26/6/19

Ο Όσιος Δαβίδ εν Θεσσαλονίκη


Ο    Όσιος    Δαβίδ   καταγόταν  από  τη  βόρεια   Μεσοποταμία, που  ήταν μεγάλο  μοναστικό  κέντρο,  και   γεννήθηκε περί  το  450 μ.Χ.  Για    λόγους που    δεν   αναφέρονται   ήλθε   στη   Θεσσαλονίκη   μαζί  με  το  μοναχό    Αδολά. Κατά  το    βιογράφο   τους ο  Όσιος εισήλθε  αρχικά   στη  μονή  των    Αγίων Μαρτύρων   Θεοδώρου   και   Μερκουρίου,   επιλεγομένη   Κουκουλλιατών,   της οποίας   η   τοποθεσία   προσδιορίζεται   «εν   τω   αρκτικώ    μέρει   της  πόλεως πλησίον του τείχους εν ώ εστι το παραπόρτιον των Απροΐτων». Το προσωνύμιο   «Κουκουλλιατών»   ή  «Κουκουλλατών»  δηλώνει τους μοναχούς  που    έφεραν   κουκούλιο,  ίσως    κατά    ιδιάζοντα   τρόπο,   άν   κρίνει κανείς    από    τις   σωζόμενες  απεικονίσεις  του  Οσίου,  δηλαδή    ριγμένο στους  ώμους. Η  θέση της μονής πρέπει να αναζητηθεί    βορειοανατολικά τη   Ακροπόλεως,  εκεί  όπου   αναγνωρίζεται   το   τοπωνύμιο   «Κήπος του Προβατά».
Τα  παραδείγματα   των  αγίων ανδρών της  Παλαιάς Διαθήκης,  ιδιαιτέρως   του  Προφήτου  και  βασιλέως Δαβίδ, ο  οποίος   «τριετή   χρόνον  ητήσατο,   ίνα   δοθή   αυτώ  χρηστότης και  παιδεία  και σύνεσις»,  ώθησαν  τον  Όσιο Δαβίδ  να  αποφασίσει  να  καθίσει  σε  δένδρο     αμυγδαλέας  μέχρι    ο    Κύριος   να   του   αποκαλύψει   το   θέλημά   Του   και να του χαρίσει σύνεση και ταπείνωση. Στο τέλος της τριετίας εμφανίσθηκε   στον   Όσιο   Άγγελος Κυρίου,  ο  οποίος  τον   διαβεβαίωσε    ότι εισακούσθηκε   η   παράκλησή   του   και  η  δοκιμασία του  ως   δενδρίτου  ασκητού    έληξε.   Ο    Άγγελος    του    είπε   να    κατέλθει   από   το δένδρο    και   να    συνεχίσει    τον    ασκητικό  του   βίο   σε  κελί  αινών  και  ευλογών    τον   Θεό.   Ο    Όσιος   κοινοποίησε   την   οπτασία   αυτή   στους μαθητές   του,   ζητώντας τη  βοήθειά  τους για  την κατασκευή   του    κελιού. Η  είδηση γρήγορα  έφθασε  στον  Αρχιεπίσκοπο   Θεσσαλονίκης   Δωρόθεο  και    σε    όλη    την   πόλη.
Όταν  ο  αυτοκράτορας Ιουστινιανός με τη Νεαρά 11, του 535 μ.Χ., απέσπασε από την εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τις βόρειες περιοχές του Ιλλυρικού και ανύψωσε την ιδιαίτερή του πατρίδα σε Αρχιεπισκοπή, υπό τον τίτλο της Νέας Ιουστινιανής,  Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης  ήταν  ο  Αριστείδης,  ο  οποίος άν και  αποδέχθηκε τη  μεταβολή, προσπάθησε όμως να   περισώσει την   πολιτική    σημασία    της   πόλεως,  με  την    επαναφορά    της   έδρας   του υπάρχου του Ιλλυρικού  από  την Πρώτη Ιουστινιανή     στη    Θεσσαλονίκη. Ενώ    η    διάσπαση    της    εκκλησιαστικής    διοικήσεως   δεν   μείωνε   την   αξία της   Θεσσαλονίκης,    η   μετάθεση   της   έδρας   της   υπαρχίας   συνιστούσε σοβαρό  υποβιβασμό  της  πόλεως. Το αίτημα  λοιπόν  των Θεσσαλονικέων,   καθώς  και    η   επιθυμία   του  υπάρχου   Δομνίκου,   ήταν   η  επαναφορά  της   έδρας   στη   Θεσσαλονίκη, ιδέα που ενστερνίσθηκε με ενθουσιασμό   ο   Αρχιεπίσκοπος   Αριστείδης.   Στο    σημείο   αυτό    ζητήθηκε   η βοήθεια   του   Οσίου  Δαβίδ  για  τη  μεταφορά  του  αιτήματος  στον  Ιουστινιανό, διότι  ο Αρχιεπίσκοπος,  όπως  ο  Βίος  εξηγεί,  δεν    μπορούσε   «καταλιπείν  την  πόλιν  αδιοίκητον»    και να μεταβεί  στην Κωνσταντινούπολη.   Εκτός  των   άλλων  όμως,    η    προτίμηση    του    Οσίου  Δαβίδ   δείχνει  τη  βαρύτητα,  αλλά  και  τις   δυσχέρειες   που  προβλεπόταν ότι   θα   συναντούσε   ένα   παρόμοιο   αίτημα   στον   Ιουστινιανό,   ο  οποίος προσφάτως  είχε τιμήσει  την  ιδιαίτερή του πατρίδα,   Πρώτη   Ιουστινιανή,  με  τις   έδρες   της   νέας   Αρχιεπισκοπής   και    της   υπαρχίας.   Μετά   από   τόσα χρόνια   εγκλεισμού  ο  Όσιος   εμφανίσθηκε   για   πρώτη   φορά   στο    φως   του ήλιου.   Η    μορφή   του   είχε   αλλάξει.  Τα    μαλλιά   του   είχαν   μακρύνει   μέχρι την   οσφύ   αυτού  και   τα   γένεια   του   μέχρι    τους   πόδες του,  το  δε  άγιο πρόσωπό   του  έλαμπε  σαν τις  ακτίνες    του    ήλιου.   Συνοδευόμενος  από  δύο    μαθητές   του,   τον   Θεόδωρο    και   τον   Δημήτριο,   απέπλευσε   προς   τη Βασιλεύουσα. Η  φήμη όμως  του  Οσίου  είχε προτρέξει. Έτσι,  όταν  έφθασε    εκεί,    όλη    η  Πόλη   τον   υποδέχθηκε.   Η   υποδοχή   του   από  τη Θεοδώρα,   σύζυγο   του   Ιουστινιανού,  καθώς  και  οι  τιμές  και  ο  σεβασμός της  προς  το  πρόσωπο   του    Οσίου,   προκάλεσαν   τον   θαυμασμό    όλων   των παρισταμένων. Ἡ   Θεοδώρα   κινήθηκε    δραστήρια·   έτσι,   όταν   επέστρεψε   ο  Ιουστινιανός, ο οποίος  απουσίαζε  σε    επίσημες    υποχρεώσεις,  φρόντισε να   προκαταλάβει    τη    γνώμη    του   θετικά   υπέρ   του   Οσίου   Δαβίδ,   με αποτέλεσμα   ο    αυτοκράτορας   να   προσκαλέσει   τον   Όσιο   ενώπιον   της συγκλήτου.  Ο  Όσιος  παρουσιάσθηκε στη  σύγκλητο   κατά  τρόπο θεαματικό  κρατώντας  στα  χέρια  του   φωτιά  με  θυμίαμα   που  δεν κατέκαιγε  τη    σάρκα    του.   Το    παράστημα   του    Οσίου   καθώς   και  το προφανές  θαύμα  επέβαλε  σε  όλους κλίμα    δέους  και  κατανύξεως,  ώστε ο  βασιλέας   πρόθυμα    ικανοποίησε    το    αίτημά   του    με  σπουδή.
Κομίζοντας τα   αγαθά  νέα  ο  Όσιος  απέπλευσε    για    τη    Θεσσαλονίκη, την  οποία  όμως  έμελλε   μόνο    από    μακριά    να    ξαναδεί,   διότι   μόλις  το πλοίο   παρέκαμψε   το    ακρωτήριο  εκείνος   παρέδωσε   το   πνεύμά   του  στο Θεό.    Το    γεγονός   συνέβη    μεταξύ    των    ετών   535 – 541   μ.Χ.
Η   είδηση   της   αφίξεως   του   ιερού   λειψάνου   του  Οσίου κάτω από τις συνθήκες   αυτές   συγκλόνισε   ολόκληρη   την   πόλη   της   Θεσσαλονίκης.    Το σκήνωμα   του  Οσίου   Δαβίδ   αρχικά   κατατέθηκε   στον   τόπο,   όπου   είχαν αποτεθεί   παλαιότερα   τα   ιερά   λείψανα   των   Μαρτύρων   Θεοδούλου   και Αγαθόποδος,  στα  δυτικά  του   λιμανιού.  Ο  Αρχιεπίσκοπος  Αριστείδης    με πολλή  θλίψη όρισε πάνδημη  κηδεία.  Το   λείψανο  του  Οσίου  ενταφιάσθηκε στη  μονή του,  των  Απροΐτων,  σύμφωνα  με  την  επιθυμία   του.
Εκατόν   πενήντα    χρόνια    μετά    την    κοίμηση    του   Οσίου,  περί    το   685 – 690  μ.Χ.,   έγινε   μία   προσπάθεια   για   τη   διάνοιξη  του τάφου, όταν   ο   ηγούμενος της   μονής  των   Απροΐτων   Δημήτριος   «ηθέλησεν   από   πολλήν  πίστιν   λαβείν   τι μέρος   εκ   του   αγίου   αυτού   λειψάνου».   Μόλις   όμως    ξεκίνησε   η    εργασία  αυτή,   η   πλάκα   που   κάλυπτε   τον   τάφο   έσπασε   και   αυτό   θεωρήθηκε   ως φανέρωση του θελήματος του Οσίου να μη θιγεί. Το ιερό λείψανο παρέμεινε στην  αρχική του  θέση   μέχρι   την   εποχή    των   σταυροφοριών.  Κατά   την   περίοδο   της   λατινικής   κυριαρχίας   του   μομφερρατικού    οίκου   στη Θεσσαλονίκη  (1204 – 1222),   το  ιερό  λείψανο    μεταφέρθηκε    στην    Ιταλία  και   το   1236   απαντάται   στην   Παβία,   απ’   όπου   μεταφέρθηκε   στο   Μιλάνο,   το    1967.          
Τελικά, το σεπτό λείψανο του Οσίου Δαβίδ  μεταφέρθηκε  στη  Θεσσαλονίκη   και   κατατέθηκε   στη  βασιλική   του   Αγίου   Δημητρίου   στις   16 Σεπτεμβρίου   1978.


Απολυτίκιον.   Ήχος  δ’.   Ταχύ    προκατάλαβε.
Ως  φοίνιξ  εξήνθησας,  των  αρετών  τους  καρπούς,  ασκήσας  ως   άσαρκος, αμυγδαλής  εν  φυτώ, Δαβίδ Πάτερ  Όσιε. Όθεν   Θεσσαλονίκη,  τοις  οσίοις σου πόνοις, χάριν παρά  Κυρίου,  δαψιλή  καρπουμένη, γεραίρει    ως    μεσίτην   σε,    θερμόν    προς    τον   Φιλάνθρωπον.

Έτερον   Απολυτίκιον.   Ήχος   πλ. α’.   Τον   συνάναρχον   Λόγον.    
Τη   αγάπη   του   Λόγου   Πάτερ   πτερούμενος,   επί   του   δένδρου   διήλθες αγγελικήν   βιοτήν,   και   εξήνεγκας   ημίν   καρπούς   της   χάριτος·   εξ   ών  τρυφώντες   νοητώς,   εκβοώμέν   σοι  πιστώς, Δαβίδ   Οσίων ακρότης· μη   διαλίπῃς  πρεσβεύων,    ελεηθήναι    τας    ψυχάς  ημών.


Κοντάκιον.   Ήχος   β’.   Τους   ασφαλείς.    
Ως μιμητήν,  των  ουρανίων  τάξεων,  και  αγαθών,  των  επιγείων   πάροικον,   επαξίως   μακαρίζομεν,   σε   ω  Δαβίδ   θεομακάριστε·   τον  βίον  γαρ  ως  άγγελος ετέλεσας, και θείων δωρημάτων   κατετρύφησας, εξ   ών   και   ημίν   μετάδος   Όσιε.


Μεγαλυνάριον.
Ήνεγκας   ως   κλήμα   εν   τη   Εδέμ,   εστώς   υπέρ   φύσιν,   επί   δένδρου   Πάτερ Δαβίδ,  βότρυας    ηδίστους   ζωής  της    μακαρίας,    δι’    ών    αεί  ευφραίνεις,  τους    σε     γεραίροντας.


Saint David in Thessaloniki


Saint David descended from northern Mesopotamia, a great monastic center, and was born around 450 AD. For reasons not mentioned, he came to Thessaloniki with the monk Adol. According to their biographer, Osios originally entered the monastery of Saints Martyrs Theodoros and Mercury, elected Kouloullians, whose location is defined "in the arctic part of the city near the wall in the middle of the wall of the Apostles". The nickname "Koukuloulata" or "Cucumbers" means the monks who brought a cucumber, perhaps in a special way, if one judges from the saved images of the Holy One, that is, on the shoulders. The location of the monastery should be sought northeast of the Acropolis, where the place name "Provatata Garden" is recognized.
The examples of the holy men of the Old Testament, especially the Prophet and King David, who, "for three years, have been given this kindness and education and compassion," prompted the Lord David to decide to sit in an almond tree until the Lord revealed His will and to give him wisdom and humility. At the end of three years he appeared to the Holy Angel of the Lord, who assured him that his prayer was heard and his ascetic dendrite test ended. The Angel told him to descend from the tree and continue his ascetic life in a cell of gods and blessings of God. The Osios communicated this apparition to his disciples, asking for their help in building the cell. The news quickly arrived at the Archbishop of Thessaloniki Dorotheos and throughout the city.
When the Emperor Justinian with New 11 AD 535 took from the ecclesiastical jurisdiction of the Archbishop of Thessaloniki the northern regions of Illyricum and raised his own homeland to an Archdiocese under the title of New Justinian, the Archbishop of Thessaloniki was Aristides , who, although accepting the change, attempted to overthrow the political importance of the city, by re-establishing the seat of the Illyrico by the First Justinian in Thessaloniki. While the division of the ecclesiastical administration did not reduce the value of Thessaloniki, the relocation of the seat of the state constituted a serious demise of the city. The request of the Thessalonians, as well as the desire of the existing Domnikos, was the restoration of the seat in Thessaloniki, an idea enthusiastically embraced by Archbishop Aristides. At this point, the help of Saint David was requested to transfer the request to Justinian, because the Archbishop, as Vios explains, could not "take the city idly" and go to Constantinople. Among other things, however, Saint David's preference shows the gravity and the difficulty that a similar request would have to meet Justinian, who recently honored his own homeland, First Justinian, with the seats of the new Archdiocese and the existence. After so many years of confinement, Osios appeared for the first time in the sun. His form had changed. His hair had stretched to his loins and his roots up to his feet, his holy face shining like the sun's rays. Accompanied by two of his students, Theodore and Dimitrios, he sailed to the King. But Hosiu's reputation was urgent. So, when he arrived there, all the City welcomed him. His reception by Theodora, Justinian's wife, as well as his honors and respect for Sosios, caused the admiration of all those present. Theodora moved actively; so when Justinian returned, who was absent in official duties, he took precaution to pre-empt his opinion in favor of Saint David, with the result that the emperor would invite Oslo before the senate. Osios was presented to the Senate in a spectacular way by holding fire in his hands with incense that did not take his flesh. The parsonage of Hosios, as well as the obvious miracle, imposed upon everyone a climate of awe and anxiety, so that the King gladly satisfied his request with hurry.
Striking the good things, Osios sailed for Thessaloniki, but he was only afraid to see again, because as soon as the ship crossed the cape, he delivered his spirit to God. The event occurred between 535-554 AD.
The news of the arrival of the holy relic of Osios under these conditions shook the whole city of Thessaloniki. The relic of Saint David was originally deposited in the place where the holy relics of Martyrs Theodoulos and Agathopodos, to the west of the harbor, had previously been deposited. Archbishop Aristides, with a lot of sadness, has appointed a funeral funeral. The relic of Saint was buried in his abbey, according to his desire.
A hundred and fifty years after the death of Hosios, about 685-690 AD, an attempt was made to open the tomb when the abbot of the Apostle Demetrius' 'Abroad' wanted to take part of this relic from a lot of faith " . But as soon as this work began, the slab covering the tomb broke and this was seen as a manifestation of the will of the Ossus not to be touched. The holy relic remained in its original position until the time of the crusades. During the Roman domination of the monster house in Thessaloniki (1204-1222), the holy relic was transferred to Italy and in 1236 it was found in Pavia, from where it was moved to Milan in 1967.
Finally, the seventh relic of Saint David was transferred to Thessaloniki and deposited at the Basilica of St. Demetrius on September 16, 1978.
Apolyticus. Sound d '. Fast anticipated.
As an exalted phoenix, of the virtue of the fruits, exercising as a tusk, tonsil in a plant, David Patterson. Therefore, in Thessalonica, in your oesophysical pain, for the sake of the Lord, weeping, weeping like a messenger in, warm to Philanthropon.

Another Apolitikion. Sound flat a'. The Synoptic Logos.
The love of the Word of Pater imputed, on the tree was passed forth an angelic life, and exegeny was the fruit of grace; the devotees understood intelligently, excommunicated faithfully, David the Oesius, without distinction of ambassadors, mercy our souls.


Kontakion. Sound b '. They're safe.
As imitator, of the heavenly classes and goods, of the terrestrial pariah, we are blessed with boldness, in David's theorem; the life of God as an angel of mercy, and of the gods of grace, and of Oes.


Majesty.
Henega as a vine in Eden, for nature's sake, on a tree named Peter David, a sultan of the life of the Mecarius, for whom you comfort, in the fullness.

Δεν υπάρχουν σχόλια: