε όμως κι ο ιερός
Ερμογένης. Την φύλαξε μέχρι θανάτου. Στην σκέψη του ο μακάριος πατήρ έφερνε συχνά, πολύ συχνὰ, του Κυρίου τα λόγια:
«Ο ποιμήν ο καλός
την ψυχήν αυτού
τίθησιν υπέρ
των προβὰτων (Ιωάν. ι’ 11). Και την θυσίασε
την ζωή του, για να σώσει και να
διαφυλάξει τα πρόβατά του. Τα χρόνια
εκείνα
ήταν χρόνια πολύ δύσκολα.
Από την μία οι αιρετικοί,
και μάλιστα
του Αρείου
οι
οπαδοί, από την άλλη οι Ιουδαίοι και οι ειδωλολάτρες
δίωκαν άγρια τους πιστούς χριστιανούς. Δεν
τους
εμπόδιζαν μόνο από του να επιτελέσουν
τα Θρησκευτικά τους καθήκοντα, αλλά και τους έπιαναν
και σαν άκακα αρνία τους οδηγούσαν
στην σφαγή και τον μαρτυρικό θάνατο.
Γι'
αυτό και πολύ κακοπαθούσαν
εκείνο τον καιρό οι πραγματικοί
ποιμένες.
Κάθε μέρα έβλεπαν
«την
ζωήν των κρεμαμένην κατέναντι
των οφθαλμών αυτών».
Με κίνδυνο
της
ζωής τους έπρεπε να τρέχουν
παντού για να ενθαρρύνουν, να στηρίζουν, να παρηγορήσουν,
να συγκρατήσουν.
Αυτό έκαμε και ο αληθινός ποιμήν, ο θεόπεμπτος
Ερμογένης.
Ενθουσιώδης
και
φλογερός και ακούραστος
κινείται με ζήλο όπου τον καλούσε το καθήκον, για να φυλάξει
και ενισχύσει τα πνευματικά του παιδιά.
Νύκτες ξαγρυπνά για
να εμφυσήσει στις καρδιές το
θάρρος και την εμμονή στα πνευματικά
τους βιώματα.
Με υπομονή και γενναιοψυχία
τους τονίζει κάθε στιγμή την χαρά
που θα απολαμβάνουν οι
ψυχές των πιστών στην ουράνια και αιώνια
βασιλεία του Θεού. «Ουκ
άξια
τα
παθήματα του νυν
καιρού προς την μέλλουσαν
δόξαν αποκαλυφθήναι εις ημάς" (Ρωμ. η’ 18).
Παιδιά μου, τους έλεγε, αυτά
που θα υποφέρουμε κατά το
διάστημα τούτο της ζωής της
επιγείας, δεν είναι άξια κατά κανένα τρόπο να συγκριθούν προς την
δόξα, που μέλλει ν’
αποκαλυφθεί και να δοθεί
βραβείο σ’ εμάς. Πιστοί στον ουράνιο
Αρχηγό
μας, άς μείνουμε
μέχρι θανάτου. Κι έμεινε
πρώτος αυτός.
Γιατί, όπως ήταν φυσικό, η δράση του δεν μπορούσε να μη γίνει γνωστή. Φανατικοί
ειδωλολάτρες έσπευσαν να
καταγγείλουν τον ζηλωτή επίσκοπο
στον ηγεμόνα της Σάμου
Σαντορνίνο.
Κι αυτός
μανιώδης διώκτης
της νέας πίστεως άρπαξε
την ευκαιρία να καλέσει τον άγιο μπροστά του σε απολογία.
Πληροφορημένος
για τη μόρφωση και την φιλανθρωπία του δοκίμασε στην αρχή να
του δείξει κάποια καλοσύνη με την ελπίδα,
πως μπορούσε να τον
φιλοτιμήσει και τον παρασύρει στην ειδωλολατρία.
- Έμαθα,
του
είπε, πως εσύ ένας
τόσο μορφωμένος
άνθρωπος έπαψες να αποδίδεις
τιμή και σεβασμό στους μεγάλους
θεούς που δεχόμαστε όλοι και
πιστεύεις
και διδάσκεις και άλλους
να πιστεύουν για Θεό κάποιο Ιουδαίο Ιησού, που τον σταύρωσαν
οι συμπατριώτες του.
Έμαθα
ακόμη πως είσαι
και διδάσκαλος των χριστιανών και αρχιερέας τους. Δυσκολεύτηκα
να το πιστέψω. Γι’ αυτό και σε κάλεσα
να μάθω από σένα τον ίδιο την αλήθεια. Τι λες;
-
Ναι! Άρχοντά μου. Είμαι χριστιανός. Γιατί θεοί, δεν μπορούν να είναι
οι πέτρες και τα ξύλα, που λατρεύετε. Αυτά είναι ανθρώπινα κατασκευάσματα. Έχουν μάτια και δεν βλέπουν. Έχουν αυτιά,
μα δεν ακούουν.
Δεν καταλαβαίνουν. Δεν αισθάνονται.
Ο Θεός των χριστιανών και Θεός μου
είναι
Αυτός που
δημιούργησε όλον τον
κόσμο και εμάς τους ανθρώπους. Αυτός
για τη δική μας την σωτηρία, επειδή
ξεφύγαμε από τον δρόμο που
μας χάραξε, για να είμαστε ευτυχισμένοι, έστειλε στον κόσμο
τον
Μονογενή
Υιό του, για να μας οδηγήσει
και
πάλι
στον ίσιο δρόμο.
Ήλθε ο Χριστός και μας δίδαξε το θέλημα του Θεού
και μας έδωκε τα
μέσα να σωθούμε.
-
Πάψε, Ερμογένη. Άφησε τα παραμύθια και έλα να θυσιάσεις στους
μεγάλους θεούς,
για να γλιτώσεις την περιουσία
σου και τη ζωή σου.
-
Περιουσία δεν έχω άρχοντά
μου. Οι βοήθειες που δίνω στους φτωχούς και πεινασμένους δεν είναι
δικά μου πλούτη.
Όσο για την ζωή μου, ανήκει στον Κύριό μου.
Μανιασμένος ο τύραννος από το ψυχικό μεγαλείο του χριστιανού επισκόπου νόμισε, πως μόνο με τη βία θα
μπορούσε να τον
καταβάλει. Η αδυναμία του στα
επιχειρήματα τον έκαμε ακόμη πιο
αδύνατο στην καρδία. Γι’ αυτό και διέταξε να βασανίσουν τον ομολογητή
μέχρι που να μετανιώσει
και να ζητήσει
συγγνώμη. Δεν μπορούσε
να καταλάβει ο δυστυχισμένος, πως η άρνηση
και
η προδοσία δεν έχουν
θέση στην καρδιά
των γνήσιων χριστιανών.
Οι στρατιώτες
που
στέκονταν εκεί, στην προσταγή
του άρχοντά τους άρπαξαν αμέσως
τον γέροντα
επίσκοπο, του έδεσαν τα χέρια πίσω, τον
έριξαν κάτω στη γη
και άρχισαν να τον κτυπούν με δερμάτινα μαστίγια. Οι σάρκες του
ιερού αθλητή ξεσχίζονταν.
Τα αίματα τρέχουν
και ποτίζουν την γη.
Μα αυτός αλύγιστος
και
άφοβος δέχεται την κάκωση
με προσευχή και δοξολογία
του ονόματος
του
Θεού.
Κάποια
στιγμή
σ’ ένα νεύμα του ηγεμόνα
οι στρατιώτες
σταμάτησαν. Κι αυτός με υποκριτική
στενοχώρια απευθύνεται στον άγιο και τον ρωτά:
-
Τι λες
επίσκοπε; Σωφρονίστηκες
ή ακόμη;
Κι ο άγιος με θάρρος και γενναιότητα ψυχής του απαντά:
- Άρχοντα,
τα μέσα που χρησιμοποιείς,
δεν με πονούν,
ούτε και με τρομάζουν.
Ο
Χριστός μου, μας
παραγγέλλει να μη
δειλιάζουμε από εκείνους που θανατώνουν το κορμί μας,
αλλά είναι αδύνατοι
να βλάψουν την ψυχή μας. Συνέχισε
τα βασανιστήρια που έχεις στη διάθεσή
σου. Θαρρώ, πως οι άνθρωποί σου θα κουραστούν
να βασανίζουν, παρά εγώ να υπομένω.
Τα λόγια του Μάρτυρος προκάλεσαν ακόμη περισσότερο
την οργή του
ηγεμόνα, που πρόσταξε
να κρεμάσουν τον άγιο ψηλά σ’ ένα ξύλο και με νύχια σιδερένια
να του σχίζουν
τις
πλευρές και ύστερα
με λαμπάδες αναμμένες
να του καίνε τις σάρκες.
Και το νέο μαρτύριο
το δέχτηκε
ο
επίσκοπος με την ίδια παρρησία
και υπομονή.
Στο τέλος
ο άρχοντας για να δικαιολογήσει την αδυναμία του,
διατάζει να ρίψουν τον ιερομάρτυρα στην
φυλακή και ν’ ασφαλίσουν τα
πόδια του στο ξύλο,
στον τράχηλό του δε να βάλουν μία βαριά αλυσίδα. Οι δήμιοι εξετέλεσαν πιστά την
προσταγή του κυρίου
τους
και έφυγαν. Διπλή φρουρά
ανέλαβε να προσέχει
τον καταπληγωμένο αθλητή.
Μέσα στο πηκτό
σκοτάδι και την
αποπνικτική ατμόσφαιρα του κελιού
στο οποίο ρίχτηκε
ο άγιος, μια γλυκιά
φωνή ακούγεται
σε λίγο:
«Ο Θεός μου, μη μακρύνης απ’ εμού· ο Θεός μου, εις
την βοήθειάν μου πρόσχες, αισχυνθήτωσαν και
εκλιπέτωσαν οι ενδιαβάλλοντες την ψυχήν
μου, περιβαλέσθωσαν αισχύνην
και εντροπήν οι
ζητούντες τα κακά μοι". (Ψαλμ. ο’ 12 – 13).
Το μεσονύκτιο
εκεί που
ο άγιος
έψαλε και προσευχόταν,
δυνατός
σεισμός συνεκλόνισε τη φυλακή.
Τα
δεσμά του μάρτυρος λύθηκαν και ένα φως έλαμψε και φώτισε τα γύρω.
Μέσα στο φως μία γλυκιά μορφή πρόβαλε, του Ιησού Χριστού η μορφή ανάμεσα σε πλήθος από αγγέλους και μία φωνή
δυνατή ακούστηκε να λέγει:
«Χαίρε,
ιερομάρτυς Ερμόγενες· ανδρίζου
και δυναμώνου και
μη φοβάσαι. Δεν σε εγκαταλείπω.
Κοντά σου θα είμαι πάντα».
Μετά τα λόγια αυτά η μορφή του Κυρίου χάθηκε,
ενώ μία ευωδία
πλήρωσε όλα τα κελιά
και ο άγιος
θεραπεύτηκε από τις
πληγές,
ώστε να
μη φαίνεται σημάδι
από τις κακώσεις.
Την άλλη μέρα οι στρατιώτες
που ήρθαν νὰ πάρουν τον άγιο δεν
πίστευαν στα μάτια τους. Το κελί ανοικτό, οι φρουροί απ’
έξω τρομαγμένοι και ο επίσκοπος τελείως καλά.
Όταν ο άρχοντας
τον είδε ταράχθηκε,
καθώς και εκείνοι που ήταν
γύρω του.
Έκρυψε όμως την ταραχή του και με προσποιητή
λύπη προσπάθησε να δικαιολογηθεί για τα βασανιστήρια στα
οποία τον υπέβαλε την προηγούμενη μέρα.
-
Έλα, του
λέγει, Ερμογένη. Μετανόησε
έστω και τώρα,
για να πάρεις
την ελευθερία σου. Αλλιώς...
Στη
νέα απειλή
του άρχοντα με φανερή αηδία και περιφρόνηση, απήντησε ο δούλος
του Χριστού:
-
Πάψε, αλιτήριε, να με
κολακεύεις και να με
απειλείς. Οι κολακείες και οι απειλές σου δεν με συγκινούν.
Ούτε και με
τρομάζουν. Και
έπρεπε να το καταλάβεις. Και ο θάνατος τον οποίο
μου προβάλλεις σαν επιστέγασμα
των κακώσεών μου, δεν με ταράζει. Ο θάνατος είναι
για μας τους χριστιανούς λύτρωση
και ευεργεσία, γιατί μας οδηγεί μία ώρα
πιο γρήγορα
κοντά
στον Κύριο και Θεό μας.
«Ουκ έχομεν
ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν
επιζητούμεν». Είμαι χριστιανός
και θα μείνω
χριστιανός.
Ο Σαντορνίνος σηκώθηκε
αμέσως εξαγριωμένος και
έδωσε εντολή για νέα βασανιστήρια.
Οι δήμιοι
έφεραν στην στιγμή
άγρια άλογα και
έδεσαν τον γέροντα
επίσκοπο σ’ αυτά, για να τον
σύρουν στην γη
μέχρι που να διαλυθούν
τα μέλη του. Τα άλογα όμως
σαν
ένοιωσαν πίσω τους το θύμα ημέρεψαν
και στάθηκαν.
-
Μέγας ο Θεός
των χριστιανών,
φωνάζουν τα πλήθη.
Αυτός είναι ο αληθινός Θεός.
Και ο
άγιος με θρησκευτική κατάνυξη
σηκώνει τα χέρια του και ψάλλει: «Κύριος εμοί
Βοηθός και ου φοβηθήσομαι τι ποιήσει μοι άνθρωπος; Ου φοβηθήσομαι κακά,
ότι συ Κύριε, μετ’
εμού ει».
Η προσευχή και η ψαλμῳδία
δίνει δύναμη στην
ψυχή του μάρτυρα. Έτοιμος είναι να δεχθεί
τα πάντα για την
αγάπη του Χριστού.
Μια μυστική και ανεξήγητη,
από
πλευράς ανθρωπίνης, γαλήνη έχει πλημμυρίσει τον ψυχικό του κόσμο, που
τον κάνει να μη
υπολογίζει και
να μη φοβάται τίποτα.
Το βλέπει ο τύραννος.
Δεν
έχει χορτάσει όμως από αίμα. Με λύσσα ποθεί να ξεσχίσει
το
θύμα του και
να το κάμει χίλια κομμάτια
και το
υποβάλλει σε νέα βασανιστήρια.
Τον τρυπούν με πυρωμένες
σούβλες. Τον
ρίχνουν κάτω από ένα
γκρεμό και στο τέλος τον αποκεφαλίζουν.
Προτού αποθάνει
ο
μακάριος αθλητής
εκεί στον τόπο της
καταδίκης του γονάτισε.
Ανέπεμψε θερμή μία προσευχή. Ευχαρίστησε τον Κύριο που
τον βοήθησε και τον
αξίωσε να πεθάνει
για τη δόξα του.
Δεήθηκε να συγχωρήσει τους δήμιούς του και να
χαρίσει στην Εκκλησία
του την ειρήνη
και στους πιστούς
αγάπη και παρρησία
και πίστη.
Ύστερα
έκλινε
το κεφάλι. Η
μάχαιρα του δημίου
έπεσε βαριά και
χώρισε το σώμα σε δυό.
Τη νύχτα
θαρραλέοι χριστιανοί
πήγαν στον τόπο του μαρτυρίου, πήραν
το άγιο λείψανο και αφού το έπλυναν
με τα μύρα της αγάπης
τους,
το έντυσαν
και το έβαλαν μέσα
σε μια κάσα
μαζί με την αγία κάρα.
Έπειτα αφού το ασφάλισαν,
το εμπιστεύτηκαν στη θάλασσα.
Το
έρριψαν σ’ αυτή, για να μη το αφανίσουν
οι εχθροί.
Και
η θάλασσα
σαν στοργική μάνα φύλαξε
το άγιο σκήνωμα
του ιερομάρτυρος και μετά από καιρό
το έφερε με τα κύματά
της
και το εναποθέτησε απαλά στην ακρογιαλιά του Κουρίου.
Εδώ
το
βρήκαν οι χριστιανοί της πόλεως. Με δάκρυα και
τιμές το σήκωσαν και με εξόδιους
ύμνους το πήρανε
και το θάψανε εκεί στην Επισκοπή.
Δίπλα στον τάφο η
αγάπη τους ανήγειρε
μετά από καιρό
ένα όμορφο
ναό, που υπάρχει
ως τα σήμερα. Τα θαύματα
του καλού ποιμένος συνεχίζονται σε
όσους με ευλάβεια
και πίστη προσφεύγουνε
στη χάρη του
και ζητάνε τη μεσιτεία
του.
Προνομιούχο το νησί μας.
Ευλογημένοι
και οι κάτοικοί
του.
Ευλογημένοι που έχουν τόσους αγίους φρουρούς και πρεσβευτές.
Στις ιερές και μακάριες αυτές μορφές
άς καταφεύγει
κάθε πονεμένη ψυχή.
Σ' αυτές
άς καταφεύγουμε τούτο
τον καιρό ιδιαίτερα και όλοι εμείς.
Με πίστη
φλογερή άς καταφεύγουμε
κι άς τους ζητάμε να δέονται θερμότερα για μας,
για
να λυτρωθούμε
από τις ποικίλες δοκιμασίες
και τους φοβερούς εχθρούς
που μας κυκλώνουν.
Άς προσπαθούμε ν’ αντλούμε
συχνά από τη
ζωή τους παρηγοριά
κι ενίσχυση στις θλίψεις που μας βρήκαν.
Στ’
αυτιά μας άς βοά πάντα δυνατά
και του θείου
Αποστόλου η σύσταση:
«Τοιγαρούν
και ημείς, τοσούτον έχοντες περικείμενον ημίν νέφος μαρτύρων, όγκον αποθεμένοι
πάντα και την ευπερίστατον
αμαρτίαν, δι’ υπομονής
τρέχωμεν τον προκείμενον
ημίν
αγώνα αφορώντες
εις
τον της
πίστεως αρχηγόν και τελειωτήν Ιησούν»
(Εβρ. ιβ’ 1 – 2).
Δηλαδή,
και
εμείς, αφού έχουμε
γύρω μας ένα τόσο
μεγάλο σύννεφο
από μάρτυρες, άς αποτινάξουμε μακριά μας κάθε βάρος από τις
καταθλιπτικές μέριμνες της ζωής και προπαντός
την αμαρτία, που εύκολα
μας εμπλέκει
στα δίχτυα
της.
Ναι!
άς αποτινάξουμε την αμαρτία
και άς τρέχουμε
το αγώνισμα
του δρόμου που είναι μπροστά
μας, με τα μάτια
προσηλωμένα στον αρχηγό και ιδρυτή
της πίστεώς μας, τον
Χριστό. Τον Χριστό
που με τη χάρη Του
μας προστατεύει και μας χειραγωγεί
στον δρόμο της τελειότητας.
Σε τούτο το νέφος
των
μαρτύρων και των αγίων της Κύπρου
μας, ιδιαίτερη ακτινοβολία και λάμψη
σκορπά με την
αρετή
και τη θυσία του
ο μακάριος Ερμογένης.
Και
αυτός, μαζί με τους
τόσους άλλους αγίους,
που περίλαμπρα κοσμούν το
χριστιανικό Πάνθεο, με
ξέχωρη αγάπη και στοργή μας
καλεί και μας τονίζει
και μας συνιστά να σταθούμε αλύγιστοι και ανυποχώρητοι να συνεχίσουμε
πιστοί μέχρι θανάτου
τον αγώνα μας.
Τον ιερό και υπέροχο
αγώνα μας για την επικράτηση
στον
κόσμο του θησαυρού
της Ορθοδοξίας
μας
και της βασιλείας του Θεού.
Πόσοι από τους σημερινούς Κυπρίους δεν θ’ ανοίξουν τ’ αυτιά τους
σε μια τόσο ωραία πρόσκληση, μα
και τόσο τιμητική αποστολή;
Αλήθεια! Πόσοι;
Αλήθεια! Πόσοι;
Απολυτίκιον.
Ήχος α’. Του
λίθου σφραγισθέντος.
Του Φοίνικος ο κλάδος, και Σαμίων το στήριγμα, φύλαξ και φρουρός των Κυπρίων, Ερμόγενες Πατήρ ημών αναδειχθείς την Θάλασσαν διήλθες ώσπερ ζων, και ταύτης τρικυμίας χαλινών, θαυμασίως λάρνακά σου Επισκοπή τη πόλει κατεστήριξας, δόξα τω ούτως ευδοκήσαντι Θεώ, δόξα τω σε οδηγήσαντι. Δόξα τω ενεργούντι δια σου πάσιν ιάματα.
Του Φοίνικος ο κλάδος, και Σαμίων το στήριγμα, φύλαξ και φρουρός των Κυπρίων, Ερμόγενες Πατήρ ημών αναδειχθείς την Θάλασσαν διήλθες ώσπερ ζων, και ταύτης τρικυμίας χαλινών, θαυμασίως λάρνακά σου Επισκοπή τη πόλει κατεστήριξας, δόξα τω ούτως ευδοκήσαντι Θεώ, δόξα τω σε οδηγήσαντι. Δόξα τω ενεργούντι δια σου πάσιν ιάματα.
Κοντάκιον. Ήχος γ’. Η Παρθένος
σήμερον.
Των Σαμίων καύχημα και των Κυπρίων το κλέος, Ερμογένη άπαντες ανευφημήσωμεν ύμνοις ούτος γαρ την της Τριάδος έλαβεν αίγλην, και ως ήλιος φωτίσας την Οικουμένην όν προθύμως ανυμνούμεν και προσκυνούμεν, λέγοντες χαίρε, θαυματοφόρε Ερμόγενες Όσιε.
Των Σαμίων καύχημα και των Κυπρίων το κλέος, Ερμογένη άπαντες ανευφημήσωμεν ύμνοις ούτος γαρ την της Τριάδος έλαβεν αίγλην, και ως ήλιος φωτίσας την Οικουμένην όν προθύμως ανυμνούμεν και προσκυνούμεν, λέγοντες χαίρε, θαυματοφόρε Ερμόγενες Όσιε.
Saint Hermogenes the
Witness and Miracle Worker
Glory and honor to our
emerald island. Joy and blessing in our Cyprus.
Who would ever say that in
this place, where every peak and creek and every cave and rock had an image of
a god for ornament, one day would come, all of which would collapse and be
lost?
Who would still expect
that Aphrodite, the goddess of love and corruption, and the protector of her
with so many statues, would be ostracized by the place believed to have given
birth to her, and the place of all, and the place of all, the sweet Jesus , of
the humble and prudent Galilean Teacher?
And yet it did.
"Where sin was
called, grace overflowed."
Our Cyprus, which, with
the worship of Aphrodite, had elevated adolescence into a way of life, first of
all in the known world then accepted the preaching of salvation.
Two apostles, Paul and
Barnabas, with their companion and his nephew Barnabas, the later Evangelist
Mark, started from Antioch in Syria and some day in 45 AD. they reached our
island. Their preaching found a favorable response. Many were in a hurry to
adopt the new religion.
In Paphos, which was then
the seat of political power, the governor of Cyprus, Sergius Pavlos, became a
Christian. And he is the first lord, the first official, to accept the gospel
of new life. His example was followed shortly by others.
So our island not only
abandoned idolatry with all its sad features from an early age, but also began
to introduce a new way of life. Enviable way to give her the so-called
"Island of the Saints" in time.
Yes! "Island of the
Saints".
Here not only were a large
number of saints born and lived and distinguished, but many in different
countries who chose to live a virtuous and holy life were also chosen as our
place of residence in Cyprus. Something more. Many relics of saints and martyrs
of the faith that were thrown into the sea in order to eradicate them, the
immaculate hand of the Providence of God on our island led her to reach and
find hospitality and respect.
One such saint and martyr
who came to us in one frame is the blessed bishop of Samos, Hermogenes.
He was born in a coastal
town of Antalya Asia Minor, Finikunda. When exactly, we do not know. What we
know is that his parents were Christian and, in fact, pious and philanthropic.
They have made sure that the seeds of piety and love in God have been thrown
into the soul of their child, from this time of his infancy. And their effort
was richly blessed by Heavenly George.
The young Hermogenes found
what he was looking for in the contents of the Bible. Entertainment, true
education, virtue, superior life. In his peer children who came to invite him
to go out and play, the young religious man always made sure to find something,
in order not to interrupt his study and employment with the holy letters.
Thus, along with his
physical progress, he developed alongside his virtue. His heart was literally
burned by Christ's love. That is why his Christian principles, the principles
he acquired both from the counsel and good and living example of his pious
parents and from all his education, held them steadfastly as the most precious
treasure. And he showed it early.
Even at the most critical
juncture of his life, a young man lost both his parents. The love of God called
them to Him. Lonely and well-to-do and present as he was, he then experienced
wicked temptations. But because he laid down his life on the eternal rock, in
the teaching and law of the Gospel, he remained intact. The same happened with
the pure and faithful young man, the one the Lord emphasizes in his speech on
Mount Solidarity: "And the rain came down and the rivers came down and the
winds blew; garr on the stone. " (Matt. 25 ').
That is, the rain came and
the rivers poured down and the strong winds blew and rained down on the house
and it did not fall. It didn't move at all, because it was firmly founded on
the stone.
Oh! as much as the solid
foundations of a building have value, another much greater value is the solid
foundation of human life in childhood and adolescence. And the proper
foundation of a person's character is attained, if he rests on the eternal
truths of the Christian faith. "If any man sow, this he shall reap"
has its full application in this case.
When a man in his
childhood and adolescence accepts the seeds of a virtuous life in his soul,
then in the difficult days he encounters, he will not risk losing his temper
and being seduced and destroyed. Because it is natural in our lives to
experience temptations and sorrows and misunderstandings and persecutions and
trials. It is the rain and the downpours and the winds that infest a home.
Since man has laid firm foundations, and rested his character on the solid
stone of Christ's teaching, nothing has happened. This is what everyone does.
This was also done with the pure and virtuous young man, Hermogenes.
In the various temptations
he faces with his obscurity, the theophilous young man opposes his moral
stature and defeats. He shares the wealth left by his affectionate and wealthy
parents to the poor, Christ's brothers and gentlemen, as he called them, and
leaves.
The life of the holy
warriors and monks of Egypt for whom he had heard so much, leads him to the
land of the Nile. He goes there to get to know them and learn from their
example and struggles. How long he stayed with them we do not know. What the
Synagogue says is that from Egypt, he later visited Athens and then
Constantinople. There, a mature and a model of jealous and good-natured and
virtuous man, he was called upon by the archbishop to assume the priestly
office.
The divine ascetic wanted
to refuse. The burden of the Hierarchical office and the responsibilities of a
life devoted to it make him hesitant. But the perseverance of the bishop of the
historic city persuades him in the end. The humble worker of Christ regards the
persistence of the spiritual father of the Great Church as God's command and
accepts to assume the charge of Priesthood.
In a short period of time,
he is ordained a bishop and is sent to pasture the Church of Samos. The lamp
had been put "on the lamp".
The sacred shepherd's
richness, wealth of education, and proven virtue made it possible for
Hermogenes to soon prove himself worthy of the high honor, but also of the
heavy responsibility of the priesthood.
On his face, the
Christians of Samos found what they were looking for. The hospitable father,
the fiery teacher, the prudent and the sound counselor, the faithful
housekeeper of the mysteries of God. Night and day the holy father labored in
the work of Christian teaching and charity. In living words he taught his
people and proclaimed the light of Christ everywhere. Many came to the new
faith. And he directed them all with patience and kindness and independence.
Many miracles are said to have been done, by the grace of God, to serve and
comfort his suffering people. He also wrote many writings, memorable writings,
in order to enlighten and support, but also to defend the Christian truth from
the heresy of Arius and the other heretics, but also from idolatry, which still
had many followers. The holy bishop also organized charity in an enviable way.
Thus, according to the
sacred hymnographer, he became "a vessel chosen of the saint of the Lord,
of the priesthood of the canons, of the true despot, of prudence, of virtues,
of treasures, of mercy, and of the faithful and their faithful servants always
provide good health and always. "
Thus the "light of
the light" brightened the sacred costume and became a preacher of Christ's
decrees.
In front of his eyes he
always had the recommendation of the divine Paul, to Timothy: "Keep the
treasury" (1 Timothy 20).
Keep, Timothy, the
storehouse of the truths of the Gospel.
Keep the undefined and
intact.
And
Timothy kept it.
However, the sacred
Hermogenes also guarded her. He kept her to death. In his thought, the blessed
Father often uttered, very often, the Lord's words: "The good shepherd of
this soul is favored over the sheep (John 11). And he sacrificed his life to
save and preserve his sheep. Those years were very difficult.
On the one hand, the
heretics, and even the followers of the Areos, on the other the Jews and pagans
persecuted the faithful Christians. Not only did they prevent them from
performing their religious duties, they also caught them and, as acacia lambs,
led them to slaughter and martyrdom.
That is why the real
shepherds were badly hurt at that time.
Every day they watched
"the lives of those hanged against these eyes".
At the risk of their lives
they had to run everywhere to encourage, support, comfort, restrain. And so did
the true shepherd, the god Hermogenes.
Enthusiastic and fiery and
tireless, he moved with zeal where he was called to duty to guard and nourish
his spiritual children. Nights awake to instill in the hearts the courage and
perseverance in their spiritual experiences. With their patience and
generosity, they emphasize every moment the joy of the souls of the faithful in
the heavenly and eternal kingdom of God. "It is not worthy that the
sufferings of the present day towards her glorify glorified in us" (Rom.
18).
My children, he told them,
what we will suffer during this lifetime of earthly life is in no way worthy of
being compared to the glory that is to be revealed and given to us. Faithful to
our heavenly Leader, let us die to death. And he stayed first.
Because, of course, his
action could not be known. Faithful pagans rushed to report the jealous bishop
to the ruler of Samos Santorini.
And this frantic
persecutor of the new faith seized the opportunity to call the saint before him
in apology.
Informed of his education
and charity, he tried in the beginning to show him some kindness in the hope
that he could entice him and seduce him into idolatry.
- I learned, he told him,
that you were such an educated man that you no longer paid homage and respect
to the great gods we all accept and believe and teach others to believe in God
a Jewish Jesus who was crucified by his compatriots.
I also learned that you
are a Christian teacher and their high priest. I had a hard time believing it.
So I called you to learn the truth from you. What do you think;
- Yes! My Lord. I am a
Christian. For gods, the stones and the woods you worship cannot be the gods.
These are human beings. They have eyes and they do not see. They have ears, but
they don't hear. They do not understand. They do not feel. The God of
Christians and my God is the One who created the whole world and us humans. For
our salvation, because we have strayed from the path that led us, to be happy,
he has sent his only begotten Son into the world, to lead us back to the
straight path.
Christ came and taught us
the will of God and gave us the means to be saved.
- Stop it, Hermogen. Leave
the fairy tales and come to sacrifice to the great gods to save your fortune
and your life.
- I have no lord of my
property. The help I give to the poor and hungry is not my wealth. As for my
life, it belongs to my Lord.
Angered by the Christian
bishop's tyranny he thought he could only pay for it by force. His weakness in
arguments made him even weaker in his heart. So he ordered them to torture the
confessor until he regretted and apologized. The unhappy one could not
understand that denial and betrayal have no place in the heart of genuine
Christians.
The soldiers standing
there, at the behest of their lord, immediately grabbed the elder bishop, tied
his hands behind him, threw him down to the ground, and began beating him with
leather whips. The flesh of the holy athlete was torn. Blood runs and water the
earth. But he is uneasy and fearless in accepting the blasphemy by prayer and
praise of God's name.
At one point in a nod to
the ruler the soldiers stopped. And he with sorrowful distress addresses the
saint and asks:
- What do you say bishop?
Did you get bullied or even?
And the saint with courage
and bravery in his soul answers:
- Lord, the means you use
don't hurt me, nor do they scare me. My Christ commands us not to be seduced by
those who kill our bodies, but they are impossible to harm our souls. Continue
the torture that is at your disposal. I encourage you that your people will be
tired of being tortured, rather than me being patient.
The words of the Witness
further provoked the anger of the ruler, who instructed to hang the saint high
on a wood and with iron nails to tear his sides and then with flames lit to
burn his flesh.
And the new martyr
received the bishop with the same boldness and patience.
In the end, to justify his
weakness, the lord orders the martyr to be thrown into prison and his feet
secured in the wood and a heavy chain placed on his neck. The executioners
faithfully obeyed their Lord's command and left. A double guard took care of
the battered athlete.
Amidst the thick darkness
and the choking atmosphere of the cell in which the saint was cast, a sweet
voice sounds for a moment:
"My God, not far off
from me; my God, in my forthcoming help, has compassed and degraded my soul; .
At midnight where the
saint was praying and praying, a powerful earthquake shook the prison.
The witness's bands were
loosened and a light shone around and illuminated them. In the light a sweet
form evoked, of Jesus Christ the form among a multitude of angels and a loud
voice was heard saying:
"Hail, martyr
Hermogenic • man and dynamo and don't be scared. I'm not leaving you. I will
always be close to you. "
After these words the form
of the Lord was lost, and a fragrance filled all the cells and the saint was
healed of the wounds, so that no sign of injury was seen.
The next day the soldiers
who came to take the saint did not believe their eyes. The cell open, the
guards on the outside terrified, and the bishop perfectly well.
When the lord saw him he
was disturbed, as were those around him.
But he hid his unrest and
tried to justify his torture with the pretense of regret the day before.
- Come on, he says,
Hermogenes. Repent even now, to take your freedom. Otherwise...
In his new threat to the
lord with obvious disgust and contempt, the servant of Christ replied:
- Stop, fishing, flirting
and threatening me. Your flatteries and threats do not move me. Nor do they
scare me. And you had to understand it. And the death you are projecting on me
as a cover for my injuries does not bother me. Death is for us Christians
redemption and benevolence because it drives us one hour faster to our Lord and
God. "No, they didn't have a city to live with, but they were looking for
it." I am a Christian and I will remain a Christian.
Santorini rose immediately
furious and ordered new torture. The executioners immediately brought wild
horses and tied the elder bishop to them, to drag him to the ground until his
members were dissolved. But the horses felt as if the victim was behind them
and stood.
- Great God of Christians,
crowds shout. This is the true God.
And the saintly devotee
raises his hands and chants: "My Lord, Assistant, and am I afraid what can
a man do? I'm scared bad, sir, I'm with me. "
Prayer and chant give
strength to the soul of the witness. He is ready to receive everything for
Christ's love. A secret and inexplicable, in terms of humanity, serenity has
flooded his psychic world, making him calculate and fear nothing.
The tyrant sees it. But it
is not full of blood. He rages to tear his victim down and burn a thousand
pieces and submit to new torture. They punch him with spit. They throw him down
a cliff and at the end they decapitate him.
Before the blessed athlete
died there he knelt at the scene of his conviction. He returned a warm prayer.
He thanked the Lord for helping him and claiming him to die for his glory. He
pledged to forgive his executioners and to give his Church peace and faithful
love, boldness and faith.
Then he bowed his head.
The executioner's knife fell heavily and split the body into two.
At night, courageous
Christians went to the place of martyrdom, took the sacred relic, and after
washing it with the scents of their love, dressed it and put it in a box with
the holy carrot.
Then after securing it,
they entrusted it to the sea. They threw it at her, so that the enemies would
not be destroyed.
And the sea, as a loving
mother, guarded the holy martyrdom of the martyr, and after a while brought it
with its waves and deposited it gently on the beach of Kourion.
This is where the
Christians of the city found it. With tears and honors they lifted it up and
with great hymns they took it and buried it there in Episkopi.
Next to the tomb, their
love has long since erected a beautiful temple, which exists to this day. The
miracles of the good shepherd continue to those who reverently and faithfully
seek his favor and seek his intercession.
Our island is privileged.
Blessed are its
inhabitants.
Blessed to have so many
saint guards and ambassadors.
In these sacred and
blessed forms let every hurt soul take refuge.
Let us resort to them at
this time, especially all of us.
Let us resort with fiery
faith and ask them to be more warmly attached to us, to get rid of the various
trials and terrible enemies that surround us.
Let's try to often draw
from their lives the comfort and relief they find in our griefs.
Let us always praise the
Divine Apostle in our ears the recommendation:
"We too are
suffering, both having half a cloud of witnesses, always on the verge of
extinction and the most sinful sin, patiently running this half-way struggle
concerning the faithful leader and finisher Jesus." - 1 Isa.
That is, we, having such a
large cloud of witnesses around us, let us throw away all the burden of the
depressing concerns of life and above all the sin that easily engulfs us in its
nets.
Yes! let us cast away sin
and let us run the race ahead of us, with our eyes focused on the leader and
founder of our faith, Christ. Christ who by His grace protects and manipulates
us in the way of perfection.
In this cloud of martyrs
and saints of our Cyprus, special radiance and glow scatter with his virtue and
sacrifice, blessed Hermogenes.
And he, along with so many
other saints, who adorn the Christian Pantheon in a subtle way, invites us with
great love and affection and urges us and recommends that we remain unbending
and unbending to continue our struggle until death. Our sacred and wonderful
struggle to prevail in the world of the treasure of our Orthodoxy and the
kingdom of God.
How many of today's
Cypriots will not open their ears to such a beautiful invitation, but an
honorable one?
Truth! How many?
Absolutely. Sound a '. Of
the stone sealed.
The Phoenician branch, and
the Samian base, the keeper and guard of the Cypriots, our Hermogenic Fathers
showed up at the sea, and, like this, of rubble, miraculously shook your
bishop; Thank you for all you do.
It's close. Sound c. Virgo
today.
To the Samian pride and to
the Cypriots the slaughter, Hermogenes all singing hymns to this Trinity
received glory, and as the illuminating sun the Ecclesiastes were willingly
worshiped and worshiped, my dear friends.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου