6/11/19

Ο Άγιος Δημητριανός Επίσκοπος Κηθηρίας Κύπρου


Αγωνιστής τίμιος και ηρωικός. Εμπνευστής και οδηγός του καλού. Άνθρωπος προσευχής και οικονόμος   των   Μυστηρίων   του   Θεού. Μορφή που συνδύαζε την αγάπη  με   την   ζωή   της   απροσμέτρητης   αυτοθυσίας,   για τους άλλους. Κόσμημα αληθινό της Κυπριακής Εκκλησίας. Να ποιός υπήρξε   ο   Άγιος   Δημητριανός,   ο   επίσκοπος   Χύτρων.

Γεννήθηκε στην κωμόπολη Συκαί της επαρχίας Λευκωσίας, μια κωμόπολη ερειπωμένη σήμερα, την εποχή που   στην   Κωνσταντινούπολη βασίλευε   ο   αυτοκράτορας   Θεόφιλος  (829 – 842)   μ.Χ.
Ο πατέρας του ήταν ιερέας και η μητέρα του μια πιστή  και   θεοφοβούμενη γυναίκα. Ανήκαν και οι δυο στην αγία  εκείνη   παράταξη   των   χριστιανών για τους οποίους η επιστολή   προς   Διόγνητο   αναφέρει   χαρακτηριστικά:   «Εν   σαρκί   τυγχάνουσιν,   αλλ’ ου   κατά   σάρκα   ζώσιν.   Επί γης   διατρίβουσιν,    αλλ’   εν    ουρανώ   πολιτεύονται».
Στο  ευλογημένο  περιβάλλον   του   χριστιανικού   σπιτιού   τους   μεγάλωσε   ο μικρός   Δημητριανός   με   το   άρωμα   της   ευωδίας   του   Χριστού.   Από   νωρίς   ο ευλαβής   πατέρας   έπαιρνε   το   παιδί   του   στην   εκκλησία   και   το   συνήθιζε   να τον   υπηρετεί   στα   καθήκοντά   του,   τα   ιερατικά.   Κτυπούσε   το   σήμαντρο, άναβε   τα    καντήλια,   ετοίμαζε   το    θυμιατό.
Αργότερα,   όταν   άρχισε   να   μαθαίνει   γράμματα,  ο   πατέρας   τον   έβαζε   να του   διαβάζει   κάποιους   ύμνους   και   ψαλμούς.   Το   πρωί   διάβαζε   με   την παιδική   κρυστάλλινη   φωνή   του   τα   αναγνώσματα   του   όρθρου   και   το βράδυ   του   εσπερινού  με   κατάνυξη    συγκινητική.   Όλοι   στην   κωμόπολη καμάρωναν   το   καλό   παιδί   και   το   αγαπούσαν.
Και    η   μανούλα   που   το   καμάρωνε   και   αυτή   φρόντιζε  το  παιδί   της να   μένει πάντα   ξένο   στην   οποιανδήποτε   ύποπτη   ανατροφή.   Τα   λόγια   του   θείου Αποστόλου   «φθείρουσιν ήθη χρηστά ομιλίαι κακαί»    (Α’ Κορ. ιε’ 33) κυκλοφορούσαν    κάθε    στιγμή   στο   μυαλό   της.   Για   τούτο    πρόσεχε.
Και    όχι   μόνο    αυτό,    αλλά   και   προσπαθούσε   τις   ελεύθερες   ώρες   του    παιδιού να   τις   γεμίζει   με   κάποια   καλή  απασχόληση. Τα λόγια  του   σοφού    Σειράχ    «τέκνα σοι εστι, παίδευσον αυτά»   (Σοφ. Σειρ. ζ’ 23) πολύ συγκινούσαν την ευσεβή μητέρα. Έτσι ακούραστη αγωνιζόταν με τις συμβουλές  και νουθεσίες της να κατευθύνει   με   επιμέλεια   και   προσοχή τις   σκέψεις   του   παιδιού   της    στον   δρόμο   του    Θεού.
Μαζί  της   το   έπαιρνε   στις   φιλανθρωπικές   της   επισκέψεις.   Μαζί   της   και όταν   πήγαινε   να   προσφέρει   στους  πονεμένους  την   παρηγοριά.   Με   τον τρόπο   αυτό   η  ατίμητη   μάνα   ασκούσε  το  παιδί   από   την   μικρή   του   ηλικία στα  έργα   της   αρετής.   Και   το   ασκούσε με  τα   λόγια   της,   μα   προ   παντός    με την   αγία   ζωή    της.
Στο   πρόσωπο   των   αγαπημένων   του   γονιών   ο   Δημητριανός   έβλεπε   και διάβαζε   μίαν   «επιστολὴν   Χριστού».   Γιατί   και   των   δύο   η   ζωή   ήταν   στ’ αλήθεια    «επιστολή  Χριστού, γινωσκομένη και  αναγινωσκομένη υπό πάντων    ανθρώπων»   (Β’ Κορ. γ’ 2).

Όταν   ο   Δημητριανός   ενηλικιώθηκε,   οι   γονείς   του   τον   έπεισαν   να   κάμει οικογένεια.   Ο   νέος    δέχτηκε   και   νυμφεύθηκε   μία   πολύ   φρόνιμη  και ενάρετη κόρη. Τρεις μήνες όμως ύστερα από  τον γάμο του ο   Δημητριανός έμεινε   και   πάλι   μόνος.   Η   αγάπη    του   Θεού   κάλεσε   στους   ουρανούς  την πιστή   και   αγνή   του   σύντροφο.   Έφυγε   η   υπέροχη   γυναίκα   αγνή   και παρθένος   όπως   αγνός   και  παρθένος έμεινε   και   ο   σύντροφός   της   μέχρι τέλους.   Το   πλήγμα   ήταν   βαρύ.   Μα   η   σκέψη   πως   στον   κόσμο   αυτόν  τίποτα δεν    γίνεται   χωρίς   να   το   παραχωρήσει   ο   Κύριος,   βοήθησε   τον   νέο  να παρηγορηθεί. «Κύριος έδωκε, Κύριος αφείλετο» έλεγε και     επανελάμβανε δοξολογώντας   τον    Θεό.

Ύστερα από την δοκιμασία αυτή ο Δημητριανός αποφάσισε να ακολουθήσει   τον   μοναχικό   βίο   στον  οποίο    έτρεφε   και   πρωτύτερα   μιάν αγάπη.   Η   ζωή   της   ασκήσεως,   της   εγκρατείας   και  της  προσευχής  τον συγκινούσε  από   παιδί.   Ντύθηκε   λοιπόν  το   μοναχικό   σχήμα   και   έφυγε από    το    σπίτι.

Στην   Κυθρέα   κοντά,    στην   πλαγιά   του   βουνού   ήταν   ένα   μοναστήρι,   που λεγόταν Μοναστήρι του Αγίου    Αντωνίου.   Δυστυχώς   από   το  μοναστήρι αυτό   δεν   υπάρχει   σήμερα    ούτε   σημάδι.  Μόνο   μία    τοποθεσία  υπάρχει,   που λέγεται  άγιος  Αντώνιος και ίσως εκεί να ήταν παλιά  κτισμένο  το μοναστήρι.   Σ’ αυτό   φαίνεται   έσπευσε   να   καταφύγει   ο   φιλόθεος   νέος.   Οι πατέρες της Μονής,   που   τον   ήξεραν   από    προηγούμενες   επισκέψεις,   με πολλή χαρά τον δέχθηκαν. Στην ησυχία και την γαλήνη του περιβάλλοντος   του   μοναστηριού    βρήκε    ο   νέος    ό,τι   ζητούσε.

Ο  πνευματικός  αγώνας τον απορροφούσε τόσο πολύ, ώστε  πολλές   φορές ξεχνούσε   και   το   φαγητό.   Με   απερίσπαστη   την   καρδιά   και   ασάλευτο   τον νου   του,   αγωνιζόταν   κάθε   μέρα   προσεκτικά   και   σταθερά    να   ανεβεί   της αρετής τα σκαλοπάτια. Με φόβο Θεού και ιερή   κατάνυξη παρακολουθούσε   τις   ιερές   ακολουθίες.   Η   αγία   ψυχή   του   τις  ώρες   αυτές φλογιζόταν   από   την   αγάπη   του   Χριστού   και   η   σκέψη    του   σκλάβα   της αγάπης   του   πετούσε   σ’ άλλους    κόσμους.   Η    μελέτη  της  Αγίας   Γραφής   τον συγκινούσε   βαθύτατα.   Σ’ αυτήν   αφιέρωνε   πολλές   ώρες   της   ημέρας  και της νύχτας. Και   τούτο,   γιατί   γνώριζε,  ότι   ο   άνθρωπος   που   μελετάει   τα   λόγια   του   Θεού «ημέρας και νυκτός», μοιάζει  με   το   δένδρο   που   είναι φυτεμένο   κοντά    στα   τρεχούμενα   νερά   και   ποτίζεται    συνέχεια.   Γι’ αυτό   και δίνει   πλούσιούς    τους   καρπούς   του   στον   κατάλληλο   καιρό.

Πλούσιους καρπούς της ενάρετης ζωής του άρχισε να δίνει και  ο μακάριος ασκητής. Με την αυτοκυριαρχία του, την βαθιά του ταπεινοφροσύνη   και   τον   αγιασμό   του   σώματος   χαριτώθηκε   από   νωρίς    με το   χάρισμα   το   θαυματουργικό.   Με   την   προσευχή   του  επιτυγχάνει   να   θεραπεύει   κάθε   αρρώστια και να αποδιώκει με την προσταγή  του δαιμόνια. Η φήμη του προσελκύει  καθημερινά   πλήθος   από   επισκέπτες στη   Μονή,   που   έρχονται   να   ακούσουν   τα   λόγια   του   και   να   λάβουν   την θεραπεία   τους.   Κανένας    απ’ τους    αρρώστους    αυτούς,   όπως   γράφει   ο άγνωστος   βιογράφος   του,   δεν   «απεπέμπετο   κενός   ελπίδων,   αλλά   πάντες των    ποθούμενων    δαψιλώς   απολαύοντες   τα   οικεία   κατελάμβαναν».

Η   πανθομολογούμενη   ευσέβεια   και   αρετή   του   μα   και   τα   πολλά   θαύματα που    έκαμνε   με   την   χάρη   του   Θεού,   τράβηξαν    και   την    προσοχή    του    τότε επισκόπου   της   Κυθρέας,    του    αγιωτάτου   Ευσταθίου,   που   τον   κάλεσε κοντά   του   και    τον   χειροτόνησε  ιερέα.   Στην   θέση    αυτή   ο   Δημητριανός φρόντισε   να   γίνει   ο   πνευματικός   πατέρας   της   κοινότητός   του.   Και   το πέτυχε.  Το   πέτυχε   χάρη   στην   πνευματική   ζωή   που   ζούσε,   την   βαθιά ευσέβεια,   την   καλοσύνη,   την   ταπείνωση,   την   αγάπη   του.   Σε   πολύ   λίγο καιρό η σεβάσμια μορφή του έγινε το κέντρο του ενδιαφέροντος ολόκληρης της Κυθρέας. Μα η όμορφη ζωή του μοναστηριού τον τραβούσε.   Γι’   αυτό   ύστερα   από   χρόνια   πέτυχε   με   τις   ικεσίες   του   να συγκινήσει   τον   ευλαβή    επίσκοπό   του   και   να   πάρει   από   αυτόν   την   άδεια, να   ξαναγυρίσει   στ’   αγαπημένο του μοναστήρι. Όταν έφτασε,   βρήκε   τους μοναχούς να   κλαίνε   τον θάνατο   του    ηγουμένου   τους.  Σαν   τον   είδαν, το πρόσωπό   τους  φωτίστηκε από παρηγοριάκαι η καρδιά τους   σκίρτησε   από ελπίδα.   Με   παρακλήσεις   έπεσαν   στα   πόδια   του   και    με   σεβασμό   του ζήτησαν να αποδεχθεί  να γίνει ο διάδοχός του, ο πατέρας   και   προστάτης τους.  Παρά  την αγάπη που ηψυχή του Δημητριανού   ένοιωθε   στην   απλή και μη διακρινόμενη ζωή, οι παρακλήσεις των πατέρων και    συμμοναστών του τον έπεισαν ν’ αποδεχθεί και να αναλάβει την ηγουμενία   της   Μονής. Στην   υπηρεσία   αυτή   ο   ακούραστος   αθλητής   έδωκε   πάλι   όλο   τον   εαυτό του. Το μοναστήρι την εποχή αυτή γνώρισε μέρες μεγάλης προόδου υλικής   και   πνευματικής.   Όλοι    μιλούσαν   με   τα   καλύτερα   λόγια   γι’  αυτό και    οι  χριστιανοί   στους   πνευματικούς  του    λόγους   έβρισκαν   την  γαλήνη και    την   χαρά   της   καρδιάς   τους.   Όαση   πνευματική έγινε για τα γύρω χωριά  με   τα    λόγια   των   πατέρων, την διδασκαλία τους, το παράδειγμά τους.

Το ζηλευτό έργο της Μονής ήλθε να διακόψει ο θάνατος του αρχιεπισκόπου της Κωνστάντιας και η μετάθεση σ’ αυτόν του    επισκόπου της Κυθρέας, του  αγίου Ευσταθίου. Ο θρόνος της Κυθρέας που   κενώθηκε, έπρεπε να βρει τον κατάλληλο αντικαταστάτη. Κλήρος και λαός στράφηκαν   τώρα   στον   Δημητριανό   και   τον   κάλεσαν   να   διαδεχθεί   τον   ιερό Ευστάθιο    στον   θρόνο   των   Χυτρών   (της  Κυθρέας).

Η  φυσική   αποστροφή  που ο  ευλαβής  κληρικός   έτρεφε   προς   τα    μεγάλα αξιώματα   τον   έκαμαν   να   φύγει   κρυφά   από   την   μονή   και   όπως   μας    λέγει  ο   βιογράφος   του,   «καταλαβών τα βορειότερα μέρη του όρους, τόπον   αποκρυβής   εαυτώ   περιεσκόπει, το της αρχιεροσύνης φεύγων εγχείρημα». Με την  βοήθεια κάποιου επιστήθιου φίλου του Παύλου,   στον οποίο είχε  φανερώσει τον σκοπό του, προχώρησε   σε   μία   σπηλιά   κοντά στην θάλασσα και εκεί αποκρύβηκε. Ύστερα από λίγο καιρό  οι    άνθρωποι του Αρχιεπισκόπου τον ανακάλυψαν και τον κάλεσαν να τους ακολουθήσει στην    Κωνστάντια.   Ο   ουρανοπολίτης   αθλητής   υπάκουος,   και παρά την θέλησή   του   παρουσιάστηκε    στον   Αρχιεπίσκοπο    Ευστάθιο,   ο οποίος και τον χειροτόνησε επίσκοπο Χυτρών. Επίσκοπο  ενός θρόνου ιστορικού, ενός θρόνου που λάμπρυναν πριν απ’ αυτόν τέσσερις επίσκοποι,   που    ανακηρύχτηκαν   από   την   Εκκλησία   μας   άγιοι.

Με   την   εκλογή   και   την  χειροτονία   του «ο  λύχνος  ετέθη επί    την   λυχνίαν». Στο   πρόσωπο   του   Δημητριανού οι  χριστιανοί     βρήκαν   τον   άξιο  ποιμένα, τον   σοφό    δάσκαλο,   τον   σπλαγχνικό   πατέρα.   Τα    λόγια   του   Κυρίου   μας    «ο ποιμήν ο καλός την ψυχήν αυτού τίθησιν υπέρ των προβάτων», που χαρακτηρίζουν   τον   γνήσιο   ποιμένα   και   άξιο   κληρικό,   βρήκαν  σ’ αυτόν   τον πιστό   και  αφοσιωμένο   τηρητή.   Κάτι   περισσότερο.   Τα   λόγια   αυτά  ο θεοφώτιστος   επίσκοπος   τα   έκαμε   σκοπό   και   σύνθημα   της ζωής    του.   Και τα   γεγονότα   μας   το   μαρτυρούν.
Την εποχή αυτή οι Άραβες (Σαρακηνοί), ένας λαός βάρβαρος που κατοικούσε   στην   Μεσοποταμία,   κινήθηκαν    προς   δυσμάς   μέχρι   το  νησί μας σαν κατάρα θεϊκή με αρχηγό έναν άγριο δυστυχώς   Έλληνα   εξωμότη που  λεγόταν  Δαμιανός. Σ’ αυτή   τη   ληστρική   επιδρομή   που έγινε  γύρω   στο 911 – 912   μ.Χ.   και   που     κράτησε   τέσσερις   μήνες   κούρσεψαν   πόλεις   και χωριά,   και    όταν   έφθασαν   στην   επαρχία  του   Αγίου,  πήραν  μαζί  τους   εκτός από   τα   λάφυρα   και   ένα   μεγάλο   αριθμό   αιχμαλώτων.   Τον   ίδιο   τον   Άγιο δεν τον  πείραξαν. Τον σεβάστηκαν. Τους  αιχμαλώτους   όμως   τους  πήραν μαζί   τους.

Καταλυπημένος   ο  στοργικός  πατέρας  που   έχανε   τα   πνευματικά   παιδιά του,   «αφήκε,   ως   τον   καλό  ποιμένα   του   Ευαγγελίου,   τα   99  πρόβατα   και ακολούθησε το ένα».   Αφήκε   την   επαρχία   του   και   παρά  τα  γηρατειά   του –  θα  ήταν  τότε  κάπου   77 – 78  χρόνων – πήγε  «οπισθότους»  στην  μακρινή και άγνωστη εκείνη χώρα για να ενισχύει και να παρηγορεί τα σκλαβωμένα   παιδιά   του.

Η   ζωή   του   στον   αφιλόξενο   τόπο   ήταν   μία   συνεχής   προσευχή   και   ένας ατέλειωτος θρήνος για τους χριστιανούς του.   Προσεύχεται   με   υπομονή, επιμονή   και   πίστη.   Τα   λόγια   του   Κυρίου   «πάντα   όσα   εάν   αιτήσητε   εν   τη προσευχή   πιστεύοντες   λήψεσθε»    στριφογυρίζουν    συνέχεια   στο   νου  του. Προσεύχεται   και   περιμένει.

Μια μέρα επιζήτησε και παρουσιάστηκε μπροστά στον   ανώτατο   άρχοντα των  Αράβων. Με θάρρος και παρρησία του εξέθεσε τα μαρτύρια των χριστιανών από   την   αδικαιολόγητη   ληστρική   επιδρομή   του   εξωμότη   και ζήτησε   την   απελευθέρωσή   τους.

Η  Κύπρος τότε είχε ένα  ιδιότυπο καθεστώς αυτονομίας. Πλήρωνε   φόρους και   στο   Βυζάντιο   και   στο   Ισλάμ,    όταν   οι   δυο   αυτές   μεγάλες    δυνάμεις   του καιρού  εκείνου ήταν εμπόλεμες, η Κύπρος έπρεπε να παραμένει ουδέτερη. Ουδέτερη ήταν η Κύπρος και όταν της επιτέθηκαν οι    βάρβαροι. Αδικαιολόγητη λοιπόν η επιδρομή και άδικη η   κατάληψη,   η   καταστροφή και    η    αιχμαλωσία.

Τα   λόγια  του  Δεσπότη  και  τα   δάκρυά   του   μαλάκωσαν  την   καρδιά   του άρχοντα    των  Αράβων.
  
— Σταμάτα,   Δημητριανέ,   του   είπε.   Τα   λόγια   σου,   τα   δάκρυα   και   οι προσευχές   σου   και   η  αγάπη σου για τους συμπατριώτες σου, τους αιχμαλώτους    της   Κύπρου,   μας   έχουν   συγκινήσει.   Αν   δεν   ήσουνα   εδώ,   θα τους    κρατούσαμε   για   πάντα   κοντά   μας   δούλους   μας.   Η   παρουσία   σου   μας αναγκάζει  να   δώσουμε   ένα   τέλος   στην   αιχμαλωσία   σας.   Τα  δάκρυά   σου ως θεϊκή βροχή μαλάκωσαν την καρδιά μας και μας κάμνουν  να    πονάμε, όταν σας βλέπουμε. Γι’ αυτό σας αφήνουμε ελεύθερους. Πάρε τους ανθρώπους   σου    και   πήγαινε   στο   καλό.  Εμείς  για   ασφάλειά   σας   θα   σας συνοδέψουμε   μέχρι   το   νησί   σας.

Το θαύμα έγινε. Η πίστη του Αγίου και οι προσευχές του θαυματούργησαν. Οι αιχμάλωτοι με συνοδεία ξαναγύρισαν στην αγαπημένη   τους    πατρίδα.

Η   μεγαλειώδης   τούτη πράξη του   Αγίου   φέρει   στην   μνήμη   μας  κάποιο άλλο γεγονός... Το αναφέρουμε από σεβασμό και σαν μία πράξη δικαιοσύνης,   αλλά   και  σαν   ένα   μνημόσυνο.   Είναι   το  γεγονός που   έχει    ως ήρωά του έναν σύγχρονο κληρικό και γνήσιο φίλο της πολύπαθης   Κύπρου μας,   τον   αείμνηστο   μητροπολίτη  Τρίκκης   Διονύσιο   Χαραλάμπους.   Κατά την   διάρκεια   του   επικού   αγώνος   του   40   είχε   και   αυτός   συλληφθεί   στην Μυτιλήνη όπου έμενε καιύστερα από πολλές ταλαιπωρίες είχε μεταφερθεί   και   εγκλεισθεί   στο   στρατόπεδο   του   Παύλου   Μελά   στην Μακεδονία.   Αργότερα χάρη στην επέμβαση μερικών ισχυρών   φίλων,  που ενήργησαν χωρίς να το ξέρει αφέθηκε ελεύθερος, ενώ   οι   συγκρατούμενοί του θα μεταφέρονταν στα χιτλερικά στρατόπεδα της Γερμανίας. Ο αληθινός κληρικός,   σαν   το   έμαθε   απέρριψε   χωρίς   κανένα   ενδοιασμό  το άγγελμα  της ελευθερίας του και με προθυμία και  αυτοθυσία συγκινητική έσπευσε ν’ ακολουθήσει το ποίμνιό του στη νέα του περιπέτεια. Το ποίμνιό του, δηλαδή τους συγκρατούμενούς του, που γνώρισε  στο   στρατόπεδο.   Τους   συνώδευε   εκούσια   στην   αιχμαλωσία,   για να τους παρηγορεί και να τους ενισχύει. Μερικά πολύ συγκινητικά στιγμιότυπα της θεληματικής αυτής δοκιμασίας του μας δίνει ο ααείμνηστος   πατήρ   στο   βιβλίο   του   «Μάρτυρες».   Μιμητής   και   αυτός   του μεγαλόψυχου  Αγίου μας, του   Δημητριανού,   που   έζησε   μέχρι   το   τέλος   μία ζωή   θυσίας   και  αρετής,   μια   ζωή   υποδειγματική.  Κοντά  σ’  αὐτόν   όσο ζούσε έβρισκαν οι χήρες και   τα   ορφανά,   τον   προστάτη.   Οι   θλιμμένοι   και καταδιωγμένοι,  τον  παρηγορητή.  Οι   φυλακισμένοι   και  αδικούμενοι,   τον ελευθερωτή.   Οι   πονεμένοι  και  άρρωστοι, τον ιατρό   και   θεραπευτή.   Ναι. Τον   ανάργυρο   θεραπευτή.   Γιατί   ο  Άγιος   «τω χαρίσματι των ιαμάτων πάσαν   απήλαυνε   νόσον   και   μαλακίαν...  ού   τέχνη   χρώμενος   ιατρική   των  εξ  Ιπποκράτους   και   Γαληνού   βοηθημάτων,   Χριστού   δε   μόνον   κλήσει   και   τη   του Σταυρού σφραγίδι   η   δοθείσα   τούτω   χάρις  των   ιαμάτων   επηκολούθει».

Ο   σεβάσμιος   επίσκοπος   αφήκε   τον   κόσμο   γύρω   στα   915 – 916   μ.Χ.   σε ηλικία   81   περίπου   χρόνων.   Οι   πιστοί   με   δάκρυα   πόνου   κήδεψαν   το  σεπτό σκήνωμά   του.   Στο   πρόσωπό  του  θρήνησαν   τον   ακλόνητο  μαχητή,  τον αλύγιστο αγωνιστή, τον στοργικό πατέρα και ακάματο της αρετής αθλητή.
Saint Demetrios Bishop of the Cathedral of Cyprus


Honest and heroic fighter. Inspirer and guide of the good. A man of prayer and a keeper of the Mysteries of God. A form that combined love with the life of countless self-sacrifice for others. A true jewel of the Cypriot Church. Here's who was Saint Demetrios, the bishop of Chitron.

He was born in the town of Sykai in the province of Nicosia, a ruined town today, at the time when Emperor Theophilus (829-842) reigned in Constantinople.
His father was a priest and his mother a devout and devout woman. Both belonged to that lineage of Christians for whom the letter to Diognito characteristically states: "In the flesh of tihannus, but in flesh of life. On earth, but in heaven they are politicized. "
In the blessed environment of their Christian home, little Demetrios grew up with the aroma of Christ's fragrance. Early on, the devout father took his child to church and used to serve him in his priestly duties. He struck the squirrel, lit the candles, prepared the bowl.
Later, when he began to learn letters, his father would read him some hymns and chants. In the morning he read with his childlike crystal voice the readings of the rectum and the evening of the evening with a touch of emotion. Everyone in town boasted of the good kid and loved it.
And the manoula that boasted about it and she made sure her child stayed alien to any suspicious upbringing. The words of the divine Apostle, "abominations, good speeches and kakas" (1 Cor. 33) were circulating in her mind every moment. So be careful.
Not only that, but he was also trying to fill the child's free time with some good work. The words of the wise Shirah 'children of children, teach them' (Wis. 6: 23) greatly moved the pious mother. So tired she struggled with her advice and minds to guide her child's thoughts in the way of God with care and attention.
She took it with her to charity visits. With her and when she was going to offer the consolation to the hurt. In this way the dishonest mother used to teach the child from her young age the works of virtue. And she practiced it in her own words, but above all with her holy life.
In the face of his beloved parents, Demetrius saw and read a "letter of Christ". For both of them life was truly "the letter of Christ, known and rehearsed by all men" (2 Cor. 2).

When Demetrios reached adulthood, his parents convinced him to start a family. The young man accepted and married a very wise and virtuous daughter. But three months after his marriage, Dimitrianos was left alone again. God's love called to heaven his faithful and pure companion. The beautiful woman left pure and virgin as pure and virgin she remained and her partner to the end. The blow was heavy. But the thought that nothing can be done in this world without the Lord giving it, has helped the young man to be comforted. "The Lord has given, the Lord is in vain," he said and repeated, glorifying God.
After this ordeal, Dimitrianos decided to pursue the solitary life in which he previously cherished myth. His life of exercise, temperance and prayer moved him from a child. So she dressed in a lonely figure and left home.

Near Kythrea, on the slope of the mountain, was a monastery called the Monastery of St. Anthony. Unfortunately there is no sign of this monastery today. There is only one site, which is called Saint Anthony, and the monastery may have been built there. It seems that the philatelic young man hastened to resort. The monks' fathers, who knew him from previous visits, gladly accepted him. In the quiet and tranquility of the monastery's surroundings the young man found what he was looking for.

The spiritual struggle absorbed him so much that he often forgot about food. With an unmistakable heart and an indomitable mind, he struggled daily and steadily to climb the stairs of virtue. With fear of God and sacred devotion he watched the holy sacrifices. His holy spirit at that time was tormented by Christ's love, and the thought of his slave's love was flying to other worlds. The study of the Bible touched him deeply. She devoted many hours of the day and night to it. And this, for he knew, that the man who studies the words of God "day and night" is like a tree planted near the running water and is constantly watered. That is why he gives his rich fruits at the right time.

The blessed ascetic also began to give rich fruits of his virtuous life. With his sovereignty, his profound humility, and the sanctification of the body, the miraculous was gifted early with charisma. Through his prayer he succeeds in curing every disease and in the pursuit of demons. His reputation attracts daily visitors to the monastery, who come to hear his words and receive healing. None of these sick people, as his unknown biographer writes, were "emptied of hope, but all those who were desperately desperate enjoyed their homes."

His miraculous piety and virtue, and the many miracles he did with the grace of God, also drew the attention of the then Bishop of Kythera, Saint Athos, who called him and ordained him a priest. At this position, Demetrios made sure to become the spiritual father of his community. And he succeeded. He achieved this through his spiritual life, his deep piety, his kindness, his humility, his love. In a very short time his venerable form became the center of interest for the whole of Kythra. But the beautiful life of the monastery attracted him. That is why, after years, he succeeded in persuading his venerable bishop and taking leave of him to return to his beloved monastery. When he arrived, he found the monks crying the death of their abbot. As they saw him, their faces were illuminated by consolation, and their hearts burst with hope. With pleas they fell at his feet and respectfully asked him to accept his successor, their father and their protector. Despite the love that Dimitrian's heart felt in simple and indistinguishable life, the pleas of his fathers and supporters persuaded him to accept and take over the monastery's abbey. In this service the tireless athlete gave himself up again. The monastery at that time was experiencing days of great material and spiritual progress. Everyone was talking about it in the best way possible, and Christians in his spiritual discovery found the peace and joy of their heart. A spiritual oasis was made for the surrounding villages by the words of the fathers, their teaching, their example.
The jealous work of the monastery came to an end with the death of the archbishop of Constantia and the transfer to him of the bishop of Kythrea, Saint Efstathios. The vacant Kythra throne had to find the right replacement. The clergy and the people now turned to Demetrios and invited him to succeed Sacred Efstathios to the throne of Kythra (Kythrea).

The natural disgust that the venerable clergyman fed to the great offices made him secretly leave the monastery and, as his biographer tells us, "understand the northernmost parts of the terms, a place of concealment myself, the voyage of priesthood." With the help of a lifelong friend of Paul, to whom he had revealed his purpose, he proceeded to a cave near the sea and hid there. Some time later the people of the Archbishop found him and invited him to follow them to Constantia. The skyscraper obedient athlete, and despite his will, presented himself to Archbishop Efstathios, who also ordained him Bishop of Hytron. Bishop of a historic throne, a throne glorified before him by four bishops, proclaimed saints by our Church.

By his election and ordination "the lamp was put on the lamp". In the face of Demetrios the Christians found the worthy shepherd, the wise teacher, the visceral father. The words of our Lord, "the shepherd of that good soul in the training of the sheep," which characterize the true shepherd and worthy clergyman, found in this faithful and devoted observer. Something more. These words made the divine bishop the purpose and the motto of his life. And our events bear witness to that.
At this time the Arabs (Saracens), a barbarian people residing in Mesopotamia, moved westward to our island as a divine curse led by a wildly unfortunate Greek extraterrestrial called Damian. In this predatory raid that took place around 911 - 912 AD. and for four months they seized towns and villages, and when they reached the province of Saint, they took with them a great number of prisoners besides loot. The Saint himself was not disturbed. They respected him. But the captives took them with them.

Frustrated by the affectionate father who lost his spiritual children, "he left 99 sheep as good shepherd of the Gospel and followed one." He left his province and despite his old age - he would have been somewhere between 77 and 78 years old - he went "backwards" to that distant and unknown country to strengthen and comfort his enslaved children.

His life in the homeless was a constant prayer and endless lament for his Christians. He prays with patience, perseverance and faith. The words of the Lord "always, whatever you ask in prayer for believers to receive" continually twist in his mind. Praying and waiting.

One day he sought and appeared before the supreme lord of the Arabs. With courage and boldness, he exposed the martyrs of the Christians from the unjustified raid of the extraterrestrial and demanded their release.

Cyprus then had a peculiar status of autonomy. It paid taxes in both Byzantium and Islam, when these two great powers of that time were at war, Cyprus had to remain neutral. Cyprus was neutral even when the barbarians attacked it. So the invasion and unjust occupation, destruction and captivity are unjustified.

The words of the Despot and his tears softened the heart of the Arab ruler.
  
- Stop, Dimitrian, he told him. Your words, your tears and your prayers and your love for your compatriots, the captives of Cyprus, have moved us. If you weren't here, we would keep our slaves with us forever. Your presence forces us to put an end to your captivity. Your tears as heavenly rain soften our hearts and cause us pain when we see you. That's why we let you go. Take your people and go for good. We will accompany you to your island for your safety.

The miracle was done. The faith of the Saint and his prayers were miraculous. The escorted captives returned to their beloved homeland.
This magnificent act of the Saint brings to mind another fact ... We refer to it with respect both as an act of justice and as a memorial. It is a fact that has as its hero a contemporary clergyman and genuine friend of our long-suffering Cyprus, the late Metropolitan Trikkis Dionysios Charalambous. During the epic struggle of 40 he was also arrested in Mytilene where he was left behind after many inconveniences. He was transferred and confined to Paul Mela's camp in Macedonia. Later, thanks to the intervention of some powerful friends, who acted without knowing it, he was released and his detainees would be transferred to Hitler's German camps. The true clergyman, as he learned, rejected his liberty without any hesitation, and with eagerness and self-sacrifice, moved swiftly to follow his flock to his new adventure. His flock, that is, his detainees, he met in the camp. He voluntarily joined them in captivity to comfort and strengthen them. Some memorable snapshots of this willful test are given by the unforgettable father in his book of Witnesses. Mimic and that of our great-hearted Saint Demetrius, who lived to the end a life of sacrifice and virtue, an exemplary life. Widows and orphans, the patron, were found near him as long as he lived. The sad and the chased, the comforter. Prisoners and convicts, the liberator. The hurt and sick, the doctor and the healer. Yes. The anointed healer. For the saint "the charisma of the healers have gone from sickness and malevolence ... to the art of dyed medicine of the Hippocratic and Galenic aids, Christ does not only invoke the Cross seal;

The venerable bishop left the world around 915 - 916 AD at the age of about 81 years. The faithful with tears of pain planted his septum. His face was mourned by the unwavering fighter, the alert fighter, the affectionate father and athlete of virtue.

Δεν υπάρχουν σχόλια: