Λουκᾶ
7, 17-30
17 Καὶ
ἐξῆλθεν ὁ λόγος
οὗτος ἐν
ὅλῃ τῇ Ἰουδαίᾳ
περὶ αὐτοῦ καὶ ἐν
πάσῃ τῇ
περιχώρῳ.
Ιωάννης ο
Βαπτιστής
18 Καὶ
ἀπήγγειλαν Ἰωάννῃ οἱ
μαθηταὶ αὐτοῦ περὶ
πάντων τούτων.
19 Καὶ
προσκαλεσάμενος δύο τινὰς τῶν μαθητῶν αὐτοῦ
ὁ Ἰωάννης ἔπεμψε πρὸς
τὸν Ἰησοῦν λέγων·
σὺ εἶ ὁ
ἐρχόμενος ἢ ἕτερον προσδοκῶμεν;
20 Παραγενόμενοι δὲ
πρὸς αὐτὸν οἱ
ἄνδρες εἶπον· Ἰωάννης
ὁ βαπτιστὴς ἀπέσταλκεν ἡμᾶς πρός σε λέγων· σὺ
εἶ ὁ ἐρχόμενος ἢ ἕτερον προσδοκῶμεν;
21 Ἐν αὐτῇ
δὲ τῇ ὥρᾳ
ἐθεράπευσε πολλοὺς ἀπὸ
νόσων καὶ μαστίγων
καὶ πνευμάτων πονηρῶν, καὶ τυφλοῖς πολλοῖς
ἐχαρίσατο τὸ βλέπειν.
22 Καὶ
ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· πορευθέντες ἀπαγγείλατε
Ἰωάννῃ ἃ εἴδετε καὶ ἠκούσατε· τυφλοὶ
ἀναβλέπουσι καὶ χωλοὶ
περιπατοῦσι, λεπροὶ καθαρίζονται,
κωφοὶ ἀκούουσι,
νεκροὶ ἐγείρονται,
πτωχοὶ εὐαγγελίζονται·
23 καὶ
μακάριός ἐστιν ὃς
ἐὰν μὴ σκανδαλισθῇ ἐν
ἐμοί.
24 Ἀπελθόντων δὲ
τῶν μαθητῶν Ἰωάννου
ἤρξατο λέγειν πρὸς τοὺς
ὄχλους περὶ Ἰωάννου· τί
ἐξεληλύθατε εἰς τὴν
ἔρημον θεάσασθαι; κάλαμον ὑπὸ
ἀνέμου σαλευόμενον;
25 Ἀλλὰ τί
ἐξεληλύθατε ἰδεῖν; Ἄνθρωπον ἐν μαλακοῖς
ἱματίοις ἠμφιεσμένον; Ἰδοὺ
οἱ ἐν ἱματισμῷ ἐνδόξῳ
καὶ τρυφῇ ὑπάρχοντες ἐν τοῖς
βασιλείοις εἰσίν.
26 Ἀλλὰ τί
ἐξεληλύθατε ἰδεῖν; Προφήτην;
Ναὶ λέγω ὑμῖν,
καὶ περισσότερον προφήτου.
27 Οὗτός ἐστι περὶ οὗ
γέγραπται, ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὸν ἄγγελόν μου
πρὸ προσώπου σου,
ὃς κατασκευάσει τὴν
ὁδόν σου ἔμπροσθέν σου·
28 λέγω
γὰρ ὑμῖν, μείζων
ἐν γεννητοῖς γυναικῶν προφήτης
Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ οὐδείς
ἐστιν· ὁ δὲ μικρότερος
ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ
Θεοῦ μείζων αὐτοῦ
ἐστι.
29 Καὶ
πᾶς ὁ λαὸς ἀκούσας καὶ
οἱ τελῶναι ἐδικαίωσαν τὸν Θεόν, βαπτισθέντες τὸ βάπτισμα Ἰωάννου·
30 οἱ
δὲ Φαρισαῖοι καὶ
οἱ νομικοὶ τὴν βουλὴν
τοῦ
Θεοῦ ἠθέτησαν εἰς ἑαυτούς, μὴ βαπτισθέντες ὑπ᾿
αὐτοῦ.
ΑΠΟΔΟΣΗ
ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
Λουκά
7, 17-30
17 Αυτή
η φήμη γι’ αυτόν διαδόθηκε σε
όλη την Ιουδαία
και σε όλη
την περίχωρο.
Ιωάννης ο Βαπτιστής
18 Οι
μαθητές του ανήγγειλαν στον Ιωάννη
όλα αυτά.
19 Και
ο Ιωάννης προσκάλεσε
δύο από
τους μαθητές του,
και τους έστειλε στον Ιησού
να του πουν,
«Συ είσαι εκείνος που μέλλει να έλθει
ή άλλον να
περιμένουμε;».
20 Οι
άνδρες ήλθαν σ’ αυτόν
και
του είπαν· «Ο Ιωάννης
ο
Βαπτιστής μας έστειλε
σ’ εσένα και ρωτά,
«Συ είσαι εκείνος που μέλλει
να έλθει ή
άλλον να περιμένουμε;».
21 Κατ’ εκείνη την
ώρα θεράπευσε πολλούς
από ασθένειες, βαρειά νοσήματα και
από πονηρά πνεύματα
και σε πολλούς χάρισε
το φως.
22 Και
ο Ιησούς τους απεκρίθη,
«Πηγαίνετε και
πέστε στον Ιωάννη εκείνα που
είδατε και ακούσατε:
τυφλοί ξαναβλέπουν,
χωλοί περπατούν, λεπροί καθαρίζονται
και κωφοί ακούουν,
νεκροί ανασταίνονται και πτωχοί
ακούουν το χαρμόσυνο
άγγελμα·
23 και
μακάριος εκείνος που
δεν θα κλονισθεί
η εμπιστοσύνη του
σ’ εμέ».
24 Όταν
έφυγαν οι απεσταλμένοι του
Ιωάννου, άρχισε να
μιλά στον κόσμο
για τον Ιωάννη,
«Τί βγήκατε στην
έρημο να ιδήτε;
Ένα καλάμι που σαλεύεται
από τον αέρα;
Όχι;
25 Αλλά
τότε τί
βγήκατε να ιδήτε;
Άνθρωπο που φορεί
μαλακά φορέματα; Εκείνοι που
φορούν λαμπρά ενδύματα
και που ζουν
σε απολαύσεις είναι σε ανάκτορα.
26 Αλλά τί
βγήκατε να ιδήτε;
Ένα προφήτη; Ναι,
σας λέγω και κάτι
περισσότερο από προφήτη.
27 Αυτός
είναι εκείνος για
τον οποίο είναι
γραμμένο, Ιδού, εγώ αποστέλλω
τον αγγελιαφόρο μου
πριν από σε,
ο οποίος θα προετοιμάσει τον
δρόμο σου εμπρός σου.
28 Σας
λέγω, ότι μεταξύ
των γεννηθέντων υπό
των γυναικών δεν υπάρχει
μεγαλύτερος από τον
Ιωάννη τον Βαπτιστή·
και όμως ο μικρότερος
στην βασιλεία του
Θεού είναι μεγαλύτερος
από αυτόν».
29 Και
όλος ο κόσμος
και οι τελώνες,
όταν το άκουσαν,
έδωκαν δίκηο στον
Θεό διότι είχαν
βαπτισθεί το βάπτισμα
του Ιωάννου.
30 Οι Φαρισαίοι
όμως και οι
νομικοί, οι οποίοι
είχαν αρνηθεί το
βάπτισμά του, ματαίωσαν το
σχέδιο που είχε
ο Θεός γι’
αυτούς.
Πράξ. 17, 16-34
16 Ἐν δὲ
ταῖς Ἀθήναις ἐκδεχομένου αὐτοὺς τοῦ Παύλου,
παρωξύνετο τὸ
πνεῦμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ θεωροῦντι
κατείδωλον οὖσαν τὴν πόλιν.
17 Διελέγετο μὲν οὖν
ἐν τῇ συναγωγῇ
τοῖς Ἰουδαίοις καὶ
τοῖς σεβομένοις καὶ ἐν τῇ ἀγορᾷ κατὰ
πᾶσαν ἡμέραν πρὸς τοὺς παρατυγχάνοντας.
18 Τινὲς δὲ τῶν Ἐπικουρείων καὶ τῶν Στοϊκῶν φιλοσόφων συνέβαλλον αὐτῷ, καί τινες
ἔλεγον· τί ἂν
θέλοι
ὁ σπερμολόγος οὗτος λέγειν; Οἱ
δέ· ξένων δαιμονίων δοκεῖ
καταγγελεὺς εἶναι· ὅτι τὸν Ἰησοῦν καὶ
τὴν ἀνάστασιν εὐηγγελίζετο
αὐτοῖς.
19 Ἐπιλαβόμενοί τε αὐτοῦ ἐπὶ τὸν
Ἄρειον πάγον ἤγαγον λέγοντες· δυνάμεθα γνῶναι
τίς ἡ
καινὴ αὕτη ἡ ὑπὸ σοῦ
λαλουμένη διδαχή;
20 Ξενίζοντα γάρ τινα
εἰσφέρεις εἰς τὰς ἀκοὰς
ἡμῶν· βουλόμεθα οὖν γνῶναι
τί ἂν
θέλοι ταῦτα εἶναι.
21 Ἀθηναῖοι δὲ
πάντες καὶ οἱ
ἐπιδημοῦντες ξένοι εἰς οὐδὲν ἕτερον
εὐκαίρουν ἢ λέγειν τι καὶ ἀκούειν καινότερον.
Ομιλία του
Παύλου επί τοῦ
Αρείου Πάγου
22 Σταθεὶς δὲ
ὁ Παῦλος ἐν μέσῳ τοῦ
Ἀρείου πάγου
ἔφη· ἄνδρες Ἀθηναῖοι, κατὰ πάντα
ὡς δεισιδαιμονεστέρους ὑμᾶς
θεωρῶ.
23 Διερχόμενος γὰρ καὶ
ἀναθεωρῶν τὰ
σεβάσματα ὑμῶν εὗρον καὶ βωμὸν ἐν ᾧ
ἐπεγέγραπτο, ἀγνώστῳ Θεῷ.
Ὅν οὖν ἀγνοοῦντες εὐσεβεῖτε, τοῦτον
ἐγὼ καταγγέλλω ὑμῖν.
24 Ὁ
Θεὸς ὁ ποιήσας τὸν κόσμον
καὶ
πάντα τὰ
ἐν αὐτῷ, οὗτος οὐρανοῦ καὶ γῆς Κύριος
ὑπάρχων οὐκ ἐν χειροποιήτοις
ναοῖς
κατοικεῖ,
25 οὐδὲ ὑπὸ
χειρῶν ἀνθρώπων θεραπεύεται
προσδεόμενός τινος, αὐτὸς διδοὺς πᾶσι ζωὴν
καὶ
πνοὴν κατὰ πάντα·
26 ἐποίησέ τε
ἐξ ἑνὸς αἵματος πᾶν
ἔθνος ἀνθρώπων κατοικεῖν
ἐπὶ πᾶν τὸ πρόσωπον
τῆς
γῆς, ὁρίσας προστεταγμένους καιροὺς καὶ τὰς ὁροθεσίας τῆς κατοικίας
αὐτῶν,
27 ζητεῖν τὸν Κύριον, εἰ ἄρα
γε ψηλαφήσειαν
αὐτὸν καὶ εὕροιεν, καί γε οὐ
μακρὰν ἀπὸ ἑνὸς ἑκάστου ἡμῶν
ὑπάρχοντα.
28 Ἐν αὐτῷ
γὰρ ζῶμεν καὶ κινούμεθα
καὶ ἐσμέν,
ὡς καί
τινες τῶν καθ᾿ ὑμᾶς ποιητῶν εἰρήκασι· τοῦ γὰρ καὶ γένος
ἐσμέν.
29 Γένος οὖν ὑπάρχοντες
τοῦ
Θεοῦ οὐκ ὀφείλομεν
νομίζειν χρυσῷ
ἢ ἀργύρῳ ἢ
λίθῳ, χαράγματι τέχνης καὶ
ἐνθυμήσεως ἀνθρώπου, τὸ θεῖον
εἶναι ὅμοιον.
30 Τοὺς
μὲν οὖν χρόνους
τῆς
ἀγνοίας ὑπεριδὼν ὁ
Θεὸς τανῦν παραγγέλλει τοῖς
ἀνθρώποις πᾶσι πανταχοῦ μετανοεῖν,
31 διότι ἔστησεν ἡμέραν
ἐν ᾗ μέλλει κρίνειν τὴν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ, ἐν
ἀνδρὶ ᾧ ὥρισε, πίστιν παρασχὼν πᾶσιν
ἀναστήσας αὐτὸν
ἐκ νεκρῶν.
32 Ἀκούσαντες δὲ ἀνάστασιν νεκρῶν
οἱ μὲν
ἐχλεύαζον, οἱ δὲ εἶπον·
ἀκουσόμεθά σου πάλιν περὶ
τούτου.
33 Καὶ οὕτως
ὁ Παῦλος ἐξῆλθεν
ἐκ μέσου αὐτῶν.
34 Τινὲς δὲ ἄνδρες κολληθέντες αὐτῷ ἐπίστευσαν, ἐν οἷς καὶ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης καὶ γυνὴ ὀνόματι Δάμαρις καὶ ἕτεροι σὺν αὐτοῖς.
34 Τινὲς δὲ ἄνδρες κολληθέντες αὐτῷ ἐπίστευσαν, ἐν οἷς καὶ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης καὶ γυνὴ ὀνόματι Δάμαρις καὶ ἕτεροι σὺν αὐτοῖς.
ΑΠΟΔΟΣΗ
ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
Πράξ. 17, 16-34
16 Ενώ ο Παύλος τους περίμενε εις τας Αθήνας, το πνεύμά του εξεγείρετο, επειδή έβλεπε την πόλι να είναι γεμάτη από είδωλα.
17 Συζητούσε λοιπόν
στην συναγωγή με
τους Ιουδαίους και τους
θεοσεβείς και, καθημερινώς
στην αγορά, με εκείνους
που τυχόν ευρίσκοντο εκεί.
18 Μερικοί από
τους Επικουρείους και
τους Στωϊκούς φιλοσόφους
ήλθαν σε επαφή μαζί
του και μερικοί
έλεγαν, «Τι άραγε θέλει
να πει αυτός
ο φλύαρος;». Άλλοι έλεγαν,
«Φαίνεται να είναι
κήρυξ ξένων θεών».
Διότι κήρυττε σ’ αυτούς
το χαρμόσυνο άγγελμα
του Ιησού και
της αναστάσεως.
19 Τον
πήραν λοιπόν και
τον έφεραν στον
Άρειο Πάγο και
του είπαν, «Μπορούμε να μάθουμε ποιά
είναι η καινούργια
αυτή διδασκαλία για
την οποία μιλάς;
20 Κάτι περίεργα
πράγματα φέρεις στην
ακοή μας και
θέλουμε να μάθωμε τι άραγε είναι
αυτά».
21 Όλοι
οι ξένοι που
έμεναν εκεί, δεν
είχαν διαθέσιμο χρόνο
για τίποτε άλλο παρά
για να λέγουν
και να ακούουν
κάτι νεώτερο.
Ομιλία του
Παύλου επί του Αρείου
Πάγου
22 Τότε
ο Παύλος στάθηκε
στο μέσον
του Αρείου Πάγου
και είπε, «Άνδρες Αθηναίοι,
βλέπω ότι είσθε
από πάσης απόψεως
πολύ θρήσκοι.
23 Διότι
καθώς περνούσα
και κύτταζα τα ιερά
σας,
βρήκα και ένα
βωμό, στον οποίο
υπήρχε επιγραφή, «Στον άγνωστο
Θεό». Αυτόν λοιπόν που λατρεύετε,
χωρίς
να τον ξέρετε,
αυτός εγώ σας κηρύττω.
24 Ο
Θεός που δημιούργησε
τον κόσμο και
όλα όσα είναι
στον κόσμο, και
ο οποίος είναι Κύριος
ουρανού
και γης, δεν
κατοικεί σε ναούς κατασκευασμένους από
χέρια ανθρώπων,
25 ούτε
εξυπηρετείται από χέρια
ανθρώπων σαν να
είχε ανάγκη από κάτι,
αυτός που δίνει
σε όλους ζωή
και πνοή και
γενικώς όλα.
26 δημιούργησε ολόκληρο
το ανθρώπινο γένος
από ένα αίμα
για να κατοικεί σε
όλη τη γη,
αφού ώρισε ωρισμένες
αποχές και τα
ορόσημα της κατοικίας τους,
27 για
να ζητούν τον
Κύριο μήπως τον ψηλαφήσουν
και
τον βρουν, άν και
δεν είναι μακρυά
από καθένα από
μας.
28 Διότι μέσα σ’
αυτόν ζούμε και
κινούμεθα και υπάρχουμε,
καθώς και μερικοί εκ
των ποιητών σας
έχουν πει, «Είμεθα
και γένος του».
29 Αφού
λοιπόν είμεθα γένος
του Θεού, δεν
πρέπει να νομίζουμε
ότι η θεότης μοιάζει
με χρυσό ή
άργυρο ή λίθο,
σκαλιστό έργο τέχνης
και ανθρώπινης συλλήψεως.
30 Τους
χρόνους εκείνους της αγνοίας
παρέβλεψε ο
Θεός και τώρα παραγγέλει σε
όλους τους ανθρώπους
παντού να μετανοήσουν,
31 διότι
ώρισε ημέρα, κατά
την οποία μέλλει
να κρίνει την
οικουμένη με δικαιοσύνη
δι’ ανδρός, τον οποίο
ώρισε. Περί τούτου
έδωσε σε όλους βεβαίωσι αναστήσας
αυτόν εκ νεκρών».
32 Όταν
άκουσαν ανάστασι νεκρών,
μερικοί ειρωνεύοντο, άλλοι
είπαν, «Θα σε ακούσουμε
και πάλι για
το ζήτημα αυτό».
33 Και
έτσι ο Παύλος
έφυγε από ανάμεσά τους.
34 Μερικοί προσεκολλήθησαν σ’ αυτόν και πίστεψαν, μεταξύ αυτών και ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και κάποια γυναίκα ονομαζομένη Δάμαρις και άλλοι επίσης.
34 Μερικοί προσεκολλήθησαν σ’ αυτόν και πίστεψαν, μεταξύ αυτών και ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και κάποια γυναίκα ονομαζομένη Δάμαρις και άλλοι επίσης.
Luke 7, 17-30
17 This rumor about him
spread throughout Judah and all around.
John the Baptist
18 His disciples told John
all this.
19 And John invited two of
his disciples, and sent them unto Jesus, saying, Art thou he that cometh, or
yet waiteth for us?
20 The men came to him and
said to him, "John the Baptist has sent us to you and asks, 'Are you the
one to come or wait?"
21 At that time he cured
many of sicknesses, severe diseases, and cunning spirits, and gave many light.
22 And Jesus answered
them, "Go and tell John what ye have seen and heard: the blind look again,
the lame walk, the lepers are cleansed, and the deaf hear;
23 And blessed is he that
shakes not his confidence in me.
24 When John's messengers
left, he began to speak to the world about John, “What went ye out into the
wilderness to see? A quill reeled in the air? No;
25 But then what went ye
out to see? Man wearing soft dresses? Those who wear bright clothes and who
live in delights are in a palace.
26 But what went ye out to
see? A prophet? Yes, I tell you something more than a prophet.
27 This is he of whom it
is written, Behold, I send my messenger before you, who will prepare your way
before you.
28 I say unto you, Among those
born of women there is none greater than John the Baptist; and yet the least in
the kingdom of God is greater than he. "
29 And all the people and
the customs, when they heard it, judged God, because the baptism of John had
been baptized.
30 But the Pharisees and
the lawyers, who had denied his baptism, thwarted God's plan for them.
Act. 17, 16–34
16 While Paul was waiting
for them in Athens, his spirit was revolted, seeing that the city was full of
idols.
17 So he was discussing
the synagogue with the Jews and the theosophists and, daily in the marketplace,
with those who might have been there.
18 Some of the auxiliaries
and Stoic philosophers contacted him and some said, "What does this talker
want to say?" Others said, "It seems to be a preacher of foreign
gods." Because they preached to them the joyous occupation of Jesus and
the resurrection.
19 So they took him and
brought him to the Supreme Court and said, "Can we find out what this new
teaching is about?
20 You're hearing some
weird things and we want to know what they are. "
21 All the foreigners who
stayed there had no time left to say and hear anything newer.
Paul's speech on the
Supreme Court
22 Then Paul stood in the
middle of the Supreme Court and said, "Men of Athens, I see that you are
very religious in every way.
23 For as I passed through
and sanctified your sanctuaries, I also found an altar with an inscription,
"To the Unknown God." So the one you worship, without knowing it, I
preach to you.
24 God who created the
world and all that is in the world, and who is Lord of heaven and earth, does
not dwell in temples made by human hands,
Nor is it served by human
hands as if it were in need of something, one that gives life and breath to
all, and generally everything.
26 He created the whole
human race out of one blood to dwell on the whole earth, after giving certain
abstentions and landmarks of their dwelling,
27 to ask the Lord that
they may be pardoned and found, though they are not far from each of us.
28 For in him we live and
move and exist, and some of your poets have said, "We are and his
gender."
29 Since we are a
descendant of God, therefore, we must not think that godliness is like gold or
silver or stone, a carved work of art and human capture.
30 In those times of
ignorance God overlooked, and now He commands all men everywhere to repent,
31 for he has appointed a
day, in which he will judge the man who is in righteousness with a man, whom he
has appointed. About this he gave to all the resurrection assurance of his
being dead. "
32 When they heard the
resurrection of the dead, some joked, others said, "We will hear about
this again."
33 And so Paul departed
from among them.
34 Some adhered to him and
believed, among them Dionysius the Areopagite and a woman named Damaris and
others as well.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου