12/11/19

Ο Άγιος Ιωάννης ο Ελεήμονας Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας


«Μακάριοι οι   ελεήμονες, ότι αυτοί   ελεηθήσονται»   λέει   ο   Κύριος   στην επί  του   Όρους   ομιλία.
Και   τα   λόγια  του  αυτά  βρίσκουν  πλήρη   την   εφαρμογή   τους   στο υπεράξιο   τέκνο   της   Κύπρου   μας,   τον   Άγιο   Ιωάννη   τον   Ελεήμονα,   τον   Αρχιεπίσκοπο   της   μεγάλης   πόλεως  Αλεξανδρείας.
Φυσικά  η  φιλανθρωπία  είναι  χαρακτηριστικό  γνώρισμα  όλων   των αγίων.
Γιατί,   η   αρετή   αυτή,   η   αγάπη   προς   τους   άλλους   ανθρώπους   είναι   και   η  πιο   τρανή   πιστοποίηση   της   αγάπης  μας προς    τον μεγάλο  μας Πατέρα, τον  Θεό,  όπως  ξεκάθαρα  τονίζει  και  ο   ιερός Ευαγγελιστής.
Ο  Άγιος  Ιωάννης  όμως  την   φιλανθρωπία  την  έκαμε   κύριο  μέλημα της  ζωής  του,  ώστε  η   Εκκλησία  μας  να  του  δώσει   και   το  τιμητικό προσωνύμιο    του    Ελεήμονος.
Την    ζωή  του μεγάλου αυτού φιλανθρώπου, μια ζωή αληθινά χαριτωμένη  και   ρωμαλέα,  θα   εκθέσουμε στις γραμμές που ακολουθούν.
Είναι    τόσο  διδακτική,  μα  και  τόσο    ενδιαφέρουσα  ειδικά  για  την εποχή  μας,   που  είναι  μία  εποχή   άκρατου  ατομισμού.

Ο  Άγιος  Ιωάννης  γεννήθηκε  στην  Αμαθούντα.   Η  Αμαθούς,  ήταν  η σημερινὴ  Παλαιά  Λεμεσός.  Η  τωρινή  πόλη  της  Λεμεσού  λεγόταν  τότε    Νεάπολις. Με  τον  καιρό  η   Νεάπολις  έγινε  η   κύρια  πόλη  της περιοχής,   η  γνωστή   Λεμεσός, ενώ  η  αρχαία  Αμαθούς  έμεινε  στις ημέρες  μας  ένας  άμορφος αρχαιολογικός χώρος. Όταν  ο  Ιωάννης πέρασε   το  κατώφλι  της  εφηβικής   ηλικίας  και   μπήκε  στη   νεανική,   οι  γονείς  του,   μετά   από   αρκετές  πιέσεις,   τον  έπεισαν,  παρά  τον βαθύ  του  πόθο  να  αφιερωθεί   σε  έργα  υψηλότερα,  έργα  υπηρεσίας της  Εκκλησίας,  να   δεχθεί    και   να αναλάβει τον ζυγό της οικογενειακής  ζωής.

Οι  γονείς  του  Επιφάνιος   και  Ευκοσμία   είχαν   μεγάλη  κοινωνική θέση  και   ήταν  άνθρωποι  ενάρετοι.   Ο   πατέρας   του ήταν  ο φημισμένος   κυβερνήτης της νήσου και είχε μεγάλα διοικητικά χαρίσματα.   Γι’ αυτό  και  ο λαός του πολύ  τον  εκτιμούσε   και   τον αγαπούσε   και   τον   σεβόταν.   Η   μητέρα   του  πάλι   διακρινόταν   όχι μόνο  για   τα   σωματικά   της  χαρίσματα,   αλλά   και   για   τα   ψυχικά. Κοντά   σ’ αυτούς   και   σ’ ένα  περιβάλλον   πλούσια   χριστιανικό   είδε το    φως   της   ζωής   και   μεγάλωσε  το  ευτυχισμένο   παιδί.

Αμφότεροι  οι  γονείς  ποτισμένοι  με   τα   νάματα  της  πίστης του Χριστού,  φρόντισαν  με  ιδιαίτερη   επιμέλεια  απ’ την  πρώτη   στιγμή   να αναθρέψουν  τον  Ιωάννη  τους  «εν   παιδεία   και   νουθεσία  Κυρίου».   Και το    πέτυχαν.   Οι  τόσες φροντίδες τους γι’ αυτόν είχαν και τους ανάλογους  καρπούς.  Άλλωστε  το  «ό  εάν  σπείρει   άνθρωπος,  τούτο   και θερίσει»   είναι  του  Κυρίου  μας  διαβεβαίωση.  Και   οι  καλοί   γονείς έσπειραν  στην  ψυχή  του  παιδιού  τους   με   προσοχή  και   προσευχή   τα   σπέρματα της   ευσέβειας.   Δικαιολογημένα  στον   κατάλληλο   καιρό καμαρώνουν  τους   όμορφους   καρπούς   των   κόπων  τους.   Ευσεβείς   και    ενάρετοι  οι  γονείς.  Θαυμαστός   και    τιμημένος  ο    καρπός,  το παιδί   τους.

Ο  Ιωάννης  κοντά  στους  γονείς  του  απέκτησε  μία   μόρφωση   αληθινά αξιόλογη.  Από  τα  μαθήματά   του  πιο  πολύ   αγαπούσε   και   μελετούσε  τα  ιερά  γράμματα. Μέσα  στις  σελίδες  των   ιερών   βιβλίων εντρυφούσε για ώρες κάθε μέρα. Μέσα σ’ αυτές βρήκε τον «πολύτιμον   μαργαρίτην».   Και    για   τον   μαργαρίτη   αυτόν   δεν  δίστασε   να θυσιάσει   τα πάντα, για  να   τον   κάμει   κτήμά   του   αναφαίρετο.    Και τον   έκαμε.  Η   συνέχεια   της   περιγραφής   της  ζωής  του   θα   μας   το δείξει.

Η   υποχώρησή  του  αυτή  δεν υπήρξε  πράξη  αδυναμίας.  Τουναντίον υπήρξε  μία  πράξη  δυνάμεως. Ήταν  μία  θυσία   του   εαυτού   του   για τη   χαρά   εκείνων που τον έφεραν στον κόσμο.   Για   την   αγάπη   των γονιών   του.

Η  οικογενειακή   ζωή  του  Αγίου  μας  υπήρξε   πρότυπος.   Η   ειρήνη   του    Θεού   «η   υπερέχουσα   πάντα   νουν»   είχε   θρονιαστεί   στο   σπίτι τους.  Δυο   αγγελούδια  με  την  σειρά,  δώρα  του  Θεού   και   αυτά   ήρθαν   να   αυξήσουν  την  χαρά   στην   ευλογημένη   ο ικογένεια.

Η  ανέφελη όμως ζωή  δεν   έχει   κάτι   το  μόνιμο    στον   κόσμο   αυτό.    Ο   γαλανὸς   ουρανός   της  οικογενειακής   ευτυχίας   συννέφιασε   κάποια   ημέρα.   Πρώτα   η σύζυγος και  ύστερα τα δυο παιδιά αρπάχτηκαν  από   το   δρεπάνι   του  θανάτου  και   έφυγαν  σε  μικρό χρονικό   διάστημα.  Στο   σπίτι   που   βασίλευε   το   γέλιο   και   η χαρά, έχει στήσει  τώρα   το σκιάχτρο  του  ο   πόνος  και   ο   σπαραγμός.   Στο κτύπημα   αυτό   το   βαρύ   και   ασήκωτο    για   πολλούς,   ο   Ιωάννης έδειξε    όλο  το   ψυχικό  του   μεγαλείο.   Τα    λόγια  του   πολύαθλου Ιώβ   «ο Κύριος έδωκεν, ο Κύριος αφείλετο... είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον»    στριφογυρίζουν   συνέχεια   στο   νου   του.  Και  παρηγορείται.   Και δοξολογεί  τον  Θεό.  Και   παίρνει  την  απόφαση   σταθερά   και    ηρωικά να   αφιερωθεί   πια   αποκλειστικά  στην   διακονία   του   θελήματος   του Θεού  και  των   αδελφών  του   Χριστού.   Και   η   απόφαση   έγινε   έργο. Η   αγάπη   και   το   ενδιαφέρον  του   στην   σύντροφό  του  και   τα σαρκικά   του παιδιά διοχετεύονται τώρα πλούσια στη μεγάλη «οικογένεια   του   Θεού», την Εκκλησία. Οι πονεμένοι και οι βασανισμένοι,   οι   χήρες   και   τα   ορφανά,   οι   φτωχοί   και    απόκληροι της   ζωής   γίνονται   πια   οι  προστατευόμενοι του μεγάλου φιλάνθρωπου.   Η   φήμη  του  διαδίδεται  παντού.   Το   παράδειγμά   του φωτίζει   τις   καρδιές.   Και   η   αγάπη   του,  η    ανιδιοτελής   και   πλούσια  αγάπη   του,   διδάσκει   και   συγκινεί   μικρούς   και   μεγάλους. Οι   χριστιανοί   καμαρώνουν.   Και   οι   ειδωλολάτρες  θαυμάζουν   και ζητούν   να   τον   γνωρίσουν   και   να   τον   ακούσουν.

Ο  λύχνος   όμως  πρέπει  να   τεθεί    και   στον  ανάλογο  λυχνοστάτη. Είναι   ανάγκη   ν’ απλώσει    και   να   σκορπίσει   το   φως   του πλατύτερα.   Και   η  ευκαιρία    δόθηκε.

Τον   καιρό  εκείνο  ο   πατριαρχικός  θρόνος  της  Αλεξανδρείας   είχε χηρέψει.   Πρόκριτοι   και   λαός  με   μία   φωνή   καλούν  στην   ιστορική θέση  τον  Ιωάννη.  Ο  πατρίκιος  Νικήτας,   έπαρχος   της  Αιγύπτου   και εξάδελφος  του   αυτοκράτορος    Ηρακλείου,  μεταφέρει   σ’ αυτόν  την λαϊκή παράκληση. Ο αυτοκράτορας συγκατατίθεται, αλλά και κατατοπίζεται, πως για να πεισθεί ο Ιωάννης να αποδεχθεί την προσφερόμενη θέση, πρέπει να αντιληφθεί, πως ο βασιλιάς στην περίπτωση    αυτή   ερμηνεύει   του   Θεού  το   θέλημα.   Οι    μικροί   μόνο, βλέπετε,  επιδιώκουν   και   κυνηγούν   τα   αξιώματα.   Οι   μεγάλοι,   και όταν   τους   προσφέρονται,   τα   αφήνουν   και   φεύγουν.   Αυτό   ίσχυσε και στην περίπτωση του Ιωάννου. Ο αυτοκράτορας όμως είναι κατατοπισμένος και αποφασισμένος «και άκοντα προς τον θρόνον  αναγαγείν   τον   Ιωάννην».    Και   το   έκαμε.

Κάλεσε   τον  Ιωάννη   και   του   ανήγγειλε   την   επιθυμία   του.   Και ακόμη τον πιέζει ν’ αποδεχθεί το υψηλό αξίωμα και υπούργημα. Ο Ιωάννης  αντιστέκεται.  Το  ιερό   έργο   με   τις   τόσες  ευθύνες  τον συνέχει.  Προβάλλει   διάφορες   αντιρρήσεις    για   να   ξεφύγει.   Τελικά όμως   υποχωρεί.   Και   υποχωρεί  γιατί   αισθάνεται,   πως   η    απαίτηση του   βασιλιά   και   η   θέληση   του   λαού   δεν   είναι   κάτι   το ανθρώπινο.   Τα   βλέπει   σαν  ένα  μήνυμα   του   ουρανού  προς   αυτόν. Κλίνει  τον  αυχένα  με  ταπείνωση  και  παραδίδεται   άνευ   όρων   στην τιμητική    κλήση   που  του   γίνεται.   Στην   κλήση   του  Θεού. Υποτάσσεται   στο   μήνυμα   του   Ουρανού   και   αναδεικνύεται   για   την   πόλη   του   Αλεξάνδρου,   μα   και   για   ολόκληρη   την  Αίγυπτο ένας    άλλος   Νείλος. Ένας  Νείλος πνευματικός. Ένας   Νείλος  που ξεχύνει   το   ρεύμα   της   αγάπης   του  πλούσια    παντού,   για   να ποτίσει   και   να  δροσίσει   τις   φλογισμένες  από   τη   φτώχεια    καρδιές. Κάτι  περισσότερο.   Ο ποταμός   ο   Νείλος   αρδεύει   μόνο   την   γη   τα ης Αιγύπτου. Ο πατριάρχης Ιωάννης ξεχύνει άφθονα τα ελέη της φιλανθρωπίας   του και πέραν από τη χώρα της Αιγύπτου. Γίνεται ποταμός που μεταδίδει  την αγάπη σεκάθε ύπαρξη, όπου  και  άν βρίσκεται.

Το  φιλανθρωπικό  έργο   του   Αγίου   ιεράρχου   μπορεί   να   γεμίσει πολλές – πολλές    σελίδες.   Δεν   υπάρχει   πτυχή   ανέχειας και δυστυχίας που να μην αντιμετωπίστηκε με ανιδιοτελή και φλογερή αγάπη. Μόλις ανέβηκε στον θρόνο, η πρώτη του πράξη ήταν να συγκαλέσει    σε   σύσκεψη   τους   οικονόμους   της   Εκκλησίας   και   τους άλλους  κληρικούς  και   αφού   τους   μίλησε   με   τον   ίδιο    τρόπο   που ένας   στοργικός    πατέρας μιλάει στα  παιδιά  του   τους   ζήτησε,   τι νομίζετε;   Να   γυρίσουν   όλη   την  πόλη  και  να   καταγράψουν  με   το όνομά   τους  «όλους   τους  κυρίους  και  δεσπότας  του».  Κύριοι  και δεσπόται  του   Πατριάρχου  ποιοι   νομίζετε   πως    ήταν;  Την   εξήγηση δίνει   ο   ίδιος.

— Εκείνους   που   σεις   έχετε  τη   συνήθεια   να   τους   ονομάζετε φτωχούς   και   ζητιάνους,  αυτοί  για   μένα   είναι   «οι   κύριοι   και δεσπόται» μου. Γιατί αυτοί είναι που θα μας βοηθήσουν να κληρονομήσουμε   την   βασιλεία   των   ουρανών.

Έτσι  ο πονόψυχος ιεράρχης ξεκινά για το μεγάλο έργο του. Με τη βοήθεια των αφοσιωμένων συνεργατών του, κληρικών και λαϊκών, μελετώνται προσεκτικά τα διάφορα προβλήματα. Ύστερα προγραμματίζεται  η   εργασία.    Ανοίγουν    οι  καρδιές.   Ανοίγουν    τα χέρια.   Ανοίγουν   τα   ταμεία.  Τα   σχέδια  υλοποιούνται.   Και   σε   λίγο καιρό  η  Αλεξάνδρεια  γίνεται   αγνώριστη.   Νοσοκομεία,   πτωχοκομεία, ξενώνες  για  τους  περαστικούς,  μαιευτήρια  για  τις   άπορες  μητέρες, ορφανοτροφεία  για  τα  ορφανά   και   απροστάτευτα   παιδιά,  συσσίτια για  τους  φτωχούς  και  ένα  σωρό  άλλα  έργα  αγάπης  προβάλλονται παντού. Η φιλανθρωπία οργανώνεται υποδειγματικά. Οι βοηθοί του Πατριάρχου  δεν   είναι  υπάλληλοι  που   πάνε να μοιράσουν «βοηθήματα»  για  να  ξεφορτωθούν    κάποιους   οχληρούς    επισκέπτες. Με   την  φωτισμένη  και  εμπνευσμένη   καθοδήγησή  του,  είναι   ένας στρατός,   ένας   ειρηνικός   στρατός – στρατός    αγάπης – που    αυθόρμητα  και  εθελοντικά   δίνει  κάθε  μέρα  την  μάχη    ενάντια    στον πόνο  και  την  δυστυχία.  Και  του  στρατού   αυτού  κινητήριος    μοχλός, πρωτοστάτης   και   καθοδηγητής   ο   ποιμήν  ο   καλός.  Ο   ποιμήν   που ξέρει   να   θυσιάζει   καθημερινά   και   χρήμα   και   κόπο   και   ανάπαυση   για   το  ποίμνιό  του,  τους  χριστιανούς  του.   Ο   ποιμήν   που τίποτα   άλλο  δεν   βλέπει   μπροστά   του  παρά   την  σωτηρία  των ψυχών «υπέρ ών Χριστός απέθανε». Γι’ αυτό και περίπατός του, ξεκούρασμά  του,  ψυχαγωγία  του  είναι   οι   επισκέψεις  του  στα πονεμένα    παιδιά   του  και   η παρουσία  του   εκεί   που  «εφιλοσοφείτο   ο  πόνος»   και   η   αγάπη  του   είχε   στήσει   τρανό   το   βασίλειό   της.

Καινούργιοι   ναοί.  Οργάνωση   του   κηρύγματος.   Οι   φροντίδες  του   καλού   και  φλογερού ποιμένος δεν περιορίστηκαν μόνο στην ανακούφιση της φτώχειας   και   της   δυστυχίας.  Πιο   επικίνδυνος   εχθρός   από   την   ανέχεια   για   τον   άνθρωπο   είναι   «ο   λιμός   του   ακούσαι    λόγον    Κυρίου»   με  όλα   τα επακόλουθά   του.   Για   την   θεραπεία  και   αυτής  της  ανάγκης   μεριμνά   ο στοργικός  πατέρας.   Κτίζει   ναούς.  Όταν   ανέλαβε   στα   χέρια   το  πηδάλιο  της Εκκλησίας των  Αλεξανδρέων υπήρχαν μόνον επτά ναοί. Σε   λίγο   χρονικό διάστημα ο φλογερός ιεράρχης τους δεκαπλασίασε. Εβδομήντα   ορθόδοξοι ναοί   έχουν   υψωθεί   σε   διάφορα   μέρη   της   ξακουστής   πόλεως,  αληθινά στολίδια και λιμάνια παρηγοριάς και σωτηρίας ψυχών. Οι ναοί επανδρώνονται ανάλογα. Ευλαβείς και αφοσιωμένοι ιερείς αναλαμβάνουν την διδασκαλία και καθοδήγηση των πιστών. Η διαφώτιση προσφέρεται με ζήλο. Τα    ζιζάνια   του   κακού,   των   αιρέσεων    και της   αμαρτίας   ξεριζώνονται  το   ένα   μετά  το  άλλο.   Η   αδικία   των   δυνατών της   ημέρας   καταπολεμείται.  Τα  πάντα  διατίθενται  με σύστημα   και προσοχή για τη δημιουργία μιας καινούργιας κοινωνίας.   Μιας   κοινωνίας στην    οποία   να   βασιλεύει   το   θέλημα   του    Χριστού.

Για τη δημιουργία αυτής της κοινωνίας ο φλογερός Πατριάρχης προσφέρει   τα   πάντα.   «Όλα   για   τους   άλλους».   Να   το   σύνθημα   της   ζωής του.   Για   τον   εαυτό   του  δεν   ξέρει  να   κρατήσει,   παρά   ό,τι  του   ήταν απαραίτητο   για   μία   ζωή   πολύ   απλή   και   φτωχική.   Ασκητικό   το   κελί   του. Φτωχικό το φαγητό του. Πρόχειρο το στρώμα του. Κοινά   τα   σκεπάσματά του.   Τριμμένο   το   ράσο   του.   Ό,τι   καλό   και  φανταχτερό   το   μοιράζει   στους άλλους.

Κάποτε  ένας   πλούσιος   που  τον   είχε   επισκεφθεί   και   είδε   την   φτώχεια   που επικρατούσε στο κελί του φιλάνθρωπου Επισκόπου, έσπευσε να   αγοράσει πολύτιμο   πάπλωμα   και   του  το  πήγε   με  την  παράκληση  να  το  κρατήσει και  να  προσεύχεται   γι’  αυτόν  κάθε  φορά,   που   θα  το  χρησιμοποιούσε.   Η λεπτή  ψυχή του   Πατριάρχου   συγκινήθηκε από την ευγενική   και   πλούσια προσφορά.   Να   το     στείλει   πίσω,   δεν   το   θέλει.   Η   καλοκάγαθη   ψυχή   του    δεν δέχεται   να   λυπήσει   τον   πονετικό  εκείνον  άνθρωπο.   Το   κρατά.  Το   βράδυ δοκιμάζει   να   το   χρησιμοποιήσει.   Ξάπλωσε   και   το   έριξε  επάνω   του.   Η ζεστασιά   που   του   προσφέρει   δεν   τον   αφήνει   να   κλείσει   μάτι.   Η   σκέψη   του στρέφεται    συνέχεια   στους   φτωχούς   του.   Μπροστά   του  παρελαύνουν   όλες οι  πονεμένες  μορφές.    Άγρυπνος   σχεδόν   όλη   τη   νύχτα   στριφογυρίζει   στο κρεβάτι   του.   Το   πρωί   χωρίς   να   χάσει   καιρό,   παίρνει   το   πάπλωμα   και   το στέλλει   στην   αγορά   για   να   πουληθεί.   Κατά   μία   αγαθή   σύμπτωση,   από     το κατάστημα   που   ήταν   εκτεθειμένο   το   πάπλωμα   για   πώληση,   πέρασε   ο καλός   δωρητής.  Το   είδε   και   το  αναγνώρισε.   Αντελήφθηκε   τον   σκοπό   του πονόψυχου   πνευματικού  πατέρα.  Αγοράζει   και   πάλι   το   σκέπασμα   και   το ξαναστέλνει   στον  Άγιο.   Και  αυτός  πρόθυμα   το   δέχεται  τούτη  την  φορά. Όχι   για  να  το  κρατήσει  και  το  χρησιμοποιήσει.  Αλλά  για   να   το  πουλήσει και   τα   χρήματα   να   τα   διαθέσει   για   τους   φτωχούς   του.
Την   άλλη   μέρα   το   πολύτιμο   πάπλωμα   στάλθηκε   και   πάλι   στην   αγορά.    Ο πλούσιος   δωρητής  το   βλέπει,   το   αγοράζει   και   το   ξαναστέλνει   για  τρίτη φορά   στον   Πατριάρχη   με   την   βαθιά   παράκληση   να   το   κρατήσει  για   να μην   κρυώνει   τη   νύχτα.  Και   ο   καλοκάγαθος   ιεράρχης   τότε   του  απαντά   με την  γνωστή   χαριτωμένη  διάθεσή   του:

— «Για   να   δούμε,   αδελφέ   μου,  ποιος   από   τους   δυό   μας   θα   κουρασθεί   και θα   παραιτηθεί   πρώτος.   Συ   να   τ’ αγοράζεις   και   να   μου   το   στέλνεις   ή   εγώ να   το   παίρνω   και   να   το  πουλώ».

Το ψυχικό  μεγαλείο του Αγίου μας το  βλέπουμε  σ’ όλα   τα   κατορθώματα της   ηρωικής   αγάπης  του.  Μα    η    περίπτωση   της   αλώσεως   της   πόλεως   των Ιεροσολύμων   από   τους    Πέρσες   προβάλλει   κατά   ένα   μοναδικό   τρόπο   τον πλούτο   της   καλοσύνης   της   υπέροχης   ψυχής  του  και   την  απίστευτη ικανότητά    του   να   αντιμετωπίζει   και   να   λύει  κατά  τον   πιο   φυσικό   τρόπο και   τα   δυσκολότερα   φιλανθρωπικά   προβλήματα    και    έργα.

Στις   αρχές του   7ου  αιώνα   (614 μ.Χ.)   ο   βασιλιάς   των   Περσών   Χοσρόης   με πολύ στρατό πέρασε τον Ευφράτη, κατέλαβε πόλεις και χωριά  και   έφτασε μπροστά   στην   Αγία   Πόλη.   Από   όπου   περνούν  τα   στρατεύματά   του σκορπούν   παντού   την   ερήμωση   και   την    καταστροφή.   Εκεί   όμως   που   η μανία   τους   ξέσπασε   ασυγκράτητη   ήταν   στην   Ιερουσαλήμ.   Η   πόλη   του Θεού   παραδόθηκε   χωρίς   έλεος  στην   φωτιά   και   το  μαχαίρι.   Η   εβραϊκή κακία   και  αναλγησία   συμπλήρωσε   το   έργο   του   εξολοθρεμού.   Χιλιάδες πιστοί   φονεύθηκαν.   Σαράντα   τέσσερις   μοναχοί   της   ιστορικής   μονής   του Αγίου   Σάββα,  «οι  Αγιοσαββίτες»    σφάχτηκαν   σαν   αρνιά.   Ο   τάφος   του Κυρίου   και   ο   περίπυστος   ναός   της  Αναστάσεως   λεηλατήθηκαν  και παραδόθηκαν   στη    φωτιά.   Τα   ιερά    σκεύη   μαζί   με  τον  Τίμιο  Σταυρό αρπάχτηκαν από τα βέβηλα χέρια. Και ο Πατριάρχης Ζαχαρίας αιχμάλωτος    σέρνεται   στην   εξορία.

Τα απομεινάρια της θλιβερής καταστροφής με τον   τρόμο   ζωγραφισμένο στο   πρόσωπό   τους   παίρνουν   τον   δρόμο   της   προσφυγιάς   με   σύντροφο   το δάκρυ   και   το  κλάμα.  Ποιος  θα  φροντίσει   γι’   αυτούς;   Ποιος   θα   αναλάβει την   περίθαλψη    και   την    φιλοξενία   τους;

Ο   ελεήμων   Πατριάρχης.   Ο    στοργικός   πατέρας.   Χωρίς   να   χάσει   καιρό πνίγει   τον   ασήκωτο   πόνο   και   ρίχνεται   μ’ όλη   την   δύναμη   της   ψυχής   του στο   έργο.   Οργανώνει   συνεργεία   και   κατά   ένα   τρόπο   εκπληκτικό   δέχεται τους   πρόσφυγες,   τους   παρηγορεί,   τους   ενισχύει,   τους   τακτοποιεί.    Κοντά του οι ναυαγοί αυτοί της ζωής βρήκαν περίθαλψη, αγάπη, λιμάνι στοργής.

Ο μεγάλος μας ιστορικός και ακαδημαϊκός Κ. Άμαντος για  την δραστηριότητα αυτή του Αγίου μας τονίζει:   «Περιέθαλψε  τους   πρόσφυγας κατά    τρόπον   μοναδικόν,    άγνωστον    μέχρι   τότε   εις   την   ιστορίαν».

Θαυμαστή υπήρξε ολόκληρη η  ζωή του αγωνιστού  Πατριάρχη. Υπάκουος    στην   εντολή   του   Κυρίου    απαρνήθηκε   τα   πάντα   στον   κόσμο αυτό,   για  να   Τον   υπηρετήσει.   Όσο   καιρό    ζούσε   στη   γη,   η   ματιά   του   ήταν προσηλωμένη    στον   ουρανό   και   γι’ αυτόν   κτυπούσε   συνέχεια   η   καρδιά του.   Κίνητρό   του   σε   όλα   είχε   την   βαθιά   αγάπη   του   στον   Θεό   και   τα   παιδιά του   Θεού.   Με   την   αγάπη   άρχισε   την   αρχιερατεία   του.   Με   την   αγάπη    την φλογερή   και   αγία,   συμπληρώνει   την   ζωή   του   και   παραδίδει   την   ψυχή   του στον   Θεό   στον   τόπο   που   γεννήθηκε    και   είδε   το   φως   για   πρώτη   φορά,   στην Αμαθούντα   της  Κύπρου.

Ύστερα  από   πολλές   παρακλήσεις   του   πατρικίου   Νικήτα,   εξάδελφου   του αυτοκράτορος,   ο   Άγιός   μας   δέχτηκε   να   τον   συνοδεύσει   ως   την   Πόλη,   για να   προσφέρει   τις   ευλογίες   του   στον   αυτοκράτορα   που   πολυ   τις   ζητούσε. Με   δάκρυα   αποχαιρέτησε   τ’ αγαπημένα    παιδιά   του,  μπήκε   στο   πλοίο   και ξεκίνησε.  Όταν   έφτασαν   στην   Ρόδο,   ένα   όραμα   τον   καλεί   στην   Κύπρο. «Έλα,   μην   αργείς,  του   είπε   ένας    μεγαλόπρεπος   και   φωτεινός   άνδρας. Έλα!    Ο    βασιλεύς    των    βασιλέων   σε   προσκαλεί».

Ο   Άγιος   αντιλήφθηκε.   Δεν   ήταν   ανάγκη   να   πολυβασανίσει   το   μυαλό   του. Τον   καλούσε   ο   Κύριος.    Φώναξε   τον   άρχοντα    και    του    φανέρωσε   το όραμα:

«Άρχοντά μου, του είπε. Συ  θέλησες την αναξιότητά μου να παρουσιάσεις    στον    βασιλιά   της   γης.   Ο   Βασιλιάς   του   Ουρανού    όμως   δεν το    θέλει.   Με   προσκαλεί    κοντά   του».

Με   βαθιά   συγκίνηση   ο  άρχοντας αποχαιρέτησε τον πνευματικό  του πατέρα.   Με   τιμές   τον   προπέμπει   στην   Κύπρο.   Έξω   από   την   σημερινή Λεμεσό  έγραψε   την   διαθήκη   του.   Το   κείμενό   της   είναι   σύντομο,   μα   πολύ περιεκτικό.   Σ’ αυτήν   μεταξύ   άλλων   αναφέρει:

«Σ’ ευχαριστώ,   Κύριε   και   Θεέ   μου,   γιατί   με   αξίωσες, τα   δώρα   που   Συ   μου έδωσες,   να   σου   τα   προσφέρω   πίσω.   Σ’ ευχαριστώ,   ακόμη   που   άκουσες   την προσευχή   μου   και   στην   κατοχή   μου  τώρα   που   πεθαίνω   δεν   έμεινε   παρά   «ένα τρίτον νομίσματος», το οποίον προστάζω να δοθεί στους φτωχούς   αδελφούς μου. Όταν   με   την   χάρη   του   Θεού  έγινα  επίσκοπος της    Αλεξανδρείας,   βρήκα στα   ταμεία  της   επισκοπής   μου   οκτώ   χιλιάδες   περίπου   λίτρες   χρυσού.   Με τις    γενναιόδωρες   προσφορές   φιλοχρίστων   ανθρώπων,  κατόρθωσα   να συγκεντρώσω   αμύθητα  ποσά.  Τα  ποσά αυτά, επειδή  ήξερα, πως είναι    δώρα του  βασιλιά   των  όλων, Χριστού, τα επέστρεψα   με   επιμέλεια   και   προσοχή   στον   Θεό,   στον   οποίο   και   ανήκουν.   Σ’ Αυτόν   παραδίδω   τώρα και   την ψυχή    μου».

Υπέροχα   λόγια   αληθινού   Αγίου.   Σε   λίγο   έκλεισε   τα   μάτια   και   έφυγε  για την αιωνιότητα. Οι χριστιανοί της Αμαθούντος  κήδεψαν το   άγιο    λείψανο με    δάκρυα   και   τιμές    στον   ιερό    ναό   του   Αγίου   Τύχωνος.

Να τι πέτυχε μία αγνή χριστιανική καρδιά. Τα χρόνια θα   εναλλάσσονται, μα    το   παράδειγμα   του   Αγίου   Ιωάννου    του   Ελεήμονος    θα   μείνει   πάντα ολοζώντανο   και   φωτεινό,   για   να   διαλαλεί   ανά   τους   αιώνες   τι   μπορεί   να πετύχει   στη   ζωή   ένας   και   μόνον   άνθρωπος,   όταν   αυτός   είναι    γνήσιος χριστιανός   «θείω   ζήλω   πεπυρωμένος».

Στην   εποχή   αυτή   του   υλισμού   και  ατομισμού   θερμή  άς   αναβαίνει καθημερινά   από   κάθε  χριστιανική   καρδιά   η  προσευχή.   Το  παράδειγμα   του φλογερού επισκόπου να βρεί και σήμερα μιμητές. Πολλούς της ελεημοσύνης   εργάτες   και   του   Αγίου   Ιωάννου   του   Ελεήμονος γνήσιους μιμητές.
Απολυτίκιον.   Ήχος πλ. δ’.       
Εν τη υπομονή  σου εκτήσω τον μισθόν σου Πάτερ Όσιε,   ταις   προσευχαίς αδιαλείπτως εγκαρτερήσας, τους πτωχούς αγαπήσας, και τούτοις επαρκέσας.   Αλλά   πρέσβευε   Χριστώ   τω   Θεώ,   Ιωάννη   Ελεήμον   μακάριε, σωθήναι   τας   ψυχάς   ημών.


Κοντάκιον.   Ήχος   β’.  Τα   άνω   ζητών.     
Τον   πλούτον   τον   σον,   εσκόρπισας   τοις   πένησι,   και  των  ουρανών,  τον πλούτον νυν απείληφας, Ιωάννη πάνσοφε· δια τούτο πάντες σε γεραίρομεν,   εκτελούντες   την   μνήμην  σου,   της   ελεημοσύνης   ω   επώνυμε.


Μεγαλυνάριον.
Ελεημοσύνης   ο   ποταμός,   ο   της   ευσπλαγχνίας,   διανέμων   επιρροάς,  και καταπιαίνων,   απόρων   τας   καρδίας,   ο  μέγας  Ιωάννης,   υμνολογείσθω   μοι.

Saint John the Merciful Archbishop of Alexandria


"Blessed are the merciful, for they are merciful," says the Lord in the parable.
And his words are fully applicable to the offspring of our Cyprus, Saint John the Merciful, the Archbishop of the great city of Alexandria.
Of course charity is a hallmark of all saints.
Because this virtue, love for other people is the most tremendous confirmation of our love for our great Father, God, as the Holy Evangelist clearly emphasizes.
But St. John's charity was the main concern of his life, so that our Church might also give him the honorable name of Mercy.
We will expose the life of this great philanthropist, a life of truly grace and romance, in the lines that follow.
It is so didactic, but so interesting especially for our time, that it is an age of extreme individualism.

Saint John was born in Amathus. Amathous, was today's Old Limassol. The current city of Limassol was then called Neapolis. In time, Neapolis became the main city of the area, known as Limassol, while ancient Amathus remained in our day an amorphous archaeological site. When John crossed the threshold of adolescence and entered adolescence, his parents, after a lot of pressure, persuaded him, despite his deep desire to devote himself to higher works, Church service work, to accept and take up his yoke. family life.

Parents of Epiphanes and Eucomia had a great social standing and were virtuous people. His father was the famed governor of the island and had great administrative gifts. That is why his people greatly appreciated and loved him and respected him. His mother was once again distinguished not only for her physical gifts but also for her psychic abilities. Close to them and in a rich Christian environment saw the light of life and raised a happy child.

Both parents, soaked with the threads of Christ's faith, took great care from the very first moment to raise John "in the Lord's education and counsel." And they succeeded. Their care for him had the same fruits. After all, "if any man sow, this he reapeth" is our Lord's assurance. And good parents sowed the seeds of piety with care and prayer in their child's soul. Justified in due time, they boast of the beautiful fruits of their labor. Worshipful and virtuous parents. Wonderful and honored the fruit, their child.

John near his parents acquired a truly remarkable education. He loved and studied sacred letters more than his lessons. Within the pages of the sacred books it rumbled for hours every day. In them he found the "precious daisy". And for this daisy he did not hesitate to sacrifice everything, to make him an inalienable estate. And we did. The continuation of his description of his life will show us.

His retreat was not an act of weakness. On the contrary, there was an act of force. He was a sacrifice of himself for the joy of those who brought him into the world. For the love of his parents.
Our Saint's family life has been a model. The peace of God, "the supremacy of all minds," had been thrown home. Two angels in turn, God's gifts, and these have come to increase the joy of the blessed family.

But untold life has nothing permanent in this world. The blue sky of family happiness clouded one day. First the wife and then the two children were caught by the scythe of death and left shortly. In the house that reigned with laughter and joy, pain and chatter has now set in its scarecrow. In this heavy and unbearable blow to many, John showed all his mental grandeur. Job's words, "The Lord gave, the Lord was cast out ... the name of the Lord is blessed," are continually twisted in his mind. And he is comforted. And it glorifies God. And he decides firmly and heroically to devote himself exclusively to the ministry of the will of God and the brothers of Christ. And the decision was made. His love and interest in his partner and his fleshly children are now channeled richly into the great "family of God", the Church. The afflicted and the afflicted, the widows and the orphans, the poor and outcasts of life are now becoming the protectors of the great philanthropist. His reputation is spreading everywhere. His example illuminates the hearts. And his love, his selfless and rich love, teaches and touches young and old alike. Christians boast. And idolaters admire and seek to know and hear him.

But the lamp must also be put on the appropriate lampstand. There is a need to spread and scatter his light more widely. And the opportunity was given.

By that time the patriarchal throne of Alexandria had been widowed. Qualifiers and people with one voice call John to the historical place. Patriarch Nikitas, governor of Egypt and a cousin of Emperor Heraklion, conveyed to him the popular plea. The emperor agrees, but he also realizes, that in order to persuade John to accept the position offered, he must understand that the king in this case interprets the will of God. Only the young, you see, pursue and hunt for office. The big ones, and when offered, leave them and leave. This was also the case with John. The emperor, however, is determined and determined "and to the throne fall to John". And we did.

He called John and announced his wish. And yet he is pressured to accept the high office and subordinate. John resists. The sacred work continues with so many responsibilities. It raises various objections to escape. But in the end, he goes away. And he retreats because he feels that the king's demand and the will of the people is not human. He sees them as a message from heaven to him. He bends his neck in humility and unconditionally surrenders to the honorary call made to him. At God's call. It obeys the message of Heaven and is brought forth for the city of Alexander, but for the whole of Egypt another Nile. A Nile spiritual. A Nile that drains the stream of love rich everywhere, to water and cool the burning hearts of poverty. Something more. The river Nile only irrigates the land of Egypt. Patriarch John abundantly forgets the charity of his charity beyond the land of Egypt. It becomes a river that transmits love to every being, wherever it is.
The charity work of the Holy Hierarch can fill many - many pages. There is no aspect of helplessness and misery that has not been treated with selfless and fiery love. As soon as he ascended the throne, his first act was to convene church clergy and other clergy, and after speaking to them in the same way a loving father speaks to his children, what do you think? Turn around the city and record under the name "all the gentlemen and his master". Ladies and Gentlemen of the Patriarch, who do you think he was? He gives the explanation himself.

- Those of you who have the habit of calling them poor and beggars, for me are my 'masters and masters'. Because they are the ones who will help us inherit the kingdom of heaven.

So the sage hierarch begins for his great work. With the help of his dedicated associates, clergy and laymen, the various problems are carefully studied. Then work is scheduled. The hearts open. Hands open. The funds open. Plans are being implemented. And in a little while Alexandria becomes unrecognizable. Hospitals, slums, hostels for passers-by, maternity hospitals for orphans, orphanages for orphans and unprotected children, food for the poor and a host of other projects of love are on display everywhere. Charity is exemplarily organized. Patriarch's aides are not officials who go out to distribute "aids" to get rid of annoying visitors. With his enlightened and inspiring guidance, he is an army, a peaceful army - an army of love - that spontaneously and voluntarily fights the struggle against pain and misery every day. And this army's driving lever, leader and guide is the good shepherd. The shepherd who knows how to sacrifice daily and money and toil and rest for his flock, his Christians. The shepherd who sees nothing in front of him except the salvation of the souls "in the cause of Christ died". So his stroll, his rest, his entertaining are his visits to his hurt children and his presence where "the pain was in vain" and his love had tranquilized her kingdom.

New temples. Organizing the sermon. The care of the good and fiery shepherd was not limited to alleviating poverty and misery. The most dangerous enemy of man's helplessness is "the starvation of the Lord you hear the word" with all its aftermath. The loving father also takes care of this need. He builds temples. When he took over the rostrum of the Church of Alexandria there were only seven temples. In a short time the fiery hierarch has doubled them. Seventy Orthodox temples have been erected in various parts of the famous city, true ornaments and ports of consolation and salvation. The temples are manned accordingly. Worshipful and dedicated priests undertake the teaching and guidance of the faithful. Enlightenment is offered with zeal. The weeds of evil, of heresies and of sin are uprooted one after another. The injustice of the might of the day is being fought. Everything is put together with system and attention to create a new society. A society in which Christ's will reigns.
For the creation of this society the fiery Patriarch offers everything. "Everything for others". Here's the motto of his life. For himself, he does not know how to keep, despite what he needed for a very simple and poor life. Ascetic his cell. Poor his food. Clip his mattress. Its common covers. He rubbed his garment. Everything good and fancy is sharing with others.

Once a rich man who had visited him and saw the poverty in the cell of the philanthropic bishop rushed to buy a valuable duvet and went to him with a request to hold it and pray for him every time he would use it. The delicate soul of the Patriarch was moved by the polite and generous offer. To send it back, it doesn't want it. His benevolent soul refuses to grieve that monstrous man. Holds it. In the evening he tries to use it. He lay down and threw it on him. The warmth it offers him does not let him close his eyes. His thinking constantly turns to his poor. In front of him are all mournful figures. Alert almost all night twirling in his bed. In the morning without wasting time, he takes the quilt and sends it to the market to sell. By a good coincidence, the good donor passed through the store where the quilt was on sale. He saw it and recognized it. He realized the purpose of the sorrowful spiritual father. He buys the lid again and sends it back to the Saint. And he willingly accepts this time. Not to hold it and use it. But to sell it and make money for the poor.
The next day the precious quilt was sent back to the market. The wealthy donor sees it, buys it, and sends it back to the Patriarch for the third time, with a deep plea to keep it from going cold at night. And the benevolent hierarch then answers him with his well-known graceful disposition:

- "To see, my brother, which of the two of us will get tired and give up first. You can buy it and send it to me or I can take it and sell it. "

We can see the greatness of our Saint in all the achievements of his heroic love. But the case of the fall of the city of Jerusalem by the Persians uniquely highlights the richness of the goodness of its wonderful soul and its incredible ability to deal with and solve in the most natural way the most difficult philanthropic problems and works.
At the beginning of the 7th century (614 AD) the Persian king of Chosroes with a large army crossed Euphrates, occupied towns and villages and reached the Holy City. From where his troops pass, they are scattering all over the desert and destruction. But where their fury broke out, it was in Jerusalem. The city of God surrendered without mercy to the fire and the knife. Jewish wickedness and painfulness complemented the work of extermination. Thousands of faithful were killed. Forty-four monks in the historic monastery of Saint Savva, the "Saints" were slaughtered as lambs. The tomb of the Lord and the temple of the resurrection were plundered and set on fire. The sacred vessels with the Holy Cross were seized by the evil hands. And the Patriarch of Zacharias is captive in exile.

The remnants of the sad catastrophe with the horror painted on their faces take the refugee path with a tear and cry. Who will take care of them? Who will take care of them and their hospitality?

The Merciful Patriarch. The loving father. Without wasting any time he suffocates the unbearable pain and is thrown with all the power of his soul into the work. It organizes workshops and in an amazing way welcomes refugees, consoles them, strengthens them, settles them. Close to him the lifeboats found care, love, port of affection.

Our great historian and academic K. Amantos stresses this activity of our Saint: "Treat the refugees in a unique way, unknown in history until then."

The whole life of the militant Patriarch has been a miracle. Obedient to the Lord's command, everything in this world was rejected to serve Him. As long as he lived on earth, his gaze was focused on the sky and his heart was constantly beating for him. His motive in all was his deep love for God and God's children. With love he began his high priesthood. With love fiery and holy, he completes his life and surrenders his soul to God at the place where he was born and saw the light for the first time, in Amathus, Cyprus.

After many pleas from the emperor's cousin Nikitas, the Saint accepted to accompany him to the City, to offer his blessings to the emperor who so desperately demanded. With tears he said goodbye to his beloved children, got on board and set off. When they arrived in Rhodes, a vision calls him to Cyprus. "Come on, don't be late," said a noble and bright man. Come on! The king of kings invites you. "

The Saint understood. There was no need to agitate his mind. The Lord called him. He shouted at the lord and revealed his vision:

"My lord," he told him. You wanted my inability to present to the king of the earth. But the King of Heaven does not want it. He invites me close to him. "

With great emotion the master bid farewell to his spiritual father. With prices he commemorates him in Cyprus. Outside of today's Limassol he wrote his will. Its text is short, but very comprehensive. It states, inter alia:

"Thank you, Lord and God, for you have claimed me, the gifts you have given me, to offer them back. Thank you for still listening to my prayer and in my possession now that I am dying there is only "one third coin" left, which I beg to be given to my poor brothers. When, by the grace of God, I became bishop of Alexandria, I found about eight thousand liters of gold in my bishop's funds. With the generous offers of friendly people, I managed to raise unbelievable amounts. Because I knew these were gifts from the King of all, Christ, I returned them with care and attention to the God to whom they belong. To Him I also surrender my soul. "
Wonderful words of the true Saint. He soon closed his eyes and left for eternity. The Christians of Amathus planted the sacred relic with tears and honors at the church of St. Tychonus.

Here's what a pure Christian heart achieved. The years will alternate, but the example of St. John the Merciful will always remain vivid and bright to discuss over the centuries what a single person can achieve in life when he is a true Christian "I wish to be tempered".

In this age of materialism and individualism, warm prayer comes from every Christian heart. The example of the fiery bishop to find imitators today. Many alms workers and St. John the Merciful genuine imitators.


Absolutely. Sound d.
In your patience extinguish your salary, Father Osier, in prayer you have continually begun to love, the poor I have loved, and so on. But Christ, God forbid, John Helen bless us, save our souls.


It's close. B sound. The above askers.
Wealth to thy son, the scorpion of the penitent, and to the heavens, the rich to the present, John Pansophy;


Magnificent.
The river of mercy, the river of compassion, the dispensers of influence, and the devouring, the needy of the heart, John the Great, thank you.

Δεν υπάρχουν σχόλια: