12/6/19

Ο Όσιος Αρσένιος ο Θαυματουργός της Κονεβίας


Ο    Όσιος   Αρσένιος   της   Κονεβίας   καταγόταν  από   το   Νόβγκοροντ  της Ρωσίας   και   ησχολείτο   με   το   εμπόριο   του   χαλκού.   Από   αγάπη   προς    το μοναχικό   βίο   εγκατέλειψε    τα    εγκόσμια   και,    μεταξύ    των    ετών    1547 – 1558,   εισήλθε στη μονή   Λίσικα κοντά στο Νόβγκοροντ, όπου έζησε   ένδεκα χρόνια.   Το   1373,   ήλθε   στο   Άγιον   Όρος   όπου   έζησε   τρία  χρόνια   στην προσευχή   στο παλαιό   Ρώσικο μοναστήρι. Στο μοναστήρι, μόλις ο ηγούμενος   πληροφορήθηκε τι επάγγελμα έκανε στο παρελθόν, του ζήτησε   να   επιδιορθώσει   όλα   τα   παλαιά   σκεύη   που   χρησιμοποιούσε   η αδελφότητα.   Του   ζήτησαν   να   εργασθεί   και   στα   άλλα   μοναστήρια.   Η εργασία    όχι   απλώς   δεν   αποτελούσε   εμπόδιο   για   την   προσευχή,   αλλά   του καλλιέργησε   και   μία   υψηλή  αίσθηση  προσφοράς. Έτσι,  ο  Όσιος  Αρσένιος   πήγαινε   από   το   ένα   μοναστήρι   στο   άλλο  και  εργαζόταν    κατά  τη  διάρκεια της  ημέρας, ενώ προσευχόταν κατά το μεγαλύτερο μέρος  της νύχτας. Τελικά, το 1393,  επέστρεψε  στη    Ρωσία   μεταφέροντας μαζί  του    μία    εικόνα   της  Παναγίας,  η  οποία   αργότερα  ονομάσθηκε  «Παναγία    του   Κόνεβιτς».
Ο  Όσιος  έχοντας  πάντοτε  μαζί  του  την  εικόνα  της  Υπεραγίας  Θεοτόκου   ως   πολύτιμο   φυλαχτό,  πήγε    στο   νησί   Κόνεβιτς,    στη    λίμνη  Λάντογα,    όπου   έζησε   επτά   χρόνια   ως   ερημίτης.   Το   κρύο   ήταν   φονικό  αλλά ο μακάριος Αρσένιος αρνιόταν τις συνεχείς προσκλήσεις του ηγουμένου   της   μονής Βαλαάμ  Σίλα,  τις  οποίες του  μετέφερε   ο    μοναχός Λαυρέντιος.  Μέλημά    του   ήταν    να   εξαλείψει   τις   δεισιδαιμονίες   των κατοίκων   της   περιοχής.    Ακόμη   και   το   όνομα   του   νησιού   Κόνεβιτς   (από   το Κον   που   σημαίνει   άλογο),   προερχόταν   από   μία   δεισιδαιμονία   των κατοίκων   του.   Οι   κάτοικοι  πίστευαν  ότι  στο   νησί    ζούσαν  κακά  πνεύματα, τα   οποία    επροστάτευαν   τα   άλογα που  έβοσκαν    ελεύθερα    σ’ αυτό.  Με  σκοπό    να    έχουν    την    εύνοια   των πνευμάτων, οι  κάτοικοι   κάθε χρόνο   προσέφεραν   θυσία  ένα    άλογο,   το   οποίο,   αφού   έδεναν   σε   μία μεγάλη   πέτρα,  το  άφηναν  να   πεθάνει  από   την πείνα  και  το  κρύο.    Κατά  την    άφιξή   του,   χάρη  στον  ψαρά  Φίλιππο,  ο  Όσιος   Αρσένιος   βρήκε   την «πέτρα   του   αλόγου»,   την   οποία   και   ράντισε  με αγιασμό.  Όλοι  οι  παρευρισκόμενοι  είδαν  τα  ακάθαρτα πνεύματα,  υπό  την   μορφή κοράκων,   να   πετούν   τρομοκρατημένα.   Ο   Όσιος   Αρσένιος   έζησε   πέντε χρόνια   στο   «νησί   του  αλόγου»,  καταπολεμώντας  με    το  παράδειγμά   του  τις    δεισιδαιμονίες    των   κατοίκων.
Το  1398,  με  την  ευλογία  του  Αρχιεπισκόπου   Νόβγκοροντ  Ιωάννου,  έθεσε τα θεμέλια   μιας   κοινοβιακής   μονής   αφιερωμένης   στο   Γενέσιον   της Θεοτόκου.   Αργότερα,  την   εποχή    του   Αρχιεπισκόπου   Συμεών,   ο   Όσιος Αρσένιος  θα  επισκεφθεί   για   μία   φορά   ακόμη το  Άγιον    Όρος    ζητώντας  την   ευλογία  των   Πατέρων    του    Άθω   για    το    μοναστήρι   του.
Χωρίς   τον   κτήτορά   του,   οι   μοναχοί   απεφάσισαν   να  εγκαταλείψουν    το μοναστήρι, επειδή   δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν τα  προς το  ζήν. Εξαντλημένος   από   την   θλίψη,   ο  ευσεβής   μαθητής του  Οσίου  Ιωακείμ, κρυμμένος σε ένα δάσος, έκλαιγε συνεχώς για την απόφαση της αδελφότητος,   η   οποία   σήμαινε το  τέλος της μοναχικής εμπειρίας σε  εκείνον τον τόπο. Απογοητευμένος ο Ιωακείμ   άρχισε   να   προσεύχεται μπροστά σε μία εικόνα  της  Παναγίας, με την    ελπίδα  πως    η    Θεοτόκος  θα   τον    ελευθερώσει    από   τον   πόνο   και   τη   λύπη.   Τη   νύχτα,   και    ενώ    ήταν σε  βαθύ ύπνο, του εμφανίσθηκε η Παναγία,  η   οποία   του   προανήγγειλε την   επιστροφή  του  Οσίου  Αρσενίου.  Πράγματι,  το  πρωί  ο  μακάριος  Αρσένιος    επέστρεψε    με    δυο   μεγάλες   βάρκες   γεμάτες   προμήθειες.
Στον  τόπο  της   εμφανίσεως  της  Παναγίας  ύψωσαν  ένα μεγάλο    σταυρό,  στη βάση  του  οποίου   τοποθετήθηκε η εικόνα της,   που   είχε  μεταφερθεί  στο   νησί    από    το    Άγιον    Όρος.
Το  1421,   μία   καταστροφική   κακοκαιρία   επέφερε   μεγάλες   ζημιές   στο μοναστήρι   και   για   το   λόγο   αυτό   ο   Όσιος   Αρσένιος αναγκάσθηκε να μεταφέρει   προς   το  εσωτερικό  του  νησιού  επάνω  σε  μία    οροσειρά,    η  οποία  ονομάσθηκε   όπως   και   ο   Άθως,   δηλαδή   «Άγιον   Όρος». Το   «νησί   του  αλόγου»  απέκτησε πολύ  γρήγορα   μεγάλη  φήμη  και  ήσαν  πολλοί  εκείνοι,  οι  οποίοι   κατέφευγαν ως προσκυνητές στο μοναστήρι.   Ο   ευγενής  Μιχαήλ    Κοντύλκα   απεφάσισε   να  κάνει   μία   γενναία   δωρεά,   ενώ    ο    Άγιος  Επίσκοπος  Ευθύμιος,   κατά τη διάρκεια μιας επισκέψεώς του   στον ευλογημένο   εκείνο    τόπο,   δώρισε    την    επισκοπική    του    μίτρα.      
Ο   Όσιος   Αρσένιος,   αφού   ασκήτεψε   θεοφιλώς .  κοιμήθηκε   με   ειρήνη,   το 1447.   Πριν   την   κοίμησή   του   είχε   προάγει   στη   θέση   του   ηγουμένου   τον μοναχό  Ιωάννη.   Το   ιερό   λείψανό   του   ενταφιάσθηκε   στη   μονή,  που βεβηλώθηκε  από   το    καταστροφικό   μένος   των   Σουηδών.   Οι   μοναχοί,   για λόγους  ασφαλείας,   προτίμησαν    να  μεταφερθούν  σε  άλλο  μοναστήρι.    Η τύχη   του   μοναστηριού   ακολούθησε   τις   φάσεις   του   πολέμου   μεταξύ   των Ρώσων και   των   Σουηδών   στη   διεκδίκηση   της   Καρελίας. Το   μοναστήρι ξανακτίσθηκε  από    τους  Ρώσους,   το   1594,   για   να   εγκαταλειφθεί    εκ   νέου και   οριστικά,  το  1610.  Το    νησί    του   Κόνεβετς   δόθηκε   στον   πρίγκιπα  Ιάκωβο   Φεοντόροβιτς,   ενώ  το  1719  ο  Μέγας  Πέτρος  έκτισε    σ’ αυτό   την  εκκλησία  του   Αγίου   Νικολάου.   Η    απόδοση   τιμής   και   ευλάβειας   προς   το πρόσωπο  του   Οσίου   Αρσενίου   άρχισε   πολύ    νωρίς   από   τους   πιστούς    του  Κόνεβετς,  αλλά το όνομά του καταγράφηκε    επίσημα   στα    λειτουργικά  βιβλία  της  Ρωσικής   Εκκλησίας   το   1819,   μετά   από   σχετική   απόφαση   της Ιεράς   Συνόδου   της   Εκκλησίας    της  Ρωσίας

Saint Arsenios the Wonderworker of Connie


The Saint Arsenios of Connie originated from Novgorod, Russia, and dealt with the copper trade. From love to the lonely life, he abandoned the mundane and, between 1547 and 1558, entered the monastery of Liska near Novgorod, where he lived eleven years. In 1373, he came to Mount Athos where he lived for three years in prayer at the old Russian monastery. In the monastery, once the abbot was informed of what he had done in the past, he asked him to repair all the old vessels used by the brotherhood. They asked him to work in the other monasteries. Work was not just a barrier to prayer, but it also cultivated a high sense of offering. Thus, Saint Arsenios went from one monastery to another and worked during the day while praying for most of the night. Eventually, in 1393, he returned to Russia carrying with him a picture of the Virgin Mary, which was later called "Our Lady of Connie".
Having always with him the image of the Most Holy Theotokos as a precious talisman, he went to Konjevic Island, Lake Lagoa, where he lived seven years as a hermit. The cold was deadly, but the blessed Arsenios denied the constant invitations of the abbot of the monastery of Valaam Sila, whom the monk Lavrentios brought him. His concern was to eliminate the superstitions of the local people. Even the name of Konjevic (from the horse that means horse) came from a superstition of its inhabitants. The inhabitants believed that evil spirits lived on the island, which protected the horses that freed themselves from it. In order to have the favor of the spirits, the inhabitants each year offered a horse a sacrifice, which, having been tied to a large stone, let it die of hunger and cold. Upon his arrival, thanks to Fisher Philip, Saint Arsenios found the "horse of the horse", which he also sanctified. All the attendees saw the unclean spirits, in the form of crows, flying terribly. Saint Arsenios lived for five years on the "horse island", fighting with his example the superstitions of the inhabitants.
In 1398, with the blessing of Archbishop Novgorod Ioannou, he laid the foundations of a cemetery dedicated to the Birth of the Virgin Mary. Later, at the time of Archbishop Simeon, Saint Arsenios will once again visit Mount Athos asking for the blessing of the Fathers of Mount Athos for his monastery.
Without his possessor, the monks decided to leave the monastery because they could not secure their lives. Exhausted by sorrow, the pious pupil of St. Joachim, hidden in a forest, always cried for the decision of the brotherhood, which meant the end of the lonely experience in that place. Disappointed Joachim began to pray in front of an icon of the Virgin Mary, in the hope that the Virgin will release him from pain and regret. During the night, and while in deep sleep, he appeared to be the Virgin, who preached the return of Saint Arsenios. Indeed, in the morning blessed Arsenios returned with two large boats full of supplies.
n the place of the appearance of the Virgin Mary, a large cross, on whose base was placed the icon, which had been transferred to the island from Mount Athos, rose up.
In 1421, a devastating storm caused great damage to the monastery, and for that reason Osios Arsenios was forced to take to the interior of the island on a mountain range, which was named Athos, that is Mount Athos. The "horse island" quickly gained a great reputation, and there were many who fled as pilgrims to the monastery. The noble Michael Contilica decided to make a generous donation, while Saint Bishop Efthimios, during a visit to that blessed place, donated his bishopric miter.
Saint Arsenios, after practicing theologically. he slept in peace in 1447. Before his retirement he had promoted to the place of the abbot the monk Ioannis. His holy relic was buried in the monastery, devastated by the devastating woe of the Swedes. The monks, for security reasons, preferred to move to another monastery. The fortune of the monastery followed the phases of war between the Russians and the Swedes in claiming Karelia. The monastery was rebuilt by the Russians in 1594 to be retired definitively in 1610. The island of Convez was given to Prince Iacov Feodorovic, while in 1719 Petrus built the church of Saint Nicholas. The dedication of honor and reverence to the person of Osi Arsenius began very early from Connectic believers, but his name was officially recorded in the operative books of the Russian Church in 1819, following a decision of the Holy Synod of the Church of Russia

Δεν υπάρχουν σχόλια: