29/6/19

Ο Άγιος Πέτρος ο Απόστολος

Ο   Πέτρος   ήταν  γιος   του   Ιωνά   (Βαριωνά)   και   αδελφός   του  Αποστόλου Ανδρέα   (Ιω. 1,43. 21,15-17).   Ο  ίδιος   αναφέρεται   ως  Σίμωνας (Ματθ. 10,2. Μάρκ. 3,16),   Συμεών   (Πράξεις 15,14).   Ο   Ιησούς   όμως   όταν  τον   κάλεσε   τον ονόμασε   Κηφά   (Κηφάς   στα   Αραμαϊκά   και  Πέτρος  στα  Ελληνικά)   που σημαίνει  Πέτρα,   θέλοντας  να  τονίσει   τη  σταθερότητα  του  χαρακτήρα   του (Ιω. 1,43).
Ήταν   Ιουδαίος   και   καταγόταν   από   τη   Βηθσαϊδά   της   Γαλιλαίας   (Ιω. 1, 45). Μαζί   με   τον   αδερφό   του   ασκούσαν   το   επάγγελμα   του   ψαρά   στη   λίμνη Γεννησαρέτ   (Ματθ. 4,18).
Ο   Πέτρος   ήταν   έγγαμος  (Ματθ. 8,14. Μάρκ. 1,30. Λουκ. 4,38).   Κατοικούσε στην Καπερναούμ από όπου καταγόταν η γυναίκα του και εκεί εγκαταστάθηκε μετά το γάμο του   (Ματθ. 5,14. Μάρκ. 1,21).   Για  τη   γυναίκα του   δεν  αναφέρεται   τίποτε    στην   Καινή   Διαθήκη  και   είναι   γνωστό   ότι   ο Πέτρος  ήταν   έγγαμος,  γιατί   ο   Χριστός   θεράπευσε   την   πεθερά    του   (Ματθ. 8,14-15. Λουκ. 4,38-39).   Η   γυναίκα   του   τον   ακολούθησε   στις   περιοδείες   του και   του   συμπαραστεκόταν   στο   έργο   του   (Α' Κορ. 9,5).
Ο   Πέτρος   μιλούσε   την   ελληνική   γλώσσα   μιας   και   καταγόταν από   τη "Γαλιλαία  των   εθνών"   και   την   αραμαϊκή,   η   οποία   ήταν   η   μητρική  του  με βαριά  όμως   προφορά   (Ματθ. 26,73. Μάρκ. 14,70).   Ήταν  πιστός   τηρητής   των θρησκευτικών  εθίμων   (Πράξ. 10,14),   αν   και   δεν  ήταν   καλός   γνώστης   του Νόμου  (Πράξ. 4,13).
Ο  Πέτρος   ήταν   από   τους   πρώτους  που   ακολούθησαν   τον  Κύριο   και αναδείχτηκε ως η πλέον εμβληματική μορφή των δώδεκα μαθητών. Η κλήση   του   στο  αποστολικό   αξίωμα   έγινε   σταδιακά.  Πρώτα   παρουσίασε   τον Πέτρο   στον   Ιησού   ο   αδελφός  του   Ανδρέας.   Ο   Ιησούς   τον   βεβαίωσε   ότι   θα ονομαστεί   "Κηφάς",   που   σημαίνει   "Πέτρος"   και   ότι  θα   ήταν   η   πέτρα,  πάνω στην οποία θα έχτιζε την εκκλησία Του (Ιω. 1,35-43).  Όπως μας πληροφορούν   τα   Ευαγγέλια,  όταν   λίγο   αργότερα   ο   Ιησούς  έφθασε  στη λίμνη  της   Γεννησαρέτ  συνάντησε   τους   δυο  αδελφούς   Πέτρο   και   Ανδρέα   οι οποίοι   έριχναν   τα  δίχτυα  τους.  Αμέσως   μετά   την   κλήση   τους,  άφησαν  τα δίχτυα  και   τις  οικογένειές  τους   και   τον   ακολούθησαν   (Μάρκ. 1,16-20).
Από την πρώτη στιγμή ο Πέτρος κατέλαβε πρωτεύουσα θέση στον αποστολικό κύκλο. Αναφέρεται πάντοτε πρώτος μεταξύ των μαθητών στους   καταλόγους   της   Καινής   Διαθήκης   και   αποτελούσε,   μαζί   με  τους αδελφούς   Ιάκωβο   και   Ιωάννη,   τον   πιο   στενό   κύκλο   των μαθητών   προς   τους οποίους   ο   Χριστός  έδειξε   ιδιαίτερη   προτίμηση.
Ήταν  δυναμικός χαρακτήρας και παρορμητικός   (Ματθ. 14,28. 16,16).   Ήταν ενθουσιώδης, ενεργητικός   και   γεμάτος  αυτοπεποίθηση,  αναλαμβάνοντας διαρκώς πρωτοβουλίες. Διακρινόταν για την ειλικρίνεια και τον αυθορμητισμό   του.   Η   αγάπη   και   η   αφοσίωσή   του   προς   τον   Κύριο   ήταν υποδειγματική.   Πολλές φορές μιλούσε ως εκπρόσωπος των  δώδεκα μαθητών   (Ματθ. 15,15 και 18,21. Μάρκ. 8,29και 11,21. Λουκ. 5,5 και 12,41). Ξεχώριζε   για   το   θάρρος   και   την   τόλμη   του.   Για   τη   ζωή   του  κοντά   στον   Ιησού τη   μαθαίνουμε   από   τα   τέσσερα   Ευαγγέλια, ενώ την αποστολική   του   δράση, από   τις   Πράξεις   των    Αποστόλων.
Ήταν παρών, προφανώς, στο γάμο της Κανά και αμέσως μετά εγκαταστάθηκε με τον Ιησού και άλλους μαθητές στην Καπερναούμ (Ιωάννης 2-11-12).
Στην   Καπερναούμ   ο   Ιησούς   είπε   στους   ακροατές   του,   ότι   για   να   έχουν   ζωή αιώνιο   πρέπει   να   τρώγουν   το   Σώμα   Του   και   να   πίνουν   το   Αίμα   Του.   Εκείνοι δεν αντιλήφθηκαν το μήνυμά Του και σκανδαλιζόμενοι   έφυγαν.  Ρωτώντας ο   Κύριος   τους   Δώδεκα   μαθητές   Του,   εάν   θέλουν   και   αυτοί   να   φύγουν,   ο Πέτρος   απάντησε   αμέσως   "Κύριε,   σε   ποιόν   να   πάμε;   Έχεις   λόγια   ζωής αιωνίου   και   εμείς   πιστεύσαμε   και   γνωρίσαμε   ότι   συ   είσαι   ο   Χριστός,   ο   Υιός του   Θεού   του   ζώντος".
Μετά   από  προτροπή   του   Ιησού,    ο    Πέτρος  βάδισε  στη  θάλασσα   (Ματθ. 14,28-32).  Επίσης  μετά   από   προτροπή  του   Ιησού,  ψάρεψε   ένα   ψάρι   που   είχε   στην κοιλιά   του   ένα   νόμισμα,   για  να   πληρώσει  τον φόρο  στους   Ρωμαίους   (Ματθ. 17,24-27).
Στην   Καισάρεια   του  Φιλίππου, λίγο πριν από το πάθος, ο   Χριστός   υπέβαλε στους μαθητές του την ερώτηση ποια γνώμη είχαν οι άνθρωποι για   Εκείνον. Ο   Πέτρος   απάντησε   ότι   είναι   ο   Μεσσίας,   ο   Υιός   του   αληθινού   Θεού   (Ματθ. 16,13-16).   Τότε   ο   Ιησούς   απεκάλεσε   τον   Πέτρο   μακάριο,   επειδή   δέχτηκε  την αποκάλυψη   όχι   από    άνθρωπο,    αλλά   από   τον   Ίδιο   τον   Θεό.   Του   είπε   πώς   σε αυτή   την   πέτρα,   δηλαδή   στην   ομολογία   ότι   ο   Χριστός   είναι   Υιός   του   Θεού, θα   οικοδομήσει   την   Εκκλησία   Του.
Στη   συνέχεια   ζήτησε   από   τους   μαθητές   Του   να   κρατήσουν   κρυφό   ότι   αυτός είναι   ο   Μεσσίας,   και   τους   φανέρωσε   ότι   θα   μεταβεί   στα   Ιεροσόλυμα,   όπου θα   σταυρωθεί   και   θα   αναστηθεί   την   τρίτη   ημέρα.   Ο   Πέτρος   πήρε   το   Ιησού ιδιαιτέρως   και   προσπάθησε   να   τον   αποτρέψει   από   την   πορεία   του   προς   το Πάθος.   Ο   Ιησούς   όμως   τον   επιτίμησε   αυστηρά   (Ματθ. 16,23).
Ο Πέτρος, μαζί με τους Ιωάννη και Ιάκωβο, ήταν παρών στη   Μεταμόρφωση του   Κυρίου   στο   Όρος   Θαβώρ   (Ματθ. 17,1-8.   Μάρκ. 9,2-8,   Λουκ. 9,28-36).
Λίγο  πριν   το   Πάθος,   μαζί   με  τον   Ιωάννη   στάλθηκε   από   τον   Ιησού   να ετοιμάσει  το  πασχαλινό  τραπέζι   (Λουκ. 22,8).   Το  βράδυ  του  Μυστικού Δείπνου,   όταν   ο   Ιησούς   έπλυνε   τα  πόδια   των   μαθητών   Του,   ο   Πέτρος αρνήθηκε   σθεναρά   (Ιω. 13,11).   Το   ίδιο   βράδυ   διακατεχόταν   από   έντονη αγωνία   για   να   μάθει   ποιος   είναι   ο   προδότης   του   Ιησού (Ιω. 13, 24),   ενώ διαμαρτυρήθηκε  διότι   ο   Ιησούς  του  είπε   πως   εκεί   που   οδεύει,   δεν   μπορεί   ο ίδιος   ακόμα   να   τον   ακολουθήσει.   Ο   Πέτρος   υποσχέθηκε   στον   Κύριο   ότι   είναι   έτοιμος   να   θυσιάσει   τη   ζωή   του   γι' Αυτόν (Ιω. 13,36-37. Ματθ. 26,33. Μάρκ. 14,29).   Ο   Κύριος   όμως   προφητικά   του   προανήγγειλε   ότι   θα   τον αρνιόταν   τρεις   φορές.
Όταν ο Ιησούς προσευχήθηκε στον κήπο της Γεθσημανή ο Πέτρος αποκοιμήθηκε   μαζί   με   τους   άλλους μαθητές (Ματθαίος 26,37-46. Μάρκ. 14,37),   ενώ    κατά   τη   σύλληψη   του   Ιησού,   ο   Πέτρος   με   μαχαίρι   έκοψε   το   αυτί ενός από τους δούλους του αρχιερέα. Ο Κύριος τον επετίμησε   θεραπεύοντας το αυτί του δούλου (Ματθ. 26,51. Μάρκ. 14,47. Λουκ. 22,50. Ιω. 18, 10-11). Κατόπιν   ο   Πέτρος   τον   ακολούθησε   μέχρι   την   αυλή   του   αρχιερέα.   Στη συνέχεια πριν ξημερώσει και πριν ο πετεινός λαλήσει τρεις φορές, ο   Πέτρος Τον   αρνήθηκε   τρεις   φορές   με   όρκο.   Τότε   θυμήθηκε  τον   λόγο   του   Κυρίου   που του είχε προαναγγείλει αυτή την πτώση, και μετανιώνοντας, έκλαψε    πικρά   (Ματθ. 26,58   και   26,69-75.   Μάρκ. 14,54.   Λουκ. 22,54-62.   Ιω. 18,15-16).
Ο   Κύριος   συγχώρεσε   τον   Πέτρο   και   για   να   τον   αποκαταστήσει   μάλιστα    στα μάτια   των   άλλων   μαθητών,   παράγγειλε   με   τις   μυροφόρες    γυναίκες,   ν' αναγγείλουν   ξεχωριστά   στον   Πέτρο   την   Ανάστασή   Του.   Το   πρωί   έτρεξε μαζί   με   τον   Ιωάννη  στον   τάφο   (Ιω. 20,1-10).
Το   ίδιο   και   στη   λίμνη   Γεννησαρέτ,   ο   Κύριος   μπροστά   στους   άλλους   μαθητές, του    έδωσε   την   εντολή   να   κηρύττει   το   θείο   λόγο,   αποκαθιστώντας   τον   έτσι στο   αποστολικό   αξίωμα.
Οι   πληροφορίες   για   την   ιστορία   του   Πέτρου   μετά   την   Ανάσταση   δεν   είναι πολλές   και   δε   μπορούμε   να   έχουμε   ένα   διάγραμμα   της   πορείας   του   και κανένα   σταθερό   σημείο  για   μια   σωστή   χρονολόγηση.  Την ημέρα  της Πεντηκοστής πρωτοστατεί πάλι ο Πέτρος στην πρώτη διοικητικού χαρακτήρα   πράξη   των   Αποστόλων,   όταν   υπέδειξε   σε  κοινή   σύναξη   των πιστών   να   εκλέξουν   τον   αντικαταστάτη   του   Ιούδα   του   Ισκαριώτη   (Πράξ. 1,13-26). Αμέσως μετά την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος πάλι   ο   Πέτρος σηκώθηκε   μαζί   με   τους   άλλους   έντεκα   Αποστόλους  και  μίλησε  προς   το συγκεντρωμένο πλήθος ώστε να πιστέψουν και να βαπτιστούν 3.000   (Πράξ. 2,14-41).
Λίγες   μέρες   ύστερα   από   την   επιφοίτηση   του   Αγίου   Πνεύματος  ο  Πέτρος   και ο   Ιωάννης   πήγαιναν   στο  Ναό   για   να   προσευχηθούν.   Η   ώρα  ήταν   τρίτη απογευματινή.   Στην   πόρτα   της   αυλής   του   Ναού,   καθόταν   κάποιος   πού   είχε γεννηθεί   χωλός,   δηλαδή   κουτσός,   ζητώντας   ελεημοσύνη.   Αυτός   λοιπόν   σαν είδε τους Αποστόλους με παρακλητική φωνή τους ζητούσε κάποια   βοήθεια. Τότε ό Πέτρος, πού κατάλαβε ότι ήταν καλός άνθρωπος, του είπε:   «Χρήματα δεν   έχω   να   σου   δώσω.   Εκείνο  όμως  πού   έχω,   σου   το   δίνω.   Στο  όνομα   του Ιησού  Χριστού   του  Ναζωραίου  σήκω   όρθιος   και   περπάτα».  Συνάμα  τον βοήθησε   να   σηκωθεί  όρθιος.  Το  θαύμα   είχε   γίνει.   Ο   χωλός   περπάτησε   χωρίς καμιά   δυσκολία.   Γεμάτος   χαρά   και   ευγνωμοσύνη   μπήκε   μαζί   τους   στην αυλή   του   Ναού   και   δοξολογούσε   το   Θεό   (Πράξ. 3,1-11).
Η   θεραπεία   του   χωλού   ξάφνιασε   το   πλήθος,   πού   είχε   μαζευτεί.   Όλοι   τους γύρευαν   να   μάθουν,   πώς   έγινε   το   θαύμα.   Τότε   ο   Πέτρος   άρχισε   να   εξηγεί ότι   έγινε   με   τη   δύναμη   του   Ιησού   Χριστού   και   τους   κάλεσε   να  πιστέψουν στον   Κύριο   (Πράξ. 2,12-26).
Κατά   τη   διάρκεια   της   ομιλίας   των   Αποστόλων   όρμησαν   εναντίον   τους   οι ιερείς   και   ο   υπεύθυνος   για  την  τήρηση   της   τάξεως   μαζί   με   στρατιώτες.   Το ίδιο   έκαμαν   και   οι   Σαδδουκαίοι,   που   εξοργίστηκαν   όταν   άκουσαν   τους Αποστόλους   να   μιλούν   για   την   ανάσταση   των   νεκρών.   Όλοι   τους,   χωρίς   να έχουν   καμιά   διαταγή,   συνέλαβαν   τους   Αποστόλους   και   τους   φυλάκισαν   για να   τους   δικάσουν   την   άλλη   μέρα.
Η   άδικη   σύλληψη   των   Αποστόλων,   το   κήρυγμα   τους   και μάλιστα   η θεραπεία του χωλού έκαμαν μεγάλη εντύπωση στο πλήθος. Το  αποτέλεσμα ήταν   να   πιστέψουν   πολλοί  και   να   φτάσει   έτσι   ο   αριθμός   των   πιστών περίπου   τις  πέντε   χιλιάδες,   εκτός   από   τις   γυναίκες   και   τα   παιδιά.
Την    άλλη   μέρα   συγκεντρώθηκαν   τα   μέλη   του   μεγάλου   Συνεδρίου.   Αυτό   είχε δικαστική και θρησκευτική εξουσία. Σ' αυτό παρουσιάστηκαν   οι   Απόστολοι με θάρρος και ακλόνητη πίστη στον Κύριο. Είχαν αποφασίσει   να   κηρύξουν το θέλημα του Κυρίου μπροστά στο μεγάλο Συνέδριο. Εκεί που καταδικάστηκε και ο ίδιος ο Κύριος. Η ευκαιρία δόθηκε   στους   Αποστόλους, όταν τους ρώτησαν για τη θεραπεία του χωλού. Τότε ο Πέτρος   με   παρρησία και   με   το   φωτισμό   του   Αγίου   Πνεύματος   απάντησε.   «Άρχοντες   του   λαού   και πρεσβύτεροι   του   Ισραήλ,   μάθετε   όλοι   ότι   η   θεραπεία  του    χωλού   έγινε   από τον   Ιησού   Χριστό,   τον    οποίο   εσείς   σταυρώσατε.   Αυτόν   ο   Θεός   τον   ανέστησε από    τους   νεκρούς...»   (Πράξ. 4,1-12).
Οι   δικαστές   έμειναν   κατάπληκτοι   από   το   θάρρος   και   τη   σοφία   των Αποστόλων. Ήθελαν   βέβαια   να   τους   καταδικάσουν,   αλλά   δεν  τόλμησαν, επειδή   φοβήθηκαν   το   λαό.   Έτσι   περιορίστηκαν   να   τους  διατάξουν,   να   μην κηρύττουν πια  για   τον   Ιησού   Χριστό.   Αλλά   οι   Απόστολοι   απάντησαν   ότι είναι   προτιμότερο   να  υπακούουν   στο   Θεό   παρά   στους   ανθρώπους.   Δεν μπορούμε,   είπαν,   να   μην   κηρύττουμε   όσα   είδαμε   και   ακούσαμε   (Πράξ. 4,20). Τότε   εκείνοι   αφού   δεν   έβρισκαν   δικαιολογία   για   να   τους   τιμωρήσουν   και αφού   απείλησαν   τους   Αποστόλους,   τους   άφησαν   ελεύθερους.  Ο   Πέτρος   με τον Ιωάννη συναντήθηκαν με τους άλλους Αποστόλους και τους διηγήθηκαν όσα είχαν γίνει. Όλοι μαζί, με θερμή   προσευχή,   ευχαρίστησαν το   Θεό   για   την   προστασία    του.  
Γεγονότα,   όπως   η   θαυμαστή   τιμωρία   του   Ανανία   και   της   συζύγου   του Σαπφείρας (Πράξ. 5,1-11) και τα θαύματα που έκανε   στο   Ναό   μεγάλωσαν πολύ   τη   φήμη   του   Πέτρου.   Πολλοί   έφερναν   τους   ασθενείς   και   τους ξάπλωναν   σε   κρεβάτια   σε   φορεία   για   να  πέσει   πάνω   τους   έστω   και   η   σκιά του   Πέτρου.   Ακόμη   συγκεντρώνονταν   από   τις   γύρω   πόλεις   στο   Ναό φέρνοντας   αρρώστους   και   δαιμονισμένους   και   θεραπεύονταν   (Πράξ. 5,15-16).
Οι   Απόστολοι συνέχισαν το κήρυγμά τους και τα θαύματα,   με   αποτέλεσμα να συλληφθούν από τους Σαδδουκαίους και να οδηγηθούν πάλι στη φυλακή. Τη νύχτα ένας άγγελος Κυρίου   απελευθέρωσε   τους   Αποστόλους,   οι οποίοι    συνέχισαν   να   διδάσκουν   στο   Ναό (Πράξ. 5, 17-42).
Την   επόμενη   μέρα   η   φρουρά   τους   οδήγησε   πάλι   μπροστά   στο  Συνέδριο.   Ο αρχιερέας τους έκανε αυστηρή παρατήρηση για τη συνεχιζόμενη διδασκαλία στο  Ναό.   Ο   Πέτρος   με  παρρησία   διακήρυξε   την   Ανάσταση   του Χριστού   και   τόνισε   ότι   είναι   προτιμότερο   να   υπακούουν   στο   Θεό  παρά   στους ανθρώπους  (Πράξ. 5,29-32).
Τα   μέλη   του   Συνεδρίου   όταν   τ' άκουσαν   αυτά   έγιναν   έξαλλα   και   θα θανάτωναν τους Αποστόλους, αν δεν   παρενέβαινε   ένας   νομοδιδάσκαλος,   ο Γαμαλιήλ,   λέγοντας  για   τους   Αποστόλους   «Αν   αυτό   που   σκέφτονται   ή   αυτό που   κάνουν   προέρχεται   από   ανθρώπινη   δύναμη,   θα   διαλυθεί   μόνο   του.   Αν όμως   προέρχεται   από   το   Θεό,   δε   θα   μπορέσετε   να   το   διαλύσετε,   για   να   μην πω   ότι   μπορεί   να   βρεθείτε   τελικά   και   θεομάχοι   (Πράξ. 5,38-39)».
Μετά από αυτά τα λόγια οι Απόστολοι, αφού μαστιγώθηκαν και απειλήθηκαν,   αφέθηκαν   ελεύθεροι.
Το κήρυγμα του Πέτρου περιορίστηκε κυρίως στην   Παλαιστίνη.   Το   θάρρος και   ο   ζήλος   του   Πέτρου   παρακινούσαν   κι   άλλους   στο   έργο   του   Θεού.   Ο διωγμός εναντίον των Χριστιανών, πού έγινε   ύστερα   από   το   λιθοβολισμό του Στεφάνου, είχε σταματήσει. Οι Χριστιανοί ανενόχλητοι   πια   προόδευαν στην   ευσέβεια   και  πληθύνονταν   συνεχώς.   Μαζί με  τον   Ιωάννη   στάλθηκαν αργότερα από τους Αποστόλους στη Σαμάρεια (Πράξ. 8,14), όπου προϋπήρχαν   Χριστιανοί,   και   κήρυξαν   το   λόγο   του   Θεού   σε   πολλά   χωριά   της (Πράξ. 8,25).
Στη   Σαμάρεια   ο   Πέτρος   συναντήθηκε   με   το   Σίμωνα   το   μάγο   (Πρ. 8,14-24).   Ο Πέτρος   επιτίμησε   τον   Σίμωνα,   γιατί   θέλησε   να   δώσει   χρήματα   στους Αποστόλους,   προκειμένου   να   μπορεί   κι   αυτός   να   μεταδίδει   τη   χάρη   του Αγίου   Πνεύματος.   Ο   Σίμωνας   μετανόησε   για   την   ενέργειά   του.
Με κέντρο τα Ιεροσόλυμα, πολλές φορές μετέβαινε σε περιοδείες και επισκεπτόταν   τις   κοντινές   Εκκλησίες   (Πρ. 9,32),   γι αυτό   και   μαζί   με   τον αδελφόθεο Ιάκωβο και τον Ιωάννη θεωρούνταν οι "στύλοι»   της   Εκκλησίας" (Γαλ. 2,9).
Ο   Πέτρος   σε   κάποια   περιοδεία   του   πήγε  και   στην   κοντινή   πόλη   Λύδδα,   όπου ενίσχυσε   τους   πιστούς   στο   θείο   θέλημα.   Εκεί   με   τη   δύναμη   του   Θεού θεράπευσε κάποιο, που ονομαζόταν Αινέας και ήταν οχτώ χρόνια παράλυτος.   Μ' αυτό   το   θαύμα   όσοι   κατοικούσαν   στη   Λύδδα   και   στο   Σάρωνα πίστεψαν   στον   Κύριο   (Πράξ. 9,32-35).
Στην   ωραία   παραλιακή   πόλη   Ιόππη,   τη   σημερινή   Γιάφφα,   υπήρχαν   πολλοί πιστοί. Ανάμεσα τους, σαν καρποφόρο δέντρο γεμάτο καρπούς,   διακρινόταν για   τα   καλά   της   έργα   η   ευσεβής   κόρη   Ταβιθά   (ή   Δορκάδα).   Μια   μέρα,   η Ταβιθά,   αρρώστησε   βαριά   και  παρά τις   φροντίδες των πιστών, πέθανε.   Τότε η    ελπίδα   όλων   στράφηκε   στον  Πέτρο,   που   βρισκόταν   στη   γειτονική   πόλη Λύδδα.
Χωρίς αναβολή λοιπόν έστειλαν στη Λύδδα δυο άντρες, που τον παρακάλεσαν   και   ήρθε   στην   Ιόππη.   Ο   Πέτρος   συγκινήθηκε   πολύ,   όταν   είδε τα   ορφανά   και   τις   χήρες  να   τον   παρακαλούν   με   δάκρυα   για   την   Ταβιθά. Έδειχναν   μάλιστα   και   τα   φορέματα, πού   τους   είχε   ετοιμάσει   εκείνη.   Τότε   ο Πέτρος,   για   ν'   αποφύγει   κάθε   επίδειξη,   ζήτησε   να   βγουν   όλοι   έξω   από   το δωμάτιο της νεκρής. Κι αφού γονάτισε προσευχήθηκε με θέρμη  στον   Κύριο. Σε  μια   στιγμή   σταμάτησε την προσευχή του και πρόσταξε   «Ταβιθά   σήκω»  (Πράξ. 9,36-41).   Το   θαύμα,   πού   όλοι   τους   περίμεναν,   έγινε.   Η   χαρά τους ήταν απερίγραπτη. Το θαύμα διαδόθηκε σαν αστραπή κι έγινε   αφορμή να   πιστέψουν   στον   Κύριο   πολλοί   Ιουδαίοι   και  εθνικοί.
Στην   Ιόππη  ο   Πέτρος   έμεινε   αρκετές   ημέρες   (Πράξ. 9,43)   και   κατόπιν με θεία  εντολή   πορεύτηκε   προς  την   παραλιακή   πόλη   Καισάρεια.   Εκεί   ήταν   η έδρα   του   Ρωμαίου   διοικητή   της   Παλαιστίνης.  Γι' αυτό   στρατοπέδευε  εκεί μεγάλη   στρατιωτική   δύναμη. Ανάμεσά τους  διακρινόταν   για   την   ευσέβεια και   τα   καλά   του   έργα   ο   εκατόνταρχος   Κορνήλιος.   Αυτός,   αν   και   ήταν εθνικός, πίστευε στον αληθινό Θεό, ελεούσε τους φτωχούς  και παρακαλούσε   το   Θεό   να   τον   φωτίζει.   Το  καλό   παράδειγμα   του   Κορνηλίου είχε   φέρει   κι   όλη   την   οικογένεια   του   στον   αληθινό   Θεό.
Μια μέρα, περίπου στις τρεις τ' απόγευμα, κι ενώ ο Κορνήλιος   προσευχόταν, είδε   σε   όραμα   Άγγελο   Κυρίου   να   του   λέει:    «Κορνήλιε   οι   προσευχές   σου   και οι   ελεημοσύνες   σου   έφτασαν   στο   θρόνο   του   Θεού,   και   ο   Θεός   δεν   σε   ξέχασε. Στείλε λοιπόν άνδρες στην Ιόππη και κάλεσε εδώ το Σίμωνα, πού ονομάζεται Πέτρος. Αυτός φιλοξενείται στο σπίτι του Σίμωνα, πού κατεργάζεται   δέρματα   και  κατοικεί  κοντά  στη   θάλασσα». Κατόπιν   ό Άγγελος   εξαφανίστηκε.   Είχε   κάμει   το   έργο   του.
Ο   Κορνήλιος   γεμάτος   πια   από   χαρά   και   ευγνωμοσύνη   στον   Κύριο   για   την τιμή που του έκαμε, εφάρμοσε αμέσως τη θεϊκή εντολή. Έστειλε στην   Ιόππη   δυο   υπηρέτες   του   μαζί  με   έναν   ευσεβή   στρατιώτη   και   κάλεσε   τον   Πέτρο   να έρθει   στην   Καισάρεια.
Στο   διάστημα   που   ο   Πέτρος   φιλοξενείτο   στο   σπίτι   του   Σίμωνα,   είδε   ένα όραμα.   Ήταν   μεσημέρι   και   βρισκόταν   στο   πάνω  μέρος   του   σπιτιού   και προσευχόταν. Ξαφνικά είδε να κατεβαίνει από τον ουρανό, κάτι πού έμοιαζε   με   σεντόνι.   Κρεμόταν   από   τις   τέσσερις   άκρες   και   υπήρχαν   μέσα   σ' αυτό   όλα   τα   ζώα   της   γης,   θηρία,   ερπετά   και   πτηνά.   Πολλά   από   αυτά   οι Ιουδαίοι δεν τα έτρωγαν ως ακάθαρτα. Μ' αυτά συμβόλιζαν τους ειδωλολάτρες   που   έπρεπε   ν' αποφεύγουν,   για   να   μην   παρασύρονται   από αυτούς   στην   αμαρτία.   Συγχρόνως   ο  Πέτρος   άκουσε   μια   φωνή   να   του   λέει: «Πάρε   από   αυτά,   Πέτρο,   σφάξε   και   φάε».   Ο   Πέτρος  όμως   απάντησε.   «Ποτέ, Κύριε,   δεν   θα   φάω   ακάθαρτο   ζώο,   καθώς   δεν   έφαγα   μέχρι   τώρα».   Ξανά όμως   επέμεινε   η   ίδια   φωνή:   «Εκείνα   που   καθάρισε   ο   Θεός,   συ   μην   τα νομίζεις   μολυσμένα».   Αυτό   αφού   επαναλήφτηκε   τρεις   φορές,   το   σεντόνι   με τα ζώα εξαφανίστηκε στον   ουρανό.   Ο   Πέτρος   κατάπληκτος   σκεφτόταν,   τι να   σήμαινε   άραγε   το   περίεργο   αυτό   όραμα;   Μήπως    μ' αυτό   ο   Θεός   ήθελε   να τον   διδάξει   κάποια   μεγάλη   αλήθεια;

Τότε   έφτασαν   οι   άνθρωποι   του   Κορνήλιου   και   φανέρωσαν   στον   Πέτρο   το σκοπό   του   ταξιδιού   τους.   Το   Άγιο   Πνεύμα   τον   φώτισε   να  καταλάβει  τι σήμαινε   το   όραμα   και   να   τους   ακολουθήσει. Έτσι   την   άλλη   ήμερα   έφυγαν για   την  Καισάρεια.   Εκεί   περίμεναν   τον   Πέτρο   ο   ευσεβής   Κορνήλιος   με   τους συγγενείς του και τους στενότερους φίλους του.   Ο   Κορνήλιος   υποδέχτηκε τον   Πέτρο   με   μεγάλο   σεβασμό  και  του    φανέρωσε   όσα   είχε  ακούσει   από   τον Άγγελο.   Κατόπιν   ο   Πέτρος   τους   είπε   ότι,   αν   και   ήταν   Ιουδαίος,   ερχόταν  σ' αυτούς   τους   ειδωλολάτρες   γιατί   ήταν   θέλημα   Θεού.   Στη   συνέχεια   με καλοσύνη   και   αγάπη   τους   μίλησε   για     τον   Κύριο   και   για   τον   τρόπο    της σωτηρίας. Το σπουδαίο αυτό κατηχητικό μάθημα του Πέτρου είχε εκπληκτικά αποτελέσματα. Ενώ μιλούσε ο Πέτρος το Άγιο Πνεύμα κατέβηκε σε όλους αυτούς που άκουγαν το λόγο του Θεού.   Έκαμε   μάλιστα κι   αυτούς   ικανούς   να   μιλούν   ξένες   γλώσσες   και   να   δοξολογούν   το   Θεό. Όλοι   έμειναν   έκπληκτοι.   Είδαν   καθαρά   πια   ότι   ο   Θεός   καλούσε   και   τους ειδωλολάτρες   στη   λύτρωση   και   στη   σωτηρία.   Στη   συνέχεια   ο   Πέτρος   τους βάπτισε   στο   όνομα  του  Κυρίου. Ήταν από τους πρώτους εθνικούς πού δέχονταν   το   άγιο    Βάπτισμα   του   (Πράξ. 10,1-48).
Όλοι   τους,   και   ιδιαίτερα   ο   Κορνήλιος,   με   χαρά   παρακάλεσαν   τον   Πέτρο   και έμεινε κοντά τους λίγες ημέρες ακόμη. Ύστερα έφυγε   για   τα   Ιεροσόλυμα, όπου   φανέρωσε   στους   εκεί   «εξ   Ιουδαίων   Χριστιανούς»   ότι   ήταν   θέλημα Θεού   η   νέα   πίστη   να  διαθοθεί και στα έθνη. Όλοι τους χάρηκαν και δόξασαν   το   Θεό   (Πράξ. 11,1-17).
Βασιλιάς των Ιουδαίων από το 41 ως το 44 μ.Χ. ήταν ο Ηρώδης   ο   Αγρίππας, εγγονός του Ηρώδη πού έσφαξε τα νήπια κατά τη Γέννηση του Κυρίου. Αυτός   λοιπόν   για   να   μετριάσει   την   αντιπάθεια   των   Ιουδαίων   απέναντι   του, επειδή τους κυβερνούσε τυραννικά, έκαμε διωγμό εναντίον των   Χριστιανών. Με διαταγή του μάλιστα το 44 μ.Χ. αποκεφαλίστηκε ο   Απόστολος   Ιάκωβος, ο αδερφός του   Ιωάννη.   Πρώτος   αυτός  από   τους   Αποστόλους   πρόσφερε   τη ζωή   του   για   την   πίστη   του   Χριστού.   Ο   Ηρώδης   είδε   πως   η   πράξη   του   αυτή ικανοποίησε αρκετούς  Ιουδαίους και αποφάσισε να συνεχίσει   τις   θανατικές εκτελέσεις. Έτσι   λοιπόν,   κατά τις ημέρες του Πάσχα, συνέλαβε   τον απόστολο   Πέτρο   και   τον   έκλεισε   στη   φυλακή   με   αυστηρά   δεσμά.   Ημέρα   και νύχτα    δεκαέξι    στρατιώτες   τον   φρουρούσαν   «ανά   τέσσερις».   Ήθελε   να   τον εκτελέσει   ύστερα   από   το  Πάσχα.  Ο   Πέτρος   εμπιστεύτηκε   τον  εαυτό   του στην   προστασία   του   Θεού.   Αλλά   και   οι   Χριστιανοί   προσεύχονταν   θερμά στον   Κύριο,   για   να  τον   σώσει.   Ώσπου   έφτασε   το   τελευταίο   βράδυ,   πριν   από την   εκτέλεση   του   Αποστόλου   (Πράξ. 12,1-5).
Πολλοί   Χριστιανοί   εκείνη   την   κρίσιμη   νύχτα   συγκεντρώθηκαν στο   σπίτι   της Μαρίας, μητέρας του Ευαγγελιστή Μάρκου.    Έκαναν   ολονύχτια   προσευχή για   τη   σωτηρία  του   Πέτρου. Και   να   η   απάντηση   στις   θερμές προσευχές   τους. Ένας   Άγγελος   Κυρίου  παρουσιάστηκε   στο   δεσμωτήριο,   ξύπνησε   τον   Πέτρο και   του   είπε   να   ετοιμαστεί.   Συγχρόνως   με   θαυματουργικό   τρόπο   έπεσαν   οι αλυσίδες   από   τα   χέρια   του   Πέτρου.   Άνοιξαν   οι   πόρτες   της   φυλακής   και πέρασαν,   ο   Άγγελος   μαζί   με   τον   Πέτρο,   μπροστά   από   τους   φρουρούς,   χωρίς εκείνοι   να  πάρουν   είδηση.   Αφού   απομακρύνθηκαν   από   τη  φυλακή,  ο Άγγελος   εξαφανίστηκε.   Δεν   υπήρχε   πια   κίνδυνος. Τότε   συνήρθε   ο   Πέτρος από   την   έκπληξή   του   και   κατάλαβε,   πώς   είχε   σωθεί   (Πράξ. 12,6-11).
Γρήγορα   ήρθε   στο   σπίτι,   που   προσεύχονταν   οι   πιστοί   (Πράξ. 12,1-17).   Σαν τον   είδαν,   όλοι   τους   χάρηκαν   και   ευχαρίστησαν   το   Θεό.   Διδάχτηκαν   έτσι, για   μια   φορά   ακόμη,   ότι   ο   Θεός   εισακούει   τις   προσευχές   των   πιστών   και τους   χαρίζει   την   προστασία   του.   Ο   Πέτρος   αμέσως   έφυγε   για   άλλο   τόπο,   για να   αποφύγει   τη   φονική   μανία   του   Ηρώδη,   αλλά   και   να   κηρύξει   κι   αλλού   το Ευαγγέλιο   (Πράξ. 12,17).
Ο Πέτρος ύστερα από το θάνατο του Ηρώδη   ξαναγύρισε   στα   Ιεροσόλυμα.   Το 49 μ.Χ. ο Πέτρος λαμβάνει μέρος στην Αποστολική Σύνοδο, όπου διαδραματίζει   σπουδαίο   ρόλο   μαζί   με   τον   Παύλο,   τον   αδελφόθεο   Ιάκωβο    και το   Βαρνάβα   (Πράξ. 15,14-21.   Γαλ. 2,7-8).   Τάχτηκε   με  σθένος   υπέρ   της ελευθερίας  των   εθνικοχριστιανών   σε   σχέση   με   την   περιτομή   και   τις διατάξεις του Μωσαϊκού  Νόμου, υποστηρίζοντας ότι δεν  ήταν υποχρεωμένοι   οι   εξ   Εθνικών  Χριστιανοί   να   συμμορφώνονται   με   αυτές   γιατί και   οι   εθνικοί,   όπως   και   οι   Ιουδαίοι,   σώζονται   μόνο   με   την   πίστη   στο   Χριστό (Πράξ. 15,1-29).
Αργότερα   συναντήθηκε   με   τον   Παύλο   στην   Αντιόχεια,   ο   οποίος   τον παρατήρησε   γιατί   έκανε   παραχωρήσεις   στους   ιουδαΐζοντες   σε   βάρος   των   εξ εθνών   Χριστιανών   (Γαλ. 2,11-21).
Ο   Απόστολος   Πέτρος   έγραψε   δύο   Καθολικές   Επιστολές,   οι   οποίες   δεν   είναι μεγάλες   σε   έκταση,   είναι   όμως   πλούσιες   σε   θεολογικές   και   φιλοσοφικές ιδέες.    Ονομάστηκαν Καθολικές γιατί απευθύνονται σ' όλους τους Χριστιανούς.
Η   Α'   επιστολή   Πέτρου   (64  μ.Χ.)   αναφέρεται   κυρίως   στον   εξαγνισμό   και   την υπακοή.   Στην   επιστολή   τονίζεται   πως   δεν   είναι   η    αρχή  της  πίστεως   ή   η πίστη   γενικά   που   φέρνει   ως   αποτέλεσμα   τη   σωτηρία,   αλλά   το  «τέλος   της πίστεως»   που   επιτυγχάνει   τη  σωτηρία.   Ακόμη   γίνεται   λόγος   για   τον   πόλεμο που   διεξάγεται   ανάμεσα   στον   άνθρωπο   και   στις   σαρκικές   επιθυμίες   του.
H   Β'   επιστολή   Πέτρου   (67 μ.Χ.)   χαρακτηρίζεται   και   ως   «αντιαιρετική»,   γιατί δίνει   μία   κατοχυρωμένη   απάντηση   στους   αμφισβητίες   της   ορθής   πίστης. Συνάμα   έχει   και   «απολογητική»   διάθεση,   αφού   αναπτύσσει   την   πίστη   της χριστιανικής   κοινότητας   χρησιμοποιώντας   επιχειρήματα   που   απαντούν τόσο   στην   ιουδαϊκή   και   την   ευρύτερη   χριστιανική   παράδοση   όσο   και   στη θύραθεν   γραμματεία.
Κεντρικό   θέμα της B' επιστολής αποτελεί η εσχατολογία, η  οποία αναπτύσσεται   στην   επιστολή   εξαιτίας  της  εμφάνισης   στην  κοινότητα Χριστιανών   που   αμφισβητούσαν   τον   ερχομό   του   Κυρίου,   την   πρόνοια   του Θεού   για   τον   κόσμο   και   την   εξάρτηση   του   κόσμου   από   τον   δημιουργό   Θεό.
Ακόμη   τονίζεται   ότι η διαφθορά μέσα στον κόσμο υπάρχει λόγω   των   κακών επιθυμιών.   Οι   άνθρωποι   όμως   μπορούν   να   αποφύγουν   τη   διαφθορά   αλλά και να γίνουν μέτοχοι ή κοινωνοί της Θείας φύσεως, μια ιδέα που αναπτύσσεται στην Αρχαία Εκκλησία και στην Ανατολική Ορθόδοξη σκέψη,   θέτοντας   έτσι   το   θεμέλιο   για   το   δόγμα   της   θεώσεως.
Το κήρυγμα του Πέτρου περιορίστηκε κυρίως στους   Ιουδαίους   και   μάλιστα στην   Παλαιστίνη.   Κήρυξε στην Αντιόχεια της Συρίας (Γαλ. 2,11-21), και στους Ιουδαίους της   διασποράς (Α' Πέτρου 1,1).   Ο Ευσέβιος Καισαρείας (Εκκλ. Ιστορία, 3,1. 4,2) αναφέρει ότι ο Πέτρος έκανε   περιοδείες  και   κήρυξε το   Ευαγγέλιο   στον   Πόντο,   τη   Γαλατία,   τη   Βιθυνία,   την   Καππαδοκία   και  την Ασία.
Αρχαία   όμως   παράδοση   της   Εκκλησίας   μας   λέει   ότι   η   Ρώμη   ήταν ο τελευταίος τόπος της ιεραποστολικής δράσεως του   κορυφαίου   Αποστόλου. Εκεί κατά το διωγμό του Νέρωνα συνέλαβαν τον Πέτρο και   τον   θανάτωσαν με   μαρτυρικό   τρόπο   στις 13 Οκτωβρίου  64 μ.Χ. στο   Ιπποδρόμιο   της   Ρώμης.    Ο Ωριγένης λέει ότι ο Πέτρος θεωρώντας ανάξιο τον εαυτό του   να   σταυρωθεί κατά τον ίδιο τρόπο που σταυρώθηκε ο Διδάσκαλός του, ζήτησε να σταυρωθεί   ανάποδα, δηλαδή   με το κεφάλι προς τα κάτω. Έτσι   με   σταυρικό θάνατο τέλειωσε η αποστολική ζωή του Πέτρου, μια ζωή που τη χαρακτήριζε   ολόθερμη   αγάπη   και   αφοσίωση   στον   Κύριο.
Η   Εκκλησία   μας   τιμάει   και   τους   δυο   μαζί   κορυφαίους   αποστόλους,   Πέτρο και   Παύλο,   στις   29   Ιουνίου.
Έρευνες που έχουν γίνει στις κατακόμβες της Ρώμης   πιστεύεται   ότι   έχουν ανακαλύψει   τον τάφο του Αποστόλου, ο οποίος βρίσκεται στις κρύπτες κάτω   από   τη   Βασιλική   του   Αγίου   Πέτρου   στη   Ρώμη,   αν   και   υπάρχουν   και αντίθετες   απόψεις.   Επίσης   πιστεύεται   ότι   έχουν   ανακαλυφθεί   και   οι αλυσίδες   με   τις   οποίες   ήταν   δεμένος   στη   φυλακή   του   Μαμερτίνου   στη βασιλική   Σαν   ΠιέτροινΒίνκολι.
Ο   Πέτρος   συχνά   εικονίζεται   σε   Καθολικές   και   Ορθόδοξες   εικόνες   και   έργα τέχνης   να   κρατάει   κλειδιά.   Αυτό   είναι   αναφορά στο   Ευαγγέλιο   του Ματθαίου,   το   περίφημο   "Εσύ   είσαι   Πέτρος   και   πάνω   σ'   αυτήν   την   Πέτρα   θα οικοδομήσω   την   Εκκλησία   μου...".
Οι   Ρωμαιοκαθολικοί   πιστεύουν   ότι   ο   Πέτρος   υπήρξε   ο πρώτος   Πάπας,   δηλ.   Επίσκοπος Ρώμης, υποστηρίζοντας το "Πρωτείο του Πάπα" στο υποτιθέμενο     πρωτείο   του   Πέτρου   έναντι   των   άλλων   Αποστόλων.   Αυτό   το θεμελιώνουν   από   τα   λόγια   του   Ιησού   στο   Ευαγγέλιο  του Ματθαίου, "Εσύ είσαι   Πέτρος   και  πάνω   σ' αυτήν την  Πέτρα   θα   οικοδομήσω   την   Εκκλησία μου...".
Η   άποψη   ότι   ο   Απόστολος   Πέτρος   είναι   ο   ιδρυτής   της   Εκκλησίας   της   Ρώμης στηρίζεται   κυρίως   στις   λεγόμενες   Ψευδοϊσιδώρειες διατάξεις,   μια   συλλογή κειμένων   αγνώστου   συγγραφέα,   που   έγινε   στη   Γαλλία   κατά   τον  9ο   αιώνα   μ. Χ.. Πρόκειται   για   νόθα   κείμενα   που   αποβλέπουν στην ενίσχυση   της παπικής εξουσίας. Στην Καινή Διαθήκη δε   βρίσκουμε   ιστορικές   μαρτυρίες για   επίσκεψη   του Πέτρου   στη   Ρώμη.   Κάτι   τέτοιο   είναι   πολύ   σημαντικό   διότι ο   Πέτρος   δε   φαίνεται   να   είχε     επισκεφτεί   τη   Ρώμη   μέχρι   τουλάχιστον   το   55, τη   στιγμή   που   οι   ψευδοϊσιδώρειες   διατάξεις   τον   αναφέρουν   ως   επίσκοπο   για 25   περίπου   έτη   και   μέχρι   το   θάνατό   του,  δηλαδή    αρκετά   πριν   από   το 50,   ενώ και   οι   επιστολές   του   δε   φαίνεται   να   απευθύνονται   προς   τους   Ρωμαίους.
Η   ιστορική   έρευνα   σήμερα   καταλήγει   πως   ο   Πέτρος   δεν   είναι   ιδρυτής   της Εκκλησίας   της   Ρώμης,   όπου   ο    Χριστιανισμός   δεν  κηρύχτηκε   από   τους Αποστόλους,   γιατί   κανένας   δεν   φαίνεται   να   πήγε   στη   Ρώμη για   να   κηρύξει το Ευαγγέλιο. Στη Ρώμη ο Χριστιανισμός κηρύχτηκε από άγνωστους Χριστιανούς,   οι   οποίοι   προφανώς   άκουσαν   τον Πέτρο   στα   Ιεροσόλυμα   την ημέρα της Πεντηκοστής και κάποιους ακόμα που είχαν διδαχθεί το Χριστιανισμό  από   τον   Παύλο   στις   διάφορες   πόλεις,   όπου   κήρυξε.   Επίσης,   ο Απόστολος Πέτρος δεν υπήρξε ο πρώτος Πάπας της Ρώμης, αφού   σύμφωνα με τους   διασωθέντες   επισκοπικούς   καταλόγους,   αλλά   και   τις   ιστορικές μαρτυρίες   εκκλησιαστικών   συγγραφέων,   ως   πρώτος   Επίσκοπος   της   Ρώμης ουδέποτε αναφέρεται ο Πέτρος, αλλά ο Λίνος, άλλοτε δε, αν και εσφαλμένως   υπό   του   Τερτυλλιανού,   ο   Κλήμεντας   Ρώμης.

St. Peter the Apostle


Peter was the son of Jonah (Variona) and his brother, Apostle Andrew (John 1:43, 21, 15-17). He himself is referred to as Simon (Matthew 10: 2, Mark 3:16), Symeon (Acts 15:14). But Jesus, when called, called him Kephas (Kephas in Aramaic and Peter in Greek) which means Petra, wanting to emphasize the stability of his character (John 1:43).
He was a Jew and descended from Bethsaida of Galilee (John 1: 45). Together with his brother they practiced the profession of fisherman on Lake Genisareet (Matthew 4:18).
Peter was married (Matthew 8:14, Mark 1.30, Luke 4.38). He lived in Capernaum where his wife came from and settled there after his marriage (Matthew 5:14, Mark 1:21). For his wife nothing is mentioned in the New Testament, and it is known that Peter was married because Christ healed his mother-in-law (Matthew 8:14, 15. Luke 4: 38-39). His wife followed him in his tours and he supported him in his work (1 Corinthians 9: 5).
Peter spoke the Greek language as it came from the "Galilean of the Nation" and the Aramaic, which was his native mother with a heavy accent (Matthew 26: 73, Mark 14: 70). He was a faithful observer of religious customs (Acts 10:14), although he was not a good knowledge of the Law (Acts 4:13).
Peter was one of the first to follow the Lord and emerged as the most iconic form of the twelve students. His call to the post office was gradually made. First he presented Peter to Jesus his brother Andreas. Jesus assured him that he would be called "Kephas," meaning "Peter," and that it would be the stone upon which he would build His church (John 1:35-43). As the Gospels tell us, when Jesus arrived at Lake Genisaret shortly after, he met the two brothers Petros and Andreas who threw their nets. Immediately after their call, they left the nets and their families and followed him (Mark 1:16 - 20).
From the very first moment Petros occupied a leading position in the apostolic circle. He is always the first among the pupils in the New Testament chapters and was, together with the brothers James and John, the closest circle of disciples to whom Christ has shown a particular preference.
It was a dynamic character and impulsive (Matthew 14: 28,16,16). He was enthusiastic, energetic and self-confident, undertaking constantly initiatives. He was distinguished for his sincerity and spontaneity. His love and devotion to the Lord was exemplary. Many times he spoke as the representative of the twelve disciples (Matt.15, 15 and 18.21, Marks 8:29 and 11.21, Luke 5: 5 and 12: 41). He was singled out for his courage and courage. For his life near Jesus, we learn from the four Gospels, while his apostolic action, from the Acts of the Apostles.
She was presently present at her marriage to Cana and immediately settled with Jesus and other disciples at Capernaum (John 2: 11-12).
In Capernaum, Jesus told his listeners that in order to have eternal life they must eat His Body and drink His Blood. They did not understand His message and the triggered left. Asking His Master His Twelve His disciples, if they want to leave, Peter immediately answered, "Lord, to whom shall we go? Have you words of eternal life, and we believed and knew that you are Christ, the Son of God of the living."
Upon Jesus' prompting, Peter marched into the sea (Matt. 14: 28-32). Also, at the urge of Jesus, he had a fish that had one coin in his belly to pay the tax to the Romans (Matthew 17: 24-27).
In Caesarea of ​​Philip, shortly before passion, Christ submitted to his disciples the question of what people thought of Him. Peter responded that he is the Messiah, the Son of the true God (Matthew 16: 13-16). Then Jesus called Peter a blessing because he accepted the revelation not by man but by God Himself. He told him that in this stone, that is to say in the confession that Christ is the Son of God, He will build His Church.
He then asked His disciples to keep it hidden that he was the Messiah and revealed to them that he would go to Jerusalem where he would be crucified and raised on the third day. Peter took Jesus in particular and tried to prevent him from moving to Passion. Jesus, however, severely sanctioned him (Matthew 16: 23).
Peter, together with John and James, was present in the Metamorphosis of the Lord on Mount Tabor (Matthew 17: 1-8, Mark 9: 2-8, Luke 9: 28-36).
Shortly before Passion, he and John were sent by Jesus to prepare the Easter table (Luke 22: 8). On the evening of the Last Supper, when Jesus washed His disciples' feet, Peter firmly refused (John 13: 11). That same evening he was stunned to learn who Jesus was the traitor (John 13:24), while he complained because Jesus told him that he was not able to follow him on his way. Peter promised the Lord that he was ready to sacrifice his life for Him (John 13: 36-37, Matthew 26: 33, Mark 14: 29). But the Lord prophetically told him that he would deny him three times.
When Jesus prayed in the garden of Gethsemane, Peter fell asleep with the other disciples (Matthew 26: 37-46, Mark 14: 37), while during the conception of Jesus Peter with the knife cut the ear of one of his slaves chief priest. The Lord redeemed him by curing the servant's ear (Matthew 26: 51, Mark 14: 47, Luke 22:50, John 18, 10-11). Then Peter followed him up to the high priest's yard. Then before dawn and before the rooster spoke three times, Peter refused him three times with an oath. Then he remembered the word of the Lord who had announced this fall, and by regret, he cried bitterly (Matthew 26: 58 and 26: 69-75, Mark 14: 54. Luke 22: 54-62, John 18, 15-16).
The Lord forgave Peter and, in order to restore him to the eyes of the other disciples, he ordered with the myrrh women to announce to Peter in His Resurrection. The morning ran with John in the tomb (John 20: 1-10).
The same in Lake Genisaret, the Lord in front of the other disciples gave him the command to preach the divine discourse, thus restoring him to the apostolic post.
The information on the history of Peter after the Resurrection is not much and we can not have a diagram of his course and no fixed point for a proper dating. On the day of the Pentecost Peter once again leads the first administrative act of the Apostles when he suggested in a common meeting of the faithful to elect the replacement of Judas the Iscariot (Acts 1: 13-26). Immediately after the epitaph of the Holy Spirit Peter again stood up with the other eleven Apostles and spoke to the crowd to assemble and baptize 3,000 (Acts 2: 14-41).
Few days after the epitaph of the Holy Spirit, Peter and John went to the Temple to pray. The time was third afternoon. At the door of the temple courtyard, someone was born who was born lame, that is, lame, asking for alms. So he saw the Apostles with a crying voice asking for help. Then Peter, who understood that he was a good man, said to him: "I have no money to give you. But what I have, I give it to you. In the name of Jesus Christ of Nazareth I stand up and walk. " At the same time he helped him stand upright. The miracle had happened. The lad walked without any difficulty. He was filled with joy and gratitude with them in the courtyard of the Temple and praised God (Acts 3: 11-11).
The cure of the man came as a surprise to the crowd that had been gathered. All of them were looking to learn how the miracle happened. Then Peter began to explain that it was by the power of Jesus Christ and called upon them to believe in the Lord (Acts 2: 12-26).
During the apostolic speech, the priests and the person in charge of keeping the order together with soldiers fought against them. The same was done by the Sadducees who were outraged when they heard the Apostles talking about the resurrection of the dead. All of them, without any order, arrested the Apostles and imprisoned them to try them the other day.
The unfair conception of the Apostles, their preaching, and even the healing of the gooch, made a great impression on the crowd. The result was that many believed and so the number of believers was about five thousand, except for women and children.
The other day the members of the great Congress gathered. That had judicial and religious authority. In this, the Apostles presented with courage and unwavering faith to the Lord. They had decided to declare the will of the Lord before the great congress. Where the Lord Himself was condemned. The opportunity was given to the Apostles when they asked them about the cure. Then Peter responded with boldness and light of the Holy Spirit. "The Lords of the people and the elders of Israel, all of you know that the healing of the sack was made by Jesus Christ, whom you crucified. God Himself raised him from the dead ... "(Acts 4: 1-12).
The judges were amazed at the courage and wisdom of the Apostles. They wanted to condemn them, of course, but they did not dare because they feared the people. So they limited themselves to ordering them not to preach for Jesus Christ anymore. But the Apostles answered that it is preferable to obey God rather than men. We can not, say, not preach what we have seen and heard (Acts 4:20). Then, when they found no excuse to punish them and threatened the Apostles, they left them free. Peter and John met with the other Apostles and told them what had happened. All together, with warm prayer, they thanked God for his protection.
Facts such as the wonderful punishment of Ananias and the wife of Saphira (Acts 5: 11-11) and the miracles he made in the temple have greatly increased Peter's reputation. Many brought the patients and laid them on beds in carriages to drop over them even the shadow of Peter. They were still gathering from the surrounding towns in the Temple bringing sick and demonic and healing (Acts 5: 15-16).
The Apostles continued their preaching and miracles, and they were captured by the Sadducees and brought back to prison. At night an angel of the Lord freed the Apostles, who continued to teach in the Temple (Acts 5: 17-42).
The next day the guard led them back to the Congress. The High Priest made a strict observation of their continued teaching in the Temple. Peter boldly proclaimed Christ's Resurrection and emphasized that it is preferable to obey God rather than to men (Acts 5: 29-32).
The members of the congregation when they heard them were rash and would kill the Apostles if there was no lawyer, Gamaliel, telling the Apostles "If what they think or what they do comes from human power, they will be dissolved by themselves. But if it comes from God, you will not be able to divorce it, not to say that you may eventually become the theumists (Acts 5: 38-39). "
After these words, the Apostles, being flagged and threatened, were released.
The preaching of Peter was mainly limited to Palestine. Peter's courage and zeal induced others to God's work. The persecution against the Christians, which took place after Stephen's stoning, had stopped. Christians, undisturbed, have progressed to piety and have been steadily inclined. Together with John, they were later sent by the Apostles to Samaria (Acts 8:14), where Christians existed, and proclaimed the word of God in many of its villages (Acts 8:25).
In Samaria Peter met with Simon the Magician (cf. 8: 14-24). Peter rebuked Simon because he wanted to give money to the Apostles so that he could also transmit the grace of the Holy Spirit. Simonus repented of his energy.
With center Jerusalem, they often went on tours and visited the nearby Churches (cf. 9:32), so together with the brothers Iacob and John they were considered the "pillars" of the Church "(Galatians 2: 9).
Peter, on a tour, went to the nearby town of Lydda, where he strengthened the faithful to the divine will. There, with the power of God, he healed some, called Aeneas, and was paralyzed for eight years. With this miracle, those who lived in Lydda and Saronas believed in the Lord (Acts 9: 32-35).
In the beautiful coastal town of Iopi, today's Jaffa, there were many believers. Among them, the pious daughter Tavita (or Dorka) was a fruitful tree full of fruits. One day, Tavita, he became seriously ill and despite the care of the faithful, he died. Then everyone's hope turned to Peter, which was in the nearby town of Lydda.
So without delay they sent two men to Lydda, who besought him and came to Joppi. Peter was very moved when he saw the orphans and the widows teach him with tears about Tavita. They even showed the dresses she had prepared for her. Then Peter, in order to avoid any demonstration, asked everyone to go out of the dead room. And after kneeling he prayed with warmth to the Lord. In a moment he stopped his prayer and commanded "Tavita out" (Acts 9: 36-41). The miracle they all waited for was done. Their joy was indescribable. The miracle spread like lightning, and it became the cause of the Jews and the people of the nation to believe in the Lord.
In Iope, Peter stayed several days (Acts 9:43), and then, with divine commandment, he traveled to the coastal city of Caesarea. There was the seat of the Roman commander of Palestine. That's why a great military force camped there. Among them, the centurion Cornelius was distinguished for his piety and his good works. He, even though he was a national, believed in the true God, was mercy on the poor, and begged God to enlighten him. The good example of Cornelius had brought all his family to the true God.
One day, at around three o'clock, while Cornelius prayed, he saw in a vision of the Lord the Lord say to him: "Cornelius your prayers and your graces have come to the throne of God, and God has not forgotten you. So send men to Joppa and call here Simon, who is called Peter. He is hosted at Simon's house, which is made of skins and lives near the sea. " Then the Angel disappeared. He had done his work.
Cornelius, full of joy and gratitude to the Lord for his honor, immediately applied the divine command. He sent two servants to Joppe along with a devout soldier and called Peter to come to Caesarea.
In the time that Peter was in the house of Simon, he saw a vision. It was at noon and was at the top of the house and prayed. Suddenly he saw him descend from the sky, something that looked like a bed sheet. It was hanging from the four edges and there were all the animals on earth, beasts, reptiles, and birds. Many of these Jews did not eat them as unclean. These were the idolaters that they ought to have avoided, lest they be taken by them into sin. At the same time, Peter heard a voice telling him: "Get out of them, Peter, slaughter and eat." But Peter answered. "Never, Lord, I will not eat an unclean animal, since I have not eaten until now." Again, however, he insisted on the same voice: "Those who have cleansed God, do not think you are infected." This, after being repeated three times, the animal bedding disappeared into the sky. Peter was astonished, thinking, what would that strange vision mean? Did God want to teach him some great truth?
Then came the people of Cornelius and revealed to Peter the purpose of their journey. The Holy Spirit enlightened it to understand what the vision meant and followed. So the other day they left for Caesarea. There, Peter the pious Cornelius with his relatives and his closest friends waited there. Cornelius welcomed Peter with great respect and revealed to him what he had heard from Angelos. Peter then told them that, although he was a Jew, he came to these idolaters because he was the will of God. Then in kindness and love he spoke to them about the Lord and the way of salvation. This great catechetical lesson of Peter had amazing results. While Peter spoke, the Holy Spirit descended on all those who heard the word of God. We even have the ability to speak foreign languages ​​and to praise God. Everyone was surprised. They saw clearly that God also called pagans to redemption and salvation. Peter then baptized them in the name of the Lord. He was one of the first nationals to receive His holy Baptism (Acts 10: 1-48).
All of them, especially Cornelius, pleased Peter and stayed close to them for a few more days. Then he left for Jerusalem, where he revealed to the "Jewish Christians" there that it was God's will that the new faith should be given to the nations as well. They all glorified and glorified God (Acts 11: 1-7).
King of the Jews from 41 to 44 AD was Herod of Agrippa, Herod's grandson Herod who slaughtered the infants at the Birth of the Lord. So, in order to temper the Jews' antipathy towards him, because he was tyrannical, he persecuted the Christians. Even with his order in 44 AD. Apostle James, his brother John, was beheaded. The first of the Apostles offered his life for the faith of Christ. Herod saw that this act pleased several Jews and decided to continue the death executions. So, in the days of Easter, he captured the Apostle Peter and closed him in prison with strict bonds. Day and night sixteen soldiers guarded him "every four". He wanted to perform it after Easter. Peter trusted himself to protect God. But Christians also prayed warmly to the Lord to save him. By the time he arrived last night, before the execution of the Apostle (Acts 12: 1-5).
Many Christians, on that critical night, gathered in the house of Mary, the mother of Evangelist Mark. They made an overnight prayer for the salvation of Peter. And be the answer to their warm prayers. An Angel of the Lord appeared in the prison, awakened Peter and told him to be ready. At the same time, miraculously, the chains fell out of the hands of Peter. The prison doors were opened and the Angel, along with Peter, passed, in front of the guards, without them getting news. After being removed from prison, the Angel disappeared. There was no longer any danger. Then Peter met with surprise and understood how he had been saved (Acts 12: 6-11).
He quickly came to the house, praying to the faithful (Acts 12: 1-7). As they saw him, they all enjoyed and thanked God. So they were taught, once again, that God listens to the prayers of the faithful and gives them protection. Peter immediately left for another place to avoid Herod's murderous fury, but to preach the Gospel elsewhere (Acts 12,17).
Peter, after Herod's death, returned to Jerusalem. In 49 AD Peter takes part in the Apostolic Synod, where he plays a major role with Paul, the brother of James and Barnabas (Acts 15: 14-21, Gal 2: 7-8). He was firmly attached to the freedom of the Christians in relation to the circumcision and provisions of the Mosaic Law, arguing that they were not compelled by the National Christians to comply with them because both the nationalists and the Jews survived only by faith in Christ (Acts 15: 1-29).
Later he met with Paul in Antioch, who remarked on him because he made concessions to the Judaizers at the expense of the Christian nations (Gal. 2: 11-21).
Apostle Peter wrote two Catholic Letters, which are not large in scale, but are rich in theological and philosophical ideas. They were called Catholic because they appeal to all Christians.
The first letter of Peter (64 AD) refers primarily to purification and obedience. The letter emphasizes that it is not the principle of faith or belief in general that brings about salvation, but the "end of faith" that achieves salvation. There is still talk of the war being conducted between man and his fleshly desires.
The second letter of Peter (67 AD) is also described as "abstaining," because it gives a patented answer to the doubters of good faith. It also has an "apologetic" mood, since it develops the faith of the Christian community using arguments that respond to both Judaic and wider Christian tradition as well as to the secretariat.
The central subject of the letter B is the eschatology developed in the letter because of the appearance in the community of Christians who questioned the coming of the Lord, the providence of God for the world and the dependence of the world on the creator God.
It is also stressed that corruption in the world exists because of bad wishes. But people can avoid corruption, but also become shareholders or fellows of Divine nature, an idea that develops in the Ancient Church and in Eastern Orthodox thought, thus laying the foundation for the doctrine of divinity.
The preaching of Peter was limited to the Jews and to Palestine. He proclaimed in Syria Antioch (Gal 2: 21-21), and the Jews of the diaspora (1 Peter 1: 1). Eusebius of Caesarea (Excl. History, 3, 4, 2) mentions that Peter made tours and preached the Gospel to Pontus, Galatia, Bithynia, Cappadocia, and Asia.
But an ancient tradition of the Church tells us that Rome was the last place of the missionary mission of the Apostle. There, during the persecution of Nero, they arrested Peter and killed him in a martyrdom on October 13, 64 AD. on the Rome Racecourse. Origen says that Peter, considering himself unworthy to crucify himself in the same way that his Master was crucified, asked to be crucified upside down, that is, head down. Thus, with the death of the cross, the apostolic life of Peter was ended, a life that characterized her wholehearted love and devotion to the Lord.
The Church honors both the top apostles together, Peter and Paul, on June 29th.
Investigations made in the catacombs of Rome are believed to have discovered the tomb of the Apostle, who is in the hiding places under St. Peter's Basilica in Rome, although there are opposing views. It is also believed that the chains with which he was tethered to the prison of the Magdalen in the Basilica San Pietro Vincolo were also discovered.
Peter is often portrayed in Catholic and Orthodox icons and works of art to hold keys. This is the reference to the Gospel of Matthew, the famous "You are Peter and on this Stone I will build my Church ...".
The Roman Catholics believe that Peter was the first Pope, the Bishop of Rome, supporting the "Pope's Protectorate" in Peter's supposed protest over the other Apostles. This is grounded in the words of Jesus in the Gospel of Matthew, "You are Peter and on this Stone I will build my Church ...".
The view that Apostle Peter is the founder of the Church of Rome relies heavily on the so-called Pseudo-Isidorian provisions, a collection of texts written by an unknown writer in France in the 9th century AD. These are texts that seek to strengthen the papal authority . In the New Testament we find no historical testimony about Peter's visit to Rome. This is very important because Peter did not seem to have visited Rome until at least 55, while the pseudo-islands are referring to him as a bishop for about 25 years until his death, well before the age of 50, and his letters do not seem to be addressed to the Romans.
Historical research today concludes that Peter is not the founder of the Church of Rome, where Christianity was not proclaimed by the Apostles, because no one seems to have gone to Rome to preach the Gospel. In Rome, Christianity was proclaimed by unknown Christians who apparently heard Peter in Jerusalem on the day of the Pentecost, and some still taught Christianity by Paul in the various cities where he preached. Also, the Apostle Peter was not the first Pope of Rome, since, according to the surviving episcopal lists, as well as the historical testimonies of ecclesiastical writers, Petros was the first Bishop of Rome, but Linos, sometimes mistakenly Tertullian, Clement of Rome

Δεν υπάρχουν σχόλια: