22/10/19

Ο Άγιος Ευλάλιος


Στον  πνευματικό     ορίζοντα    της   Εκκλησίας   της   «Νήσου   των   Αγίων»    σαν άστρο    φωτεινό    έλαμψε    και   ο   επίσκοπος   της   παλιάς   βυζαντινής πολιτείας,   της   ονομαστής   Λάμπουσας.   Λάμπουσα    λεγόταν  η  παλιά Λάπηθος  που  ήταν   κτισμένη    κοντά    στην   θάλασσα.   Στην    Ελληνική    και   Ρωμαϊκή    εποχή,     όσο    και    στα   χρόνια   τα   Πρωτοβυζαντινά    η   πόλη    φημιζόταν    για   τα    πλούτη     της    γι’   αυτό  και    Λάμπουσα.   Την  πόλη    κατέστρεψαν    οι    Σαρακηνοί    με    τις    αλλεπάλληλες    επιδρομές   τους    και έτσι    οι    κάτοικοι    αναγκάστηκαν   να   αποτραβηχτούν    ψηλότερα,   εκεί    που είναι    σήμερα.
Ο  Άγιος   Ευλάλιος. Το όνομά του μας το  έχουν παραδώσει  οι χρονικογράφοι   Λεόντιος   Μαχαιράς  και   Φλώριος   Βουστρώνιος.    Για    τον βίο  και  τη    δράση    του    ως    επισκόπου    δεν   μας   αναφέρεται    τίποτα. Άγνωστα  μας  είναι  και    τα   χρόνια    που   ήκμασε.  Ό,τι  εκθέτουμε  εδώ, είναι  ότι   μας    λένε   δυο   τοπικές   παραδόσεις   και     ό,τι    κατορθώσαμε    να βρούμε    στην   ακολουθία   του,   που   δημοσίευσε   για   πρώτη  φορά   ο Βυζαντινολόγος    ερευνητής   κ.   Κ.   Χατζηψάλτης,   στον   Θ’   τόμο   του  Δελτίου    της    Εταιρείας    Κυπριακών    Σπουδών.
Σε   μία    τοπική    παράδοση   πολύ    διαδεδομένη   αναφέρεται,   πως   ο    άγιος αυτός    ποιμένας    ήταν    επίσκοπος    στην    Έδεσσα    της    Συρίας.
Στην    πόλη   αυτή    φυλασσόταν   με   πολύ    σεβασμό   η   εικόνα   του   Αγίου Μανδηλίου,   της    οποίας  η   ιστορία   έχει    περίπου    ως    εξής:    Κατά    την  εποχή   που    στην   Παλαιστίνη  ζούσε   και  θαυματουργούσε  ο  Κύριος,   στην Έδεσσα     ήταν    ένας    βασιλιάς    που    λεγόταν   Αύγαρος.
Κάποια    μέρα   ο   βασιλιάς    αρρώστησε   από   λέπρα.   Οι   γιατροί   που   τον επισκέφθηκαν   στάθηκαν  ανίκανοι  να  του   προσφέρουν  και  την  πιο  μικρή    βοήθεια.    Η    λύπη    του    άρχοντα     ήταν    μεγάλη.
Σε   αυτή    την   κατάσταση,   την   απελπιστική,   μία    αχτίνα    ελπίδας    χύθηκε στην  καρδιά του, σαν έμαθε πως στη  γειτονική χώρα,    την    Παλαιστίνη, ήταν  ένας    άνδρας,    πρότυπο     αρετής  και   καλοσύνης,   που    γιάτρευε    όλες τις  αρρώστιες.  Ακόμα  ανάσταινε  και   νεκρούς  μ’ έναν  και     μόνο    λόγο του.
Να  μπορούσε  να  πάει  ως  εκεί,  θα    εύρισκε    οπωσδήποτε    την     υγεία  του.    Η    απόσταση    όμως    ήταν   τόσο  μακρινή  και   η    αρρώστια    του    τόσο  βαριά   κι    οδυνηρή,  που    του   ήταν  αδύνατο  ν’ αναλάβει  ένα   τέτοιο    ταξίδι.
Τι    να    κάμει    λοιπόν;    Κάθισε  και  σκέφθηκε  και  αποφάσισε. Έγραψε    μία επιστολή     και    την   έδωσε    σε     μερικούς    ανθρώπους    δικούς     του,    να    την πάνε   στην   Παλαιστίνη   και    να   την   δώσουνε   προσωπικά   στον   μεγάλο θεραπευτή.    Σ’ αυτὴν,   του   μιλούσε  με   πόνο    για    την   δοκιμασία   του   και    τον παρακαλούσε   να   πάει    ο    ίδιος    στην    Έδεσσα,   να    τον   δει   και    να   τον γιατρέψει.
Οι   απεσταλμένοι  έκαναν   όπως   τους   διέταξε    ο   βασιλιάς   τους.   Πήγαν στην   γειτονική   και   ευλογημένη    χώρα,   βρήκαν   τον   θείο    θεραπευτή   και Δάσκαλο,  τον   Ιησού   και  του  επέδωσαν  την  επιστολή.   Και    Αυτός    αντί να   σηκωθεί   να   πάει  στην   Έδεσσα,   όπως   του  ζητούσε ο   άρρωστος βασιλιάς   Αύγαρος,    πήρε    ένα   μαντήλι  και    μ’ αυτό   σπόγγισε    τον    ιδρώτα από    το   άγιο   πρόσωπό   Του.   Την   ίδια   στιγμή   στο  μαντήλι   απάνω αποτυπώθηκε   η   θεϊκή   μορφή    Του.   Δείχνοντας   στους   ανθρώπους   του βασιλιά   την  Αχειροποίητη  εκείνη  εικόνα του,  τους    έδωσε    το    μαντήλι και  τους   είπε    να    το   πάνε    στον    άρχοντά   τους,    και   αυτός   μόλις   θα έβλεπε  την  εικόνα Του,  θα  γινόταν  αμέσως   καλά.    Κι    έτσι   πράγματι έγινε.
Τούτο   το   Μανδήλιο,   με   την   Αχειροποίητο    εικόνα   του   Κυρίου  Ιησού, φυλασσόταν  για  πολλά  χρόνια  στην  Έδεσσα μέσα  στο   βασιλικό  παλάτι.  Μετά  τον   θάνατο  όμως  του βασιλιά  ένας  από  τους    διαδόχους του,   φανατικός   ειδωλολάτρης   αποφάσισε  να καταστρέψει  το  ιερό    τούτο κειμήλιο. Την  ανίερη  απόφασή του  έκαμε  γνωστή  στον   τότε    επίσκοπο της  Έδεσσας   Ευλάλιο.  Κι αυτός  για  να  σώσει  την  Αχειροποίητη  εικόνα,   χωρίς  να  χάσει  καιρό  παρέλαβε  τη  νύχτα  κρυφά  το  Άγιο   Μανδήλιο,   και   έφυγε    από    την    Έδεσσα.   Περπάτησε   όλη   νύχτα.   Την  άλλη  μέρα   έφτασε  στην   ακρογιαλιά.  Εκεί  βρήκε  ένα   καράβι,    το    οποίο ταξίδευε  για   την   Κύπρο, και  ανέβηκε πάνω   σ’ αυτό. Όταν όμως   πλησίαζε στην   Κύπρο,  σηκώθηκε   δυνατή   τρικυμία.   Τα   κύματα   βουνά   πελώρια απειλούσαν  να    το    βουλιάξουν.    Οι    επιβάτες   τρομαγμένοι    έτρεχαν    εδώ και  εκεί    μη   ξέροντας   τι   να  κάμουν. Κάποια στιγμή  ο  επίσκοπος  Ευλάλιος  βγάζοντας    από    τον    κόρφο    τον   πολύτιμο    θησαυρό    του,   έκαμε το   σημείο   του  σταυρού,    άνοιξε   με   ιερή    ευλάβεια   το  Άγιο    Μανδήλιο,    το άπλωσε    στη   φουρτουνιασμένη   θάλασσα    και   κάθισε   απάνω   του.    Την    ίδια ώρα   η   θάλασσα    γαλήνεψε   και   τα   κύματα   έφεραν   τον   επίσκοπο  στη  Λάμπουσα.  Σαν  έφτασε  και  βγήκε  στην στεριά,  ο  Ευλάλιος φρόντισε   και  ἐκτισε    εκεί    ένα    μοναστήρι,    στο    οποίο    και    αφιέρωσε   το  Άγιο    Μανδήλιο    με   την    Αχειροποίητη    εικόνα    του    Χριστού.  Γι’ αυτό    και   το μοναστήρι   κλήθηκε   Μονή    της   Αχειροποιήτου,    μια    και    η   εικόνα    του Χριστού   που    ήταν    αποτυπωμένη    σ’ αυτό,    δεν   είχε   γίνει   από   χέρια   ανθρώπου.
Μιὰ    άλλη    όμως    και   πάλι    Κυπριακή    παράδοση    μας    λέγει,   πως    ο Ευλάλιος    ο    επίσκοπος   της   Λάμπουσας   δεν έχει καμιά  σχέση  με  τον    ιερό   Ευλάλιο    τον   επίσκοπο   της   Έδεσσας.   Πρόκειται   για    ένα   άλλο   άσχετο πρόσωπο,    που    γεννήθηκε    και    μεγάλωσε    στη    Λάμπουσα.
Ο  Άγιος  αυτός  από  μικρό  παιδί  υπήρξε  άνθρωπος  του  Θεού.  Γεννήθηκε   από  θεοσεβείς  γονείς,  οι  οποίοι  και  του  φύτεψαν  στην  ψυχή  από    αυτή   την   παιδική  ηλικία   την   αγάπη προς    τα    ιερά   γράμματα  και    την   αρετή.    Και   τα   αποτελέσματα   αυτής   της   ανατροφής  δεν    άργησαν να    φανούν.   Νέος   ακόμη   ο   Ευλάλιος    άρχισε   να   διακρίνεται   μέσα    στην κοινότητα    της    Λάμπουσας   τόσο  για  την  αγία    και     παραδειγματική    ζωή  του,    όσο    και   για    την    αρετή    του.    Όταν    τέλειωσε   τις    σπουδές    του,    οι  πιστοί    χριστιανοί    της   πόλεως    που    θαύμαζαν   το    σεμνό    ήθος    και   την  όλη   του    προσεκτική   και    ζηλευτή    συμπεριφορά,   ζήτησαν    από   τον   τότε επίσκοπό  τους  να  προωθήσει τον πιστό  νέο σε  διάκονο  και    πρεσβύτερο.  Ακόμη  και  να  του   αναθέσει   ενεργό  και  υπεύθυνο   θέση    στην    υπηρεσία της   Εκκλησίας.    Ο    ζηλωτής   νέος     έχοντας    πάντα   στη    σκέψη   του   τη  σύσταση   του    προφήτου    Ιερεμίου   «αγαθόν  ανδρί,   όταν   άρη   ζυγόν   εκ νεότητας  αυτού», έσπευσε ν’ αποδεχθεί.    Γνωρίζει    πως   το    ψυχοσωτήριο έργο   της     Εκκλησίας   του    Χριστού,   απαιτεί   πολλούς    κόπους     και     θυσίες,  αλλά     και    αρκετές     ευθύνες.   Πολλές    φορές   ο   αφοσιωμένος   στην υπηρεσία των ψυχών εργάτης θα αντιμετωπίσει πικρίες από  την αχαριστία    εκείνων    τους   οποίους    κλήθηκε   να     καθοδηγήσει    στον    δρόμο    της σωτηρίας,   αλλά    και    τον   φθόνο    και    τον   διωγμό   των  εχθρών    του    Χριστού. Τα    λόγια    του   θεοφωτίστου    Αποστόλου   «ουκ    εστίν   ημίν    η   πάλη    προς   αίμα και σάρκα, αλλά  προς τας αρχάς, προς τας εξουσίας,  προς  τους κοσμοκράτορας του  σκότους   του    αιώνος    τούτου,   προς   τα    πνευματικά    της πονηρίας    εν   τοις    επουρανίοις»    (Εφεσ. στ’   12),    αντηχούν   συνεχώς    στ’ αυτιά του.   Όμως  δεν    φοβάται.  Δεν  υποχωρεί  μπροστά  στο  ύψος    των ευθυνών.   Αλλά    με  απόλυτη  εμπιστοσύνη  στον  αρχηγό  της  πίστεως  «και  τελειωτήν   Ιησούν»,   αποδέχεται  την πρόταση  του    αγίου    επισκόπου  της    Λάμπουσας,    και    χειροτονείται    διάκονος  και  μετά  ιερέας.    Στη    θέση του αυτή  ο φλογερός  εργάτης  αφήνει  να  λάμψουν  όλα  τα    πνευματικά  και  ηθικά του   χαρίσματα.   Κηρύττει    τακτικά  και  με  ζήλο.    Οργανώνει  υποδειγματικά   την    φιλανθρωπική    ζωή    και   γίνεται   η   ψυχή   και   το    κέντρο κάθε    πνευματικής   δράσεως.   Δεν   πρόφτασε   όμως   ο   ιερός   πατήρ   να  αναπτύξει    όλη    του   την   δράση,    όταν   ο   θάνατος    του    γέροντα    επισκόπου της    δοξασμένης   πόλεως   τον    αναγκάζει    να    αναλάβει   το    έργο   του επισκόπου.    Κληρικοί    και    λαϊκοί    με   μία  φωνή  καλούν  τον   φιλόθεο ιερέα   να   αποδεχθεί   το    υψηλότατο    στην   εκκλησία    υπούργημα,    το   του  επισκόπου.   Με   ταπείνωση   και   φόβο  Θεού  ο    ευλαβής    κληρικός    κύπτει  τον    αυχένα   και    μ’ ευγνωμοσύνη  αποδέχεται  το  θείο  χάρισμα   του αρχιερέα.   Το   δέχεται    και    το    καλλιεργεί    με  όλη    την   δύναμη     και    την    φλόγα   της    αγνής   ψυχής    του.
«Παραδοθείς   τη   χάριτι   του   Θεού»   ολοκληρωτικά,   επέδειξε     «σύνεσιν  εν   πάσι»,  ζήλο  θερμουργό  και   δράση   θαυμαστή.  Με  έργα    και     λόγια  κινείται παντού και αναδεικνύεται πραγματικά δάσκαλος   της   ευσέβειας   και   πρόμαχος   της   ορθοδόξου  πίστεως. Το  κήρυγμά  του  υπήρξε    Χρυσοστομικό.    Ευλάλιος   ήταν    τ’ όνομά   του.   Ευλάλιος  όμως  αναδείχθηκε  και  στην  πράξη.  Η   ομιλία   του   ήταν   αληθινά   μαγευτική.   Τα   λόγια   του   διακρίνονταν   όχι   μονάχα    σε   γλυκύτητα   και    καλλιέπεια,   αλλά    προ   παντός   σε  περιεχόμενο.   Οι   Γραφικές   έννοιες   ακολουθούσαν    η   μια    την   άλλη   με   μια    χάρη   και    απλότητα  ζηλευτή.   Ποταμοί    θεολογίας   ξεχύνονταν   από    τα   χείλη   του    που   συνήρπαζαν  και    οδηγούσαν   σε      έργα   χριστομίμητα   και    θεάρεστα.  Σε    έργα   αγάπης   και    φιλανθρωπίας    και    σε  εκδηλώσεις  χριστιανικής  ανωτερότητας    και  ζηλευτού   ιερού   ενθουσιασμού.  Ως θεοφώτιστος ποιμένας προβάτων   λογικών    ακολουθεί  με ταπεινοφροσύνη  και   πραότητα  το  παράδειγμα  του  μοναδικού  Ποιμένα    των   ψυχών  και  με  αυτοθυσία   αποστολική    εργάζεται   μέρα   και   νύχτα,   για   να  τα  οδηγήσει  στον  δρόμο  της  σωτήριας.  Τα    διδάσκει τακτικά.   Πολεμά    την    απιστία    και    κακοπιστία   όπου   την   βρίσκει.  Με υπομονή   καταφωτίζει   τους   πιστούς   και  απομονώνει  τους  αιρετικούς. Προστατεύει  τα  ορφανά  και  τους    αδικουμένους.    Φροντίζει  τους    πτωχούς   και    τους   αρρώστους.   Παρηγορεί   τους   θλιμμένους.   Γίνεται   «τοις    πάσι   τα  πάντα,    ίνα   πάντως   τινός   σώσει»   (Α’ Κορ. θ’ 22).
Έτσι  κινήθηκε  και  έδρασε  ο    ιερός    Ευλάλιος    ως    ιερέας    στην    αρχή    και  μετά   ως  επίσκοπος.  Τα  λόγια   της   Γραφής,   που   μελετούσε   καθημερινά   και   δίδασκε   με   τόση   σοφία   και    χάρη,    φρόντιζε πρώτα   ο   ίδιος    να    τα    εφαρμόζει    στην     ζωή   του.   Έτσι    και     το    του  σοφού   της  Παλαιάς   Διαθήκης   «όσω  μέγας   ει,   τοσούτω   ταπεινού   σεαυτόν,   και    έναντι    Κυρίου    ευρήσεις    χάριν»   (Σοφ.  Σειράχ γ’  18)   το   είχε   πάντα    μπροστά   στα   μάτια     του.   Καμιά     καύχηση   δεν παρουσίαζε   για   τις  επιτυχίες    του.   Κανένα    εγωϊσμό.   Καμιά    ιδιοτέλεια    η   υστεροβουλία.   Μαζί    με   τον  Απόστολο   Παύλο  μπορούσε   και   αυτός   να    αναφωνεί:   «Χάριτι   Θεού   ειμί   ό   ειμι»   (Α’Κορ. ιε’  10). Στο   πρόσωπο  του  αγίου  τούτου  ιεράρχου  που  με  υπομονή  κι   επιμονή    διατήρησε    μέχρι    τέλους   και    το    σώμα  και   το    νου  και  την  ψυχή   καθαρά,  μπορούμε    στ’ αλήθεια   να    πούμε,  πως   ξεπληρώθηκε   της   Γραφής    ο   λόγος:   «ότι   χάρις   και   έλεος   εν   τοις   εκλεκτοίς  αυτού   και   επισκοπή  εν  τοις  οσίοις    αυτού»   (Σοφ. Σολ. δ’ 15).
Όσιος   και   εκλεκτός  του  Θεού  αναδείχθηκε  σε  όλα  ο  μακάριος  επίσκοπος. Ελεύθερος από αδυναμίες και πάθη και   ακούραστος   κήρυκας της    αλήθειας   κατόρθωσε    με   την   αγνότητα   της   ζωής   του   να   γίνει   ένας άγγελος   σε  ανθρώπινο   σώμα,   τύπος   και   υπογραμμός   μιας  ανώτερης   ζωής   και   αληθινός   και     γνήσιος     φίλος  του    Δεσπότου    Χριστού   «άκακος,   όσιος,    αμίαντος».
Στο   ιερό   πρόσωπό   του   τα   πνευματικά   παιδιά   του   βλέπουν   πάντα   τον   γνήσιο   «στρατιώτη   του   Ιησού    Χριστού».   Τον    στρατιώτη που  με   τις   ολονύκτιες  προσευχές    και    δεήσεις,   κατακτά   μία – μία   τις  υψηλές  κορυφές   της  αρετής,  αλλά  και  αγωνίζεται  με  το    υπέροχο   παράδειγμα    της    αγάπης   και    αγιότητάς   του,    να    διαφυλάξει    και   τα   πνευματικά   παιδιά    του.   Να    τα   διαφυλάξει   από   τα   ποικίλα     κακά   που   τα   προσβάλλουν.  Νὰ   τα  διαφυλάξει   αλώβητα   από   την    απιστία, τις   αιρέσεις,   το  πνεύμα  του  ευδαιμονισμού,  που τα  απειλούσε   εξ    αιτίας  του  πλούτου,  που    καθημερινά    συνέρεε   στην    πόλη   τους.   Δίκαια    ο   ιερός υμνογράφος   του   ψάλλει:   «Σάρκα    καθυπέταξας,   τω    λογισμώ   στερρώς  πάνσοφε,  και   ως ποιμήν,   λογικών     προβάτων,   όντως  μάλα   εποίμανας».    Η  διακήρυξη  του  Κυρίου   «ο    Ποιμήν   ο   καλός   την   ψυχήν  αυτού    τίθησιν    υπέρ   των   προβάτων»  (Ιωάν. ι’ 11)   κυκλοφορεί   πάντα   στη   σκέψη   του.   Γι’  αυτό  ουδέποτε  έδινε   «ύπνον   τοις   οφθαλμοίς  του  και    ανάπαυσιν    τοις κροτάφοις    του»   σαν   εμάνθανε,   πως   μερικοί   από   τους   χριστιανούς   του   κινδύνευαν   από    τον   ένα   ή   τον   άλλον   πειρασμό.   Μια    τέτοια    ζωή, ζωή    «πλήρης   χάριτος  και  αληθείας»   (Ιωάν. α’ 14)    δεν  μπορούσε    να   μη   ελκύσει   προς   αυτήν     την   εύνοια    και    την  ευλογία  του  ουρανού.    Ο    Κύριος   προσφέρει   πάντα   πλούσια   την   χάρη   και   τις   δωρεές    Του   σ’  εκείνους  που   Τον   αγαπούν. «Τους  δοξάζοντας  με δοξάσω»  διακηρύττει  αυτό   το  Πνεύμα    του   Θεού.    Και     στ’ αλήθεια.   Η   αγάπη   του   Κυρίου   πολύ   δόξασε  τον   άξιο   εργάτη   και ποιμένα  της    λογικής  μάνδρας   του.   Πλούσια   τον   χαρίτωσε,   όταν   ακόμη   βρισκόταν   στην γη.  Πολλά  είναι  τα  θαύματα   που    ενήργησε    και    ενεργεί   μέσο    του Αγίου   ο    των  θαυμασίων   Θεός.   Θαύματα  που  προκαλούν  το   θάμβος. Θαύματα   καταπληκτικά.    Θαύματα   που    έχουν ως  σκοπό    τους   την   παρηγοριά  όσων   υποφέρουν   και  την  απαλλαγή   τους    από    τα    κακά   και   λυπηρά.   Θαύματα   ακόμη    που   αποβλέπουν   στη   δόξα   του    Θεού.
Από   τον   Κύριο   των   Δυνάμεων   ο   πιστός   εργάτης   του  χριστιανικού αμπελώνας πήρε την χάρη, να αποδιώκει  δαίμονες. Να   θεραπεύει διάφορα   νοσήματα   ψυχής,  αλλά  και  αρρωστήματα   του    σώματος.  Να βοηθά  καθημερινά   εκείνους    που   ταξιδεύουν   και   ταλαιπωρούνται  στη  θάλασσα. Να προστατεύει όσους κινδυνεύουν από πειρατείες και επιθέσεις   απάνθρωπες.  Και   γενικά   να   λυτρώνει   από  τα  δεινά   καθένα,  που επικαλείται   την  μεσιτεία  του.
Πολλές  φορές  με  τις  προσευχές  του  σε  τόπους  άνυδρους  και  ξηρούς ανέβλυσαν πηγές, που  εξακολουθούν  ως  την  εποχή  μας,  να  προσφέρουν τα δροσερά τους νάματα, για να ξεδιψούν και    να   δροσίζουν τους οδοιπόρους. Τέτοια  πηγὴ   με   γάργαρο  νερό  είναι  και  το   αγίασμά  του  κοντά στον ιερό ναό του. Αυτό το αγίασμα του   θεόφρονα   πνευματικού και φιλάνθρωπου  αρχιποιμένα της Λάμπουσας, θεραπεύει  κάθε  αρρώστια    και   απαλλάσσει,   όπως   ομολογούν   πολλοί   και   από   τη   συχνή ενόχληση   του   συναχιού.   Την   θεραπευτική   του   προσφορά   ο   Άγιος  με  το  αγίασμά  του  την προσφέρει  αφειδώλευτα  όχι  μονάχα  σε  πιστούς  προσκυνητές,  αλλά  και  σε  άπιστους   αλλόφυλους.  Ένας  απ’  αυτούς,  δεν  είναι  πολλά  χρόνια,  με  όλως   διόλου   κατεστραμμένα   δόντια,   πήγε με   πίστη   και   με   θερμή   προσευχή    ζήτησε   από  τον   Άγιο   την   βοήθειά   του. Ύστερα  λούστηκε  με  το   θαυματουργό νερό, και   έπλυνε καλά  και  το   στόμα του. Το αποτέλεσμα υπήρξε θαυμαστό. Ο άρρωστος θεραπεύτηκε   τελείως και   έφυγε  δοξάζοντας   τον   Θεό   και   τον   Όσιό   του.
Σε   αρκετά  προχωρημένη   ηλικία   ο  μακάριος  ποιμήν  της   Εκκλησίας  του Χριστού,  ελαία   κατάκαρπος,  έκλινε  την   κεφαλή   μπροστά  στη   θεία   βουλή και  απεδήμησε   για   την   βασιλεία   του  Θεού.   Ο  θάνατός  του  σήμανε συγκλονισμό  σε  όλη  την περιφέρεια  και  θλίψη  σε  ολόκληρη    τη    νήσο.  Οι   άνθρωποι,   που   ευεργετήθηκαν   από   την   αγάπη   και   την   καλωσύνη   του, έτρεξαν   από   όλα   τα   μέρη   για   να   τον   ιδούν   έστω   και   νεκρό,   ακόμη    μια  φορά,  και    να    τον   ασπασθούν    και    να    πάρουν    την    ευλογία   του.
Αργότερα  η  ευλάβεια  των  κατοίκων  της  δοξασμένης  πόλεως  έκτισε κοντά    στην   θάλασσα   και   σε   μικρή   απόσταση   από   την   ιερά   Μονή  της Αχειροποιήτου  ένα  ναό  στ’  όνομά  του.  Ο    ναός   αυτός   με    τον   καιρό,  και  τις  τόσες  επιδρομές  που  δοκίμασε  η   πλούσια   πόλη    καταστράφηκε. Πάνω   στα   ερείπια   του   πρώτου   ναού   ξανακτίστηκε   τον   δέκατο   έκτο   αιώνα  άλλος  ναός, που  διατηρείται  εξωτερικά   σε   πολύ  καλή  κατάσταση.  Τον  ναό  έκτισε    σε  ρυθμό   Φραγκοβυζαντινό   «ο   Νεόφυτός   της  Λευκωσίας  Ποιμήν»  και   «νεύσει   θείας   χάριτος»,    για   να   λάβει   με   τις   πρεσβείες   του Αγίου   «λύτρωσιν   συμφορών  τε    και   θλίψεως».
Ο  ναός  ήταν  ένα  όμορφο  μνημείο  ακέραιο καιπολύ καλά   διατηρημένο, μέχρι   την   τούρκικη   εισβολή.   Το   εσωτερικό   του   μόνο   ήταν   γυμνό,   χωρίς πάτωμα,    χωρίς   τοιχογραφίες   και  φορητές   εικόνες,  και  μ’ένα    τέμπλο φθαρμένο.
Το  λαμπρό   παράδειγμα   και   η   αγνή   ζωή   του   φλογερού   και  μακάριου επισκόπου  της Λάμπουσας,   άς    φωτίσουν   τον    δρόμο   της   πρόσκαιρης ζωής    όλων  μας.    Κι   άν   για    οποιουσδήποτε    λόγους   οι   πειρασμοί   μας νίκησαν  και μας απεμάκρυναν από τα καθήκοντά   μας    ως   χριστιανών,  με  αποτέλεσμα  να  θρηνούμε  σήμερα  «τα περασμένα  μεγαλεία»,  το παν δεν χάθηκε για  μας.   Άς    μετανοήσουμε   και   με   συντριβή    ψυχής,   άς   ζητήσουμε   με   τις   πρεσβείες   του   Αγίου  πατρός  Ευλαλίου   το   έλεος    του   Θεού.  Σε  οποιαδήποτε   ηλικία   και   άν   βρισκόμαστε,  η  αντίστοιχη  ηλικία    της    ενάρετης    ζωής    του   Αγίου,   πολλά   έχει   να  μας   πει   και   να   μας διδάξει. Κάτι περισσότερο.  Με  την ειλικρινή μετάνοιά  μας  θα  επιτύχουμε  αυτό  που  ποθούμε  και   μ’  όλη    μας   την  ψυχή   λαχταρούμε: Την   λύτρωση   από   τα   δεινά   και  την  ελεύθερη    μετακίνηση    και   διακίνησή  μας    στα   αγιασμένα    χώματα    της    πατρικής    γης.
Πρωί   και   βράδυ,   άς   κλείνουμε   λοιπόν   νοερά   της  ψυχής  τα  γόνατα  μπροστά   στη  σεβάσμια   μορφή   του  θεόφρονος  Αγίου, και από τα   τρίσβαθα της καρδιάς,  άς   του  λέμε   και  εμείς  με  πίστη    φλογερή    και    ακλόνητη:
Θεόφρον    Ευλάλιε,   την   σην,   ποίμνην  περιφύλαττε,   εκ  πάσης   βλάβης  και θλίψεως,  και  περιστάσεως,   και    εκ   πάσης   ρύσαι,   συμφοράς,  θεσπέσιε,    και της  αιχμαλωσίας  πρεσβείαις  σου,  ίνα δοξάζωμεν, ποιμένα  αληθέστατον,   και   Τριάδος,  μέγιστον  συνήγορον.

Saint Eulalia



The bishop of the old Byzantine state, named Lampoussa, shone on the spiritual horizon of the Church of the Saints as a bright star. Lampusa was called old Lapithos, which was built near the sea. In Greek and Roman times, as in the early Byzantine years, the city was famous for its riches and for Lampusa. The city was destroyed by the Saracens with their repeated raids, and the inhabitants were forced to withdraw higher, where they are today.
Saint Eulalia. Our name is given by chroniclers Leontios Machairas and Floros Voutronios. We are not told anything about his life and activity as a bishop. It is unknown to us the years when it flourished. What we are exhibiting here is that we are told by two local traditions and what we have been able to find in its sequence, first published by the Byzantine researcher K. Hadjipsaltis, in the volume of the Bulletin of the Cyprus Studies Society.
According to a local tradition, this saint was a bishop in Edessa, Syria.
In this city, the image of St. Mandeli was preserved with great respect, and its history is as follows: At the time when the Lord lived and performed miracles in Palestine, there was a king called Edgar in Edessa.
One day the king became ill with leprosy. The doctors who visited him were unable to offer even the slightest help. The lord's regret was great.
In this desperate situation, a ray of hope poured into his heart, as he learned that in the neighboring country, Palestine, he was a man, a model of virtue and kindness, who healed all illnesses. He was still resurrected dead for a single reason.
Had he been able to get there, he would certainly have found his health. But the distance was so remote and his illness so heavy and painful that it was impossible for him to undertake such a journey.
So what to do? He sat and thought and decided. He wrote a letter and gave it to some people of his own, to take her to Palestine and give it personally to the great healer. At that, he was talking to him in pain about his ordeal and begged him to go to Edessa himself, to see him and to heal him.
The envoys did as their king ordered them to do. They went to the neighboring and blessed country, found the divine healer and Master, Jesus, and handed him the letter. And instead of getting up to go to Edessa, as the sick King Avgar asked, he took a handkerchief and with it he sweated the sweat from His holy face. At the same time in the scarf His divine form was imprinted above. Showing the King's people that hand-painted image of him, he gave them the scarf and told them to take it to their lord, and he would only do well once he saw His image. And so it really was.
This Mandelio, with the Hand Made Icon of the Lord Jesus, was kept for many years in Edessa in the royal palace. However, after the king's death, one of his successors, a fanatical idolater, decided to destroy this holy relic. We made his unwise decision known to the then Bishop of Edessa Eulalia. He too, in order to save the Handmade Icon, secretly received the Holy Mandilio at night, and left Edessa. He walked all night. The next day he arrived at the beach. There he found a boat, traveling to Cyprus, and boarded it. But when he was approaching Cyprus, a loud shock came up. The huge mountain waves threatened to drown it. The terrified passengers were running here and there not knowing what to do. At some point Bishop Evalios, taking out his precious treasure from the crown, made the sign of the cross, opened Saint Mandilion with sacred devotion, spread it over the stormy sea, and sat upon it. At the same time the sea was calm and the waves brought the bishop to Lampusa. As soon as he arrived and landed on the land, Evalos cared for and built a monastery there, where he dedicated the Saint Mandyl with the handmade image of Christ. That is why the monastery was called the Monastery of the Ascended, since the image of Christ imprinted on it was not made by human hands.
Yet another Cypriot tradition tells us that Evalalius, the bishop of Lampusa, has nothing to do with the holy Evalali, the bishop of Edessa. This is another irrelevant person, born and raised in Lampusa.
From a young age, this Saint was a man of God. He was born of godly parents who planted in his soul from this childhood his love for holy letters and virtue. And the results of this upbringing were not long to be seen. As a young man, Evalios began to distinguish himself in the community of Lampusa both for his sacred and exemplary life and for his virtue. When he had finished his studies, the faithful Christians of the city, who admired the modest morality and all his cautious and jealous conduct, asked their bishop at the time to promote the faithful new to the deacon and senior. Even assign him an active and responsible position in the service of the Church. The zealous young man, always having in his mind the recommendation of the prophet Jeremiah, "good man, when he is weighed down by his youth", hastened to accept. He knows that the psychosocial work of the Church of Christ requires many toils and sacrifices, but also many responsibilities. Many times the devoted worker in the service of the souls will face bitterness from those who were called to guide the way of salvation, but also the envy and persecution of Christ's enemies. The words of Theophilos the Apostle "are not the struggle for blood and flesh, but for the beginning, for the powers, for the cosmocrats of the darkness of this age, for the spiritual wickedness of the heavens" (Eph. P. 12). , they are constantly ringing in his ears. But he is not afraid. It does not back down to the level of responsibility. But with complete confidence in the leader of the faith "and finisher Jesus," he accepts the proposal of the holy bishop of Lampusa, and is ordained deacon and then priest. In his place the fiery worker leaves all his spiritual and moral gifts to shine. He preaches regularly and with zeal. He exemplarily organizes charity life and becomes the soul and center of all spiritual action. However, the holy father did not succeed in developing all his action when the death of the elder bishop of the glorified city compels him to assume the office of bishop. Clergymen and laymen with one voice call on the philosopher priest to accept the highest bishop in the church, the bishop. With humility and fear of God the venerable clergyman bows his neck and gratefully accepts the high priest's divine gift. He accepts it and cultivates it with all the power and flame of his pure soul.
Completely “surrender to the grace of God”, he displayed “prudence at all times”, a zealous warmhearted and miraculous act. With works and words he moves everywhere and is truly a teacher of piety and a promoter of the Orthodox faith. His sermon was Chrysostomic. Eulalia was his name. But eulogy has also emerged in practice. His speech was truly captivating. His words were distinguished not only in sweetness and cultivation, but above all in content. The Scriptural meanings followed one another with an enviable grace and simplicity. Rivers of theology poured in from his lips that fascinated and led to works of Christ and spectacular. In works of love and charity and in manifestations of Christian superiority and jealous sacred excitement. As an enlightened shepherd of rational sheep, he follows with humility and humility the example of the unique Shepherd of Souls and self-sacrificing apostle working day and night to lead them to the path of salvation. He teaches them regularly. He fights against infidelity and bad faith where he finds it. It patiently oppresses the faithful and isolates the heretics. It protects the orphans and the vulnerable. It takes care of the poor and the sick. It comforts the depressed. It becomes "all things, yet somehow save" (1 Cor. 22).
This is how the Holy Evalos moved and acted as a priest first and then as a bishop. The words of the Bible, which he studied daily and taught with such wisdom and grace, first made sure that he applied them in his life. And so the wisdom of the Old Testament "as I am, I am so humbled unto him, and in the sight of the Lord for mercies" (Wis. 18) always had it before his eyes. There was no boasting about his successes. No selfishness. There is no arbitrariness in hindsight. Together with the Apostle Paul he could also say, "Grace be to God I am" (1 Cor. 10). In the face of this holy hierarch who patiently and persistently kept the body, mind, and soul pure until the end, we can truthfully say, how the Scripture was fulfilled: "that grace and mercy in his elect and bishopric in the midst of her saints ”(Zeph. Sol. 15: 15).
The Blessed and Chosen One of God was made the blessed bishop of all. Free from weaknesses and passions, and a tireless preacher of truth, with the purity of his life he succeeded in becoming an angel in the human body, a type and signature of a higher life and a true and genuine friend of Despair Christ, "impure, holy, asbestos."
In his holy face his spiritual children always see the true "soldier of Jesus Christ". The soldier who by night prayers and supplications, one by one conquers the high peaks of virtue, but also struggles with the wonderful example of his love and sanctity, to preserve his spiritual children. To safeguard them from the various evils that afflict them. Keep them untouched by the infidelity, the heresies, the spirit of bliss that threatened them because of the wealth that flowed daily in their city. His sacred hymn is rightly chanting: "The flesh of the abyss, I count it as all-pervading, and as a shepherd, the rational sheep, indeed a little malice." The Lord's proclamation, "The good shepherd of this good spirit, for the sheep's sake" (John 11) is always in his mind. So he never gave up "sleeping on his eyes and resting on his temples" as if he knew that some of his Christians were in danger of being tempted one way or the other. Such a life, a life of "complete grace and truth" (John 1:14) could not fail to attract this favor and blessing of heaven. The Lord always offers His rich grace and gifts to those who love Him. "Glorifying them glorify me" proclaims this Spirit of God. And really. The love of the Lord greatly glorified the worthy laborer and shepherd of his reasonable pen. He was rich in charity when he was still on earth. Many are the miracles that the wonderful God acted and acted through. Miracles that cause the buzz. Amazing wonders. Miracles that are designed to comfort those who are suffering and to rid them of evil and sorrow. Even more miracles that seek the glory of God.
From the Lord of the Forces the faithful worker of the Christian vineyard took the grace to drive out demons. To cure various diseases of the soul, as well as diseases of the body. To help those who are traveling and suffering in the sea daily. Protect those at risk of piracy and inhumane attacks. And generally he rescues himself from the plagues of anyone who invokes his intercession.
Many times, with his prayers in dry and dry places, springs sprung up, which continue to this day, to offer their cool yarns to thirst and cool the travelers. One such spring with gargle water is its sanctuary near its sacred temple. This sanctuary of the divinely spiritual and philanthropic initiates of Lampusa, cures every illness and relieves, as many confess, the frequent discomfort of the associate. The saint offers his healing offer with his sanctuary, not only to faithful pilgrims, but also to unfaithful aliens. One of them, not many years ago, with all his broken teeth, went in faith and in warm prayer asked the Saint for his help. Then he bathed in the miraculous water, and his mouth was well washed. The result has been amazing. The sick man was completely healed and left, glorifying God and his Son.
At a very advanced age, the blessed shepherd of the Church of Christ, Elias Katarpus, bowed his head in front of the divine house and died for the kingdom of God. His death meant shock throughout the region and sadness throughout the island. The people, benefited by his love and kindness, ran from all places to see him dead, once more, to embrace him and receive his blessing.
Later on, the worshipers of the glorious city built a temple in his name near the sea and near the monastery of Acheiropitou. This temple was destroyed in time, and the many raids the rich city experienced. On the ruins of the first temple was rebuilt in the sixteenth century another temple, which is maintained externally in very good condition. The church was built by the Franciscan Byzantine "Neophytos of Nicosia Shepherd" and "initiated by divine grace" to receive with the embassies of the Saint "redemption of misery and sorrow".
The temple was a beautiful monument intact and very well preserved until the Turkish invasion. Its interior was bare, without floor, without frescoes and portable icons, and with a worn screen.
The brilliant example and the pure life of the fiery and blessed Bishop of Lampusa, let us illuminate the way of our temporal life. And for whatever reason our temptations have overwhelmed us and stripped us of our Christian duties, and as a result of lamenting "past greatness" today, everything has not been lost on us. Let us also repent with a crushing of soul, let us call upon the embassies of Saint Father Evalali the mercy of God. At whatever age we are, the corresponding age of the virtuous life of the Saint has much to say and teach. Something more. With our sincere repentance we will achieve what we yearn for and with all our souls yearn for it: The redemption of suffering and our free movement and movement in the sacred soil of our fatherland.
Morning and evening, then, let us close our minds to the venerable form of the saintly Saint, and from the heart of the heart, let us also say to him with fiery and steadfast faith:

Theophron, Evil, you are besieged, by all hurt and sorrow, and by circumstance, and by all means, calamity, creation, and the captivity of your embassies, you glorify, true shepherd, and Trinity, the greatest.

Δεν υπάρχουν σχόλια: