Ἰω.
19, 6-11, 13-20, 25-28, 30-35
19, 6 καὶ
λέγει αὐτοῖς· ἴδε
ὁ ἄνθρωπος. ὅτε οὖν εἶδον αὐτὸν οἱ
ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ὑπηρέται, ἐκραύγασαν λέγοντες
· σταύρωσον σταύρωσον
αὐτόν. Λέγει αὐτοῖς ὁ
Πιλᾶτος· λάβετε αὐτὸν
ὑμεῖς καὶ σταυρώσατε·
ἐγὼ γὰρ οὐχ εὑρίσκω ἐν αὐτῷ αἰτίαν.
7 Ἀπεκρίθησαν αὐτῷ
οἱ Ἰουδαῖοι· ἡμεῖς νόμον ἔχομεν, καὶ κατὰ τὸν νόμον ἡμῶν
ὀφείλει ἀποθανεῖν, ὅτι ἑαυτὸν Θεοῦ
υἱὸν ἐποίησεν.
8 Ὅτε οὖν
ἤκουσεν ὁ Πιλᾶτος τοῦτον τὸν λόγον,
μᾶλλον ἐφοβήθη,
9 καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸ πραιτώριον πάλιν καὶ
λέγει τῷ Ἰησοῦ·
πόθεν εἶ σύ;
Ὁ δὲ Ἰησοῦς
ἀπόκρισιν οὐκ ἔδωκεν αὐτῷ.
10 Λέγει οὖν αὐτῷ ὁ
Πιλᾶτος· ἐμοὶ οὐ
λαλεῖς; Οὐκ οἶδας
ὅτι ἐξουσίαν ἔχω σταυρῶσαί σε καὶ ἐξουσίαν ἔχω
ἀπολῦσαί σε;
11 Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· οὐκ εἶχες
ἐξουσίαν οὐδεμίαν κατ' ἐμοῦ, εἰ
μὴ ἦν σοι δεδομένον ἄνωθεν· διὰ
τοῦτο ὁ παραδιδούς μέ
σοι μείζονα ἁμαρτίαν ἔχει.
13 Ὁ οὖν Πιλᾶτος ἀκούσας τοῦτον τὸν λόγον ἤγαγεν ἔξω τὸν Ἰησοῦν, καὶ ἐκάθισεν ἐπὶ
τοῦ βήματος εἰς τόπον
λεγόμενον Λιθόστρωτον,
ἑβραϊστὶ δὲ Γαββαθᾶ·
14 ἦν
δὲ παρασκευὴ τοῦ πάσχα,
ὥρα δὲ ὡσεὶ ἕκτη· καὶ λέγει
τοῖς Ἰουδαίοις· ἴδε ὁ βασιλεὺς ὑμῶν.
15 Οἱ
δὲ ἐκραύγασαν· ἆρον
ἆρον, σταύρωσον αὐτόν.
λέγει αὐτοῖς
ὁ Πιλᾶτος· τὸν βασιλέα
ὑμῶν σταυρώσω; ἀπεκρίθησαν οἱ
ἀρχιερεῖς· οὐκ ἔχομεν βασιλέα εἰ μὴ Καίσαρα.
16 Τότε οὖν παρέδωκεν αὐτὸν αὐτοῖς
ἵνα σταυρωθῇ.
Η σταύρωσις
του Χριστού
17 Παρέλαβον δὲ τὸν
Ἰησοῦν καὶ ἤγαγον·
καὶ
βαστάζων τὸν σταυρὸν αὐτοῦ ἐξῆλθεν εἰς τὸν
λεγόμενον κρανίου
τόπον, ὃς λέγεται
ἑβραϊστὶ Γολγοθᾶ,
18 ὅπου αὐτὸν
ἐσταύρωσαν, καὶ μετ' αὐτοῦ
ἄλλους δύο
ἐντεῦθεν καὶ ἐντεῦθεν,
μέσον δὲ τὸν
Ἰησοῦν.
19 Ἔγραψε δὲ
καὶ τίτλον ὁ Πιλᾶτος καὶ
ἔθηκεν ἐπὶ τοῦ
σταυροῦ· ἦν δὲ γεγραμμένον· Ἰησοῦς
ὁ Ναζωραῖος ὁ
βασιλεὺς τῶν
Ἰουδαίων.
20 Τοῦτον οὖν τὸν τίτλον
πολλοὶ ἀνέγνωσαν τῶν
Ἰουδαίων, ὅτι ἐγγὺς
ἦν τῆς πόλεως
ὁ τόπος ὅπου
ἐσταυρώθη ὁ Ἰησοῦς· καὶ ἦν
γεγραμμένον Ἑβραϊστί, Ἑλληνιστί, Ρωμαϊστί.
25 Οἱ μὲν οὖν στρατιῶται
ταῦτα
ἐποίησαν. Εἱστήκεισαν δὲ παρὰ
τῷ σταυρῷ τοῦ
Ἰησοῦ ἡ μήτηρ αὐτοῦ
καὶ ἡ ἀδελφὴ τῆς μητρὸς αὐτοῦ, Μαρία ἡ τοῦ Κλωπᾶ καὶ
Μαρία ἡ Μαγδαληνή.
26 Ἰησοῦς οὖν ἰδὼν
τὴν μητέρα καὶ τὸν μαθητὴν
παρεστῶτα ὃν ἠγάπα,
λέγει τῇ
μητρὶ αὐτοῦ· γύναι,
ἴδε ὁ υἱός σου.
27 Εἶτα λέγει τῷ μαθητῇ· ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου. Καὶ ἀπ' ἐκείνης τῆς ὥρας ἔλαβεν ὁ μαθητὴς αὐτὴν εἰς τὰ ἴδια.
27 Εἶτα λέγει τῷ μαθητῇ· ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου. Καὶ ἀπ' ἐκείνης τῆς ὥρας ἔλαβεν ὁ μαθητὴς αὐτὴν εἰς τὰ ἴδια.
28 Μετὰ τοῦτο εἰδὼς
ὁ Ἰησοῦς ὅτι πάντα ἤδη τετέλεσται,
ἵνα τελειωθῇ ἡ
γραφή, λέγει· διψῶ.
30 Ὅτε οὖν ἔλαβε τὸ ὄξος ὁ Ἰησοῦς
εἶπε, τετέλεσται, καὶ κλίνας τὴν
κεφαλὴν παρέδωκε τὸ
πνεῦμα.
Το κέντημα
με την λόγχη και
ο ενταφιασμός
31 Οἱ οὖν Ἰουδαῖοι, ἵνα
μὴ μείνῃ ἐπὶ
τοῦ σταυροῦ τὰ σώματα ἐν τῷ σαββάτῳ, ἐπεὶ
παρασκευὴ ἦν· ἦν
γὰρ μεγάλη
ἡ ἡμέρα ἐκείνη τοῦ σαββάτου· ἠρώτησαν τὸν Πιλᾶτον
ἵνα κατεαγῶσιν
αὐτῶν τὰ
σκέλη, καὶ ἀρθῶσιν.
32 Ἦλθον οὖν οἱ στρατιῶται,
καὶ
τοῦ μὲν πρώτου
κατέαξαν τὰ σκέλη καὶ τοῦ ἄλλου
τοῦ συσταυρωθέντος αὐτῷ·
33 ἐπὶ δὲ
τὸν Ἰησοῦν ἐλθόντες
ὡς εἶδον αὐτὸν ἤδη
τεθνηκότα, οὐ κατέαξαν
αὐτοῦ τὰ σκέλη,
34 ἀλλ' εἷς τῶν στρατιωτῶν λόγχῃ
αὐτοῦ τὴν πλευρὰν ἔνυξε,
καὶ εὐθέως ἐξῆλθεν αἷμα καὶ
ὕδωρ.
35 Καὶ ὁ ἑωρακὼς μεμαρτύρηκε,
καὶ ἀληθινὴ αὐτοῦ
ἐστιν ἡ μαρτυρία, κἀκεῖνος οἶδεν
ὅτι ἀληθῆ λέγει, ἵνα καὶ
ὑμεῖς πιστεύσητε.
ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗ
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
Ιω.
19, 6-11, 13-20, 25-28, 30-35
19, 6 Όταν τον
είδαν οι αρχιερείς
και οι υπηρέτες
εκραύγασαν, «Σταύρωσέ τον, σταύρωσέ
τον». Ο Πιλάτος
τους λέγει, «Πάρτε
τον σεις και σταυρώστέ τον
διότι εγώ δεν
του βρίσκω
καμμία βάσι για
κατηγορία».
7 Οι
Ιουδαίοι του απεκρίθησαν, «Εμείς
έχουμε νόμο και
κατά τον νόμο μας
οφείλει να πεθάνει,
διότι έκανε
τον εαυτό του
Υιό του Θεού».
8 Όταν
ο Πιλάτος άκουσε
τον λόγο αυτόν,
φοβήθηκε περισσότερο
9 και
μπήκε πάλις στο
κυβερνείο και λέγει στον
Ιησού, «Από που είσαι
εσύ;». Αλλ’ ο Ιησούς
δεν του
έδωκε απάντησι.
10 Ο
Πιλάτος του λέγει,
«Σ’ εμένα δεν
ομιλείς; Δεν ξέρεις
ότι έχω εξουσία
να σε αφήσω ελεύθερο;».
11 Απεκρίθη ο
Ιησούς, «Δεν θα έχεις καμμία εξουσία
εναντίον μου, εάν
δεν σου είχε
δοθεί άνωθεν. Δια
τούτο εκείνος που
με παρέδωκε σ’ εσένα
έχει μεγαλύτερη αμαρτία».
13 Όταν
άκουσε ο Πιλάτος
τι έλεγαν, έφερε
έξω τον Ιησού,
αυτός δε κάθησε στη
δικαστική έδρα, σε
τόπο που λέγεται Λιθόστρωτο,
Εβραϊστί δε Γαββαθά.
14 Ήτο
η ημέρα της
Παρασκευής του Πάσχα,
ώρα δε περίπου
έκτη, και λέγει στους
Ιουδαίους, «Να, ο βασιλεύς
σας».
15 Εκείνοι εκραύγασαν,
«Άρον, άρον, σταύρωσέ
τον». Ο Πιλάτος
τους λέγει, «Τον βασιλέα
σας να
σταυρώσω;». Απεκρίθησαν οι αρχιερείς, «Δεν έχουμε
βασιλέα παρά τον Καίσαρα».
16 Τότε
τους τον
παρέδωσε για να
σταυρωθεί.
Η σταύρωσις
του Χριστού
17 Εκείνοι πήραν
τον Ιησού και
έφυγαν, αυτός δε βαστάζων τον
σταυρό του εξήλθε
στον λεγόμενο Κρανίου
τόπο, ο οποίος
Εβραϊστί λέγεται Γολγοθά,
18 όπου
τον εσταύρωσαν και μαζί του άλλους δύο,
από το ένα
μέρος και από το
άλλο, και τον
Ιησού στο μέσον.
19 Έγραψε
δε ο Πιλάτος
επιγραφή και την
έβαλε επάνω στον
σταυρό· η επιγραφή ήτο:
Ιησούς ο
Ναζωραίος ο βασιλεύς
των Ιουδαίων.
20 Την
επιγραφή αυτήν ανέγνωσαν
πολλοί από τους
Ιουδαίους, διότι ήτο πλησίον
της πόλεως όπου
σταυρώθηκε ο Ιησούς,
ήτο δε γραμμένη
στην Εβραϊκή, στη
Ελληνική και στη
Λατινική γλώσσα.
25 Κοντά
στον σταυρό του
Ιησού εστέκοντο η
μητέρα του και
η αδελφή της μητέρας
του, η Μαρία
η σύζυγος του
Κλωπά και η
Μαρία η Μαγδαληνή.
26 Όταν
είδε ο Ιησούς
την μητέρα
του και τον
μαθητή που αγαπούσε,
να στέκεται κοντά της,
είπε στην
μητέρα του «Γυναίκα,
να ο υιός σου».
27 Έπειτα
είπε στον μαθητή,
«Να η μητέρα
σου». Και
απ’ εκείνη την
ώρα την πήρε
ο μαθητής στο σπίτι του.
28 Ύστερα, επειδή
γνώριζε ο Ιησούς
ότι όλα έχουν
ήδη εκτελεσθεί, για
να εκπληρωθεί σε όλα
η γραφή, λέγει,
«Διψώ».
30 Όταν
ο Ιησούς πήρε
το ξύδι, είπε,
«Τετέλεσται», και αφού
έγυρε το κεφάλι, παρέδωσε
το πνεύμα.
Το κέντημα
με την λόγχη
και ο ενταφιασμός
31 Επειδή
ήτο ημέρα της
Παρασκευής και για
να μη μείνουν τα
σώματα στον σταυρό
κατά το
Σάββατο – διότι ήτο
μεγάλη η ημέρα εκείνη
του Σαββάτου – οι Ιουδαίοι
παρεκάλεσαν τον Πιλάτο
να συντριβούν τα
σκέλη τους και
να κατεβάσουν τα σώματα.
32 Ήλθαν
λοιπόν οι στρατιώτες
και του μεν
πρώτου συνέτριψαν τα
σκέλη ως και του
άλλου που είχε
σταυρωθεί μαζί του.
33 Αλλά
όταν ήλθαν στον
Ιησού, είδαν ότι
είχε ήδη πεθάνει
και δεν συνέτριψαν τα σκέλη του,
34 αλλά
ένας από τους στρατιώτες κέντησε
με την λόγχη
την πλευρά του και
αμέσως βγήκε αίμα
και νερό.
35 – Εκείνος που
το είδε έχει δώσει μαρτυρία
γι’ αυτό και
είναι αληθινή η μαρτυρία
του, και ξέρει
ότι λέγει την αλήθεια
για να πιστέψετε
και σεις –.
Α΄Κορ.
1, 18-24
18 Ὁ
λόγος γὰρ ὁ τοῦ σταυροῦ τοῖς μὲν ἀπολλυμένοις μωρία
ἐστί, τοῖς δὲ
σῳζομένοις ἡμῖν δύναμις
Θεοῦ ἐστι.
19 Γέγραπται γάρ· ἀπολῶ τὴν σοφίαν
τῶν
σοφῶν, καὶ
τὴν σύνεσιν
τῶν συνετῶν ἀθετήσω.
20 Ποῦ σοφός; Ποῦ γραμματεύς;
Ποῦ
συζητητὴς τοῦ αἰῶνος
τούτου; Οὐχὶ ἐμώρανεν ὁ Θεὸς τὴν σοφίαν τοῦ κόσμου
τούτου;
21 Ἐπειδὴ γὰρ ἐν τῇ σοφίᾳ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔγνω
ὁ κόσμος διὰ
τῆς σοφίας τὸν Θεόν,
εὐδόκησεν ὁ
Θεὸς διὰ τῆς μωρίας τοῦ κηρύγματος σῶσαι τοὺς πιστεύοντας.
22 Ἐπειδὴ καὶ
Ἰουδαῖοι σημεῖον αἰτοῦσι καὶ Ἕλληνες σοφίαν ζητοῦσιν,
23 ἡμεῖς δὲ κηρύσσομεν Χριστὸν
ἐσταυρωμένον, Ἰουδαίοις μὲν σκάνδαλον,
Ἕλλησι δὲ μωρίαν,
24 αὐτοῖς
δὲ τοῖς κλητοῖς,
Ἰουδαίοις τε καὶ Ἕλλησι,
Χριστὸν Θεοῦ δύναμιν καὶ Θεοῦ
σοφίαν
ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗ
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
Α΄Κορ.
1, 18-24
18 Το
κήρυγμα περί του σταυρού σ’ εκείνους
που χάνονται είναι μωρία, αλλά
σ’ εμάς που σωζόμεθα
είναι δύναμις Θεού.
19 Διότι
είναι γραμμένο: Θα εξαφανίσω
την σοφία των
σοφών και την σύνεσι
των συνετών θα εκμηδενίσω.
20 Που
είναι ο σοφός;
Που ο γραμματεύς;
Που ο συζητητής
του κόσμου τούτου; Δεν εμώρανε ο Θεός την σοφία
του κόσμου τούτου;
21 Διότι
αφού, κατά την
σοφία του Θεού,
ο κόσμος δεν γνώρισε με
την σοφία του τον
Θεό, ευδοκήμησεν ο
Θεός δια της
μωρίας του κηρύγματος να σώσει
εκείνους που πιστεύουν.
22 Οι
Ιουδαίοι θέλουν θαύματα,
οι δε Έλληνες
ζητούν σοφία,
23 εμείς
όμως κηρύττουμε Χριστό
σταυρωμένο, ο οποίος εις
μεν τους Ιουδαίους είναι
σκάνδαλο, εις δε τους
Έλληνες μωρία,
24 αλλά
σ’ εκείνους που
είναι καλεσμένοι, Ιουδαίους
και Έλληνας, ο Χριστός
είναι Θεού δύναμις
και Θεού σοφία.
19, 6-11, 13-20, 25-28,
30-35
19, 6 When the chief
priests and servants saw him, they shouted, "Crucify him, crucify
him." Pilate says to them, "Take him away and crucify him because I
find no basis for accusation."
7 The Jews answered him,
"We have a law, and by our law he ought to die, because he made himself
the Son of God."
8 When Pilate heard this,
he was more afraid
9 And he went into the
governorate again, and saith unto Jesus, Whence art thou? But Jesus did not
give him an answer.
10 Pilate says to him,
"Don't you speak to me? Don't you know that I have the power to release
you? "
11 Jesus answered,
"You would have no power against me unless it had been given you from
above. Therefore he that delivered me unto you hath more sin.
13 When Pilate heard what
they were saying, he brought Jesus out, and he did not sit in the judgment seat
in a place called Stoned, a Hebrew without Gabbath.
14 On the day of Easter,
about six o'clock, he says to the Jews, "Yes, your king."
15 They shouted,
"Aaron, ah, crucify him." Pilate says to them, "Shall I crucify
your King?" The priests responded, "We have no king but Caesar."
16 Then he delivered them
up to be crucified.
The Crucifixion of Christ
17 And they took Jesus,
and departed; and departing from him, he departed into a place called Crania,
which is called in Hebrew, Golgotha,
18 where they were
crucified with him, and two others, one on the other, and Jesus in the midst.
19 And Pilate wrote an
inscription, and put it on the cross; and the inscription was, Jesus the
Nazarene king of the Jews.
20 Many of the Jews read
this inscription because it was near the city where Jesus was crucified, and it
was written in the Hebrew, Greek, and Latin languages.
25 Near the cross of Jesus
stood his mother and his mother's sister, Mary his wife Clopas, and Mary
Magdalene.
26 When Jesus saw his
mother and his beloved disciple standing by, he said to his mother,
"Woman, be your son."
27 Then he said to the
disciple, "Be your mother." And from that time on, the student took
her home.
28 Then, because Jesus
knew that all things had already been done, that the scripture might be
fulfilled in all, he says, "Thirst."
30 When Jesus had received
the vinegar, he said, "It is finished," and, having lifted his head,
delivered up the spirit.
Embroidery with lance and
burial
31 Because it was a Friday
and so that the bodies would not be left on the cross on the Sabbath - because
it was a great day on the Sabbath - the Jews begged Pilate to crush their legs
and lower their bodies.
32 So the soldiers came,
and the first one shattered his legs as well as the other who had been
crucified with him.
33 But when they came to
Jesus, they saw that he was already dead, and his legs were not broken;
34 but one of the soldiers
embroidered on his side and immediately blood and water came out.
He who has seen it has
testified about it and his testimony is true, and he knows that he is telling
the truth to believe you too.
First. 1, 18–24
18 Preaching the cross to
those who are lost is a baby, but to us who are saved is the power of God.
19 For it is written: I
will destroy the wisdom of the wise, and the prudence of the prudent I will
annihilate.
20 Where is the wise?
Where's the secretary? Where's the talker of this world? Didn't God deny the
wisdom of this world?
21 For since, in the
wisdom of God, the world did not know God in his wisdom, God was pleased by the
baby of the sermon to save those who believe.
22 The Jews want miracles,
and the Greeks seek wisdom,
23 But we preach Christ
crucified, which is a scandal among the Jews, and to the infants of the Greeks,
24 But to those who are
invited, Jews and Greeks, Christ is the power of God and the wisdom of God.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου