21/10/19

Ο Όσιος Ιλαρίων ο Μέγας


Λίγα  χιλιόμετρα  πιο   πάνω  από  τη  δαντελωτή  ακρογιαλιά  της Κερύνειας   και   σε  ύψος  δύο  χιλιάδες   περίπου  πόδια  από   την επιφάνεια   της   θάλασσας ορθώνεται ένα γιγαντιαίο ύψωμα αποκομμένο από την υπόλοιπη οροσειρά του Πενταδάκτυλου. Στην κορυφή   του   υψώματος   αυτού   με   την   πανοραμική   θέα   είναι κτισμένο από χρόνια ένα φρούριο• το γνωστό φρούριο του αγίου Ιλαρίωνα.

Για   την   προσφορά   του   φρουρίου   στους   αγώνες   του   νησιού   για ελευθερία   και   τις   παραδόσεις και τους θρύλους που έχουν δημιουργηθεί  γύρω  απ' αυτό, πολλά   ειπώθηκαν   και   γράφηκαν    μέχρι    σήμερα.  Για  τον   άγιο   Ιλαρίωνα   όμως  τον   μεγάλο   ερημίτη   κι   ασκητή,   που   με   το   όνομα   του,  το   ύψωμα   τούτο   μπήκε   στην Ιστορία,   πολύ   λίγα   έχουν   γραφεί  και   σε  πολύ   πιο   λίγους   είναι γνωστά.
Την παράλειψη αυτή απαράδεκτη για χριστιανούς ορθοδόξους που κατοικούν μια νήσο μ' ένα τόσο τιμητικό προσωνύμιο — «Νήσος  των Αγίων» -  επιθυμούν   να  θεραπεύσουν   οι  γραμμές   που   ακολουθούν.
Θεωρούμε   την   πράξη  τούτη   σαν  ένα  χρέος.   Χρέος   όχι  μονάχα   σ' εκείνους  που   έφυγαν,  αλλά   προ  παντός  χρέος    σ' αυτούς   που   ζουν και  θέλουν   κι  αναζητούν  για  τη   ζωή   τους   πρότυπα.   Ναι!   Πρότυπα ηθικά  που  να  τα  πλησιάσουν   και,   κατά   το  μέτρο   του  δυνατού,   να τα  μιμηθούν.          

Κι   ο   άγιος   Ιλαρίων   που   μας   ήρθε   απ' έξω   κι   έζησε   και κοιμήθηκε   στον   τόπο    μας,   είναι   ένα   τέτοιο   πρότυπο   για   όλους. Πρότυπο πίστεως και υπακοής στον Θεό. Αλλά και πρότυπο αγωνιστικότητας  και  γνήσιας   αρετής.   Μια   γρήγορη   ματιά   στις κύριες   πτυχές   της   ζωής   του   θα   μας   το   αποδείξει.     

Ο   ισάγγελος αυτός άγιος, σύγχρονος των Μεγάλων Βασιλέων και Ισαποστόλων  Κων/τίνου  και   Ελένης,  γεννήθηκε   στην   κωμόπολη  της Παλαιστίνης   τη   Θαβαθά,   που   βρίσκεται   πέντε   περίπου   μίλια μακριά   από   την   αρχαία  πόλη    των   Φιλισταίων,   τη   Γάζα.    Οι γονείς   του,   πλούσιοι    ειδωλολάτρες    φρόντισαν   από   νωρίς   να δώσουν   στο   παιδί   τους   μια   ξεχωριστή   μόρφωση.  Γ' αυτό   κι   από μικρό  έσπευσαν να τον αποχωρισθούν και να τον στείλουν στην Αλεξάνδρεια,  που   ήταν   τότε   ένα   μεγάλο   κέντρο    Ελληνικών σπουδών.   Σε   μια   από   τις   ονομαστές   Σχολές   της   πόλεως    αυτής φρόντισε ο μικρός Ιλαρίων να εγγραφεί και μ' ενδιαφέρον να παρακολουθήσει   τα   μαθήματα  της.   Ο  πόθος  του  όμως   να   γνωρίσει την αλήθεια οδήγησε κάποτε τα βήματα του και σε χριστιανικές συγκεντρώσεις.

Η  ζωή   των   χριστιανών,   η    ευγένεια   κι   η   καλοσύνη   τους,   το ενδιαφέρον  τους  να   εξυπηρετήσουν    τους   άλλους με κάθε ανιδιοτέλεια    και   προθυμία του έκαμαν απ' την πρώτη στιγμή ξεχωριστή    εντύπωση.   Αλλά   και   τα   αγνά   ήθη   κι   έθιμα   τους   κι   η    όλη  τους   αρετή   του   σκλάβωσαν   την   ψυχή    κι   άναψαν    μέσα του   θερμό   τον  ζήλο   να   γνωρίσει    καλύτερα την πηγή  της τροφοδοσίας    τους.   Έτσι   ο   φιλομαθής  νέος   επεδίωξε   να   έρθει   σ' επαφή   με   σημαίνοντας   χριστιανούς   κι   από   υπεύθυνα   πρόσωπα   να   μάθει   τις   επιταγές   της   νέας   πίστεως.   Ο    ενθουσιασμός   του για    όσα  άκουε   κι   ο   ζήλος    του   να   γνωρίσει   περισσότερα, προχωρούσε   μέρα   με   τη   μέρα   για  να   καταλήξει   κάποτε   στην αποδοχή   της   νέας   θρησκείας    και   να   βαπτισθεί.           

Η   χαρά   κι   η   ευτυχία   του   αγνού    νέου   την   ημέρα   εκείνη,   που φόρεσε   τον  λευκό  χιτώνα  του  βαπτίσματος,   υπήρξε  αφάνταστα μεγάλη.   Μια  απόδειξη   τούτης   της   χαράς  είναι   κι  η   πλούσια χρηματική   προσφορά   του  για  χάρη   των πτωχών  αδελφών  του Χριστού.        

Με   την   είσοδο  του  στην   Εκκλησία   του   Θεού   ο    νεοπροσήλυτος χριστιανός   ρίχτηκε   με   πιο  πολύ   κέφι  στον  αγώνα.   Η    Αγία   Γραφή γίνηκε   ο   αγαπημένος   του   σύντροφος   κι   η   ζωή   των   ενάρετων ανδρών,  που     μελετούσε στα ιερά κείμενα, ήταν εκείνη που προσπαθούσε   κι   ο  ί διος   να  μιμηθεί   κι  ακολουθήσει.   Η   πνευματική ζωή τον συνείχε κυριολεκτικά. Πόθος του ένας:

Ν'   αποχωρισθεί   από  καθετί   που   θα   τον   κρατούσε   δεμένο   με  τα α υλικά, τα γήινα  κι  ελεύθερος    να   τραβήξει τον δύσκολο, μα ευλογημένο   δρόμο,  που   φέρει   τον   άνθρωπο   στον   ουρανό.        

Αυτή   την  εποχή   στην   Αλεξάνδρεια  και  σ' όλη  την   Αίγυπτο κυριαρχούσε  η  φήμη του Μεγάλου Αντωνίου. Μορφωμένοι κι αγράμματοι μιλούσαν με σεβασμό για τη θεοσέβεια του ξακουστού ασκητή.  Κοντά  σ' αυτόν  ο   ζηλωτής   νέος  πεθύμησε  να   μαθητεύσει έστω  και   για   λίγο.  

Χωρίς  να  χάσει καιρό ένα πρωί άφησε την πολυθόρυβη πόλη και τράβηξε  στην  έρημο.  Βρήκε  τον  άγιο  ερημίτη  κι   έμεινε  κοντά   του αρκετό  καιρό. Στο  διάστημα  αυτό  σαν  τη  μέλισσα  ρούφηξε  από  τον καθηγητή της ασκήσεως ό,τι καλό μπόρεσε να δει και ν' ακούσει με αποτέλεσμα  η  καρδιά  του  να  σκλαβωθεί  ακόμη  περισσότερο  από   την αγάπη   της   άλλης,   της    μακαριάς   ζωής.  

Πλησίον  στον  πολύπειρο   αγωνιστή  του   καλού   και   της   αρετής έμαθε   ο   αγνός   νέος  να ζει σε μια  θεϊκή   ανάταση.   Η    ζωντανή προσευχή,   η   προσεκτική    μελέτη, η ανάλογη  περισυλλογή   κι   ο αυστηρός   αυτοέλεγχος    ήταν   η  καθημερινή   απασχόληση   του.   Με τα   μέσα   τούτα  τα   πνευματικά  ο   ζηλωτής   νέος   αγωνίστηκε  ν' αυξήσει τις διανοητικές του δυνάμεις  και   να  αποκτήσει   σιγά-σιγά    τα εφόδια   που   χρειαζόταν   για   τους   κατοπινούς   του   αγώνες.  Εδώ συνήθισε ακόμη ν' αξιοποιεί τον χρόνο του και να ιεραρχεί
τις   ανάγκες   του.   Έτσι   έγινε  ένας θεοκεντρικός  άνθρωπος.  Κύριο σκοπό  της  υπάρξεως  του  έβαλε ν' αρέσει στον Θεό.   Κι  όλες  του  οι δυνάμεις,  όλες   του   οι  προσπάθειες,  όλοι  του   οι   αγώνες   σε  τούτο και    μόνο  στράφηκαν:   Στο   πώς   να   καλλιεργήσει    μέσα   του   το «κατ' εικόνα»,   για  να   επιτύχει «το καθ' ομοίωσιν». Στο πώς ν' αναπτύξει   τα  χαρίσματα  με   τα  οποία  τον  επροίκισε  ο   Πανάγαθος Θεός,   για να   επιτύχει   να  γίνει   κάποια   μέρα   γνήσια  εικόνα  του Θεού.   Ένας   αληθινός   άνθρωπος    αρετής.   Ένας   άγιος.

Με τούτη την απόφαση και τούτο τον πόθο και σκοπό ως θησαυρό πολύτιμο   στην  ψυχή  του  αποχαιρέτησε    κάποιο πρωινό τον πνευματικό   του  πατέρα   και  καθοδηγητή   της  ερήμου  Αντώνιο  και πήρε  τον  δρόμο  της  επιστροφής   στην   πατρίδα   του.  Ποθούσε   να   δει τους  γονείς    του,   γιατί   έμαθε  πώς   δεν  ήσαν   καλά   στην  υγεία.  Κι ακόμη   ήθελε  να  τακτοποιήσει   και   μερικά   περιουσιακά   στοιχεία, που   ήσαν   ε κκρεμή.         

Σαν  έφθασε, πήγε και κτύπησε την πόρτα  του  σπιτιού   του.   Κάποιος γείτονας   που  άκουσε  το  κτύπημα,   βγήκε  και  του  είπε  πως  τόσο   ο πατέρας  όσο  κι  η  μητέρα   του  είχαν  εδώ  κι  αρκετό   καιρό   φύγει   από    τούτο τον κόσμο. Λυπημένος ο φιλόστοργος νέος κι ακολουθούμενος    από  τον  γείτονα    τράβηξε  προς   το  κοιμητήριο. Πάνω   από  το  χώμα  του  τάφου  που  σκέπαζε   τ' αγαπημένα    πρόσωπα, γονάτισε. Για ώρες έμεινε εκεί προσευχόμενος με ιερή κατάνυξη.           

Στην   πατρίδα   του  ο   εραστής  της  αγγελικής   ζωής  δεν  στάθηκε   για πολύ. Αφού μοίρασε την πατρική περιουσία στους πτωχούς κι αποχαιρέτησε τους γνωστούς, ανεχώρησε. Γεμάτος   αποφασιστικότητα προχώρησε   για   την  εκπλήρωση  του  ιερού   σκοπού  του.  Τα   λόγια   του  θείου   Παύλου  «εμοί  κόσμος  εσταύρωται   κάγώ   τω   κόσμω» (Γαλατ. στ', 14)  αντηχούσαν  δυνατά  μέσα  του  και   του  γέμιζαν  την ψυχή   από   αληθινή   ευτυχία.   Όλος   ο   κόσμος   με  τις   δόξες    και   τις τιμές μα και τα Πλούτη και τις ηδονές κι όλα τα θέλγητρα του σταυρώθηκαν    και  νεκρώθηκαν  για  τον  ευγενικό   νέο.  Τίποτα   απ' αυτά   δεν   μπορούσε να   τον  τραβήξει   ή  να   τον   συγκινήσει.   Μα   και   κανένα   άλλο   από   εκείνα   που   λέγονται   αγαθά   του   κόσμου τούτου,  δεν   ήταν   δυνατό   να   τον   δελεάσει   και   να   του   μεταλλάξει την   αγάπη   και   την   αφοσίωση   του   στον   Σωτήρα      Χριστό. Καύχηση    και    χαρά   του   ήταν   μόνο   Αυτός,   που   πέθανε   πάν,ω, στον   σταυρό,  για  τις  αμαρτίες του, μα  και  για  τις  αμαρτίες   όλων εκείνων   που   θα   πίστευαν   σ' Αυτόν. Το   όνομα  Του  ανέλαβε  να κηρύξει.   Και   το   κηρύττει  παντού.           

«Ούκ  εστίν   εν   άλλω   ουδενί   η   σωτηρία• ουδέ   γαρ  όνομα   εστίν έτερον  υπό  τον  ουρανόν   το   δεδομένον   εν   ανθρώποις  εν  ω δεί   σωθήναι  ημάς» (Πράξ. δ', 12).   Κανένα   άλλο  πρόσωπο   δεν   μπορεί   να μας  εξασφαλίσει   τη   σωτηρία.  Κανένα    άλλο   όνομα   δεν   έχει   δοθεί από   μέρους   του   Θεού,   που   να   μπορεί   να   μας   σώσει.   Μόνο   ο Χριστός   είναι   ο   αληθινός   Σωτήρ.   Σ' Αυτόν   ας  πιστέψουμε  όλοι. Αυτά  με  παρρησία   και   ζωντάνια κηρύττει παντού  ο νέος Ιεραπόστολος.   Και  το  κήρυγμα  του  συγκινεί  κι   ενθουσιάζει.  Μα    και πείθει  και  οικοδομεί.  Ένα  μεγάλο ποσοστό  από  τους   ειδωλολάτρες που κατοικούσαν στις περιοχές εκείνες της Γάζας και της Νότιας Παλαιστίνης δέχτηκαν το κήρυγμα της σωτηρίας χάρη  στον  άγιο κι έγιναν   χριστιανοί.  Αλλά   κι  οι  αιρετικοί  που  ζούσαν   στα  μέρη εκείνα, στο πρόσωπο  του  οσίου  βρήκαν  τον  σθεναρό  κι   ακαταμάχητο πρόμαχο  της   Ορθοδοξίας.    

Αφού   για  ένα  χρονικό   διάστημα  ο   ζηλωτής   εργάτης   του Ευαγγελίου   ασχολήθηκε   με  το ιεραποστολικό έργο, κατόπιν αποσύρθηκε στην αγαπημένη του έρημο. Εκεί κοντά στο λιμάνι του Μαϊουμά  προχώρησε  κι  έστησε  το  ησυχαστήριο  του.  Τριάντα  επτά χρόνια  πέρασε  στο  μέρος αυτό. Τριάντα επτά ολόκληρα χρόνια αυστηρής   ασκήσεως.       

Ένας   τρίχινος   σάκος,  που   ταλαιπωρούσε   το   κορμί   του,   ήταν   το φόρεμα  του  χειμώνα-καλοκαίρι.   Στον λαιμό έφερε μια δερμάτινη λωρίδα, δώρο του πνευματικού του πατέρα, του Μεγάλου   Αντωνίου. Κατοικία  του  είχε  μια  σπηλιά   μ' ένα   στενότατο  κελί.  Και  τροφή   του λίγα  ξερά  σύκα   και   μερικά  άγρια  χόρτα.  Με  την  αυστηρή  του   τούτη  εγκράτεια, αλλά και τη θερμή κι αδιάλειπτη προσευχή και τη συνεχή  μελέτη  της  Αγίας Γραφής αγωνιζόταν κάθε μέρα για ένα πράγμα μόνο:      

Στο   πως  να   αρέσει  στον  Θεό.          

Σαν το χρυσάφι που δοκιμάζεται στη φωτιά, έτσι κι αυτός δοκιμάστηκε τούτο τον καιρό από τους ποικίλους πειρασμούς που η αγάπη του Θεού επέτρεψε να του έρθουν για προσωπική του ωφέλεια και δοκιμή. Όμως με το να έχει τη σκέψη του στραμμένη στο θέλημα του Θεού και την καρδιά του καθαρή από κάθε ακάθαρτο λογισμό κατόρθωσε και τους πειρασμούς να ξεπεράσει κι αυτός απρόσβλητος να μένει. Κάτι περισσότερο. Πέτυχε να γίνει η ψυχή του κατοικητήριο Αυτού του Αγίου Πνεύματος, ώστε τίποτα στον κόσμο να μην τον φοβίζει και να μη τον ταράσσει.    

Το παρακάτω περιστατικό είναι ενδεικτικό του θάρρους και της τόλμης πού   διέκρινε   τον   όσιο.           

Κάποτε εκεί   στην   ερημιά,   στην   αρχή   που   πήγε,   μια   συμμορία    από ληστές τον είχε επισημάνει και τον πλησίασε με κακές διαθέσεις.

- Τι    θα   'καμνες,    καλόγηρε,   αν    εδώ   στην   ερημιά   που   είσαι   μόνος,   σου επετίθεντο    ληστές;   Τον   ρώτησε   με  προσποιητή   αφέλεια   ο   αρχηγός   τους.   
- Τι έχει να  φοβηθεί    ένας   γυμνός   σαν   κι έμενα; απήντησε με πραότητα    κι αταραξία   ο   ερημίτης.      
- Κι    αν   σε   σκοτώσουν;  Πρόσθεσε   ο   ληστής.   

Ο θάνατος δεν φοβίζει εκείνο,   που   είναι   έτοιμος   να   πεθάνει,   ξανάπε  ο ερημίτης.   Ο   θάνατος   κλείει   τούτη   τη    ζωή   την   προσωρινή.   Μα    ανοίγει    την άλλη, την αιώνια, την πραγματική. Σ' αυτή  βαδίζουμε   όλοι.

Τα   λόγια   του   αυτά   κι   ο   τρόπος   με   τον   όποιο   τα  είπε   έκαμαν   τους   ληστές σκεφτικούς.   Απομακρύνθηκαν σιωπηλοί, για   να   ξαναγυρίσουν   σε   λίγο. Κάθησαν    μπροστά   στο   κελί   του   κι   άρχισαν   να   ζητούν   από   Αυτόν   πιο πολλές    εξηγήσεις.   Στο   τέλος    ομολόγησαν   τον   σκοπό   τους  και   με   δάκρυα γονάτισαν μπροστά του και ζήτησαν συγχώρηση. Ο άγιος τους συγχώρησε   κι   εξακολούθησε   τη   διδασκαλία   του.   Από    την    ημέρα   εκείνη συνεχίστηκαν   οι   επισκέψεις   με   αποτέλεσμα   στο   τέλος   να   πιστέψουν    και να   βαπτιστούν   όχι   μονάχα    αυτοί, αλλά   κι   άλλοι   ομοεθνείς τους  που κατοικούσαν   στην   πόλη   της   Ιδουμαίας,  Ελούζη.    Έτσι   ο   άγιος   πήρε   τον τίτλο:    Απόστολος   των   Σαρακηνών.        

Η φήμη της αγιότητας του οσίου διαδόθηκε τόσο πολύ, ώστε νωρίς   πλήθη από   μοναχούς   συγκεντρώθηκαν   γύρω   του,   για    ν' ακούνε   τα   λόγια   του   και να  έχουν   την   πνευματική   καθοδήγηση   του.   Με   τον   τρόπο   αυτό   πολλά μοναστήρια   φύτρωσαν   σε   όλη   εκείνη   την   περιοχή. Για  τούτο   δίκαια θεωρείται ο ιερός ασκητής ως ο εισηγητής του μοναχισμού στην Παλαιστίνη, καθώς και  ο   Μέγας   Αντώνιος  εισηγητής   του   μοναχισμού στην    Αίγυπτο.        

Στη μεγάλη φήμη του Ιλαρίωνα    πολύ   συνέβαλε   και   το  θαυματουργικό    του χάρισμα. Πολλά, πάρα πολλά θαύματα αναφέρονται σ' Αυτόν.    Θεραπείες    διαφόρων    ασθενειών   και    δαιμονισμένων.      

Η αγάπη του σε όσους έπασχαν από κάτι ήταν συγκινητική. Ένα    πράγμα δεν ανεχόταν ο καλοκάγαθος ερημίτης: Την πλεονεξία και τη   φιλαργυρία στους    μοναχούς.         

Σαν παρατηρούσε μια τέτοια αδυναμία σε κανένα, τότε ο   άγιος   φρόντιζε να   καλέσει   εκείνο  τον  μοναχό  κοντά   του   και  να   τον   συμβουλέψει.    Όταν όμως  εκείνος  περιφρονούσε τις συμβουλές  του  και    συνέχιζε   να   διατηρεί   το πάθος   του,   τότε   κι  αυτός   έσπευδε   να   διακόψει   κάθε   σχέση   κι   επαφή  μαζί του.   Κάτι   περισσότερο.   Αρνιόταν   και  να   τον   δεχθεί   να   πάρει   κάτι,  που προερχόταν από τον κήπο του. Ένα λάχανο, για παράδειγμα ή  ένα   καρπό.           

Μια   φορά   ένας   τέτοιος  φιλάργυρος    μοναχός,  που   παρά   τις   υποδείξεις    του αγίου,   συνέχιζε   να   μένει   αδιόρθωτος,  έστειλε   λάχανα  σ' αυτόν   από   τον κήπο   του,   για   να   τον    εξευμενίσει.

Στον    μαθητή   του   Ησύχιο   που   έφερε   το   δώρο   για   να   το   δείξει   σ' Αυτόν    και το   καμαρώσει,  ο   συνεπής  στις  αρχές   του   ασκητής   είπε:   Βρωμούν   αυτά   τα λάχανα,   Ησύχιε.   Βρωμούν...   

- Τα έχω πλύνει καλά, Αββά, εξήγησε ο μαθητής.
— Και   όμως  σε  βεβαιώνω πως   βρωμούν,   επανέλαβε   ο   άγιος.   Βρωμούν  από  φιλαργυρία!

Και   δεν   τα   άγγισε.   Ναι!   δεν   δέχτηκε   να   τ' αγγίσει.          

Υπερβολική αυστηρότης θα πουν μερικοί. Συνέπεια λέγουμε εμείς. Συνέπεια! Το στοιχείο που λείπει από τη ζωή των συγχρόνων   χριστιανών. Η   αρετή   που  πρέπει  να  προσεχθεί   ιδιαίτερα  σήμερα  και να   γίνει αχώριστος   σύντροφος της   όλης   ζωής    μας,   αν   θέλουμε   να  μη  νοθευτεί περισσότερο   και   να   καταντήσει   αγνώριστη   η   Ορθόδοξη   Πίστη   μας   με   τις συνεχείς   υποχωρήσεις   μας   και   τις   σκοπιμότητες   μας.        


Οι καθημερινές επισκέψεις στο κελί του άγιου για θεραπεία και συνομιλία μ' αυτόν είχαν γίνει τόσες πολλές με τον καιρό, που   ο   μακάριος ασκητής πήρε την απόφαση να φύγει από τον τόπο εκείνο. Και   το   έκαμε.    

Παρά τις παρακλήσεις των γνωστών του, που με δάκρυα τον    προέπεμψαν στο   τέλος,  ο   Ιλαρίων   στην   ηλικία   των   63   περίπου   χρόνων   έφυγε   από   την Παλαιστίνη. Στην αρχή κατευθύνθηκε στην Αίγυπτο. Με συνοδεία μερικούς   μαθητές   του   προχώρησε   κι   έφτασε   στο   αναχωρητήριο   του   αγίου Αντωνίου. Ο μεγάλος ερημίτης είχεν  ήδη πεθάνει. Δύο μαθητές του ανέλαβαν   την   ξενάγηση   τους.  Με   βαθιά  συγκίνηση   ο   Ιλαρίων   κι  οι συνοδοί του επισκέφθηκαν και στάθηκαν   στα   μέρη   που   ο   θεμελιωτής   της αγγελικής ζωής συνήθιζε να προσεύχεται, να εργάζεται, να   απασχολείται... 

Υστερ' από λίγες μέρες παραμονή τους στον τόπο εκείνο, ο άγιος προχώρησε με τη συνοδεία του κι από τη μια έρημο   στην   άλλη   κατέβηκε σε   μια   παραλιακή   πόλη   της   Λιβύης,   την  Άβασσο.           

Την   εποχή   αυτή   στον   θρόνο   της   Κων/πόλεως   ανέβηκε ο Ιουλιανός   ο Παραβάτης (361-363).   Οι    Αρειανοί    που   αναθάρρησαν   από   τη    στάση   του αυτοκράτορα   άρχισαν   ν' αναζητούν   τον   άγιο   για   να   τον   βρουν   και   να   τον κακοποιήσουν.  Ο   Ιλαρίων   σαν   το   έμαθε, έφυγε κι απ' εκεί και με πλοίο πέρασε   στη   Σικελία   και   μετά   στη  Δαλματία.     

Τα πολλά θαύματα, που με τη χάρη του Θεού έκανε στα μέρη που περνούσαν, προσείλκυαν καθημερινά στον τόπο που διέμενε πλήθη ανθρώπων, που έπασχαν από διάφορες αρρώστιες. Τούτο όμως εμπόδιζε τον όσιο να χαρεί τη θεόγνωστη ησυχία που διψούσε. Γι' αυτό, κάποια μέρα   που   βρήκε   ένα   πλοίο   που   ταξίδευε   στην   Κύπρο,   μπήκε   μέσα   για   το  νησί.         

Στο   ταξίδι   ένα   πλοίο   ληστρικό   τους   κυνήγησε.   Οι   ταξιδιώτες,   που   το είδαν,   τρόμαξαν   κυριολεκτικά   κι   άρχισαν να κλαίνε. Ο    άγιος   όμως   τους ενίσχυσε   και   στο   τέλος   τους   έσωσε.   Την   ώρα   που   το   εχθρικό    πλοίο   τους πλησίαζε κι ετοιμαζόταν να τους κτυπήσει, ο Ιλαρίων έριξε μια πέτρα ανάμεσα στα   δύο πλοία. Ένα   τείχος   ορθώθηκε   μπροστά   στους   ληστές   που δεν   τους   άφησε   να   προχωρήσουν.   Έτσι   ασφαλισμένο   πια   το   πλοίο   με   τον άγιο συνέχισε   το   ταξίδι   του   κι   έφτασαν   στην   Πάφο.         

Η πόλη, όπως μας αναφέρει ο άγιος Νεόφυτος, ήταν τότε   καταστρεμμένη από   σεισμούς   εξ αιτίας  της   ασέβειας   των   κατοίκων   της.   Έξω   από   αυτή    κι ανάμεσα   στα   ερείπια   συνέχισε   ο   άγιος   τους  ασκητικούς του αγώνες. Επειδή  όμως και στο μέρος αυτό  άρχισαν   να   τον   επισκέπτονται  πολλοί για θεραπεία, δύο χρόνια μόνο έμεινε στον τόπο εκείνο. Απ' εκεί προχώρησε κι έφτασε στο μεγάλο και δύσβατο   βουνό,   με   τα   πανύψηλα δένδρα    και   τα   πολλά   νερά.    Μα   και   τον   ειδωλολατρικό   ναό   που   ήταν αφιερωμένος   κατά   την   παράδοση   στη   «θεά   του   Έρωτα».  Στον    τόπο    αυτό έστησε  ο   άγιος   το   ησυχαστήριο   του.    Πέντε   χρόνια    έζησε   εκεί.   Χρόνια δημιουργικά,   ευλογημένα.   Υπάρχει   η   άποψη    πως   ο   άγιος   Ιλαρίων  που έζησε στο βουνό αυτό είναι κάποιος άλλος άγιος Ιλαρίων    μεταγενέστερος και γνωστός ως Ιλαρίων ο νέος. Ο άγιος Ιλαρίων ο Μέγας έζησε   τα τελευταία   πέντε    χρόνια   της   ζωής   του   στην   Επισκοπή    της   Πάφου.    


Με   τη   διδασκαλία   του   τη   ζωντανή    και   τα   πολλά   του    θαύματα   σιγά-σιγά    η λατρεία των ειδώλων εκτοπίσθηκε και τη θέση της πήρε η αληθινή θρησκεία   του   γλυκύτατου    Ιησού. 

Στην ηλικία των ογδόντα χρόνων ο   θαυματουργός   ασκητής   αρρώστησε. Αφού κάλεσε κοντά του τα πνευματικά του παιδιά    και   τα   συνεβούλεψε    να μένουν πιστά μέχρι  θανάτου στη    διδασκαλία   του   Κυρίου, τα   ευλόγησε    κι αφήκε   την   αγνή   ψυχή   του   να   μεταπηδήσει   στους    πάμφω   τους   κόσμους του   ουρανού   (371 μ.Χ.). 

Οι  Κύπριοι θρήνησαν με την καρδιά τους   τον   αγαπημένο   τους    ερημίτη   κι έθαψαν με μεγάλες τιμές το σκήνωμα του στον χώρο εκείνο.

Δυστυχώς   το   λείψανο   του   μεγάλου   θαυματουργού    δεν   έμεινε   για   καιρό στο νησί   μας. Οι   χριστιανοί   της   Παλαιστίνης,   σαν   έμαθαν  τον   θάνατο   του οσίου, έστειλαν εδώ τον μαθητή του Ησύχιο, ο οποίος με τρόπο    ανέσκαψε τον  τάφο. Χωρίς   να   τον   αντιληφθεί    κανένας   πήρε   τα   ιερά   λείψανα   και    τα μετέφερε στην Παλαιστίνη. Εκεί οι χριστιανοί τα εναπέθεσαν με ξεχωριστές    τιμές   στη    Μονή   του  Μαϊουμά.      

Όμως αν τα ιερά λείψανα του μεγάλου ασκητή αφαιρέθηκαν και μεταφέρθηκαν μακριά από το φιλόξενο νησί της Κύπρου, που ο ίδιος διάλεξε για επίγεια κατοικία του, η πνευματική παρουσία του αγίου παραμένει στη  μαρτυρική μας πατρίδα. Παραμένει   με   τα   θαύματα  που γίνονται ακόμη και σήμερα στον τόπο όπου θάφτηκε   αρχικά.   Παραμένει ακόμη με τους ναούς που έχουν αφιερωθεί στη χάρη του και τις πάμπολλες   εικόνες   του   που   είναι    εγκατεσπαρμένες    στο    νησί   μας.    

Όλα   αυτά   αποτελούν   μια   ζωντανή    πνευματική   παρουσία   του  αγίου    στον τόπο μας. Γιατί όλα αυτά μας μιλούν για   τον    φλογερό    και  ακατάβλητο αγωνιστή    του   καλού   και   της   αρετής..  Τον   αγωνιστή    με   την   αγία    ζωή,   τη ζωή   της    συνέπειας   και   του   ηρωισμού.   Τον   αγωνιστή   που   πάλαιψε   και νίκησε   τη   σάρκα   και   τον   κόσμο  της   αμαρτίας.   Αλλά   και   τον   αγωνιστή   που ζητά και θέλει μιμητές.   «Μιμητοί   μου   γίνεσθε   καθώς  κάγώ   Χριστού»  μας φωνάζει. Θα θελήσουμε οι σημερινοί  κάτοικοι του πονεμένου αυτού νησιού ν' αφουγκρασθοϋμε και ν' ακούσουμε τη σωστική τούτη πρόσκληση; Θα θελήσουν προ παντός οι νέοι του καιρού μας να τραβήξουν   κόντρα   στο   ρέμα   της   σαρκολατρείας   για   να   ζήσουν  μια  ζωή ανώτερη, μια ζωή αγνή, κι αληθινά χριστιανική; Το ευχόμαστε μετά κραυγής ισχυράς. Τοις του αγίου   Ιλαρίωνος   πρεσβείαις   ο   Θεός,   ελέησον και   σώσον   ημάς.  Αμήν.

Saint Hilarion the Great


A few kilometers above the lacy beach of Kyrenia, at a height of about two thousand feet above sea level, a giant hill is cut off from the rest of the Pentadactyl Mountains. At the top of this hill overlooking the panoramic view is a fortress built for years • the famous fortress of St. Hilarion.

Much has been said and written about the fort's contribution to the island's struggle for freedom and the traditions and legends surrounding it. For Saint Hilarion, however, the great hermit and ascetic, whose name came into history, very little has been written and much less is known.
This omission unacceptable to Christian Orthodox who inhabit an island with such an honorable name - "Island of the Saints" - wishes to heal the lines that follow.
We consider this act as a debt. Debt not only to those who have left, but above all to those who live and want and seek patterns for their lives. Yes! Ethical models to approach and, as far as possible, to imitate.

And Saint Hilarion, who came to us from outside and lived and slept in our place, is such a role model for all. A model of faith and obedience to God. But also a model of militancy and genuine virtue. A quick look at the main aspects of his life will prove it.

This saint, a contemporary of the Great Kings and Constantinople and Helen Apostles, was born in the Palestinian town of Tawatha, about five miles from the ancient city of Philistines, Gaza. His parents, wealthy pagans, took care to give their child an early education. That is why they rushed to break away from him and send him to Alexandria, which was then a major center for Greek studies. In one of the renowned Schools of this city she made sure that the young Ilarie enrolled and with an interest to attend her classes. However, his desire to know the truth has led his steps to Christian gatherings.

The lives of Christians, their kindness and kindness, their interest in serving others with all their selflessness and willingness made a distinct impression from the first moment. But their pure customs and all their virtues enslaved their souls and set in their warm zeal to know better the source of their sustenance. So the studious young man sought to get in touch with meaning Christians and responsible persons to learn the dictates of the new faith. His enthusiasm for what he was hearing and his zeal to know more went day by day to eventually come to accept the new religion and be baptized.
The joy and happiness of the pure young man that day, wearing the white baptism of baptism, was immensely great. One proof of this joy is his rich financial contribution for the sake of Christ's poor brothers.

With his entrance into the Church of God, the newly converted Christian was thrown into more struggle. The Bible became his beloved companion, and the life of the virtuous men, who studied the scriptures, was the one who tried to imitate and follow. His spiritual life was literally involved. Desire of one:

To break free from anything that would keep him tied to the raw materials, the earth, and free to take the difficult but blessed path that brings man to heaven.

At this time in Alexandria and throughout Egypt the fame of Alexander the Great prevailed. Educated and illiterate, they spoke respectfully of the divine ascetic. Close to him the demanding young man was eager to learn for a while.

Without wasting any time one morning he left the bustling city and pulled into the desert. He found the holy hermit and stayed with him for some time. During this time, like a bee, he was sucked by the practitioner of the good that he was able to see and hear, so that his heart was enslaved by the love of the other, the blessed life.

Near the skilled fighter of good and virtue the pure young man learned to live in a divine revival. Live prayer, careful study, meditation, and strict self-control were his daily occupations. Through these spiritual means the zealous young man struggled to increase his mental powers and to gradually acquire the resources he needed for his later struggles. Here he still used to spend his time hierarchically
its needs. So he became a theocentric man. The main purpose of his existence was to please God. And all his powers, all his efforts, all his struggles were all focused on this: How to cultivate the "image" within him, to achieve the "likeness". How to develop the gifts that the Almighty God exhorted him to someday achieve a true image of God. A true man of virtue. A saint.

With this decision and this desire and purpose as a valuable treasure in his soul, he parted his breakfast with his spiritual father and guide of the wilderness Antonio and made his way back to his homeland. He longed to see his parents because he had learned that they were in poor health. And he even wanted to settle some assets that were in debt.

When he arrived, he went and knocked on the door of his house. A neighbor who heard the knock came out and told him that both his father and his mother had been away for a long time. Sadly the young philosopher and followed by the neighbor pulled to the cemetery. Above the soil of the tomb that covered loved ones, she knelt. He stayed there for hours praying with sacred devotion.

In his homeland the angelic lover did not stand for long. After distributing his father's estate to the poor and leaving his acquaintances behind, he departed. Full of determination he proceeded to fulfill his sacred purpose. The words of Uncle Paul, "My world is crucified down to this world" (Galatians 14: 14) echoed within him and filled his soul with true happiness. The whole world with its glories and honors but with its riches and pleasures and all its lusts were crucified and buried for the noble man. None of this could pull him or move him. But no other than what is called the goods of this world could have tempted him and transformed his love and devotion to Christ the Savior. His only rejoicing and rejoicing was that He died, oh, on the cross, for his sins, but also for the sins of all who would believe in Him. His name was given to preach. And he preaches it everywhere.

There is no salvation in any other way; no name is ever esteemed under heaven given to men, but we are saved ”(Acts d, 12). No other person can secure our salvation. No other name has been given by God that can save us. Only Christ is the true Savior. Let us all believe in Him. The new missionary preaches everywhere with boldness and vitality. And his preaching touches and excites him. But he persuades and builds. A large proportion of the pagans who lived in those parts of Gaza and southern Palestine accepted the preaching of salvation thanks to the saint and became Christians. But even the heretics who lived in those places, in the face of the saint, found the strong and irresistible bastion of Orthodoxy.

After for some time the zealous worker of the Gospel engaged in the missionary work, then retired to his beloved desert. There, near the port of Miami, he went and set up his hideout. Thirty-seven years were spent in this part. Thirty-seven whole years of rigorous training.

A three-legged sack, which had hurt his body, was the winter-summer dress. He had a leather strap on his neck, a gift from his spiritual father, the Great Anthony. His residence had a cave with a very narrow cell. And feed him some dried figs and some wild greens. With his rigorous tenacity, but also his warm and uninterrupted prayer and constant study of the Bible, he struggled daily for one thing:

How to like God.

Like the gold tested in the fire, he too has been tempted at this time by the various temptations that God's love has allowed him to come to his own benefit and trial. But by having his mind focused on the will of God and his heart free from all impure accounting, he succeeded in overcoming temptations and remaining intact. Something more. The soul of His dwelling place of the Holy Spirit has succeeded, so that nothing in the world will frighten or disturb him.

The following incident is indicative of the courage and courage that distinguished the saint.

Once there in the wilderness, at the beginning he went, a gang of robbers had spotted him and approached him with bad moods.

- What the hell would you do if you were robbed here in the wilderness alone? He was asked by their leader with a naive naivety.
- What does a naked person like me have to fear? the hermit responded with kindness and agitation.
- And if they kill you? The robber added.

Death is not afraid of the one who is ready to die, the hermit again. Death closes this temporary life. But it opens the other, the eternal, the real. This is where we all go.

His words and the way he said them made the bandits think. The silent ones were removed, so that they could return soon. They sat in front of his cell and began asking Him for more explanation. In the end they confessed their purpose and with tears knelt before him and begged for forgiveness. The saint forgave them and continued his teaching. Visits continued on that day, eventually resulting in believers and baptists not only themselves but also their fellow citizens living in the city of Idumaia, Eluzi. So the saint got the title: Apostle of the Saracens.

The rumor of the saint's holiness was so widespread that early crowds of monks gathered around him to hear his words and to have his spiritual guidance. In this way many monasteries sprouted all over that area. For this he is rightly regarded as the rapporteur of monasticism in Palestine, as well as the Great Anthony the rapporteur of monasticism in Egypt.

His miraculous charisma contributed greatly to Hilarion's great reputation. Many, many miracles are referred to Him. Treatments for various diseases and demons.

His love for those who suffered from something was moving. One thing the benevolent hermit did not tolerate: Greed and greed for the monks.

If he noticed such a weakness in anyone, then the saint would take care of calling that monk near him and consulting him. But when he despised his advice and continued to maintain his passion, he too hastened to cut off any relationship and contact with him. Something more. He would refuse to accept something from his garden. A cabbage, for example or a fruit.

On one occasion such a benevolent monk, who, despite the saint's instructions, continued to remain unaddressed, sent sprouts to him from his garden, to consol him.

To the disciple of Heshio who brought the gift to show it to him and to glorify it, the consistent in the beginning of the ascetic said: Eat these sprouts, Elisha. They mess ...

- I have washed them well, Abba, the student explained.
- And yet I can assure you that they are dirty, the saint repeated. They stink of charity!

And he didn't touch them. Yes! refused to touch it.

Too much rigor will be said by some. Consistently we say. Consistency! The missing element of the lives of modern Christians. The virtue to be especially attentive today and to become an inseparable companion of our whole lives if we are to be further distorted and become unrecognizable by our Orthodox faith with our constant retreats and our desires.


The daily visits to the saint's cell for healing and conversation with him had become so frequent over time that the blessed ascetic made the decision to leave that place. And we did.
Despite the pleas of his acquaintances, who tears welled him in the end, Hilarion, at the age of 63, left Palestine. At first he headed to Egypt. Accompanied by some of his disciples, he made his way to St. Anthony's Depart- ment. The great hermit had already died. Two of his students undertook their tour. With deep emotion, Hilarion and his companions visited and stood in the places where the founder of angelic life used to pray, work, work ...

After a few days of staying there, the saint escorted him from one desert to another to descend on a coastal town in Libya, Abasso.

At this time, Julian the Crusader ascended the throne of Con / city (361-363). The Arians who were upset by the emperor's attitude began to look for the saint to find him and to abuse him. Hilarion, as he learned, left and sailed to Sicily and then to Dalmatia.

The many miracles that he did with the grace of God in the places that passed by, attracted daily to the place inhabited by crowds of people suffering from various diseases. This, however, prevented the saint from enjoying the theological silence he was thirsting for. So one day when he found a ship traveling to Cyprus, he went in for the island.

On the voyage a ship of prey hunted them. The travelers who saw it literally shook and started crying. But the saint strengthened them and saved them in the end. As the enemy ship approached and was about to hit them, Hilarion threw a stone between the two ships. A wall was erected in front of the bandits who did not let them go. So secured the ship with the saint continued his voyage and reached Paphos.

The city, as Saint Neophytos tells us, was then devastated by earthquakes because of the disrespect of its inhabitants. Outside it and among the ruins the saint continued his ascetic struggles. But since many in this part of the world began to visit him for treatment, he stayed there only two years. From there he went and reached the large and inaccessible mountain, with its tall trees and many waters. But also the pagan temple dedicated to the "goddess of love". At this place the saint set up his hideout. He lived there for five years. Happy creative years, blessed. There is an opinion that the Saint Hilarion who lived on this mountain is another Saint Hilarion later and known as the Hilarian young man. Saint Hilarion the Great lived the last five years of his life in the Diocese of Paphos.
By teaching him the living and his many miracles, idol worship was gradually displaced and replaced by the true religion of the glorious Jesus.

At the age of eighty, the miraculous ascetic became ill. After calling his spiritual children to him and advising them to stay faithful until death in the Lord's teaching, he blessed them and let his pure soul go to the heavenly worlds (371 AD).

The Cypriots mourned with their hearts their beloved hermit and buried him with great honor at that place.

Unfortunately the relic of the great miracle worker did not stay on our island for long. The Christians of Palestine, as they learned of the death of Hosios, sent here his disciple Eshchio, who excavated the tomb. Without realizing it, no one took the sacred relics and transported them to Palestine. There the Christians buried them at separate rates in the Monastery of Mayum.

But if the sacred relics of the great ascetic were removed and removed from the hospitable island of Cyprus, which he himself chose for his earthly abode, the spiritual presence of the saint remains in our martyrdom. It remains with the miracles that still take place today in the place where it was originally buried. It still remains with the temples dedicated to his grace and the numerous icons that are scattered around our island.

All of this is a living spiritual presence of the saint in our place. Because all this speaks to us of the fiery and unalterable fighter of good and virtue. The fighter with the holy life, the life of consistency and heroism. The fighter who fought and defeated the flesh and the world of sin. But also the fighter who wants and wants imitators. "Become imitators of me as I burn Christ" shouts us. Will today's inhabitants of this painful island want to hear and hear this salvation invitation? Will the young people of our time, above all, want to fight the stream of carnal worship to live a higher life, a pure life, and a truly Christian one? We wish it after a loud cry. To the Saints Hilarion, God, have mercy on us and save us. Amen.


















Δεν υπάρχουν σχόλια: