14/11/19

Ο Άγιος Ευφημιανός ο Θαυματουργός



Ένας  ακόμη  αθλητἠς  του  μεγάλου  και  δύσκολου  αγώνα,  που  είναι γνωστός   ως   «αγώνας   της   ερήμου»,   είναι  κι    ο   Άγιος  Ευφημιανός.
Ήρθε   και   αυτός   στο   νησί   μας    απ’  έξω.
Ήρθε   μαζί   μ’ άλλους   τριακόσιους    αγωνιστές   από   την   Αλαμανία.
Ήταν   και   αυτός,   όπως   και   όλοι    οι  άλλοι,  Έλληνες  που  εργάζονταν  εκεί.

Το   κήρυγμα    των   ανθρώπων   του   πάπα   την   εποχή   αυτή   στα  μέσα περίπου  του  12ου αιώνα, που  καλούσε  τους  χριστιανούς  σε εκστρατεία    για  την  απελευθέρωση  των   Αγίων  Τόπων   από    τα  χέρια  των  μωαμεθανών,  συγκινούσε  πολλών  τις  καρδιές.   Ανάμεσα   σ’ αυτούς  ήταν   και    ο    Ευφημιανός,  που  με   πολλούς  άλλους Έλληνες   ξεσηκώθηκαν,    αφήκαν   τις   δουλειές    τους  και   στρατεύθηκαν  για  τον  ιερό  εκείνο  αγώνα. Τούτη  η   εκστρατεία  που  είναι  γνωστή   σαν  Β’  Σταυροφορία  1147 – 1149 διαλύθηκε  προτού ακόμη   φθάσει   στην  Παλαιστίνη.
Οι  Έλληνες,  που  ήσαν  στη  στρατιά  αυτή  με  αρχηγό  κάποιον  Αυξέντιο,   τον  γνωστό    Άγιο   Αυξέντιο,   αποφάσισαν   να   συνεχίσουν μόνοι  τους   την  πορεία   προς   τα   Ιεροσόλυμα, που   τα   κρατούσαν ακόμη  χριστιανοί  Ευρωπαίοι.  Ποθούσαν  να  πάνε  εκεί  για   να  προσκυνήσουν   στα   Άγια    μέρη  που  περπάτησε, δίδαξε, θαυματούργησε   και   απέθανε   ο    Κύριός   μας.    Και    το  έκαμαν.

Ύστερα  από  την  πραγματοποίηση  του   ιερού   τούτου  πόθου  τους    οι αθλητές   αποφάσισαν    να    σκορπισθούν  εκεί  στα  έρημα  του  Ιορδάνου   και     να    ασκητέψουν. Επειδή   όμως   οι   μωαμεθανοί,   όπως  και  οι  Λατίνοι που  ήσαν εκεί  τους  ενοχλούσαν  διαρκώς,  μια   μέρα μαζεύτηκαν   όλοι   και  πήραν  την  απόφαση  να   φύγουν.  Κατέβηκαν στην παραλία, βρήκαν  ένα  καράβι  που  έφευγε για την Κύπρο  και  μπήκαν  σ’ αυτό.  Το  καράβι όμως, όταν  έφτασε  στην   Πάφο,  εξ αιτίας δυνατής τρικυμίας συνετρίβη πάνω στους  βράχους. Ευτυχώς  οι  επιβαίνοντες   σώθηκαν   όλοι,  καθισμένοι  πάνω   σε   κομμάτια  ξύλα  του   καραβιού    και   μ’ αυτά   βγήκαν   στα    Παφιακά   ακρογιάλια.    Από  εκεί  αφού συνεσκέφθηκαν τι να  κάμουν, κατέληξαν  στην  απόφαση  να  διασκορπιστούν  στο  νησί  και  να  ασκητέψει   ο   καθένας όπου    βρει   κατάλληλο   μέρος.  Και    το  πραγματοποίησαν.

Ο   Λεόντιος    Μαχαιράς    στο     χρονικό   του    να    τι   γράφει  γι’ αυτούς:

«Όταν  οι  Σαρακηνοί  επήραν την  γην  της  επαγγελίας,  τότε  βγήκαν  οι πτωχοί  οι  χριστιανοί  απόύ  εγλυτώσαν και  επήγαν  όπου  ηύραν καταφύγιν.  Ήσαν  αρχιεπίσκοποι,  επίσκοποι, ιερείς και  λαϊκοί,  και  επήγαν  όπου  φτάσαν  και   ήρταν  και  εις την περίφημον   Κύπρον  μία  συντροφιά, όπου ήσαντ’ (300) ονομάτοι, και γροικών τα ότι  Έλληνες  εφεντεύγαν   τον  τόπον,   δια   τον   φόβον   επήγαν  εις  το   ένα  μέρος   και  εις   το   άλλον   και  εσγάψαν την γην και  εμπήκαν μέσα και  επροσεύχονταν  τω  Θεώ  και    ήσαν   δυο  τρεις   αντάμα...».  Δες   Dawkins, Leontios   Machairas,  Oxford  1932 p. 28 – 30.

Ο   Άγιος   Ευφημιανός μαζί  με τον  Άγιο  Ιωνά  προχώρησαν  και  έφτασαν, ο  μεν  Άγιος  Ιωνάς  στο  Πέργαμο,  ο  δε  Άγιος Ευφημιανός   λίγο   παρακάτω,    ανάμεσα   στα    χωριά   Λύση   και    Τρούλλοι.    Εκεί  σε  μια  σπηλιά   βολεύτηκε   και    άρχισε   την    άσκησή   του.   Μια  άσκηση   σκληρή.  Άσκηση που  είχε  ένα  σκοπό. Την  προσωπική  τελείωση   του   αθλητή.   Τα    λόγια   του   Κυρίου,  «έσεσθε   ούν  υμείς τέλειοι,  ώσπερ   ο  πατήρ   υμών  ο  εν  τοις  ουρανοίς  τέλειος    εστίν»  (Ματθ. α’ 48),  προβάλλουν    συνεχώς   μπροστά   στα    μάτια   του.    Να  γίνει   τέλειος,   σκεύος   αρετής.   Εκεί   στο   ερημητήριό   του,   την σπηλιά  του  περνούσε  καθημερινά  την   ζωή  του,  ανάμεσα   σε νηστείες,  αγρυπνίες και  προσευχές. Το  αποτέλεσμα  της  άσκησής  του αυτής υπήρξε άμεσο. Η θεία χάρη, που θεραπεύει τα ασθενή  και αναπληροί  τα   ελλείποντα  σε  πολύ  σύντομο  χρονικό  διάστημα  επισκίασε  πλούσια    τον    Όσιο.  Οι ιερές του προσπάθειες καθαγιάζονται.  Ο   νους  και  η  καρδία  φωτίζονται.  Και  ο  αθλητής  αναδεικνύεται   «παρά τω  Θεώ  εκλεκτός,  έντιμος»  και  «άγιος  τω  Κυρίω».

Η   φήμη  της  αγιοσύνης  του   μέρα   με  την   ημέρα   διαδίδεται   παντού. Πολλοί    χριστιανοί   από   τα  γύρω    μέρη   έρχονται   να   τον   γνωρίσουν  και  να   τον   ακούσουν.  Να   ακούσουν  τα  λόγια   του   τὰ  «άλατι   ηρτυμένα»   και   να    φωτισθούν. Να  διδαχθούν.  Να  ενισχυθούν.  Να   παρηγορηθούν   ψυχικά.   Κάτι   περισσότερο. Να λάβουν   ακόμη   την  θαυματουργική   του   χάρη    με    την  οποία πλούσια   τον   ετίμησε   ο    Θεός.

Κατά   τις   ιερές  εκείνες στιγμές που  οι  επισκέπτες  καθισμένοι  ολόγυρά   του,  άκουαν με προσοχή τα   λόγια   και   τις   συμβουλές   του, ο   Όσιος   ήταν   πραγματικά    υπέροχος.  Η  στοργή  του  στους  πάσχοντες  και   η   προθυμία  να εξυπηρετήσει  τον  καθένα  στο  πρόβλημά του  ήταν  πολύ  συγκινητική.  Μα  και  η  σεβάσμια  κ αι επιβλητική   μορφή  του  και   γενικά   η   αγιότητά   του   επενεργούσαν   με τόση δύναμη στους επισκέπτες του, που έφερναν σωτήρια  αποτελέσματα.  Καρδιές που σκληρύνθηκαν  στην  αμαρτία, με την διδασκαλία του μαλάκωναν και μετανοούσαν και εξομολογούντο και  ζητούσαν το έλεος του Θεού. Πηγή πλουσίων θησαυρισμάτων είχε καταντήσει η   απέριττη εκείνη σπηλιά. Από αυτή  δεν  έβγαινε   παρά  μονάχα,  για   να   επισκεφθεί    τους    συνασκητές    του    Ιωνά    και  Κενδέα.    Ο   τελευταίος   στα   γηρατειά   του    εγκατέλειψε    την   Πάφο  και   εγκαταστάθηκε    εκεί    κοντά    στο  Αβγόρου,  που  είναι  και  σήμερα   το   μοναστήρι   του.


Στις επισκέψεις τους αυτές οι Όσιοι αλληλοενισχύοντο και αλληλοπαρηγορούντο. Και πάλιν  αποχωρίζοντο  για  να   επιστρέψει   ο καθένας  στα   ίδια,  στο   ερημητήριό  του.   Σ’ αυτό   έζησε  ο  καθένας  μέχρι  τα βαθιά του γηρατειά.   Έτσι  έζησε  και  ο  Όσιός   μας   ως   την τελευταία   του  πνοή.   Με   έργα    και  λόγια   βάστασε   θαρρετά   τον  ζυγό  του  Κυρίου   μέχρι    την  ώρα  που   ο αγωνοθέτης  Χριστός   τον εκάλεσε κοντά του, για να του χαρίσει   «το  βραβείον  της άνω κλήσεως»   (Φιλιπ. γ’ 14).

Οι  πιστοί  με  δάκρυα   κήδευσαν  το   άγιο   σκήνωμά   του   εκεί   στην  σπηλιά   του,   και    αργότερα  εκεί  έκτισαν   μία    μικρή    εκκλησία    στ’ όνομά   του, που  στέκει   ως   τα   σήμερα.   Προτού   ο   Αττίλας βεβηλώσει   τα   άγια  χώματα  με  τον  ερχομό   του,   κάθε   χρόνο   στην μνήμη    του  χιλιάδες χριστιανοί  από  παντού  έτρεχαν εκεί  στο  εκκλησάκι  του,  για  να  ασπασθούν  την  άγια  εικόνα  του  και  να ζητήσουν   τη   μεσιτεία  του.

Το   εκκλησάκι   του  Αγίου   μέχρι   την   τουρκική     εισβολή   βρισκόταν σε  πολύ   καλή   κατάσταση.   Στο   τεταρτοσφαίριο   της   αψίδος   του ιερού    περιλαμβανόταν   και    τούτη    η    επιγραφή:

ΠΑΝΣΕΠΤΟΣ  ΝΑΟΣ   ΤΟΥ  ΟΣΙΟΥ  ΠΑΤΡΟΣ   ΘΕΜΟΝΙΑΝΟΥ  ΔΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ   ΚΑΙ   ΕΚ   ΠΟΛΛΟΥ  ΠΟΘΟΥ  ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ  ΚΑΙ   ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΥ  ΤΗΣ   ΣΕΒΑΣΜΙΑΣ   ΜΟΝΗΣ ΤΟΥ   ΕΝ   ΑΓΙΟΙΣ   ΠΑΤΡΟΣ  ΗΜΩΝ   ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ.

Η    επιγραφή    αυτή   μας    δημιουργεί    τα    εξής   τρία    ερωτήματα.

α) Ποιο    το  πραγματικό   όνομα   του   Αγίου;
β) Ποιος    έκτισε    το   εκκλησάκι;
γ) Που    βρισκόταν   το   μοναστήρι  του  Αγίου  Ανδρονίκου;

Στα    ερωτήματα    αυτά    απαντάμε:

α) Το    πραγματικό  όνομα  του  Αγίου  είναι  εκείνο,  που   αναφέρεται  στην   χειρόγραφη  ακολουθία του. Αυτό το   όνομα  αναγράφει   και   ο Μαχαιράς  στον   κατάλογο,   πού   μας   έχει   αφήσει.   Σ’ αυτόν   αναφέρει   τα   ονόματα  μόνον  67  από  τους  Αλαμανούς  Αγίους. Ανάμεσα  σ’ αυτά  είναι  και  το  όνομα  Ευφημιανός. Αυτό που αναφέρεται   στην   επιγραφή   του  ναού  «Θεμονιανός»,  καθώς  και   τα άλλα που προφέρονται από τους κατοίκους «Φηνιανός, Θυμιανός, Θωμιανός»   δεν   είναι   παρά   παραμόρφωση   του   πραγματικού ονόματος.

β) Το   εκκλησάκι   έκτισε   κάποιος   Λαυρέντιος,   που   ήταν   ηγούμενος του    μοναστηριού    του    Αγίου    Ανδρόνικου.

γ) Τούτο  το   μοναστήρι   σύμφωνα   με  προφορική   παράδοση   Λυσιωτών   βρισκόταν    στο    χωριό    Άρσος   της   επαρχίας   Λάρνακος.

Αυτά    σχετικά    με    το    εκκλησάκι   και    την   επιγραφή.

Με της πίστης τα φτερά  άς  μεταφερόμαστε  και  εμείς  νοερά   τούτη   την στιγμή,   μα  και  κάθε   άλλη   στιγμή   στα   άγια   εκείνα   χώματα,   και  αφού   γονατίζουμε   ψυχικά    μπροστά   στην  άγια  εικόνα  του  οσίου  μας,   άς   του   λέμε  από   τα   βάθη   της    καρδιάς   μας:

Τρισμάκαρ  Ευφημιανέ, το εκκλησάκι σου, όπως  και  των  άλλων  εκκλησιών   μας   τα   καντήλια,   χρόνια  τώρα  μένουν  σβηστά.   Οι αμαρτίες  μας  παρώργισαν   τον   Κύριό   μας   και   τον   έκαμαν   να αποσύρει  από  μας  την  χάρη του.  Και  την  απέσυρε.  Και  το  αποτέλεσμα  με   πόνο  ψυχής    το    ζούμε  κάθε στιγμή  και  ώρα. Βάρβαρο  έθνος  κατέλαβε το  μισό νησί μας.  Πήρε  τα  σπίτια μας.  Γκρέμισε  και   μόλυνε τα  ιερά   μας.  Άρπαξε   ό,τι   είχαμε.   Ατίμασε   τις γυναίκες  μας.  Έσφαξε πολλά  απ’  τα  αδέλφια  μας  και  άλλα  τα  ανάγκασε να φύγουν μακριά. Σπαράσσει η καρδιά μας που το σκεφτόμαστε.  Και κλαίμε. Και θρηνούμε μετανιωμένοι! Και  παρακαλούμε.  Από   τα    τρίσβαθα   της  ψυχής   μας  παρακαλούμε  και  λέμε και  επαναλαμβάνουμε,  Άγιέ μας,  Συ που  αξιώθηκες  να  βρίσκεσαι   «εν   ταις   αυλαίς   του   Κυρίου»   και    μαζί   με  τους Αγγέλους    να   ψάλλεις  και   να    τον   δοξολογείς.  Συ  Άγιέ   μας,  δεήσου    να   μας   αξιώσει   να  ξαναγυρίσουμε    στα   ρημαγμένα   χωριά μας.   Να   αναστηλώσουμε τα άγια και ιερά μας. Να ξαναλειτουργήσουμε   τις   εκκλησιές  μας.  Να  γευθούμε  ξανά  την  χαρά   και   την   ειρήνη   «την   πάντα  νουν    υπερέχουσαν».

Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, δια των πρεσβειών του Αγίου Ευφημιανού,    ελέησον   και    σώσον    ημάς.   Αμήν.


Απολυτίκιον.   Ήχος   α’.  Της    ερήμου   πολίτης.
Των οσίων φωστήρα και της Λύσης το καύχημα, Ευφημιανόν τον θεόπνουν,  ευφημήσωμεν   άσμασι,  τω   πίστει  αναλώσαντι  αυτόν,  ασκήσει   και  συντόνω  προσευχή,  και   πτερώσαντι   εκθύμως,   τον   νουν   προς   δόμους   δόξης    εκβοήσωμεν.  Δόξα  τω  σε   δοξάσαντι  Χριστώ,   δόξα   τω   σε   στεφανώσαντι,   δόξα   τω    ενεργούντι    δια    σου,    πιστός   ιάματα.

Saint Euphemian the Wonderworker


Another sportsman of the great and difficult race, known as the "desert race", is Agios Efimianos.
He also came to our island from outside.
He came with another three hundred fighters from Alamania.
He was, like everyone else, Greeks who worked there.

The preaching of the Pope's people at this time in the middle of the 12th century, which called on Christians to campaign for the liberation of the Holy Land from the hands of the Mohammedans, moved many hearts. Among them was Euphemian, who, along with many other Greeks, rose up, left their jobs, and fought for that sacred struggle. This campaign, known as the Second Crusade 1147 - 1149, was dismantled before it even reached Palestine.
The Greeks, who were in that army under the leadership of a certain Auxentius, known as Saint Auxentius, decided to continue on their own the course to Jerusalem, which was still held by Christian Europeans. They longed to go there to worship in the sacred places that walked, taught, worshiped and died for our Lord. And they did it.

After the realization of this sacred desire, the athletes decided to scatter there in the Jordanian desert and exercise. But because the Mohammedans, like the Latins who were there, constantly bothered them, one day they all came together and made the decision to leave. They went down to the beach, found a boat that was leaving for Cyprus and entered it. However, when the boat arrived in Paphos, it crashed on the rocks due to a severe thunderstorm. Fortunately the occupants were all rescued, seated on pieces of boats' woods, and with them went out to the Paphic beaches. From there, after discussing what to do, they came to a decision to disperse to the island and to bring everyone to a suitable place. And they did it.

Leontios Machiaras in his chronicle of what he writes about them:

"When the Saracens occupied the land of the Prophet, then the poor Christians came out and were resurrected and led to a refuge. They were archbishops, bishops, priests and lay people, and they came where they came and came to the famous Cyprus, where they were (300) names, and grateful that the Greeks had conquered the place, for fear of one, and and the other and embraced the earth and came in and prayed to God and they were two and three men ... ". See Dawkins, Leontios Machairas, Oxford 1932 p. 28 - 30.

Agios Efimianos together with Agios Ioannis went and arrived, Agios Ioannis in Pergamos, and Agios Efimianos shortly afterwards, between the villages of Lysi and Troulloi. There he settled in a cave and began practicing it. A tough exercise. Exercise that had a purpose. The personal finish of the athlete. The words of the Lord, "Humble us perfectly, O Father, our perfect heavenly Father" (Matt. 48), are constantly projecting in front of his eyes. To be perfect, a vessel of virtue. There, in his hermitage, his cave was spent daily, fasting, watching and praying. The effect of this exercise was immediate. The divine grace, which heals the sick and replaces the missing in a very short time, overshadowed the rich. His sacred efforts are sanctified. The mind and the heart are illuminated. And the athlete emerges "beside God chosen, honorable" and "holy to the Lord."
The fame of the sanctity of day by day is spreading everywhere. Many Christians from around the world come to know and hear him. To hear the words of the "salt salted" and to be enlightened. To be taught. To be strengthened. To be mentally comforted. Something more. To receive even his miraculous grace with which God has richly honored him.

During those sacred times when visitors seated around him listened to his words and advice, Saint was truly wonderful. His affection for the sufferers and his willingness to serve everyone in his problem was very moving. But his venerable and imposing form, and his holiness in general, had such a powerful effect on his visitors that they produced salvific results. Hearts that were hardened in sin, by their teaching, were purged and repented and confessed and seeking God's mercy. The source of the rich treasure had become that cave. He only went out of it to visit the companions of Jonah and Kendea. The latter in his old age left Paphos and settled there near Avgorou, which is still his monastery.


In their visits these Saints reinforced and comforted one another. And again they departed to return to their own hermitage. Everyone lived up to his old age. This is how our Saint lived until his last breath. In deeds and words he bravely worshiped the yoke of the Lord until the agitated Christ called him near to give him "the prize of the supreme calling" (Philippians 14:14).

The faithful with tears planted his sacred tent there in his cave, and later there built a small church in his name that stands to this day. Before Attilas desecrated the holy ground with his coming, every year in his memory thousands of Christians from all over ran to his chapel to seek his holy image and seek his intercession.

The church of Saint until the Turkish invasion was in very good condition. The inscription of the sanctuary arch included this inscription:

FIFTH CHURCH OF SAINT PATROS THEMONIANOS AS A SYMBOL AND EMPLOYEE OF THE LAVRENTIUM Hieromonk and His Eminence

This inscription raises the following three questions.

a) What is the Saint's real name?
b) Who built the chapel?
c) Where was the monastery of Agios Andronikos located?

We answer these questions:

a)      The real name of the Saint is that which is mentioned in his manuscript sequence. This name is also mentioned by Mahairas in the list he has left us. Only 67 of the Alamite Saints are mentioned to him. Among them is the name Euphemian. What is mentioned in the inscription of the temple "Themonian", as well as the others spoken by the inhabitants of "Fenian, Thymian, Thomian" is but a distortion of the real name.
b)     b) The chapel was built by a Lavrentius, who was head of the monastery of Agios Andronikos.
c)       
d)     c) This monastery, according to the oral tradition of the Lysians, was located in the village of Arsos in Larnaca province.
e)       
f)       These are about the chapel and the inscription.
g)      
h)     By faith we let the wings also carry us to this moment, but every other moment to those sacred soils, and after kneeling mentally in front of the sacred image of our saint, let us say from the bottom of our hearts:
i)        
j)        Trimakar Euphemian, your little chapel, like the candlesticks of our other churches, has been shut for years now. Our sins have strangled our Lord and made him withdraw his grace from us. And she withdrew it. And the result with soul pain we live every moment and time. A barbaric nation occupied half our island. He took our houses. It destroyed and polluted our sanctuaries. Grab what we had. Shame on our women. He killed many of our brothers and others forced them to leave. Our heart breaks as we think about it. And we're crying. And we mourn the regret! And please. From the sighs of our souls we beg and say and repeat, our Haggai, Sy that you claimed to be "in the court of the Lord" and with the Angels to chant and glorify him. My dear sire, demand that we return to our ruined villages. Restore our saints and sanctuaries. To re-open our churches. To rejoice in the joy and peace "they always excelled".
k)      
l)       Lord Jesus Christ, Son of God, through the embassies of Saint Euphemian, have mercy on us and save us. Amen.
m)    
n)      
o)     Absolutely. Sound a '. Desert Citizen.
p)     Of those enlighteners and the Solution of Praise, the Euphemians worship him, cheerfully, faithfully consecrate him, practice and shorten prayer, and piously worship him in the form of praise. Glory in Christ, glory in crown, glory in action to you, faithful healers.

Δεν υπάρχουν σχόλια: