30/11/19

Ο Άγιος Ανδρέας ο Απόστολος ο Πρωτόκλητος


Μορφή  βιβλική. Φυσιογνωμία  προνομιούχος  και  διαλεχτή.  Πρώτος  απ’ όλους  τους  αποστόλους  γνώρισε  τον  Ιησού,   αλλά   και  πρώτος κλήθηκε  να  τον   ακολουθήσει,  γι’ αυτό   και  Πρωτόκλητος.  Το   όνομά του   το   ιερό   κατέχει   ιδιαίτερη   θέση   στην   ψυχή   των   Ελλήνων.
Αυτός   είναι   ο    Ανδρέας  ο  Πρωτόκλητος   μαθητἠς   του  Χριστού  και  ο  ένας  από  τους   Αποστόλους  του  Ἐθνους  μας.

Ο  Ανδρέας  καταγόταν  από  την  Βηθσαϊδά  της  Γαλιλαίας  και   ήταν γιος  του  Ιωνά  και  αδελφός  του   πρωτοκορυφαίου   Αποστόλου  Πέτρου. Το  επάγγελμά   του   ήταν  ψαράς.
Ήταν όμως από τις ευγενικές εκείνες ψυχές, που μελετούσαν τους προφήτες και περίμεναν με λαχτάρα την εκπλήρωση των υποσχέσεων του    Θεού   για    την   σωτηρία  του   κόσμου.
Ο Ανδρέας μαζί με τον Ιωάννη τον Ἐυαγγελιστή, υπήρξαν στην αρχή μαθητές του Ιωάννου του Προδρόμου. Κάποια μέρα μάλιστα, που βρισκόντουσαν    στις   όχθες   του   Ιορδάνη   και   ο Πρόδρομος  τους έδειξε τον Ιησού και τους είπε «ίδε ο αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου»,  οι  δυο  απλοϊκοί   εκείνοι   ψαράδες συγκινήθηκαν τόσο πολύ, που χωρίς κανένα δισταγμό και επιφύλαξη αφήκαν αμέσως τον δάσκαλό τους και ακολούθησαν τον Ιησού. Τον ακολούθησαν με προθυμία και ζήλο κι έμειναν κοντά του εκείνη την ημέρα.  Τί  είδαν  και   τί  άκουσαν  όλες   εκείνες  τις   αξέχαστες   ώρες; Χωρίς  άλλο,   λόγια   άγια   και   θεία.  Ρήματα    ζωής    αιωνίου.   Λόγια, που  τους   συνεπήραν   την   ψυχή   και   τους   έκαμαν   να   πιστέψουν πως   στ’ αλήθεια    ο   Ιησούς   ήταν   Εκείνος   που   περίμεναν.
Ο   Μεσσίας.   Ο   Σωτήρας    και   Λυτρωτής   των  ανθρώπων.

Τον  ενθουσιασμό  και  την  ικανοποίησή   τους  από   την   επικοινωνία και  επαφή   τους  με τον Κύριο την βλέπουμε από την ενέργεια του Ανδρέα. Μόλις χωρίστηκαν από τον Ιησού, έτρεξε να συναντήσει τον μεγαλύτερο  αδελφό  του  Πέτρο   και   να  του   πει   με   χαρά: «Ευρήκαμεν   τον   Μεσσίαν (ό εστί μεθερμηνευόμενον Χριστός) και ήγαγεν  αυτόν  προς   τον  Ιησούν». Πόση  καλοσύνη.   Πόση   ευγένεια ψυχής! Πόση    αγάπη!   Δεν   κράτησε   μόνος   την   χαρά   του.   Έσπευσε να   την   μοιραστεί με τον αδελφό του. Και είχε δίκαιο! Κείνος  που γεύτηκε  το μέλι του Ευαγγελίου δεν μπορεί να το τρώει μόνος του. Η πραγματική  χάρη,   όταν   φωτίσει  την ψυχή, βάνει τέρμα στο πνευματικό μονοπώλιο, λέει και  ένας μεγάλος ιεραπόστολος του περασμένου   αιώνα.

Η  περίπτωση   αυτή   είναι ένα έξοχο παράδειγμα αδελφικής αλληλεγγύης και πνευματικότητας. Τα αδέλφια μας, οι γονείς μας, οι συγγενείς   μας, οι οικείοι μας πρέπει να είναι για μας πρόσωπα προσφιλή. Πρόσωπα, με τα οποία να είμαστε έτοιμοι να μοιραστούμε κάθε στιγμή  και  την χαρά και την λύπη μας. Σ’ αυτούς θα  πούμε τον καλό   τον  λόγο.  Θα    δώσουμε το χριστιανικό  έντυπο. Θα τους καλέσουμε σε μία χριστιανική συγκέντρωση. Θα τους πούμε σε μίαν επίσκεψη:  «Ευρήκαμεν  τον  Μεσσίαν».   Αδελφοί   μας! Ελάτε στον Χριστό.  Αυτός  είναι   η  χαρά.   Αυτός   η   ζωή    και   το   φως.   Αυτός   η ειρήνη   του   κόσμου.   Μη  σας  σκανδαλίζουν  μερικά  έκτροπα, που βλέπετε γύρω σας. Μη σας σκανδαλίζει η ζωή μερικών, που αυτοκαλούνται  χριστιανοί   και θέλουν τάχατες να δείχνουν και τον δρόμο   στους άλλους. Εσείς κοιτάτε μόνο  τον  Χριστό.  Αυτός  και  μόνο αυτός  στον  κόσμο  τούτο   δίνει  τη   χαρά  και  την  ειρήνη.  Το   μαρτυρεί η  ζωή   όλων   των   απλών,  των   αληθινών  χριστιανών.   Το   βεβαιώνει  η   ζωή    και    το   παράδειγμα   του   μεγάλου  αποστόλου  μας.

Ύστερα από το επεισόδιο, που αναφέραμε, τόσο ο Ανδρέας, όσο και ο Πέτρος και  ο  Ιωάννης ξαναγύρισαν στα πλοία τους  και έπιασαν πάλι την δουλειά τους. Δεν είχε έρθει ακόμη η ευλογημένη ώρα να αρχίσει ο Κύριος   το  έργο  του. Αυτό  έγινε   λίγες   μέρες  αργότερα. Εκεί στην λίμνη   της   Γεννησαρέτ οι δυο αδελφοί καταγίνονταν να ρίψουν τα δίχτυα τους στην θάλασσα, όταν τους ξαναβρήκε ο Ιησούς και τους κάλεσε  να   τον ακολουθήσουν. «Δεύτε οπίσω μου», τους είπε, «και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων». Και αυτοί «ευθέως αφέντες τα δίκτυα ηκολούθησαν αυτώ». «Ευθέως», χωρίς καμιά χρονοτριβή, χωρίς καμιά αναβολή   τον   ακολούθησαν. Στην περίσταση αυτή έμοιασαν με τον σοφό   και   συνετό  εκείνο  έμπορο  της  ευαγγελικής  περικοπής, που ζητούσε  να βρει   και  ν’ αγοράσει   μαργαριτάρια.  Και  όταν   βρήκε κάποτε  ένα   σπουδαίο   και «πολύτιμον  μαργαρίτην», έσπευσε να πωλήσει  όλα  όσα  είχε  και   να  τον  αγοράσει.  Αυτό   έκαμαν   και  οι δύο   αδελφοί.

Ο  Ανδρέας  ακολούθησε τον  Κύριο  πιστά  και  πρόθυμα   μέχρι τέλους. Κατά   το   διάστημα   αυτό της μαθητείας του δύο από τα πολλά επεισόδια  καταδεικνύουν  την  ιδιαίτερη  θέση, που   είχε   ανάμεσα   στους  άλλους  μαθητές  και  κοντά   στον   Ιησού. Το πρώτο   συνέβηκε στην  έρημο.  Τα   πλήθη, που είχαν πληροφορηθεί πως ο Κύριος βρισκόταν  εκεί,  μαζεύτηκαν  απ’ όλα   τα   μέρη  γύρω,  για   να   ζητήσουν   τις  ευεργεσίες του  και  ν’ ακούσουν τη διδασκαλία  του. Κόντευε   να   δύσει  ο  ήλιος  και   κανένας  δεν  έλεγε   να   φύγει.   Κάποια   στιγμή   ο   Ιησούς φώναξε κοντά  του  τον   Φίλιππο   και   τον ρώτησε: «Από που και με τί χρήματα θα αγοράσουμε ψωμιά, για να φάγουν   όλοι   αυτοί οι άνθρωποι;» Ο Κύριος φυσικά  γνώριζε  τί  θα έκαμνε. Το  είπε όμως αυτό, για να δοκιμάσει τον Φίλιππο και τους άλλους   μαθητές. Και αυτός από μέρους και των άλλων μαθητών γεμάτος  αμηχανία   απήντησε:  «Διακοσίων   δηναρίων άρτοι ουκ αρκούσιν   αυτοίς  ίνα έκαστος αυτών βραχύ τι λαβή». Διακοσίων δηναρίων   ψωμιά   δεν   φτάνουν, όχι για  να   χορτάσουν,  αλλά  για   να πάρει   ο  καθένας  μια   μπουκιά.   Την  στιγμή  εκείνη   πετάχτηκε  ο Ανδρέας  κι  είπε. «Κύριε, είναι εδώ ένα παιδάκι, που έχει πέντε κριθαρένια ψωμιά και δυο ψαράκια» (Ιωάν. στ’ 9). Φυσικά πέντε κριθαρένια  ψωμιά  και  δυο  ψαράκια   δεν  είναι   τίποτα   για   τόσο κόσμο.  Μα  εσύ   Κύριε, μπορείς   να   τα   ευλογήσεις  και  τότε,  ω,  ναι! Τότε  μπορούν  να  φάνε  όλοι  οι  άνθρωποι  και να περισσέψουν. Πρόσωπο  με  παρρησία  και  με  μία  λανθάνουσα  πίστη   στον  Χριστό μας   παρουσιάζει   το  επεισόδιο   αυτό  τον  Ανδρέα.

Πρόσωπο  με  πλατιά   και   μεγάλη καρδιά μας τον παρουσιάζει το δεύτερο επεισόδιο. Συγχρόνως όμως και άνθρωπο με τόλμη, που δεν διστάζει να πάρει μία μεγάλη απόφαση και ν' αναλάβει συνάμα και τις ευθύνες  του.  Αφορμή γι’ αυτό το επεισόδιο έδωκαν μερικοί συμπατριώτες  μας Έλληνες. Ήταν οι μέρες του  Πάσχα,  του  τελευταίου Πάσχα του Κυρίου μας. Μέσα στα πλήθη, που μαζεύτηκαν στα Ιεροσόλυμα  από  τα   διάφορα   μέρη του κόσμου, ήταν και αυτοί. Ασφαλώς ήταν άνθρωποι που είχαν προσηλυτισθεί στον ιουδαϊσμό. Η πνευματική  θρησκεία  του  Ισραήλ  τους  είχε  τραβήξει   μέσα  στην καρδιά  τους  βαθύ  τον  πόθο  να   τον   γνωρίσουν.  Πλησίασαν   λοιπόν τον   Φίλιππο – ίσως  το  ελληνικό  του   όνομα  τους   έδωκε   το   θάρρος – και   του ζήτησαν να τους οδηγήσει στον Χριστό. Ο Φίλιππος όμως έσπευσε  να   ζητήσει  τη   γνώμη  του   Ανδρέα.  Γιατί  του  Ανδρέα;  Γιατί ήταν   συμπατριώτης  του   και   ήξερε   την   παρρησία  του. Αλλά  και γιατί   ο  Ανδρέας   ήταν  γνωστός  σαν   ο  άνθρωπος  με  την  μεγάλη καρδιά  και  το  θέμα θα  το  αντίκριζε   όχι  με τη στενή ιουδαϊκή αντίληψη,  πως  ο  Χριστός  ήλθε  και  ανήκε  μόνο   στους   Ιουδαίους, αλλά  και στους άλλους ανθρώπους. Και πραγματικά η στάση του δικαίωσε  την   φήμη   του.

Ο  Ανδρέας,   σαν  έμαθε   από  τον  Φίλιππο   το   περιστατικό,   χωρίς   να χάσει   καιρό, πήρε τους Έλληνες και μαζί μ’ αυτόν τους έφερε στον Χριστό  (Ιωάν. ιβ’ 20 – 22). Τί φανερώνει και το επεισόδιο αυτό; Την μεγάλη, την πλατιά του καρδιά, μα και την οικειότητά του προς τον Χριστό.   Ευτυχείς όλοι εκείνοι που μιμούνται τον Πρωτόκλητο και βοηθούν  και  άλλες   ψυχές  να   πλησιάσουν και  να γνωρίσουν τον Κύριο.

Η  ζωή  του  Πρωτοκλήτου  κατά  τα  τρία  χρόνια  της  μαθητείας  είναι  η ίδια  με  τη   ζωή  των  άλλων  μαθητών.   Αχόρταγα  και  αυτός  μαζί  με τους   άλλους   αποστόλους ρουφούσε από το στόμα του θείου Διδασκάλου   τα  «ρήματα  της  αιωνίου  ζωής».  Μαζί  του  περιέτρεχε  την Αγια  Γη  και   έβλεπε  τις  ευεργεσίες  και   τα   θαύματά   του.  Βαθιά  ήταν   η  συγκίνησή του για την υποδοχή, που ο περιούσιος λαός επεφύλαξε στον Κύριό μας «προ έξημερών του Πάσχα». Πιο βαθιά η θλίψη   του  για τη σύλληψη του Διδασκάλου του και για όσα ακολούθησαν   αυτή.  Η   επίσκεψη   του  Κυρίου  όμως   κατ’ αυτήν  την ημέρα   της   Αναστάσεώς Του  και   ενώ   πια   είχε  βραδιάσει  και   οι πόρτες του σπιτιού ήταν κλειστές «δια τον φόβον των Ιουδαίων» ξανάφερε στην ψυχή του την χαρά και την ελπίδα. Ο Ανδρέας παρευρέθηκε  στην  Ανάληψη   και   έλαβε μέρος στην εκλογή του Ματθία.

Μετά  την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος κατά την ημέρα της Πεντηκοστής,  ο  Απόστολός  μας,  όπως   ψάλλει   και  ο ιερός υμνογράφος, αφού  «διεπέτασε   τὸ  ιστίον του   Πνεύματος,  ως  κύμα γαληνὸν πραέτω  πνεύματι   κινούμενον,   πάσαν επλούτισε την  γην  του  ενθέου  κηρύγματος».  Ο   Ανδρέας   υπήρξε  ο   κατ’ εξοχήν   Απόστολος των   Ελλήνων.  Η   Σκυθία,   δηλαδή  η  σημερινή  νότιος   Ρωσία,  η Ελληνική  Βιθυνία, ο Πόντος, η   Θράκη, η  Μακεδονία, η  Ήπειρος  κι   η  Αχαία   ποτίστηκαν   πλούσια  με  τον  τίμιο   ιδρώτα   του   Πρωτοκλήτου. Αλλά  και   η   Εκκλησία   του   Βυζαντίου,  που   απετέλεσε  και   αποτελεί το   κέντρο  της   Ορθοδοξίας,  από  τον  Απόστολό   μας   ιδρύθηκε.   Εδώ   ο   Ανδρέας   εγκατέστησε πρώτο   επίσκοπο  τον  Απόστολο  Στάχυ   και αυτού  διάδοχος  είναι   ο   Οικουμενικός Πατριάρχης. Σε μία του περιοδεία,   αναφέρεται  από   την   παράδοση,  πως   ο  Άγιος   μας   ήλθε  και  στη  Κύπρο.  Το   καράβι,  που  τον  μετέφερε  στην   Αντιόχεια   από την   Ιόππη,   λίγο πριν προσπεράσουν το γνωστό ακρωτήρι του Αποστόλου   Ανδρέα   και  τα  νησιά,  που  είναι   γνωστά  με   το   όνομα Κλείδες,   αναγκάστηκε  να   σταματήσει   εκεί  σ’ ένα  μικρό   λιμανάκι, γιατί   κόπασε  ο  άνεμος.   Τις   μέρες   αυτές   της   νηνεμίας   τους   έλειψε και   το  νερό.  Ένα   πρωί,  που   ο  πλοίαρχος  βγήκε   στο  νησί   και έψαχνε να βρει νερό, πήρε μαζί του και  τον Απόστολο. Δυστυχώς πουθενά   νερό. Κάποια στιγμή, που έφτασαν στη μέση των δυο εκκλησιών,  που   υπάρχουν   σήμερα,  της   παλαιάς   και   της καινούργιας, που είναι κτισμένη λίγο ψηλότερα, ο Άγιος γονάτισε μπροστά   σ’ ένα   κατάξερο  βράχο   και   προσευχήθηκε   να  στείλει   ο Θεός  νερό. Ποθούσε  το  θαύμα,  για  να   πιστέψουν   όσοι   ήταν  εκεί στον   Χριστό.  Ύστερα  σηκώθηκε, σφράγισε με το σημείο  του   Σταυρού τον  βράχο   και   το   θαύμα   έγινε.  Από  την  ρίζα   του   βράχου   βγήκε αμέσως  μπόλικο   νερό,  που   τρέχει   μέχρι  σήμερα  μέσα  σ’ ένα  λάκκο της  παλαιάς   εκκλησίας   και  απ’ εκεί  προχωρεί  και  βγαίνει   από    μία βρύση  κοντά   στη   θάλασσα.  Είναι   το  γνωστό   αγίασμα. Το ευλογημένο  νερό,  που  τόσους   ξεδίψασε, μα και  τόσους  άλλους, μυριάδες    ολόκληρες, που   το  πήραν  με  πίστη   δρόσισε  και παρηγόρησε.  Και   πρώτα – πρώτα   το   τυφλό   παιδί   του   καπετάνιου.

Ήταν  και  αυτὀ  ένα   από   τα   πρόσωπα   του   καραβιού   που   μετέφερε ο   πατέρας. Γεννήθηκε τυφλό και μεγάλωσε μέσα σε ένα συνεχές σκοτάδι.  Ποτέ   του   δεν   είδε   το   φως.   Δένδρα,   φυτά,   ζώα αγωνιζόταν  να  τα   γνωρίσει   με   το   ψαχούλεμα.   Εκείνη    την    ημέρα, όταν   οι   ναύτες  γύρισαν  με  τα    ασκιά   γεμάτα   νερό   και   εξήγησαν τον   τρόπο   που   το   βρήκαν    στο   νησί,  ένα  φως   γλυκιάς   ελπίδας άναψε  στην  καρδιά   του  δύστυχου  παιδιού.  Μήπως  το  νερό  αυτό, σκέφτηκε,   που   βγήκε   από  τον   ξηρό   βράχο   ύστερα   απ’ την προσευχή  του  παράξενου  εκείνου    συνεπιβάτη   τους,  θα   μπορούσε    να   χαρίσει   και   σ’ αυτόν   το  φως   του  που ποθούσε; Αφού  με θαυμαστό  τρόπο  βγήκε,  θαύματα  θα   μπορούσε   και   να   προσφέρει. Με   τούτη  την    πίστη   και   την   βαθιά   ελπίδα   ζήτησε   και   το   παιδί λίγο   νερό.   Διψούσε.  Καιγόταν   απ’ την   δίψα.      Απόστολος,   που ήταν    εκεί, έσπευσε και έδωσε στο παιδί ένα δοχείο γεμάτο από το δροσερό    νερό.   Όμως   το   παιδί   προτίμησε,  αντί   να   δροσίσει    με   το  νερό    τα  χείλη   του,   να   πλύνει   πρώτα   το   πρόσωπό   του.   Και   ω του   θαύματος!   Μόλις    το  δροσερό  νερό   άγγιξε   τους   βολβούς  των ματιών   του   παιδιού,  το  χρόνιο   σκοτάδι  άρχισε   να   διαλύεται.   Και ένα   φως,   ιλαρό   φως,   άρχισε   να   λούζει   τα  γύρω   πράγματα...

— Πατέρα,  πατέρα,   άρχισε  να   φωνάζει   το  παιδί   πότε ψαχουλεύοντας  και πότε τρέχοντας να βρει τον πατέρα. Και  ο καπετάνιος  που   τρόμαξε  απ' τις φωνές  του   παιδιού   τρέχει  και   αυτός προς   το  μέρος  που   ακουόταν   η    φωνή.   Στο   αντίκρισμα    του παιδιού    του   σταμάτησε,   έσκυψε   και   άνοιξε   την   αγκαλιά  του.
— Παιδί   μου,   τι   σου   συμβαίνει;   ρώτησε   με   τρόμο   ο  πατέρας.
— Βλέπω!  Πατέρα  μου,  βλέπω!  Για   κοίτα  με, βλέπω  την  θάλασσα, τους   ανθρώπους,  τα  πανιά   του   καραβιού   μας  που  φουσκώνουν. Πατέρα,  το   ευλογημένο   νερό   που   μου  έδωκε   εκείνος   ο   παππούλης,  για  να   πιω   και  να πλυθώ, αυτό μου χάρισε ότι ποθούσαμε.   Το   φως   μου,   πατέρα...

Ύστερα  από   μικρή   διακοπή   που  πέρασε  μέσα  σε  δάκρυα   και αναφιλητά   ευγνωμοσύνης    ο   καπετάνιος   σηκώθηκε   και   είπε:
— Παιδί  μου, πάμε να βρούμε τον παππούλη  που  λες,  για   να   τον ευχαριστήσουμε   για   ό,τι   μας   χάρισε!
— Όχι εμένα, είπε ο Απόστολος που πλησίασε. Τον Χριστό να ευχαριστήσουμε   όλοι.   Αυτός   μας   έδωκε   το   νερό.   Αυτός   γιάτρεψε και   το   παιδί.   Αυτός   είναι    ο   αληθινός    Θεός,   που    έγινε   άνθρωπος   και    ήρθε   στον   κόσμο   για    να    μας   σώσει!

Και    ο    Απόστολος,   που   τον   κοίταζαν   όλοι   με   θαυμασμό,    άρχισε να    τους   μιλά  και   να   τους   διδάσκει   τη   νέα    θρησκεία.   Το    τέλος της ομιλίας πολύ καρποφόρο. Όσοι τον άκουσαν πίστεψαν και βαφτίστηκαν.  Την   αρχή  έκανε   ο   καπετάνιος   με   το   παιδί   του,  που πήρε  και   το  όνομα  Ανδρέας.   Και   ύστερα   όλοι   οι   άλλοι   επιβάτες και   μερικοί  ψαράδες   που   ήσαν   εκεί.  Πίστεψαν  όλοι    στον   Χριστό που   τους   κήρυξε   ο   Απόστολός   μας   και  βαφτίστηκαν.   Φυσικά   το θαύμα   της   θεραπείας   του   τυφλού   παιδιού,   ακολούθησαν   και άλλα,  και  άλλα.  Στο   μεταξύ   ο   άνεμος    άρχισε  να   φυσά  και  το καράβι  ετοιμάστηκε   για   να   συνεχίσει   το   ταξίδι   του.   Ο   Απόστολος,   αφού  κάλεσε   κοντά    του   όλους    εκείνους   που   πίστεψαν στον Χριστό και βαφτίστηκαν, τους έδωκε τις τελευταίες συμβουλές του και τους αποχαιρέτησε. Έτσι στο ευλογημένο νησί οργανώθηκε  ακόμη  μια  ομάδα,   μία    εκκλησία πιστών  στον ένα αληθινό   Θεό.

Αργότερα,   μετά   από   χρόνια,   κτίστηκε στον  τόπο  αυτόν  που περπάτησε   και   άγιασε   με  την  προσευχή,  τα   θαύματα   και   τον ιδρώτα του ο Πρωτόκλητος μαθητής, το μεγάλο μοναστήρι του Αποστόλου  Ανδρέα,  που με τον καιρό  είχε γίνει παγκύπριο προσκύνημα.  Κάθε  χρόνο  χιλιάδες   προσκυνητές   απ’ όλα   τα   μέρη της   Κύπρου,  ορθόδοξοι   και ετερόδοξοι κι αλλόθρησκοι ακόμη, συνέρεαν   στο   μοναστήρι,   για  να  προσκυνήσουν  τη   θαυματουργό εικόνα   του   Αποστόλου,   να   βαφτίσουν   εκεί    τα   νεογέννητα   παιδιά τους   και   να   προσφέρουν  τα   πλούσια   δώρα   τους   σε  χρήμα   ή   σε είδη,  για  να  εκφράσουν   τα   ευχαριστώ   και   την  ευγνωμοσύνη   τους στον   θείο   Απόστολο.   Κολυμβήθρα  Σιλωάμ  ήταν  η    εκκλησία   του για   τους   πονεμένους.   Πλείστα  όσα   θαύματα   γινόντουσαν  εκεί   σε όσους   μετέβαιναν  με  πίστη   αληθινή  και   συντριβή   ψυχής.

Σε    όλους  τους  ναούς  του  μαρτυρικού   νησιού   μας  (της  Κύπρου)  θα βρούμε  την   αγία   εικόνα   του  και  το όνομά  του  είναι  το  πιο συνηθισμένο  μεταξύ   των  κατοίκων  (Ανδρέας  ή  Αδρεανή - Ανδρούλα) και  το  πιο  διαδεδομένο.   Για   λόγους  που   μόνο   ο   Κύριος   γνωρίζει, εδώ   και    μερικά   χρόνια –  από   το   1974 — το   άγιο   μοναστήρι   μαζί  με  όλη  την   Καρπασία,   τη   Μεσαορία   και   τη   Βόρειο   Κύπρο   έχει περιέλθει  στην   κυριαρχία   του   πιο   βάρβαρου   εισβολέα,   του  Τούρκου.  Οι  ευλογημένες εκκλησίες που  βρίσκονται  στα  μέρη  αυτά μένουν  κανονικά   αλειτούργητες.  Και   οι   καμπάνες  σώπασαν   από τότες   να  κτυπούν   και   να   καλούν   τους   πιστούς   σε   συναγερμό ψυχής.   Το  αγίασμα όμως που βγήκε απ’ την γη ύστερα από την προσευχή του μεγάλου Αποστόλου Ανδρέου μένει και συνεχίζει το κελάρυσμά   του.  Συνεχίζει το   κελάρυσμά   του   και   περιμένει   την αγία   ώρα,  που    οι   πιστοί   του   νησιού,   πλυμένοι   και   καθαρισμένοι μέσα   στα   δάκρυα   μιας   ειλικρινούς   μετάνοιας, θα αξιωθούν ελεύθεροι   και   πάλι  να  επισκεφθούν  το   όμορφο   μοναστήρι   για   να ψάλουν   τα   ευχαριστήρια    στον  Κύριο   για   την   λύτρωσή   τους   από τα   δεινά   της  πικρής   δοκιμασίας   και  να   πιούν  και   να   δροσίσουν  τα  χείλη  από  το  γλυκό  νερό.  Ο   Θεός  να   δώσει,  με   την  βοήθεια  των πρεσβειών  του  Αγίου  Αποστόλου  Ανδρέου, μα και  των  άλλων  Αγίων  της  Κύπρου   μας,  η   μέρα  αυτή   να  έρθει  το   γρηγορότερο.

Το   τέλος  του   Αποστόλου   υπήρξε ανάλογο της ιστορίας του. Μαρτύρησε   στην   Πάτρα,   όπου   είχε   φτάσει,   για   να   μεταδώσει   και εδώ    το   μήνυμα   της   λυτρώσεως   και   να   σκορπίσει   το   φως   του Χριστού.  Η   επίσκεψή   του  από   την  πλευρά   αυτή   έφερε   πολλούς καρπούς.  Σε    λίγες  μέρες  το  κήρυγμά  του  μαζί   με  τα  πολλά   του θαύματα  συγκλόνισε   κυριολεκτικά   τα   θεμέλια   της   ειδωλολατρίας στην   Αχαία.  Ανάμεσα    στους  πρώτους,   που   πίστεψαν,   ήταν    αυτός ο   ίδιος   ο   ανθύπατος.   Έτσι   λεγόνταν   κατά   τους   ρωμαϊκούς χρόνους   οι   Ρωμαίοι   άρχοντες,   που    διοικούσαν   μία   από   τις επαρχίες  του  κράτους.  Της  πόλεως,   ο   Λέσβιος   όπως  λεγόταν,  που είχε  αρρωστήσει   άξαφνα   βαριά  και   τον   είχε   γιατρέψει   ο Απόστολός μας. Το παράδειγμα του ανθύπατου έσπευσαν ν’ ακολουθήσουν και άλλοι ειδωλολάτρες. Μα το πράγμα έγινε γνωστό στην   Ρώμη.   Ο   αυτοκράτορας  Νέρων  λύσσαξε  απ’ το   κακό   του   και έδωσε   εντολή  να αντικατασταθεί αμέσως ο Λέσβιος από κάποιο Αιγεάτη,   πολύ   φανατικό    ειδωλολάτρη    και   πολύ    σκληρό.

Ο  Πρωτόκλητος   έχοντας   συνοδό   τον   Λέσβιο   συνεχίζει   καθημερινά τα   κηρύγματά   του   και   τις  θαυματουργικές   του   θεραπείες.   Πλήθη λαού  απ’ όλη  την  Αχαία   τα  παρακολουθούν  με   ενδιαφέρον   και πολλοί  κάθε   μέρα   πυκνώνουν   τις   τάξεις   των  πιστών. Μέσα   σ’ αυτούς  προστίθενται  τώρα   και   η   σύζυγος   του   Αιγεάτη, η Μαξιμίλλα,  ο   αδελφός   του   Στρατοκλής, σοφός μαθηματικός, και άλλοι   πολλοί   από   τους   συγγενείς   του   και   τη   συνοδεία   του.

 Ο  ανθύπατος  Αιγεάτης,  άν  και  είδε  την  γυναίκα   του   Μαξιμίλλα   να σώζεται   από   βέβαιο   θάνατο   με  την  επέμβαση   του   Πρωτοκλήτου, άν  και   είδε  τον   αδελφό   του  Στρατοκλή,  που   τον   εκτιμούσε   τόσο, να   προσχωρεί   στη  νέα   πίστη,  εν   τούτοις   ο   ίδιος έμεινε ασυγκίνητος.  Κάτι   περισσότερο.  Πείσμωσε  με  τη γυναίκα   του   και αξίωσε  απ’ αυτήν  να   αρνηθεί τον Χριστό. Η   Μαξιμίλλα  όμως  δεν δέχτηκε  ν’ ακούσει.

– Προτιμώ,   του   είπε,   να   χωριστώ   από   σένα  παρά   από    τον   Χριστό   μου.

Και   αυτός,  τυφλωμένος  απ’ το πάθος  του,  διατάσσει   να   συλλάβουν τον  Πρωτόκλητο και να τον ρίξουν στη φυλακή. Για να εκβιάσει  δε περισσότερο  την   αφοσιωμένη   στον   Χριστό   γυναίκα,   την   απειλεί πως, άν δεν επιστρέψει στην θρησκεία των πατέρων της, την ειδωλολατρία,  θα βασανίσει τρομερά τον γέροντα  Απόστολο και  στο τέλος   θα   τον   σταυρώσει.  Ανήσυχη   η   Μαξιμίλλα   τρέχει  στη φυλακή, για  να   μεταφέρει   στον   Απόστολο   τις   απειλές   του   συζύγου της. Τρέμει η καλή   γυναίκα, μήπως πάθει κανένα κακό  ο ευεργέτης    και   σωτήρας  της.
— Μη   φοβάσαι, κόρη  μου,  για  την  ζωή  μου,  της  είπε   ο   Πρωτόκλητος.  Κράτησε   σταθερά   την  πίστη  σου.  Θα   είναι   τιμή   και εύνοια   του  Θεού   σε   μένα  ν’ αξιωθώ   να   φύγω   απ’ τον   κόσμο   αυτό κατά   τον   ίδιο   τρόπο,   που   έφυγε   ο  Λυτρωτής  μας.  Άς   κάμει,  ό,τι θέλει  ο Αιγεάτης.   Άς με κάψει  στην  φωτιά.  Άς   με  κατακόψει   με  τα μαχαίρια. Άς με καρφώσει στον Σταυρό.  «Ουκ  άξια  τα  παθήματα τοτ  νυν  καιρού προς την  μέλλουσαν  δόξαν  αποκαλυφθήναι  εις  ημάς».  Ο Στρατοκλής,  που   βρισκόταν   εκεί,   λούστηκε  στο   κλάμα.
1 – Μην   κλαις,  του   είπε   ο   Απόστολος.  Κάποια   μέρα   θα   φύγουμε από   τον   κόσμο   αυτό.   «Ουκ  έχομεν  ώδε  μένουσαν  πόλιν».   Πρόσεξε μόνο   τον   σπόρο  του  Ευαγγελίου,  που  έσπειρα   στην  καρδιά  σου. Κράτησέ  τον   προσεκτικά   και    σπείρέ  τον   και   εσύ   παρακάτω.

Τα  λόγια  του  Αποστόλου   τόνωσαν  το  θάρρος  της  Μαξιμίλλας   και του  Στρατοκλή  και  ατσάλωσαν  την  θέληση  τους  ν’ αγωνιστούν   ως   το   τέλος.   Ο   Αιγεάτης   ξαναφώναξε   την   γυναίκα του και προσπάθησε  με  λόγια  γλυκά   και   κολακευτικά   να   την   μεταπείσει  από   την   πίστη   του   Χριστού.
— Είμαι   έτοιμος   να  κάμω   το  καθετί   για   την   αγάπη   σου,   της   είπε.   Άν   πεισθείς   να   αφήσεις  τον  Χριστό,  θα   σ’ έχω   βασίλισσα   στο   σπίτι   μου.  Αλλιώς  θα   καρφώσω   σ’ ένα   σταυρό  τον  γέρο,  που σου  πήρε  τα  μυαλά,  και   θα  σκοτώσω   και   εσένα.
Η   απάντηση   της   Μαξιμίλλας   υπήρξε   αληθινά   ηρωική.
— Προτιμώ   χίλιες   φορές   τον  θάνατο  παρά  τη  ζωή μ’ ένα ειδωλολάτρη   σαν   και    σένα.

Τα   λόγια   της  ηρωίδας   χριστιανής   άναψαν   τον  θυμό  του   συζύγου της,  που  έδωκε  εντολή  να  βασανίσουν   σκληρά   τον   Άγιο   και   στο τέλος  να  τον  υψώσουν  πάνω   σ’ έναν  σταυρό,  που  είχε   το  σχήμα   του  γράμματος Χ και που είχε στηθεί στο «χείλος της θαλάσσιας αμμουδιάς». Πάνω  στον Σταυρό αυτό, που  ήταν   φτιαγμένος   από    ξύλα  ελιάς,  έδεσαν   τα   χέρια   και   τα  πόδια  του   Αποστόλου,  χωρίς να   τον   καρφώσουν. Και   αυτό  έγινε, γιατί   ο  Ανθύπατος   ήθελε   να κρατήσει   πολύν   καιρό   τον   Άγιο   στη   ζωή,   για   να   τον   βασανίσει.

Από  μία   θάλασσα, την  όμορφη  θάλασσα  της  Γαλιλαίας,   κάλεσε   ο Κύριος  τον  μεγάλο  Ψαρά   να   τον   ακολουθήσει   για  να   γίνει μαθητής  του   και   να  ψαρεύει  ανθρώπους.  Από  μία   άλλη  θάλασσα κοντά,   την   θάλασσα   της  ιστορικής  πόλεως   των   Πατρών,   κάλεσε και  πάλι  ο   Χριστός   τον  μαθητή    και   Απόστολό  του   Ανδρέα,   ύστερα  από  σκληρή   εργασία   σποράς   του   λόγου   του, να μεταπηδήσει  στην  ουράνια  πατρίδα  μας,  για   να  λάβει    τον    άφθαρτο   στέφανο   της   δικαιοσύνης.   Ο   απόστολος   έφυγε   από   τον κόσμο   αυτόν   σε   ηλικία   80   περίπου    χρόνων.

Οι   χριστιανοί   της  Αχαίας   θρήνησαν   βαθιά   τον   θάνατό   του.   Ο πόνος  τους  έγινε ακόμη πιο μεγάλος, όταν  ο  ανθύπατος  Αιγεάτης αρνήθηκε   να   τους   παραδώσει   το   άγιο   λείψανό   του,   για   να   το θάψουν.  Ο   Θεός   όμως   οικονόμησε τα   πράγματα.   Την   ίδια  μέρα, που  πέθανε   ο  Άγιος,   ο Αιγεάτης τρελάθηκε και αυτοκτόνησε. «Θάνατος   αμαρτωλώων  πονηρός».   Οι   χριστιανοί   τότε με τον επίσκοπό   τους τον Στρατοκλή, πρώτο Επίσκοπο των Πατρών, παρέλαβαν   το  σεπτό λείψανο και το έθαψαν με μεγάλες τιμές. Αργότερα,   όταν   στον   θρόνο   του   Βυζαντίου   ανέβηκε   ο Κωνστάντιος, που  ήταν  γιος   του   Μ. Κωνσταντίνου,   μέρος   του   ιερού λειψάνου μεταφέρθηκε από την πόλη των Πατρὼν στην Κωνσταντινούπολη  και   κατατέθηκε  στο   ναό   των   Αγίων    Αποστόλων   «ένδον της Αγίας Τραπέζης». Η αγία Κάρα του Πρωτοκλήτου   φαίνεται  πως  απέμεινε  στην  Πάτρα.   Όταν   όμως   οι Τούρκοι   επρόκειτο  να   καταλάβουν  την   πόλη   το   1460,   τότε   ο Θωμάς Παλαιολόγος, αδελφός του τελευταίου αυτοκράτορος Κωνσταντίνου   του   Παλαιολόγου   και   τελευταίος   Δεσπότης   του Μοριά,  πήρε  το   πολύτιμο  κειμήλιο   και   το   μετέφερε   στην  Ιταλία. Εκεί  εναποτέθηκε   στο   ναό  του   Αγίου   Πέτρου   της   Ρώμης,   όπου έμεινε   μέχρι  του  1964.   Την   26η  του   Σεπτέμβρη  († Ανακομιδή   Τιμίας Κάρας)  του   έτους   αυτού   αντιπροσωπεία   του  πάπα   Παύλου μετέφερε   από   την   Ρώμη   τον  πολύτιμο   θησαυρό   και   τον   παρέδωσε   στον  νόμιμο  κάτοχο,   την   Εκκλησία   των   Πατρέων.  Η αγία   Κάρα   του   Πρωτοκλήτου   ύστερα από ενέργειες της Αρχιεπισκοπής   μεταφέρθηκε   και   στην  Κύπρο  το  1967   για   μερικές μέρες   και   εξετέθηκε   σε   ευλαβικό   προσκύνημα.   Χιλιάδες    Κύπριοι τότε,   μικροί   και μεγάλοι, άνδρες και γυναίκες, ξεκίνησαν από τα τέσσερα   σημεία   του  νησιού   μας   και  πήγαν   και   προσκύνησαν   την άγια  Κάρα   του   Πρωτοκλήτου   και  μπροστά   της   κατέθεσαν   τον βαθύ   σεβασμό   και   την   ευλαβική   ευγνωμοσύνη    τους   για   τα   όσα η   χάρη   του   πρόσφερε  και    προσφέρει   στο    νησί   μας.

Στη   μνήμη  του  μεγάλου    αποστόλου   άς   κλίνει   τακτικά   με ευλάβεια  το   γόνυ   της   ψυχής   κάθε   Ελληνική    καρδιά.   Είναι   ένας απ’ τους   Αποστόλους   που   αγάπησαν την πατρίδα μας και αγωνίστηκαν να της μεταδώσουν το ανέσπερο φως του Χριστού. Το μήνυμά  του  δε,  «ευρήκαμεν τον Μεσσίαν» άς γίνει  και  για μας σύνθημα   ζωής.

«Ευρήκαμεν  τον  Μεσσίαν»   φωνάζει  και  σ’ εμάς   ο  Πρωτόκλητος μαθητής.  Ο   Χριστός    ήταν   και  είναι  ο  μοναδικός  Σωτήρας  και Λυτρωτής των ανθρώπων. Έτσι τον γνωρίσαμε εμείς. Έτσι θα τον γνωρίσετε  και  εσείς,  αν   τον  αναγνωρίσετε   Αρχηγό   και    Κύριό  σας κι   άν   βάλετε   το   θέλημα    και   τον   νόμο   του   οδηγό  στην   ζωή   σας.   Ναι!  άν βάλετε  το άγιο  θέλημα   και  τον   νόμο   του   οδηγό    και σύντροφο   στη   ζωή σας.  Γιατί   ο   Χριστός   ήταν   και   είναι   «χθες    και σήμερον  ο  Αυτός και εις τους αιώνας». Το  σωστικό   αυτό   μήνυμα  άς αγκαλιάσουμε  με   πίστη φλογερή όλοι ανεξαίρετα όσοι ποθούμε να δούμε στον μαρτυρικό αυτό τόπο καλύτερες μέρες. Ό,τι γκρεμίζει η αμαρτία ανορθώνει  και   ξαναφτιάχνει   μόνο  μια   ειλικρινής   μετάνοια. Με μία γνήσια μετάνοια  και  συντριβή   ψυχής   άς   καταφύγουμε και πάλι   όλοι   στον   Σωτήρα   Χριστό  και   άς  του ζητήσουμε να συγχωρήσει  και   εμάς   όπως κάποτε τους Νινευίτες και να μας ξαναδώσει   τη   λευτεριά   μας. Και θα μας ακούσει ο Κύριος. Οπωσδήποτε θα μας ακούσει. Μας το βεβαιώνει με τα άγια λόγια Του:   «Επικάλεσαι  με, εν  ημέρα  θλίψεώς   σου  και  εξελούμαι  σε   και   δοξάσεις με». Παιδί μου, όπου  και  να  είσαι,   φώναξέ  με   στον   πόνο σου. Και  θα  σε  ακούσω. Και  θα  σου   δώσω  αυτό  που  μου ζητάς, μιας   και  είναι  για το   καλό  σου.  Και  θα  με  δοξάσεις.  Ακούς;  Θα   στο   δώσω    και  θα  με   δοξάσεις.


Απολυτίκιο.  Ήχος    δ’.
Ως   των  Αποστόλων  πρωτόκλητος, και  του  κορυφαίου   αυτάδελφος, τον  Δεσπότην  των  όλων  Ανδρέα  ικέτευε, ειρήνην  τη  οικουμένη  δωρήσασθαι,  και ταις  ψυχαίς  ημών  το   μέγα   έλεος.

Έτερον   Απολυτίκιον.  Ήχος   πλ. α’.  Τον   συνάναρχον   Λόγον.      
Τον  Δεσπότην  των  όλων  ιδών  Ἀπόστολε, σωματωθέντα  ατρέπτως  εις  σωτηρίαν  ημών,  πρώτος έδραμες  αυτώ  Ανδρέα   πάνσοφε· όθεν  ηυγάσθης παρ’ αυτού, ως  αστήρ  αειφανής, και  έλαμψας   τοις  εν  κόσμω,   της  ευσεβείας  το    φέγγος,   φωταγωγών   τας   διανοίας   ημών.


Κοντάκιον. Ήχος   β’. Την  εν  πρεσβείαις.   
Τον  της  ανδρείας  επώνυμον  θεηγόρον, και Μαθητών  τον  πρωτόκλητον  του Σωτήρος, Πέτρου τον  σύγγονον  ευφημήσωμεν· ότι  ως  πάλαι τούτω  και  νυν  ημίν  εκέκραγεν·   Ευρήκαμεν  δεύτε  τον  ποθούμενον.


Μεγαλυνάριον.
Πρώτος  προσπελάσας  τω  Ιησού, πρωτόκλητος ώφθης, και  ακρότης  των  Μαθητών,  Ανδρέα  θεόπτα·   εντεύθεν  προσεπάγης, Σταυρώ  ως  ο Δεσπότης,  μεθ’ ού  δεδόξασαι.

Saint Andrew the Apostle the Apostle

Biblical form. Privileged and selective physiognomy. He was the first of all the apostles to know Jesus, but he was the first to follow him, so he was also the firstborn. Its name has a special place in the soul of the Greeks.
This is Andrew, the first disciple of Christ, and one of the Apostles of our nation.

Andrew was originally from Bethsaida, Galilee, and was the son of Jonah and the brother of the apostle Peter. His profession was a fisherman.
But it was those noble souls who studied the prophets and longed for the fulfillment of God's promises of salvation for the world.
Andreas, along with John the Counselor, were at the beginning disciples of John the Baptist. One day, while they were on the banks of the Jordan and the Forerunner showed them Jesus and said to them, "The Lamb of God saw the harvest of the sin of the world," these two simple fishermen were so moved that they were immediately their teacher followed Jesus. He was followed with zeal and zeal and stayed close to him that day. What did all those unforgettable hours see and hear? After all, words holy and divine. Verbs of eternal life. Words, which followed their souls and made them believe that Jesus was really the one they were waiting for.
The Messiah. The Savior and Redeemer of men.

Their enthusiasm and satisfaction with their communication and contact with the Lord can be seen in the energy of Andrew. As soon as they separated from Jesus, he ran to meet his older brother Peter and say to him gladly, "We have found the Messiah (Christ the Messiah) and Jesus Christ." How much kindness. What a courtesy of the soul! How much love! He did not keep his joy alone. He rushed to share it with his brother. And she was right! The one who tasted the Gospel honey cannot eat it by himself. The real grace, when it enlightens the soul, puts an end to the spiritual monopoly, says a great missionary of the last century.

This case is a fine example of brotherly solidarity and spirituality. Our brothers, our parents, our relatives, our loved ones must be dear to us. Persons with whom we are ready to share every moment and our joy and sadness. We will say good reason to them. We will give the Christian form. We will call them to a Christian gathering. We will tell them in one visit: "We have found the Messiah". Our brothers! Come to Christ. That's the joy. This life and the light. This world peace. Don't be scandalized by some of the divers you see around you. Don't be scandalized by the lives of some who call themselves Christians and want to show the way to others. You only look at Christ. He alone in this world gives joy and peace. The life of all simple, true Christians testifies to this. It is confirmed by the life and example of our great apostle.
After the episode we mentioned, both Andrew and Peter and John returned to their ships and got back to work. The blessed time had not yet come for the Lord to begin his work. This was done a few days later. There at the lake of Gennesaret the two brothers were casting their nets into the sea when Jesus found them again and invited them to follow him. "Don't even look back at me," he told them, "and feed our fishermen." And they "directly mastered the networks followed that". "Straight", without any delay, with no postponement followed. In this case they resembled the wise and prudent merchant of the evangelical cut, who sought to find and buy pearls. And when he once found a great and "precious daisy", he rushed to sell all he had and buy it. Both brothers did this.

Andreas followed the Lord faithfully and willingly to the end. During his apprenticeship, two of the many episodes illustrate the special place he had among the other disciples and near Jesus. The first happened in the desert. The crowds, who had been informed that the Lord was there, gathered from all places around to seek his benefits and to hear his teaching. The sun was setting, and no one was going to leave. At one point Jesus called to Philip and asked him, "Where and with what money will we buy bread to eat all these people?" The Lord of course knew what he was going to do. But he said this to try Philip and the other disciples. And he replied with embarrassment on the part of the other students: "Two hundred dinars are not enough for each one of them a short handle." Two hundred denarii breads are not enough, not for satiety, but for everyone to get a bite. At that moment Andrew was thrown away and said. "Sir, there is a little child here, who has five barley breads and two small fish" (John 9). Of course five barley breads and two fish are nothing for the crowd. But you Lord, you can bless them and then, oh yes! Then all people can eat and drink more. A person with boldness and a false belief in Christ presents this episode to Andrew.

The second episode presents us with a wide, big heart. But at the same time, he is also a man of courage who does not hesitate to make a big decision and to take on his responsibilities. The occasion for this episode was given by some of our Greek compatriots. Those were the days of Easter, the last Easter of our Lord. Within the crowds that had gathered in Jerusalem from different parts of the world, they were also. Certainly there were people who had converted to Judaism. The spiritual religion of Israel had drawn in their hearts a deep desire to know him. So they approached Philip - perhaps his Greek name gave them courage - and asked him to lead them to Christ. Philip, however, rushed to ask for Andrew's opinion. Why Andrew? Because he was his compatriot and he knew his fate. But also because Andrew was known as a man with a big heart and the subject would respond not to the narrow Judaic conception that Christ came and belonged only to the Jews but also to other people. And his attitude really justified his reputation.

Andrew, having learned of the incident from Philip, without delay, took the Greeks and brought them with him to Christ (John 20-22). What does this episode reveal? His large, wide heart, but also his intimacy with Christ. Happy are all those who imitate the Protocent and help other souls to come and know the Lord.
The life of the Protoclet during the three years of apprenticeship is the same as that of other students. Aartha, and he, along with the other apostles, sucked out of the mouth of the Divine Master the "verbs of eternal life." He wandered around with the Holy Land and saw its benefits and wonders. His enthusiasm for the reception was profound, which the wealthy people reserved for our Lord "before Easter." More profoundly, his grief over the arrest of his Master and what followed. The Lord's visit, however, on this day of His Resurrection, and while it was still evening and the doors of the house were closed "for fear of the Jews" brought back joy and hope to his soul. Andreas attended the Ascension and took part in the election of Matthias.

Following the graduation of the Holy Spirit on Pentecost, our Apostle, as the sacred hymnor chants, after "pouring out the spirit's sail, as a wave of galvanizing spirits, they have enriched the earth". Andreas was the predominant Apostle of the Greeks. Scythia, that is to say today's southern Russia, Greek Bithynia, Pontus, Thrace, Macedonia, Epirus and Achaia were richly watered with the honest sweat of the Protocol. But the Church of Byzantium, which was and is the center of Orthodoxy, was founded by our Apostle. Here Andreas installed the first bishop Apostle Stachis and his successor is the Ecumenical Patriarch. In one of his tours, it is mentioned by tradition that our saint came to Cyprus. The boat, which transported him to Antioch from Joppa, shortly before the famous Cape of Apostle Andrew passed by and the islands, known by the name of Clides, had to stop there in a small port, because the wind had broken. In those days of lull, the water was lacking. One morning, when the captain came out on the island looking for water, he took with him the Apostle. Unfortunately nowhere to water. At some point, in the middle of the two churches that exist today, the old and the new, which are a little taller, the Saint knelt down in front of a rock and prayed that God would send water. He worked the miracle so that those who were there would believe in Christ. Then he got up, sealed the rock with the sign of the Cross, and the miracle was done. From the root of the rock came forth abundant water, which runs until today into a pit of the old church and from there proceeds and exits a fountain near the sea. It is the well-known sanctuary. The blessed water, which so thirsty, but so many others, myriads of whole, who took it in faith cooled and comforted. And first - first the blind kid of the captain.
It was also one of the faces of the boat carried by the father. He was born blind and grew up in a constant darkness. He never saw the light. Trees, plants, animals struggled to get to know them by the sound. On that day, when the sailors returned with their bags full of water and explained the way they were found on the island, a light of sweet hope lit up the heart of the unfortunate child. Could this water, he thought, coming out of the dry rock after the prayer of that strange passenger, be able to give to his craving light as well? Having come out miraculously, it could also offer miracles. With this faith and deep hope the child also asked for some water. He was thirsty. It was burning from thirst. The Apostle, who was there, rushed over and gave the child a container full of cool water. But instead of cooling his lips with water, the child preferred to wash his face first. And oh the miracle! As soon as the cool water touched the child's eye bulbs, the chronic darkness began to dissolve. And a light, glistening light, began to bath the surrounding things ...

- Father, father, the child started crying when searching for and when running to find the father. And the captain who was scared by the child's voices runs to the place where the voice was heard. At the reaction of his child he stopped, bent down and opened his arms.
- My child, what happens to you? the father asked in horror.
- I see! My father, I see! Look at me, I see the sea, the people, the sails of our boats blowing. Father, the blessed water that my grandfather gave me to drink and wash, that made me crave. My light, father ...

After a pause that passed through tears and gratefully the captain stood up and said:
- My child, let's go find the grandfather you say, to thank him for what he gave us!
- Not me, said the Apostle who was approaching. Christ, thank you all. He gave us the water. He also healed the child. This is the true God, who became human and came into the world to save us!
And the Apostle, who was admired by all, began to speak to them and teach them the new religion. The end of the speech is very fruitful. Those who heard him believed and were baptized. The beginning was made by the captain with his child, who took the name Andreas. And then all the other passengers and some fishermen who were there. They all believed in Christ as our Apostle preached to them and were baptized. Of course the miracle of healing the blind child, followed by others, and more. Meanwhile the wind began to blow and the boat was ready to continue its journey. The Apostle, after calling all those who believed in Christ and were baptized, gave them his last counsel and bade them farewell. Thus on the blessed island was organized another group, a church of believers in the one true God.

Later, after years, the first disciple, the great monastery of the Apostle Andrew, who had long become a Cypriot pilgrimage, built on the site where he walked and sanctified his prayer, miracles and sweat. Every year thousands of pilgrims from all parts of Cyprus, Orthodox, heterodox and even religious, gathered in the monastery to worship the miraculous image of the Apostle, to baptize their newborn children and offer their rich gifts in money or money. species, to express their thanks and gratitude to the divine Apostle. Swimming Pool Siloam was his church for the hurt. Most of the miracles that were performed there were those who converted with true faith and soul crushing.

In all the temples of our martyred island (Cyprus) we will find his holy icon and his name is the most common among the inhabitants (Andreas or Adriani - Androula) and the most widespread. For reasons that only the Lord knows, for some years - since 1974 - the holy monastery, along with all of Karpathia, Mesauria and Northern Cyprus, has fallen under the domination of the most barbaric invader, the Turk. The blessed churches in these places remain normally functioning. And the bells have since kept on ringing and calling the faithful to a soul alarm. But the sanctuary that came out of the earth after the prayer of the great Apostle Andrew remains and continues his tears. He continues his tearful cry and waits for the holy hour, when the faithful of the island, washed and cleansed by the tears of sincere repentance, will be free to visit the beautiful monastery again to thank the Lord for their deliverance from suffering of bitter tasting and to drink and cool the lips of fresh water. May God grant, with the help of the embassies of St. Andrew the Apostle, but also of the other Saints of our Cyprus, that this day come the fastest.
The end of the Apostle was analogous to his story. He testified in Patras, where he had arrived, to spread the message of redemption here and to disperse the light of Christ. His visit in this respect has brought many fruits. In a few days his preaching, along with its many miracles, literally shook the foundations of paganism in Achaia. Among the first to believe was the scapegoat himself. This is how the Roman rulers, who ruled one of the provinces of the state, were called during Roman times. The city was called Lesvos, which had been severely ill and had been healed by our Apostle. The example of the abbot was rushed by other pagans. But the thing became known in Rome. The emperor Nero raged from his wickedness and ordered that Lesbian be replaced immediately by an Aegean, a very fanatical idolater and very cruel.

The Protocletus, accompanied by Lesvos, continues his sermons and miraculous healings daily. Crowds of people from all over Achaia are watching them with interest and many are gathering in the ranks of the faithful every day. Among them are now Aegeat's wife, Maximilla, Stratocles' brother, a wise mathematician, and many of his relatives and entourage.

 The shrewd Aegean, though he saw Maximilla's wife saved from certain death by the intervention of the Protocol, saw his brother Stratocles, who valued him so much, adhere to the new faith, though he remained unmoved. Something more. He was enthralled with his wife and demanded that she refuse Christ. Maximilla, however, refused to listen.

- I prefer, he said, to separate from you rather than my Christ.

And he, blinded by his passion, orders them to arrest the Protokolitos and throw him into prison. To further blackmail the woman devoted to Christ, she threatens that if she does not return to her fathers' religion, idolatry, she will severely torture the elder Apostle and ultimately crucify him. Anxious Maximilla runs to prison to convey to her Apostle the threats of her husband. The good woman trembles, lest her benefactor and savior be harmed.
- Don't be afraid, my daughter, for my life, said the Protocent. Hold on to your faith. It will be God's honor and favor for me to claim to leave this world in the same way that our Redeemer left. Let him do what the Aegean wants. Let me burn in the fire. Let me cut with the knives. Let me nail you to the Cross. "It is not worthy that the illusions of the time to come glorified it will be revealed to us." Stratocles, who was there, bathed in tears.
1 - Don't cry, the Apostle told him. Someday we will leave this world. "No, we didn't have a city to live with." Pay attention only to the seed of the Gospel, which I have planted in your heart. Hold it carefully and seed it below.
The words of the Apostle boosted the courage of Maximillas and Stratocles and strengthened their will to fight to the end. The Aegean recaptured his wife and tried in sweet and flattering words to convince her of Christ's faith.
- I'm ready to do anything for your love, she said. If you are persuaded to leave Christ, I will have a queen in my house. Otherwise I will nail an old man to a cross that has taken over your mind, and I will kill you too.
Maximilla's response was truly heroic.
- I prefer death a thousand times over life to an idol like you.

The words of the Christian hero lit up her husband's anger, which commanded him to severely torture the Saint and at the end to mount him on a cross in the shape of the letter X which had been mounted on the "edge of the sea beach". . On this Cross, which was made of olive wood, they tied the hands and feet of the Apostle, without nailing him. And this was because the Disobedient wanted to keep the Saint for a long time in his life in order to torment him.

From one sea, the beautiful sea of ​​Galilee, the Lord called the great fisherman to follow him to become a disciple and to fish people. From another sea near the sea of ​​the historic city of Patras, Christ again called Andrew his disciple and apostle, after hard work of sowing his word, to go to our heavenly home to receive the indefinite crown of justice. . The apostle left this world at about 80 years of age.

The Christians of Achaia deeply mourned his death. Their pain became even greater when the ruthless Aegean refused to hand over his sacred relic to bury it. But God saved things. On the same day that the Saint died, the Aegean went crazy and committed suicide. "Death of a sinner sly". The Christians then with their bishop Stratocles, the first Bishop of Patras, received the sepulchral relic and buried it at great prices. Later, when Constantius, son of Constantine, ascended the throne of Byzantium, part of the sacred relic was moved from the city of Patras to Constantinople and deposited in the church of the Holy Apostles "beneath the Holy Trinity". Saint Cara of the Protocol seems to have remained in Patras. But when the Turks were to occupy the city in 1460, then Thomas Paleologos, brother of the last Emperor Constantine of Palaiologos and the last Despot of Moria, took the precious heirloom and transported it to Italy. There he was buried in the church of St. Peter of Rome, where he remained until 1964. On September 26 (Pentecost), Pope Paul's delegation transferred the precious treasure from Rome and handed it to the rightful keeper, Patron. After the actions of the Archdiocese, Saint Cara of Constantinople was transferred to Cyprus in 1967 for a few days and was placed on a pilgrimage. Thousands of Cypriots, young and old, both men and women, started from the four corners of our island and went and worshiped the Holy Karaoke of the Covenant, and in front of it deposited their deep respect and reverential gratitude for all the goodness and grace they had offered. on our island.
In the memory of the great apostle, let us regularly bow with reverence the soul of the soul of every Greek heart. She is one of the Apostles who loved our homeland and struggled to impart the unending light of Christ to her. And his message, "We have found the Messiah," should also become a life-giving slogan for us.

"We have found the Messiah" shouts to us the first-time student as well. Christ was and is the only Savior and Savior of men. That's how we got to know him. This is how you will get to know him, if you recognize him as your Leader and Lord even if you put the will and law of the guide into your life. Yes! if you put the holy will and law of the guide and companion in your life. Because Christ was and is "yesterday and today He and to the ages". Let this embrace of salvation be with fiery faith all those who long to see this witness better days. Whatever sin removes is remedied and restores only sincere repentance. With genuine repentance and crushing souls let us all turn to Christ the Savior again and ask him to forgive us as the Ninevehs once did and give us our freedom again. And the Lord will hear us. He will definitely listen to us. He assures us in His holy words, "Call upon me in the day of your sorrow, and come to me and glorify me." My child, wherever you are, shout at your pain. And I'll listen to you. And I'll give you what you ask for, since it's for your own good. And you will glorify me. Are you listening; I'll give it to you and give me glory.


Introit. Sound d.
As the first Apostles, and the supreme brother, the Apostle Andrew prayed, peace be upon him, and in our soul the great mercy.

Other Apolitical. Sound a'. Co-captain Logon.
The Despot of All Thoughts, sent forth in our salvation, the first dwellings of these Andrea Pansophas;


It's close. B sound. The embassies.
To the bravery named after the priest, and to the disciples the first name of the Savior, Peter to the kinsman; that, as I did so, and now he was baptized, we found the second one.


Magnificent.
You first approached Jesus, the first-born of the sword, and the disciple of the disciples, Andrew the bishop; then watchfully, I am crucified as the Despot, you glorified me.

Δεν υπάρχουν σχόλια: