Ἰω.
11, 47-54
47 Συνήγαγον οὖν οἱ
ἀρχιερεῖς καὶ
οἱ Φαρισαῖοι συνέδριον καὶ ἔλεγον· τί
ποιοῦμεν, ὅτι οὗτος
ὁ ἄνθρωπος πολλὰ σημεῖα
ποιεῖ;
48 Ἐὰν ἀφῶμεν αὐτὸν οὕτω, πάντες πιστεύσουσιν εἰς αὐτόν, καὶ ἐλεύσονται οἱ Ρωμαῖοι
καὶ ἀροῦσιν ἡμῶν καὶ
τὸν τόπον καὶ
τὸ ἔθνος.
49 Εἷς
δέ τις ἐξ αὐτῶν Καϊάφας,
ἀρχιερεὺς ὢν τοῦ
ἐνιαυτοῦ ἐκείνου, εἶπεν αὐτοῖς·
ὑμεῖς οὐκ οἴδατε οὐδέν,
50 οὐδὲ διαλογίζεσθε ὅτι συμφέρει ἡμῖν ἵνα εἷς ἄνθρωπος ἀποθάνῃ ὑπὲρ τοῦ λαοῦ
καὶ μὴ ὅλον τὸ ἔθνος ἀπόληται.
51 Τοῦτο
δὲ ἀφ'
ἑαυτοῦ οὐκ εἶπεν,
ἀλλὰ ἀρχιερεὺς ὢν
τοῦ ἐνιαυτου
ἐκείνου προεφήτευσεν ὅτι ἔμελλεν ὁ Ἰησοῦς ἀποθνήσκειν ὑπὲρ τοῦ ἔθνους,
52 καὶ
οὐχ ὑπὲρ τοῦ
ἔθνους μόνον,
ἀλλ' ἵνα καὶ τὰ τέκνα τοῦ
Θεοῦ τὰ διεσκορπισμένα συναγάγῃ
εἰς ἕν.
53 Ἀπ' ἐκείνης
οὖν τῆς ἡμέρας συνεβουλεύσαντο ἵνα
ἀποκτείνωσιν αὐτόν.
54 Ἰησοῦς οὖν οὐκέτι παρρησίᾳ
περιεπάτει ἐν τοῖς Ἰουδαίοις, ἀλλὰ
ἀπῆλθεν ἐκεῖθεν εἰς τὴν χώραν ἐγγὺς τῆς ἐρήμου,
εἰς Ἐφραὶμ λεγομένην
πόλιν, κἀκεῖ διέτριβε μετὰ τῶν
μαθητῶν
αὐτοῦ.
ΑΠΟΔΟΣΗ
ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
Ιω. 11, 47-54
47 Τότε
οι αρχιερείς και οι
Φαρισαίοι συνεκάλεσαν συνέδριο
και είπαν, «Τι να
κάνωμεν; επειδή αυτός
ο άνθρωπος κάνει
πολλά θαύματα.
48 Εάν
τον αφήσουμε έτσι,
όλοι θα πιστέψουν
σ’ αυτόν και
θα έλθουν οι Ρωμαίοι
και θα μας πάρουν
και τον τόπο
και τον λαό».
49 Ένας
από αυτούς, ο
Καϊάφας, ο οποίος
ήτο αρχιερεύς το
έτος εκείνο,
50 τους
είπε, «Σεις δεν καταλαβαίνετε
τίποτε, ούτε σκέπτεσθε
ότι μας συμφέρει να
πεθάνει ένας άνθρωπος
υπέρ του λαού
και να μη
χαθεί ολόκληρο το έθνος».
51 Αυτό
δεν το είπε
από τον εαυτό
του, αλλ’ επειδή ήτο
αρχιερεύς του έτους εκείνου,
προφήτευσε ότι ο
Ιησούς θα πέθαινε
υπέρ του έθνους,
52 και
όχι μόνον υπέρ
του έθνους, αλλά
για να συγκεντρώσει σε
ένα τα παιδιά του
Θεού που ήσαν διασκορπισμένα.
53 Απ’
εκείνη λοιπόν την ημέρα απεφάσισαν
από κοινού να τον
θανατώσουν.
54 Γι’
αυτό ο Ιησούς
δεν περπατούσε πλέον
φανερά μεταξύ των
Ιουδαίων αλλά έφυγε απ’
εκεί και ήλθε
στην χώρα που
είναι κοντά στην
έρημο, σε πόλι
που ωνομάζετο Εφραίμ,
και εκεί διέμενε
μαζί με τους μαθητές του.
Β΄Κορ. 10, 7-18
7 Τὰ κατὰ πρόσωπον βλέπετε! εἴ
τις πέποιθεν ἑαυτῷ
Χριστοῦ εἶναι, τοῦτο
λογιζέσθω πάλιν
ἀφ᾿ ἑαυτοῦ, ὅτι καθὼς αὐτὸς Χριστοῦ,
οὕτω καὶ
ἡμεῖς Χριστοῦ.
8 Ἐάν τε γὰρ καὶ περισσότερόν τι καυχήσωμαι περὶ
τῆς ἐξουσίας ἡμῶν,
ἧς ἔδωκεν ὁ
Κύριος ἡμῖν εἰς οἰκοδομὴν
καὶ οὐκ εἰς
καθαίρεσιν ὑμῶν, οὐκ αἰσχυνθήσομαι,
9 ἵνα
μὴ δόξω
ὡς ἂν ἐκφοβεῖν ὑμᾶς διὰ τῶν
ἐπιστολῶν.
10 Ὅτι αἱ μὲν ἐπιστολαί, φησί, βαρεῖαι
καὶ ἰσχυραί, ἡ δὲ
παρουσία τοῦ σώματος ἀσθενὴς
καὶ ὁ
λόγος ἐξουθενημένος.
11 Τοῦτο λογιζέσθω ὁ
τοιοῦτος, ὅτι οἷοί ἐσμεν
τῷ
λόγῳ δι᾿ ἐπιστολῶν ἀπόντες,
τοιοῦτοι καὶ παρόντες
τῷ
ἔργῳ.
12 Οὐ γὰρ τολμῶμεν ἐγκρῖναι ἢ
συγκρῖναι ἑαυτούς τισι τῶν ἑαυτοὺς συνιστανόντων· ἀλλὰ
αὐτοὶ ἐν ἑαυτοῖς
ἑαυτοὺς μετροῦντες καὶ συγκρίνοντες ἑαυτοὺς ἑαυτοῖς οὐ
συνιοῦσιν.
13 Ἡμεῖς δὲ
οὐχὶ εἰς τὰ ἄμετρα
καυχησόμεθα, ἀλλὰ
κατὰ τὸ μέτρον τοῦ κανόνος
οὗ ἐμέρισεν ἡμῖν
ὁ Θεὸς μέτρου,
ἐφικέσθαι ἄχρι καὶ ὑμῶν.
14 Οὐ γὰρ ὡς
μὴ ἐφικνούμενοι
εἰς ὑμᾶς ὑπερεκτείνομεν ἑαυτούς·
ἄχρι γὰρ καὶ
ὑμῶν ἐφθάσαμεν ἐν τῷ εὐαγγελίῳ τοῦ Χριστοῦ,
15 οὐκ εἰς τὰ ἄμετρα
καυχώμενοι ἐν ἀλλοτρίοις κόποις,
ἐλπίδα δὲ ἔχοντες, αὐξανομένης τῆς πίστεως
ὑμῶν, ἐν ὑμῖν μεγαλυνθῆναι
κατὰ τὸν κανόνα
ἡμῶν εἰς περισσείαν,
16 εἰς τὰ
ὑπερέκεινα ὑμῶν εὐαγγελίσασθαι, οὐκ ἐν
ἀλλοτρίῳ κανόνι εἰς τὰ ἕτοιμα καυχήσασθαι.
17 Ὁ
δὲ καυχώμενος ἐν Κυρίῳ καυχάσθω·
18 οὐ γὰρ ὁ ἑαυτὸν συνιστῶν, ἐκεῖνός ἐστι δόκιμος, ἀλλ᾿ ὃν ὁ Κύριος συνίστησιν.
18 οὐ γὰρ ὁ ἑαυτὸν συνιστῶν, ἐκεῖνός ἐστι δόκιμος, ἀλλ᾿ ὃν ὁ Κύριος συνίστησιν.
ΑΠΟΔΟΣΗ
ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
Β΄Κορ. 10, 7-18
7 Σεις
βλέπετε τα πράγματα
επιφανειακώς. Εάν έχει
κανείς την πεποίθησι ότι
είναι του Χριστού, τότε
άς σκεφθεί πάλι
μόνος τούτο: ότι όπως
είναι αυτός του
Χριστού, έτσι και
εμείς είμεθα του
Χριστού.
8 Εάν
μάλιστα καυχηθώ κάπως
περισσότερο για την
εξουσία μας, την οποία
μας έδωκε ο
Κύριος προς οικοδομή
σας και όχι προς καταστροφή σας,
δεν θα ντροπιασθώ·
9 δεν
θέλω να φανώ ότι σας
φοβερίζω μα τις
επιστολές.
10 Διότι
λέγουν, «Οι μεν
επιστολές του είναι
σοβαρές και δυνατές,
αλλά η σωματική του
εμφάνισις είναι ισχνή
και ο προφορικός
του λόγος
μηδαμινός».
11 Εκείνος που
λέγει αυτό, άς
σκεφθεί, ότι όπως
είμεθα με τον
λόγο δια των επιστολών,
όταν απουσιάζωμεν, θα είμεθα οι
ίδιοι και παρόντες
με τα έργα.
12 Διότι
δεν τολμάμε
να ταξινομήσωμεν ή να συγκρίνωμεν τους
εαυτούς μας με μερικούς,
οι οποίοι συνιστούν
τους εαυτούς τους,
αλλ’ όταν μετρούν τους
εαυτούς τους με
τους εαυτούς τους
και κάνουν σύγκρισι
του εαυτού τους προς τον
εαυτό τους, δεν
έχουν νόησι.
13 Εμείς
όμως δεν θα
καυχηθούμε πέρα από
τα όριά μας,
αλλ’ εντός της σφαίρας
που ο Θεός
μας ώρισε, δηλαδή
θα φτάσουμε έως
και σ’ εσάς.
14 Διότι
δεν επεκτεινόμεθα πέραν
από την σφαίρά μας,
σαν να μην είχαμε
φθάσει σ’ εσάς, αλλά
φθάσαμε πραγματικά έως
και σ’ εσάς
με το κήρυγμα του
Χριστού,
15 και
δεν καυχώμεθα
πέραν από τα
όριά μας σε ξένους κόπους,
αλλ’ έχουμε την
ελπίδα, καθώς αυξάνεται η
πίστις σας, να
αυξηθεί εντός της σφαίρας
μας το έργο
μας μεταξύ σας ακόμη
περισσότερο,
16 ώστε
να κηρύξουμε το ευαγγέλιο σε
μέρη πέραν από
σας, και όχι
να καυχώμεθα σε έργο
που έγινε ήδη
σε σφαίρα άλλου.
17 Εκείνος που καυχάται,
άς καυχάται για τoν Κύριο.
18 Διότι δεν είναι γνήσιος εκείνος που συνιστά τον εαυτό του, αλλά εκείνος τον οποίο ο Κύριος συνιστά.
18 Διότι δεν είναι γνήσιος εκείνος που συνιστά τον εαυτό του, αλλά εκείνος τον οποίο ο Κύριος συνιστά.
Jonn. 11, 47-54
47 Then the chief priests
and the Pharisees called a conference, and said, What shall we do? because this
man does many miracles.
48 If we let him alone,
everyone will believe in him and the Romans will come and take away our land
and our people. "
49 One of them, Caiaphas,
who was high priest that year,
50 He said to them,
"You do not understand anything, nor do you think that it is in our
interest for one man to die for the benefit of the people and not for the whole
nation to perish."
51 He did not say this
himself, but because he was high priest that year, he prophesied that Jesus
would die for the nation,
52 and not only for the
benefit of the nation, but to bring together the children of God who were
scattered.
53 So from that day forth
they made a joint decision to put him to death.
54 Jesus therefore walked
no more openly among the Jews, but departed thence, and came into the land near
the wilderness, into a city called Ephraim, and there dwelt with his disciples.
BKor. 10, 7–18
7 You see things
superficially. If one has the conviction that it is Christ's, then think again
of this alone: that as Christ is, so are we Christ's.
8 If I boast somewhat more
of our power which the Lord has given us for your edification, and not for your
destruction, I will not be ashamed;
9 I don't want to seem to
scare you with the letters.
10 Because they say,
"His letters are serious and powerful, but his physical appearance is weak
and his oral speech insignificant."
11 Whoever says this, let
us consider that as we are in the letter, when we are absent, we will be
present and present with the works.
12 Because we do not dare
to classify or compare ourselves with some who constitute themselves, but when
they measure themselves and compare themselves to themselves, they have no
sense.
13 But we will not boast
beyond our limits, but within the realm that God has set for us, that is, we
will reach you.
14 For we are not
expanding beyond our sphere, as though we had not come unto you, but have
actually reached even unto you by the preaching of Christ,
15 And we do not boast
beyond our bounds to foreign labor, but we hope, as your faith grows, that our
work among you will grow even more within our sphere,
16 that we may preach the
gospel to places beyond you, and not boast of work that has already been done
in another sphere.
17 He who boasts, let him
boast of the Lord.
18 For it is not the one
who recommends himself, but the one whom the Lord recommends.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου