Έζησε τον πρώτο αιώνα μ.Χ. Και είναι ένας από
την μικρή εκείνη ιεραποστολική ομάδα,
– οι
άλλοι είναι οι άγιοι
Ηρακλείδιος και
Μνάσων – που με κατοικία και ορμητήριό τους μια σπηλιά στην
πολυάνθρωπη Ταμασό, ανέλαβαν πρώτοι να διαλύσουν τα βαθιά
σκοτάδια της ειδωλομανίας, και στην θέση τους να
υψώσουν το σωστικό
φως του Χριστού,
το ιλαρό φως της νέας ζωής.
Μέσα
για
την επιτυχία του υπέροχου
σκοπού τους, οι τολμηροί αυτοί
χαλαστάδες του κακού και χτίστες των αρετών
και του καλού,
είχαν μονάχα τον λόγο του Θεού,
που είναι
«τομώτερος υπέρ πάσαν
μάχαιραν δίστομον».
Με τον λόγο του Θεού και
το κήρυγμα για
τον Εσταυρωμένο δούλεψαν σκληρά
οι άγιοι του Θεού άνθρωποι.
Δούλεψαν για
το πνευματικό ξεσκλάβωμα
των συμπατριωτών
τους και τη δημιουργία στην πατρίδα τους ενός καλύτερου κόσμου.
Κόσμου
στον οποίο αντί του
μίσους
θα βασίλευε η αγάπη, αντί της απελπισίας
η ελπίδα, αντί
της ανομίας και
της διαφθοράς η
δικαιοσύνη και η αρετή.
Μαζί με τους πρώτους αυτούς ξεριζωτές
της απιστίας
και φυτευτές
του δένδρου
της πίστεως στο προνομιούχο
νησί της Κύπρου
ήταν και ο Άγιος
Θεόδωρος. Ήταν ένας απ’ αυτούς.
Πατρίδα
είχε την μεγάλη πολιτεία της Ταμασού,
που
η φήμη της τότε
απλωνόταν και πέρα από
την Ελληνική
αυτή γωνιά εξ αιτίας του
περίφημου χαλκού της
και των πλουσίων σε
τούτο το πολύτιμο
εύρημα μεταλλείων της.
Οι γονείς
του ήταν ειδωλολάτρες.
Ο πατέρας του μάλιστα
είχε ως έργο
την αγαλματοποιΐα. Κατασκεύαζε αγάλματα θεών, τα οποία,
όταν μεγάλωσε
ο γιος του Θεωνάς
– αυτό
ήταν τ’
όνομά του πριν
να βαπτισθεί – τα έπαιρνε
και τα πωλούσε
στην αγορά και από τα χρήματα
που έπαιρναν
αποζούσαν.
Μια επιτόπια παράδοση μας αναφέρει, πως κάποια φορά που ο Θεωνάς
πήγαινε στην πόλη για να πωλήσει τα αγαλματάκια
του πατέρα
του, που τα είχε μέσα στο «ισάτζιν» του (σακίδιο),
συνοδευόταν από τον φίλο του
Μνάσωνα και τον δάσκαλο
και των δύο, τον Άγιο
Ηρακλείδιο. Τις ημέρες εκείνες είχαν πέσει καταρρακτώδεις βροχές
και ο ποταμός Πεδιαίος (Πιδκιάς), που πηγάζει από
τα βουνά του Μαχαιρά, και χωρίζει σήμερα το
Πολιτικό από το
χωριό Πέρα, τότε δε την
Ταμασό
από το πέραν του ποταμού
Πιδιά τμήμα
της –
γι’ αυτό λέγεται
και
Πέρα — είχε κατεβάσει πολύ νερό και
είχε
γίνει αδιάβατος.
Στο θέαμα
του «πολυκύμαντου» νερού
ο Άγιος Ηρακλείδιος κάλεσε τον Θεωνά
να ρίξει μέσα
στον ποταμό κανένα από τα αγαλματάκια των θεών που
κρατούσε, ίσως και σταματήσουν τα νερά να τρέχουν, και έτσι
μπορέσουν να διαβούν στην άλλη μεριά:
Βάλε
κανένα θεό μέσα να ρέξομεν.
Έβαλεν
έναν, επήρεν τον
ο ποταμός· έβαλεν άλλον, επήρεν τον τζιαι
τζείνον βάλλει άλλον, τζιαι τζείνον
τα ίδια. Στην υστερκάν (στο
τέλος) σύρνει τους με το Ισάτζιν
επήαν ούλλοι, τζ’ ο ποταμός εν ισταμάτα. Εστέκουνταν
τζ’ εδκιαλοΐζονταν ίντα
λοής να ρέξουν.
Ο άης Άρα κλείτης τότε εποταύρισεν
το δεκανίτζιν του (βακτηρία)
τζ’ εσταύρωσεν
τομ ποταμόν ίσια εσταμάτησεν, τζ’ ερέξασιν.
Το θαύμα
αυτό του χωρισμού των νερών του Πιδιά πρέπει να έγινε
φυσικά προτού να πιστεύσει
στον Χριστό ο Άγιός μας. Γι’
αυτό και η
προσπάθειά του να σταματήσει το ρεύμα
των νερών απέτυχε, αν και μέσα σ’ αυτό έριξε
όλα τα αγαλματάκια
των θεών, που του έδωκε ο πατέρας του να πωλήσει.
Στη νεανική ηλικία
βρίσκουμε τον Θεωνά
να είναι συνδεδεμένος
στενά με τον Μνάσωνα, που ο Ευαγγελιστής
Λουκάς στο βιβλίο
του Πράξεις των Αποστόλων αποκαλεί
«αρχαίον μαθητήν».
Με τον Μνάσωνα
μάλιστα είχαν αναλάβει
και ένα ταξίδι
στη Ρώμη για να
λύσουν κάποιες
διαφορές που είχαν δημιουργηθεί
μεταξύ των ειδωλολατρών του Πολιτικού
και του χωρίου
Πέρα, ποιος από τους ψευδώνυμους θεούς τους ήτο μεγαλύτερος. Εκεί στην πρωτεύουσα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, που ήταν
και το κέντρο του ειδωλολατρικού κόσμου, οι δυο φίλοι γνωρίστηκαν με μερικούς αποστόλους από τους εβδομήκοντα.
Ποίοι ήσαν
αυτοί οι απόστολοι δεν γνωρίζουμε.
Αυτό που γνωρίζουμε
από την ακολουθία του οσίου είναι, πως οι δυο Κύπριοι ταξιδιώτες είχαν έρθει σε ιδιαίτερη
επαφή μ’ αυτούς. Στις συναντήσεις
που ακολούθησαν
οι
απόστολοι μίλησαν στους δύο φίλους για την καινούργια πίστη. Η διψασμένη
για την αλήθεια
ψυχή τους δεν χόρταινε ν’
ακούει τον λόγο για τον Ιησού
τον Ναζωραίο.
Αυτή η δίψα τους έκανε να εγκαταλείψουν πολύ γρήγορα την μεγάλη πόλη Ρώμη,
και αντί να γυρίσουν στην πατρίδα
τους, την Κύπρο,
να
τραβήξουν στα Ιεροσόλυμα.
Πήγαν εκεί για να συναντήσουν
τον κορυφαίο
απ’ τους αποστόλους, τον Πέτρο, έτσι τους τον είπαν,
και
τον αγαπημένο μαθητή του Χριστού, τον Ιωάννη τον Θεολόγο και
Ευαγγελιστή. Η αγάπη του Θεού ευλόγησε τον πόθο
τους και αντάμειψε την αγαθή
διάθεσή τους. Στην Αγία Πόλη, την Ιερουσαλήμ, συνήντησαν πραγματικά τους δύο αποστόλους
και από αυτούς
άκουσαν
ό,τι
ζητούσαν.
Από τους αυτόπτες τούτους μαθητές
και
αυτήκοους μάρτυρες του Ιησού έμαθαν
«καταλεπτώς» το περιστατικό
γύρω από την Γέννηση του Θείου Βρέφους,
το μεγάλωμα και την Βάπτισή του στον Ιορδάνη ποταμό.
Πληροφορήθηκαν
ακόμη
σχετικά τινα για
το έργο του, την διδασκαλία
και τα Θαύματά του, και επίσης για την εκούσια Σταύρωση, την εκ νεκρών
Ανάσταση, και ύστερα από σαράντα
μέρες Ανάληψή του στους
ουρανούς. Επίσης απ’
τους ιερούς αποστόλους έμαθαν, πως ο Ιησούς
θα ξανάρθει κάποτε, για να
κρίνει ζώντας και νεκρούς.
Να τιμωρήσει τους κακούς
και να βραβεύσει
τους
καλούς και ενάρετους.
Όλα αυτά οι
δύο προσήλυτοι τα παρακολούθησαν με πολλή λαχτάρα. Και αφού
δέχτηκαν στο τέλος
και το βάπτισμα,
αναχώρησαν για την Κύπρο,
για να συναντήσουν
εδώ τους Αποστόλους Παύλο και Βαρνάβα
και Μάρκο και τον οπαδό τους τον Ηρακλείδιο,
που είχαν ήδη κατηχήσει και βαπτίσει. Οι δύο νεοφώτιστοι χριστιανοί
χαίροντες και αγαλλόμενοι για την ευλογημένη συνάντηση
με τους Αποστόλους
και τον Άγιο Ηρακλείδιο αντάλλαξαν μαζί τους χαιρετισμό αγάπης
και
παρέμειναν κοντά τους.
Λίγες
μέρες
μετά τη συνάντηση
οι απόστολοι
αναχώρησαν για την Πάφο. Τότε, σύμφωνα
με το συναξάρι
του Οσίου, ο μεν
Άγιος
Μνάσων έμεινε μαζί με
τον
δάσκαλό του, τον Άγιο Ηρακλείδιο,
ο
δε Όσιος
Θεόδωρος αποχωρίστηκε και απ’
τους δύο, και έζησε
μία
ασκητική ζωή.
Γιατριάντα
οκτώ
χρόνια ο ιερός αθλητής πάλεψε έχοντας
σαν κανόνα την αυστηρή εγκράτεια, στήριγμα την αδιάλειπτη
προσευχή, περικεφαλαία την ταπεινοφροσύνη και σκοπό
του την επικράτηση
της βασιλείας του Χριστού στην αγαπημένη
του
πατρίδα.
Ένας συνεχής αγώνας υπήρξε ολόκληρη η ζωή
του.
Τα λόγια του
Κυρίου «αγωνίζεσθε
εισελθείν δια της στενής
πύλης» αντηχούσαν
κάθε στιγμή στ’ αυτιά του. Έτρωγε
πολύ λίγο. Και αυτό το νερό ακόμα το χρησιμοποιούσε κατά
αραιά διαστήματα. Ήθελε
τον εαυτό του ελεύθερο και απ’
αυτές τις φυσικές
ανάγκες.
Το
πνεύμα του Θεού τον είχε φωτίσει
απ’ την αρχή ν’ αντιληφθεί,
πως η εγκράτεια
στην
τροφή
είναι ένα γερό χαλινάρι για να μπορεί ο άνθρωπος
να συγκρατεί τις κατώτερες ορμές
του. Και δεν
είχε άδικο. Εκείνος που περιφρονεί την
εγκράτεια καταντά κάποιες στιγμές να είναι
σαν άλογο που δεν έχει χαλινό.
Η
εγκράτεια των τροφών εξασθενεί και τα διάφορα
πάθη
καθώς και τις σαρκικές
ορμές, που ακατάπαυστα βασανίζουν τον άνθρωπο και μάλιστα στη νεανική
ηλικία.
Για ενίσχυση τούτου του αγώνα
του
χρησιμοποιούσε πλούσια το στήριγμα κάθε ευγενικής
προσπάθειας, την προσευχή.
Ζωσμένος με
σίδερα στη μέση περνούσε τις περισσότερες ώρες της νύχτας και της ημέρας
με την σκέψη του στραμμένη στο θέλημα
του Θεού και τα
χέρια υψωμένα σε προσευχή.
Το οικοδόμημα
της χριστιανικής
ζωής του, ο Άγιος στήριζε
στην ταπεινοφροσύνη. «Πας ο ταπεινών
εαυτόν υψωθήσεται», έλεγε
συχνά
στους ακροατές του. «Μηδείς το εαυτού ζητείτω, αλλά
το του ετέρου
έκαστος», πρόσθετε με αγάπη και καλοσύνη.
Έτσι η ζωή του έγινε μία επίμονη πορεία
προς την αρετή,
προς την τελειότητα, προς την
αγαθότητα. Αλλά και το καλύτερο, το ζωντανότερο κήρυγμα
για κείνους που τον επεσκέπτοντο
ή που επισκεπτόταν ο ίδιος.
Έτσι
έζησε ο
Όσιος. Με σύνθημα
την αρετή και βοήθεια
τα πολλά θαύματα που έκαμνε
με
τη χάρη του Θεού, πρόβαλλε πειστικά
το Ιερό
έργο που επιτελούσε,
το έργο της σωτηρίας
ψυχών.
Όταν
έφτασε
η ώρα ν’
αφήσει την πρόσκαιρη τούτη ζωή,
ο
Άγιος προαισθάνθηκε τον θάνατό
του, κάλεσε κοντά του τον Ροδώνα, έναν από την
Ιεραποστολική ομάδα
και τρίτον κατά σειρά επίσκοπο
της αρχαίας
Ταμασού, και του ανέθεσε να συγγράψει
τα έργα του Αγίου Ηρακλειδίου και του Μνάσωνος για οικοδομή
των πιστών. Σ’ αυτόν παρέδωκε και ο ίδιος τα απομνημονεύματα που είχε γράψει
μέχρι της ημέρας
εκείνης για τους δυο Αγίους. Ύστερα
φώναξε κοντά
του μερικά απ’ τα πνευματικά του παιδιά, τα νουθέτησε, τα στήριξε
με την
τελευταία διδασκαλία
του και γαλήνιος παρέδωκε την μακαρία ψυχή του στα χέρια του Θεού στις 4 του Οκτώβρη.
Οι Ἀγιοι Ηρακλείδιος και Μνάσων, μαζί με τους άλλους πιστούς αδελφούς, με πολλή λύπη κήδευσαν το άγιο λείψανο και το έθαψαν στον ίδιο τάφο, που είχαν θάψει πρωτύτερα και τον πατέρα του Χρύσιππο.
Saint Theodore Tamassos
He lived in the first
century AD And it is one of that small missionary group, - the others are
Saints Heraclidus and Manassas - who, with their home and base, a cave in the
crowded Tamasos, first undertook to dismantle the profound darkness of
idolatry, and in their capacity to raise the light of Christ, the glittering
light of new life.
In the midst of the
success of their wonderful purpose, these bold wretched men of evil and
builders of virtue and good, had only the word of God, which is "bolder in
favor of a double-edged sword."
By the word of God and the
preaching of the Crucified, the holy people of God worked hard.
They worked for the
spiritual unleashing of their countrymen and the creation of a better world in
their homeland.
A world in which love
would be ruled by hatred, hopelessness by hope, justice and virtue by
lawlessness and corruption.
Along with these first rooters
of infidelity and planters of the tree of faith in the privileged island of
Cyprus was Saint Theodore. He was one of them.
Homeland had the great
state of Tamasos, whose fame then spread beyond that Greek corner because of
its famous copper and its rich mineral wealth. His parents were pagans. His
father even did statuette work. He made statues of gods, which, when the son of
Theonas grew up - this was his name before he was baptized - he took them and
sold them on the market and from the money they were making.
An on-site tradition tells
us that on one occasion when Theonas went to the city to sell his father's
statues, which he had in his "backpack", he was accompanied by his
friend Mnason and the teacher of both, Saint Heraclidus. In those days
torrential rains had fallen and the Paddy River (Paddock), which originates
from the Machara Mountains, today divides the Politico from the village of
Pera, then Tamasso across the river beyond the River Paddy - so it is said and
beyond - it had downloaded a lot of water and had become impassable. In the
spectacle of "multicolored" water, Saint Heraclidus invited Theonas
to throw into the river none of the statues of the gods he was holding, perhaps
to stop the waters from running, so they could cross over:
This miracle of the
separation of the waters of Pisces must have taken place naturally before our
Saint could believe in Christ. That is why his attempt to stop the flow of
water failed, though he threw in all the statues of the gods that his father had
given him to sell.
At a young age we find
Theodon closely connected to Manassas, whom Luke the Evangelist in his book
Acts calls an "ancient disciple." With Minasson they had even taken a
trip to Rome to settle some differences that had arisen between the idolaters
of Politico and the village of Pera, which of their nicknames was greater.
There, in the capital of the Roman Empire, which was also the center of the pagan
world, the two friends met some of the seventy apostles. We do not know who
these apostles were. What we know from the sequel to Osios is that the two
Cypriot travelers had been in special contact with them. In the meetings that
followed, the apostles talked to the two friends about the new faith. Their
thirst for truth did not suffice to hear the word about Jesus the Nazarene.
This thirst prompted them to leave the great city of Rome very quickly, and
instead of returning to their homeland, Cyprus, to draw to Jerusalem. They went
there to meet the apostle Peter, so they told him, and the beloved disciple of
Christ, John the Theologian and Evangelist. God's love blessed their longing
and rewarded their goodwill. In the Holy City, Jerusalem, the two apostles
actually met and heard from them what they were asking for. From these
eyewitness disciples and eyewitnesses of Jesus, they "learned" the
story of the Birth of the Divine Infant, his growth and baptism in the Jordan
River.
They were even informed of
his work, teaching, and wonders, and also of the voluntary Crucifixion, the
resurrection of the dead, and after forty days of his ascension to heaven. They
also learned from the Holy Apostles that Jesus would come back someday to judge
the living and the dead. To punish the bad and reward the good and the
virtuous. All these two worshipers followed with great eagerness. And after
receiving the end and the baptism, they departed for Cyprus to meet here the
Apostles Paul and Barnabas and Mark and their follower Heraclidus, who had
already been preached and baptized. The two newly enlightened Christian
cheerful and happy for the blessed meeting with the Apostles and Saint
Heraclidus exchanged love greetings with them and remained close to them.
A few days after the
meeting the apostles left for Paphos. Then, according to Osios' colleague,
Saint Minasson stayed with his teacher, Saint Heraclidus, and Saint Theodore
left both of them and lived an ascetic life.
For thirty-eight years the
sacred athlete fought with the rule of strict temperance, sustained unceasing
prayer, overwhelming humility, and the purpose of dominating Christ's kingdom
in his beloved homeland.
Put no god in our midst.
They put one, they
influenced the river; they put another, they influenced jizen jizon put
another, jizen jizen themselves. In the hysterics (at the end) they are dragged
by Isajin to the gums, the river in Istamat. They were standing there waiting
for them to flow. Then Ara Clutis then decapitated his decanter (bacterium) to
cross the river straight away, to erect.
A constant struggle has
been his whole life. The Lord's words, "strive through the narrow
gate," echoed in his ears every moment. She ate very little. And this
water was still in use for a limited period of time. He wanted himself free
from these physical needs. The spirit of God had enlightened him from the
beginning to realize that food temperance is a strong bridle so that man can
hold his inferior impulses. And it wasn't unfair. The one who despises
temperance sometimes comes across as a horse that has no brass. Food
intolerance weakens both the various passions as well as the carnal impulses,
which endlessly torment human beings, even at a young age.
To support his struggle he
used the support of every noble endeavor, prayer, richly. Living with irons in
the middle he spent most of the night and day with his thought focused on God's
will and his hands raised in prayer.
The building of his
Christian life, the Saint rested on humility. "The humble self is
exalted," he often said to his listeners. "Nothing I ask of myself,
but of the other," he adds with love and kindness. Thus his life became a
persistent course to virtue, to perfection, to goodness. But also the best, the
liveliest sermon for those who visited or visited him.
This is how the Saint
lived. With the motto of virtue and help in the many miracles he did with the
grace of God, he convincingly projected the sacred work he performed, the work
of the salvation of souls.
When the time came to
leave this temporary life, the Saint sensed his death, invited Rodonas, one of
the Missionary Group and a third bishop of ancient Tamasos, to approach him,
and commissioned him to compose the works of Saint Heraclidus and of Masonos
for the building of the faithful. He also handed over the memoirs he had
written up to that day to the two Saints. Then he shouted at him some of his
spiritual children, nourished them, sustained them with his last teaching, and
the serene surrendered his soul to God in the hands of God on the 4th of
October.
Saints Heraclidus and
Manassas, along with the other faithful brothers, sadly planted the sacred
relic and buried it in the same tomb, which had previously buried Chrysippo's
father.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου