10/11/19

Ο Όσιος Αρσένιος ο Καππαδόκης


Ο   Οσιότατος   Αρσένιος   ο   Καππαδόκης   γεννήθηκε   γύρω   στα   1840 στα   Φάρασα   ή   Βαρασιό,   στο   Κεφαλοχώρι   των   έξι   Χριστιανικών χωριών  της   περιφερείας   Φαράσων   της   Καππαδοκίας.   Οι   γονείς   του   ήταν  πλούσιοι    σε    αρετές   και    μέτριοι    σε   αγαθά.
Είχαν  αποκτήσει  δύο  αγόρια,   τον   Βλάσιο   και   τον   Θεόδωρο  (τον Άγιο   Αρσένιο).

Από   μικρή   ηλικία  έμειναν   ορφανά  και  τα   προστάτεψε   η   θεία   τους,   αδελφή   της   μητέρας   τους.   Ένα  θαυμαστό  γεγονός  που συνέβηκε  στα   παιδιά   και   την   θαυματουργική   διάσωση   του   μικρού τότε,   Θεόδωρου,  από   τον   Άγιο   Γεώργιο   που   τον   έσωσε   από βέβαιο   πνιγμό,   είχε   ως   αποτέλεσμα,   για   τον   μεν    Βλάσιο   να δοθεί   με   τον   δικό   του   τρόπο   στον   Θεό,   να   τον   δοξολογεί    ως δάσκαλος της Βυζαντινής Μουσικής και κατέληξε αργότερα στην Κωνσταντινούπολη,   για   τον   Θεόδωρο   δε   να  θέλει  να   γίνει καλόγερος.
Στη   συνέχεια   μεγαλώνοντας,   στάλθηκε  στη   Νίγδη   και   μετά   στη Σμύρνη   όπου   τέλειωσε   τις   σπουδές   του.

Στα   είκοσι   έξι   του   περίπου   χρόνια    πήγε   στην  Ιερά Μονή  Φλαβιανών   του  Τιμίου   Προδρόμου    όπου   αργότερα   εκάρη    Μοναχός   και   πήρε   το   όνομα   Αρσένιος.   Δυστυχώς    όμως   δεν χάρηκε πολύ την ησυχία   του,  διότι  εκείνη  την  εποχή  είχαν   ανάγκη μεγάλη   από δασκάλους και ο Μητροπολίτης Παίσιος ο Β’, τον χειροτόνησε   Διάκο   και   τον  έστειλε στα  Φάρασα  για   να   μάθει γράμματα   στα  εγκαταλειμμένα παιδιά.  Αυτό   φυσικά  γινόταν   στα κρυφά,   με   χίλιες   δυο προφυλάξεις, για να μη μάθουν τίποτε οι Τούρκοι. Στο τριακοστό έτος της ηλικίας του χειροτονήθηκε στην Καισαρεία   πρεσβύτερος   με τον  τίτλο   του  Αρχιμανδρίτου   και  την ευλογία   ως   Πνευματικός.

Άρχισε πια η πνευματική του δράση να γίνεται μεγαλύτερη και να  απλώνεται.   Με  την άφθονη Θεία  Χάρη  που τον  προίκισε  ο   Θεός θεράπευε τις ψυχές και τα σώματα των πονεμένων ανθρώπων. Είχε πολλή   αγάπη  στον   Θεό   και   προς   την   εικόνα   Του,   τον   άνθρωπο και   όχι   στον  εαυτό   του,   διότι,   όταν   έβλεπε   πολύ   πόνο   και καταπίεση   Τουρκική,   η   αγάπη   τον   έβγαζε   έξω   από   τον   εαυτό του   και  έξω από   το χωριό του  και  αγκάλιαζε  και   τα  γύρω  χωριά. Θεράπευε  αδιάκριτα  τον  ανθρώπινο  πόνο   όπου  τον  συναντούσε   σε Χριστιανούς  ή  Τούρκους.  Για   τον   Άγιο  δεν  είχε  καμιά   σημασία,   διότι   έβλεπε   στο  πρόσωπό  τους,  την  με  πολλή   αγάπη  πλασθείσα εικόνα  του   Θεού.   Αναρίθμητα  είναι  τα   θαύματα  που  επετέλεσε  ο Άγιος  με   την  Χάρη  του   Θεού.   Στείρες   γυναίκες   τεκνοποιούσαν, αφού   τους   διάβαζε   ευχή   ή  έδιδε   «φυλακτό»  που    ήταν   ένα κομμάτι   χαρτί  γραμμένο με κάποιες ευχές  που  τις  έγραψε  ο  ίδιος. Διάβαζε  το Άγιο Ευαγγέλιο σε σοβαρές περιπτώσεις, όπως  στους τυφλούς, βουβούς, χωλούς παραλυτικούς, δαιμονιζομένους και γινόντουσαν   καλά,   μόλις   τελείωνε   την  ανάγνωση.  Πολλοί Χριστιανοί  και  Τούρκοι  είχαν  θεραπευθεί,  αφού   πήραν  χώμα  από   το κατώφλι   του  κελιού  του  και   αναμιγνύοντας   το  με   λίγο   νερό   το έπιναν, πιστεύοντας  ότι   θα  εθεραπεύοντο   και    η   πίστη   τους   που είχαν   στον   Άγιο,   έκανε  το  θαύμα.   Χρήματα   φυσικά   δε  δεχόταν ποτέ  ούτε  και  έπιανε   στα   χέρια   του.
Συνήθιζε    να   λέγει,  «η   πίστη   μας   δεν   πουλιέται».

Βίωνε   ολοκληρωτικά και «έπασχε τα  Θεία».  Ζούσε  με  αυταπάρνηση, διότι   αγαπούσε  πολύ,  πρώτα   τον   Θεό   και   μετά   την   εικόνα   Του, τον   Θεό   και   μετά   την   εικόνα   Του,   τον   πλησίον.  Αιματηρούς αγώνες   και προσπάθειες κατέβαλε για να διατηρήσει τους συγχωριανούς και τους συμπατριώτες του στην πίστη, για να μην κλονιστούν και αλλαξοπιστήσουν στις χαλεπές εκείνες ημέρες και εποχές,  από   τις   πολλές   και   διάφορες   πιέσεις   που   δεχόντουσαν από   τους   Τούρκους,   αλλά   και  από   διάφορους   προβατόσχημους λύκους,   τους προτεστάντες, που προσπαθούσαν να   ποιμάνουν  την ποίμνη   του   Χριστού.

Το   κελί   του,   μικρό,   απέριττο, ευρισκόταν   μέσα   στον   κόσμο.   Ζούσε μέσα  στον   κόσμο,   αλλά   συγχρόνως   κατόρθωνε    να   ζει   και   εκτός του   κόσμου.
Σε  αυτό,   καθώς   και   για   τα   θεία   του   κατορθώματα,  πολύ  τον βοηθούσαν οι δυό ημέρες (η Τετάρτη και η Παρασκευή) που έμενε έγκλειστος στο κελί του, προσευχόμενος. Οι οποίες καρποφορούσαν περισσότερο    πνευματικά   τότε,  διότι   αγίαζαν  και   την   εργασία   των άλλων  ημερών.  Ώρες  έμενε  γονατιστός  προσευχόμενος  στον   Θεό   για τον   λαό   Του,   που   τον   είχε   εμπιστευθεί   στα   ασκητικά   χέρια   του δούλου   Του  Αρσενίου.   Η  μεγάλη   ευαισθησία   του   Αγίου    Πατρός δεν  άντεχε   να   κάνει  κανένα   κακό   στην   πλάση.   Ιδιαίτερα    στα ζώα.   Ποτέ   του   δεν   κάθισε   σε  ζώο   να  το   κουράσει,  για   να ξεκουράσει   τον  εαυτό   του.  Προτιμούσε   πάντοτε  να  βαδίζει   πεζός και   όπως    συνήθιζε   ξυπόλυτος.   Είχε   πάντοτε  μπροστά   του  τον Χριστό  που  ποτέ  Του  δεν   κάθισε   σε  ζώο – μόνο  μία   φορά – και    όπως χαρακτηριστικά έλεγε: «Εγώ που είμαι χειρότερος και από το γαϊδουράκι,  πως   να   καθίσω  σ’ αυτό;».
Για  να  κρύψει  τις  αρετές  του  από  τα  μάτια  των   ανθρώπων  και   να αποφύγει  έτσι  τους  επαίνους,  κατάφευγε   σ’ ορισμένες  «ιδιοτροπίες». Παρουσιαζόταν σαν σκληρός θυμώδης, οξύθυμος, απόπαιρνε τις διάφορες γυναίκες, που από αγάπη γι’ αυτόν και ευγνωμοσύνη προσπαθούσαν να τον βοηθήσουν, με διάφορους τρόπους, να του μαγειρεύουν   και  να   του   στέλνουν   φαγητό.   Όπως   χαρακτηριστικά έλεγε   στον   πιστό   του   φίλο   και   ψάλτη   Πρόδρομο   τα   εξής:   «Εάν ήθελα   να   με   υπηρετούν   γυναίκες,   θα   γινόμουν   έγγαμος   ιερεύς και  θα   με υπηρετούσε παπαδιά. Τον καλόγηρο που τον υπηρετούν γυναίκες,    δεν   είναι    καλόγηρος».

Όταν   ύψωνε   τα   χέρια   του   για   να   παρακαλέσει   για   κάτι   τον Θεό,  άρχιζε να   τον   παρακαλεί   προσευχόμενος   και   φωνάζοντας, «Θεέ   μου!»,   λες   και  ξεκοβόταν η    καρδιά   του   εκείνη   την   ώρα,   και θαρρείς   πως   έπιανε  τον   Χριστό   από   τα   πόδια   και   δεν   του   έκανε το   αίτημά   του.   «Εμείς»,   όπως   έλεγαν   οι   Φαρασιώτες,   «στην πατρίδα  μας  τι   θα   πει  γιατρός,   δεν   ξέραμε·  στον   Χατζεφεντή τρέχαμε.   Στην   Ελλάδα   μάθαμε  από  γιατρούς,  αλλά   αν   τα   πούμε στους    εντόπιους,   τους   φαίνονται   παράξενα».

Εκτός    από   τα  άλλα  του   χαρίσματα   είχε   και   το   προορατικό χάρισμα.  Είχε   πληροφορηθεί  από   τον   Θεό,  πως   θα   έφευγαν  για την  Ελλάδα   και   έγινε  στις   14   Αυγούστου    του  1924  με   την ανταλλαγή  των   πληθυσμών. Γνώριζε από προηγουμένως και τον θάνατό  του   και   ότι   αυτός   θα   συνέβαινε    σ’ ένα   νησί.

Η   αγία   του   μορφή    συνέχεια    σκοπούσε   Χάρη   και   παρηγοριά.
Το   πρόσωπό   του   έλαμπε   από   την    ασκητική   γυαλάδα,   που έμοιαζε   σαν   το   χρώμα   του   φτιασμένου    κυδωνιού.
Είχε  πια  εξαϋλωθεί   από   τους   υπερφυσικούς   πνευματικούς   αγώνες, που  έκανε  από   αγάπη   στον  Χριστό,   καθώς  και  από   τους  πολλούς του  κόπους  για   την  αγάπη  προς  το  ποίμνιό  του,  που  το  ποίμανε πενήντα   χρόνια   σαν   καλός   Ποιμένας.

Τρεις  μέρες   πριν   την   εκδημία   του   ήλθε  η   Παναγία,   τον   γύρισε   σ’ όλο   το   Άγιο   Όρος,   τα Μοναστήρια,  τους   Ναούς  που  τόσο επιθυμούσε   να   δει   και   δεν  είχε αξιωθεί  και  του  είπε  ότι   σε  τρεις ημέρες  θα  παρουσιαστεί   στον   Κύριο,  που  τόσο   πολύ  αγάπησε  και έδωσε  όλον   του   τον  εαυτό   σ’ Αυτόν.          
Έφυγε   στις   10   Νοεμβρίου  το   1924.


Απολυτίκιον. Ήχος   πλ. α’.  Τον  συνάναρχον    Λόγον.
Των Οσίων τον βίον   εκμιμησάμενος, εν εσχάτοις τοις χρόνοις, Πάτερ Αρσένιε, επληρώθης δωρεών του   θείου Πνεύματος, και θαυμάτων αυτουργός,  θεοφόρε  γεγονώς, παρέχεις ενί   εκάστω, τας εκ Θεού χορηγίας,   ταις   ικεσίαις   σου   προς   Κύριον.


Κοντάκιον.  Ήχος  δ’.   Ο   υψωθείς   εν  τω  Σταυρώ.       
Καππαδοκίας  το  νεόφυτον   άνθος,   και   αρετών   το  πολυτίμητον σκεύος,  ο  ιερός  Αρσένιος υμνείσθω  μοι·  ούτος  γαρ  ως   άγγελος,  εν σαρκί   βιοτεύσας, σύσκηνος  εγένετο, των  Αγίων απάντων, μεθ’ ών πρεσβεύει  πάντοτε   Χριστώ,   ημίν   διδόναι,  πταισμάτων   συγχώρησιν.


Μεγαλυνάριον.
Χαίροις   των     Οσίων   ο  μιμητής,  και   Καππαδοκίας,   εγκαλλώπισμα ιερόν· χαίροις ο παρέχων, εκάστω   θείαν   χάριν,   ως   δοξασθείς   θεόθεν, Πάτερ  Αρσένιε.

Saint Arsenios the Cappadocian

Aristotle Arsenios Kappadokis was born around 1840 in Farasa or Varassio, in Kefalochori of the six Christian villages of the Farassa region of Cappadocia. His parents were rich in virtues and modest in goods.
They had two boys, Vlasios and Theodoros (Agios Arsenios).

From an early age they were orphaned and their aunt, their mother's sister, protected them. A miraculous event that happened to the children and the miraculous rescue of the then little boy, Theodoros, by Saint George who rescued him from certain drowning, resulted in him being glorified in his own way by God, praising him as teacher of Byzantine music and later came to Constantinople, for Theodore not to want to become a monk.
Then growing up, he was sent to Nigdis and then to Smyrna where he completed his studies.

At the age of twenty-six he went to the Holy Monastery of the Flaviors of the Holy Baptist, where he was later nicknamed a Monk and named Arsenios. Unfortunately, however, he did not enjoy his privacy, because at that time teachers were in great need of him and Metropolitan Paisios II baptized Diacos and sent him to Farasa to learn letters to abandoned children. This of course was done in secret, with a thousand two precautions, so that the Turks would learn nothing. At the age of thirty he was ordained to Caesarea by the title of Archimandrite and blessing as Spiritual.

His spiritual activity began to grow and expand. With the abundant Divine Grace God gave him healed the souls and bodies of the hurt people. He had a lot of love for God and for His image, man and not for himself, because when he saw a lot of pain and oppression Turkish, love took him out of himself and out of his village and embraced the surrounding villages . He treated the human pain indiscriminately where he encountered it in Christians or Turks. It was of no importance to the Saint because he saw in their faces, with much love, the false image of God. Countless are the miracles the Saint performed with the grace of God. Sterile women gave birth, after reading them or giving them an "amulet" that was a piece of paper written with some wishes that he himself wrote. He was reading the Holy Gospel in serious cases, such as the blind, dumb, paralyzed, demonic, and doing well as soon as he had finished reading. Many Christians and Turks had been healed after taking soil from the cellar door and mixing it with some water and drinking it, believing that their faith in the Saint would be healed, too. Money, of course, never accepted it, and it was in his hands.
He used to say, "Our faith is not sold".
He lived completely and "suffered the Divine". He lived in self-denial because he loved God first, and after His image, God, and after His image, the neighbor. Bloody struggles and efforts were made to keep his fellow citizens and compatriots in the faith, so as not to be shaken and belittled in those days and seasons, by the many and varied pressures they received from the Turks, but also from the sheep and goats. Protestants, who were trying to shepherd Christ's flock.

His cell, small and unobtrusive, was in the world. He lived in the world, but at the same time managed to live outside the world.
In this, as well as his divine exploits, he was greatly helped by the two days (Wednesday and Friday) that remained in his cell, praying. Which were more fruitful spiritually then, because they also sanctified the work of other days. For hours he was kneeling in prayer to God for His people, who had entrusted Him to the ascetic hands of His servant Arsenius. Saint Peter's great sensitivity could not do any harm to the creature. Especially in animals. He never sat on an animal to tire of it, to rest himself. He always preferred to walk on foot and as he was barefoot. He always had Christ in front of him who never sat in an animal - only once - and as he used to say, "I am worse than a donkey, how can I sit in it?"
In order to hide his virtues from the eyes of the people and thus avoid praise, he resorted to certain "whims". He appeared as a tough angry, irritable, out of touch with the various women who, out of love and gratitude, were trying to help him cook in various ways and send him food. As he typically used to say to his faithful friend and chorus Prodromos: “If I were to serve women, I would become a married priest and serve me as a priest. The nun who is served by women is not nun. "

As he raised his hands to beg God for something, he began to pray and cry out, "My God!" As if his heart were being cut off at that time, and you would be glad that he was getting Christ off his feet and not doing it to him. his request. "We", as the Pharasias used to say, "in our homeland what the doctor would say, we did not know; we were running at Hatzefentis. In Greece we learned from doctors, but if we say it to the locals, they look weird. "
In addition to his other gifts, he also had a proactive gift. He had been informed by God that they were about to leave for Greece, and it was on August 14, 1924, with the exchange of populations. He knew from his death beforehand that this would happen on an island.

His sacred form was then aimed at Grace and consolation.
His face shone from the ascetic glow, which looked like the color of a quince.
He had been torn apart by the supernatural spiritual struggles he made out of love for Christ, as well as his many labors of love for his flock, which had served him fifty years as a good Shepherd.

Three days before his outbreak, the Virgin Mary returned him all over the Holy Mountain, the Monasteries, the Temples he so longed to see and had not claimed, and told him that in three days he would be presented to the Lord, who so loved gave all of Himself to Him.
He left on November 10, 1924.


Absolutely. Sound a'. Co-captain Logon.
To those whose life is mocked, at last times, Father Arsenie, endowed with the gifts of the Divine Spirit, and the miracles performed, by the event, give each one of them, by God, your condolences to your prayers.


It's close. Sound d. The Highest in the Cross.
Cappadocia the budding flower, and the virtues the precious vessel, the sacred Aresian hymns; this garrison as an angel, in the flesh of the living, a fig tree, of the saints, always praying, always praying, always waiting,


Magnificent.
Grace of Hosea the imitator, and Cappadocia, a sanctification of the sanctuary; Grace the giver, each for the sake of the glorified God, Father Arsenie.

Δεν υπάρχουν σχόλια: