24/6/19

Ο Όσιος Αθανάσιος ο Πάριος


Ο   Άγιος   Αθανάσιος   ο   Πάριος   ο   Κολλυβάς,   αποτελεί   μία   από   τις μεγαλύτερες   εξέχουσες   μορφές   του   μοναστικού   φρονήματος   του   18ου  αιώνος,  καθώς    και   μία    φωτισμένη    μορφή    του    Ελληνικού   γένους.   Το κατά  κόσμον  όνομά  του    ήταν    Αθανάσιος   Τούλιος  και  καταγόταν    από  το   νησί    της    Πάρου.    Ο    ίδιος   ξεχώρισε   σε   μία   δύσκολη   εποχή   για    το  Ελληνικό   γένος,  για    τη   θεολογική    κατάρτισή   του,   αλλά   και   για   τη θύραθεν   παιδεία   του,    αφού    διετέλεσε    διδάσκαλος    και    σχολάρχης.
Ο    Όσιος    γεννήθηκε   το   1722   ή   1723,  στο    Κώστο   της   Πάρου  και   έλαβε   το όνομα   Αθανάσιος.   Ο   πατέρας   του   ονομαζόταν   Απόστολος   Τούλιος  με καταγωγή από  τη  Σίφνο, αλλά  κατοίκησε  στο  Κώστο,  αφού  νυμφεύθηκε   Κωστιανή.    Εκεί    διδάχθηκε   τα   πρώτα   του   γράμματα   στα  οποία    έδειξε   ιδιαίτερη   κλίση,   και   γι’   αυτό   ο   πατέρας   του   τον   έστειλε   στη Σχολή της Μονής του Αγίου Αθανασίου Ναούσης Πάρου.   Στην   συνέχεια τον   απέστειλε   στη   Σχολή  του   Παναγίου   Τάφου   στη   Σίφνο   και κατόπιν   με  έξοδα   της  Μονής  Αγίου  Αντωνίου  Κεφάλου  στη    Σχολή    της    Άνδρου,  άν   και    οι   βιογράφοι   του   δεν   συμφωνούν   όλοι   με   αυτό.   Το   1745,   σε   ηλικία 23   ετών   αποχαιρετά   τους   γονείς   του   και   φθάνει   στη   Σμύρνη,   όπου εγγράφεται    στην   Ευαγγελική    Σχολή.   Μια    σχολή   όπου    φοίτησαν  ο  Αδαμάντιος  Κοραής  και ο   Νικόλαος Καλλιβούρτσης, δηλαδή ο   μετέπειτα στενός του   συνεργάτης   Άγιος   Νικόδημος   ο   Αγιορείτης, παραμένοντας εκεί   για   έξι   έτη.   Όταν   πληροφορήθηκε  τη    λειτουργία   της   Αθωνιάδας Σχολής  με   διευθυντή  το   Νεόφυτο   Καυσοκαλυβίτη, από  την  Πάτρα,  εγγράφεται  αμέσως   (1751),   την   εποχή   που   αναλαμβάνει   Διευθυντής   ο Διάκονος   τότε,  Ευγένιος   Βούλγαρης.   Από   το   Νεόφυτο   εκπαιδεύτηκε   στα «Γραμματικά»   και   στα   «Περί   Συντάξεως»   του   Θεοδώρου   Γαζή,   ενώ   από τον   Ευγένιο   στα   φιλοσοφικά   μαθήματα   και   τις   υπόλοιπες  επιστήμες    της  εποχής.   Κατόπιν   εκπαιδεύεται   στη    ρητορική   και   την   ποιμαντική,   ενώ σταδιακά   αρχίζει   να  ξεχωρίζει για   τις ικανότητές του. Η  διαρκής   ανέλιξή του   τον   καθιστά   «δεξί   χέρι»   του   Ευγένιου   Βούλγαρη   και   σε   ηλικία   35   ετών, αναλαμβάνει   τη   θέση   του   καθηγητού    της    Σχολής.
Η    φήμη   του  για  τις  ικανότητές  του    μαθεύθηκε  ανάμεσα  στην  υπόδουλη   ορθόδοξη   κοινότητα,   γι’   αυτό   και   οι   Θεσσαλονικείς   τον   ζητούν για   τη   Διεύθυνση   της   Σχολής   τους. Με   παρότρυνση  αλλά  και    πίεση    του  Ευγένιου   Βούλγαρη   δέχεται, άν και αρχικά προέβαλε   κάποιες   ενστάσεις. Έτσι   διευθύνει    τη   Σχολή   επιτυχώς   για   τέσσερα   χρόνια   (1758 – 1762),   όταν  και  το 1762  η Σχολή  κλείνει λόγω επιδημίας πανώλης.   Έτσι   καταφεύγει σε   μία   σχολή   στην   Κέρκυρα,   που   τη   διευθύνει   ο   Νικηφόρος  Θεοτόκης.  Εκεί  τελικά  ολοκληρώνει τις σπουδές του και   οδηγείται   στο   Μεσολόγγι, μετά   από  πρόσκληση   του   συμμαθητού   του   στην   Αθωνιάδα   Παναγιώτη  Παλαμά,   που   είχε    ιδρύσει    από    το    1760    την   Παλαμιαία  Σχολή.  Μετά    τα  Ορλωφικά  (1768 – 1774),   η   Παλαμιαία   Σχολή   ευρίσκεται   σε   ακμή   με   τον Αθανάσιο   να   διαδραματίζει  σημαντικό ρόλο, όμως τότε λαμβάνει τιμητική   πρόσκληση   από  το  Πατριαρχείο  αναφέροντάς   του:   «Η  μεγάλη  του    Χριστού    Εκκλησία   δια  γραμμάτων  Συνοδικών    τον   παρακαλεί  ν’ απέλθει  εις  Άγιον  Όρος    ως   διδάσκαλος   και   σχολάρχης   της   Αθωνιάδος Σχολής   μετά   τον   αοίδιμον  Ευγένιον».
Ο  ίδιος    δέχεται    άμεσα  και  παρεπιδημεί   στο  Άγιον  Όρος,  όπου  συναντά  τον   Άγιο   Μακάριο  Νοταρά, ο οποίος τον προτρέπει   να χειροτονηθεί.   Ο   Αθανάσιος   υπακούει  και  χειροτονείται  από  τον  ίδιο πρεσβύτερος.  Το  1777, πικραμένος από τον τρόπο που   αντιμετωπίσθηκαν οι   Κολλυβάδες   και    μετά   από   κάλεσμα   επιστρέφει   ως   Σχολάρχης   στη Σχολή   της   Θεσσαλονίκης.  Διευθύνει  τη    Σχολή    για΄   6   ετη   (1777 – 1783)   ή  για  άλλους 8έτη  (1777 – 1785). Το  ποίμνιο  της Θεσσαλονίκης  τον  γνωρίζει  πλέον  και  από  του    άμβωνος    ως   Ιερέα.   Τώρα   με   νέα Πατριαρχική   επιστολή   καλείται   να   αναλάβει   τη   διεύθυνση  της  Σχολής  της   Κωνσταντινουπόλεως.  Του  ζητούν μάλιστα να καθορίσει   μόνος   του το ύψος της αμοιβής του. Ο ίδιος όμως θα απαντήσει:   «Τας  μεν  αρχιερατείας  τιμώ  και  προσκυνώ  αλλ’ εγώ  δεν  είμαι άξιος. Άνεκαταλάμβανα ότι έκαμνα περισσότερον   καρπόν   εις   την  Βασιλεύουσαν πόλιν,   ήθελα   έλθει   αυτόκλητος. Επειδή  όμως,  ως  στοχάζομαι, αυτού   είναι κάποια   εμπόδια, δια τούτο, άφετέ   με, παρακαλώ, εδώ εις τα  πέριξ να ωφελώ   όσον   δύναμαι   τους   αδελφούς   μου   και   το   Γένος   μου».  Και   τον άφησαν...
Η   οριστική    του    απόφαση    είναι  η   επιστροφή   στην   πατρίδα   του,   την Πάρο.   Και   ενώ   το   πλοίο   κατευθύνεται   προς   το   νότιο   Αιγαίο, ξεσπάει ο   Ρωσοτουρκικός  πόλεμος  και  το  πλοίο  αναγκάζεται    να    προσορμισθεί  στη   Χίο   (5 – 6   Νοεμβρίου  1786,  64  ετών).  Αποσύρεται  στο   μονύδριο    της  Αγίας   Τριάδας.   Εκεί   μελετά   και   προσεύχεται.   Ξεκινά   το   Θεολογικό   του Αγίου   Ιωάννου   του   Δαμασκηνού   και   τη    Λογική  του  αοιδίμου  Ευγένιου  Βούλγαρη.   Όταν  τελειώνει    ο   πόλεμος,   δέχεται  να    παραμείνει    στη   Χίο,  στα    χέρια    της   βουλήσεως   του  Θεού.   Τελικά   θα   παραμείνει   εκεί   τρεις δεκαετίες.   Η   «Φιλοσοφική   Σχολή», όπως την   αποκαλούσαν, επί   των ημερών   του   γνωρίζει   τεράστια   ακμή   και   ανάλογη   φήμη.   Το   1812,  90    ετών πλέον,   παραιτείται.
Ο  Άγιος  Αθανάσιος  ο  Πάριος,   πρέπει    να  αναφερθεί    πως    ήταν    ένας  από   τους   διωκόμενους   Κολλυβάδες   μοναχούς   (όπως   υποτιμητικά   τους αποκαλούσαν,   λόγῳ   της   θεολογικής   διαμάχης   για   τη   χρήση   των Κολλύβων),   οι   οποίοι   με   ισχυρά   επιχειρήματα,   προσπάθησαν   και   τελικά κατάφεραν  να   διατηρήσουν, από τις  νοθείες  του   Πρωτεσταντισμού    και  της   Ουνίας,  την  Ορθόδοξη    πίστη.  Γι’ αυτό    το    λόγο    δέχθηκε    σφοδρό  διωγμό  στο   Πατριαρχείο,   μαζί   με   τον   Άγιο   Νικόδημο   τον    Αγιορείτη,    τον  Άγιο   Μακάριο   Νοταρά,   τον   Νεόφυτο   Καυσοκαλυβίτη,   τον   Αγάπιο   τον Κύπριο,  τον  Ιάκωβο τον Πελοποννήσιο και τον   Χριστόφορο   Προδρομίτη, για   τον   αγώνα   τους   υπέρ   της  Ορθοδόξου Θεολογίας.  Ο   ίδιος   καθαιρείται από ιερέας και καταδικάζονται οι  υπόλοιποι. Διώκονται   και    εξορίζονται  απότο  Άγιον Όρος, ενώ ο Αθανάσιος   οδηγείται,   όπως   προαναφέρθηκε, στη   Θεσσαλονίκη.   Η   πίκρα   όμως   των   διωγμών   αυτών   έγινε   το   νερό   που πότισε    με    τους   διασκορπισμένους  Κολλυβάδες   το    Ορθόδοξο    Γένος    σε  μία   δύσκολη    και    μεταβατική    ιστορική    εποχή.
Το   1771   εντέλει,   η   Μεγάλη   του   Χριστού   Εκκλησία διαπίστωσε τις συκοφαντίες  και  τους  αθωώνει.  Μεταξύ  άλλων  η    αθώωση    αναφέρει:
«Δύναται   πολλάκις   και   συρραφείσα   διαβολή  υποκλέψαι  τοις ανεγκλήτοις  και αναιτίου καταδίκης αιτία γενέσθαι προς  άνδρας  αθώους  και  αμετόχους    των   κατ’   αυτών   λαληθέντων... Επειδή  τοιγαρούν και  ο    κυρ  Αθανάσιος  ο  Πάριος, ανήρ ών ου των ευκαταφρονήτων, σοφίας  τε μετασχηκώς   της   θύραθεν   και   της   καθ’   ημάς   και   καλώς   μεμνημένος   τα θεία...   αθώος   υπάρχει...   έχων    και  το   ενεργούν  της  ιερωσύνης  αυτού  ακωλύτως...».
Στο   τέλος   της    ζωής    του    αποσύρθηκε  σε    ένα    απόμερο   μέρος   της   Χίου,   τα Ρεστά,   όπου   υπήρχε   μονύδριο  του  Αγίου  Γεωργίου.  Εκεί  μαζί   του  ησύχαζε και  ο  μαθητής  και   φίλος   του   Νικηφόρος    και    ο    Ιεροδιάκονος  Ιωσήφ    από    τα   Φουρνά   των   Αγράφων, ο οποίος  είχε  χρηματίσει  και  δάσκαλος  στη  Σχολή. Εδώ   συγγράφει   το   πόνημά   του    «αλεξίκακον  πνευματικόν»    κατά   των   τότε   «εκσυγχρονιστών»   που  αντέλεγαν  και    φέρονταν    καταφρονητικά    σε   ζητήματα   των   Θείων Γραφών.   Προς   το   τέλος   της   ζωής   του   παθαίνει   αποπληξία.    Ο   ίδιος προετοιμάσθηκε   πνευματικά,   μετέλαβε   και   κοιμήθηκε   με  ειρήνη   μια ημέρα   μετά,   στις   24  Ιουνίου   1813.    Στα    προπύλαια   του   ναού    έθαψαν    το σεπτό   του    σκήνωμα,  ενώ    οι   συνασκητές    στο   κελί   του   βρήκαν    μόνο   μία τριμμένη   στολή,  ένα   μελανοδοχείο    και    ένα    λυχνάρι.  Τα   οστά   του τοποθετήθηκαν στο οστεοφυλάκιο του  ναϋδρίου,   αλλά   αποτεφρώθηκαν κατά    τη   μεγάλη   πυρκαγιά,   το   1822.    
Το   συγγραφικό   έργο   του   Αγίου   Αθανασίου είναι πλούσιο και πολύ σημαντικό.   Αφορά   σχεδόν   όλους  τους   τομείς   της   χριστιανικής   δράσεως (βίοι Αγίων, δογματικά, κοινωνικά, λειτουργικά, παιδαγωγικά, ποιμαντικά) και αξιολογείται σήμερα τη βιβλική,  κοινωνική  και  δογματική   του   κατάρτιση, ως ένα εξαιρετικό δείγμα ορθόδοξης ποιμαντικής   διακονίας.

Athos Athanasios the Parios



St. Athanasius, Paririos Kollivas, is one of the greatest prominent figures of the monastic belief of the 18th century, as well as an enlightened figure of the Greek genus. His name was Athanasios Toulios and originated from the island of Paros. He distinguished himself in a difficult time for the Greek genus, for his theological training, but also for his own education, since he was a teacher and a scholar.
Osios was born in 1722 or 1723, in the capital of Paros, and was named Athanassios. His father was called Apostolos Toulias, a native of Sifnos, but he lived in Kostos, after marrying Kosteni. There he taught his first letters in which he showed a special inclination, and for this reason his father sent him to the School of the Monastery of St. Athanasius Naoussis of Paros. He then sent him to the School of the Holy Sepulcher in Sifnos and then at the expense of the Monastery of St. Anthony of Kefalos at the School of Andros, although his biographers do not all agree with it. In 1745, at the age of 23, he farewell to his parents and arrives in Smyrna where he enters the Evangelical School. A school attended by Adamantios Korais and Nikolaos Kallivourtsis, that is, his later close associate Saint Nicodemus the Athonite, remaining there for six years. When he was informed of the operation of Athoniades School with the director Neophytos Kavoskalivitis, from Patras, it is recorded immediately (1751), at the time when the Deacon is assumed by the Director, Evgenios Voulgaris. From Neofytos he was trained in "Grammatiko" and "On Pension" by Theodoros Gazi, while by Evgenios in the philosophical lessons and the other sciences of the time. Then he is trained in rhetoric and pastoralism, and gradually begins to stand out for his abilities. His constant progress made him a "right hand" of Evgenios Voulgaris and at the age of 35, he took the position of Professor of the School.
His reputation for his abilities was learned between the underborn orthodox community, so the Thessalonians ask him for the direction of their school. With the encouragement and pressure of Eugene Voulgaris he accepts, although he initially raised some objections. So he heads the School successfully for four years (1758 - 1762), when in 1762 the School closes because of a plague epidemic. So he resorts to a school in Corfu, which is run by Nikiforos Theotokis. There he finally completed his studies and was led to Messolonghi, at the invitation of his classmate in Athonada, Panagiotis Palamas, who had founded Palamia School since 1760. After the Orlofs (1768 - 1774), the Palamia School is in acne with Athanasios playing an important role, but then he receives an honorary invitation from the Patriarchate, saying: "The great Synod of Christ, asking for letters, He is a teacher and scholar of the Athonian School after the ungodly Eugenius. "
He immediately receives and passes on Mount Athos where he meets St. Makarios Notaras, who urges him to be ordained. Athanasius obeys and is ordained by the same elder. In 1777, he was bitter of the way Colliváds were faced and after a call he returned as a Scholar at the School of Thessaloniki. She heads the School for 6 years (1777 - 1783) or for another 8 years (1777 - 1785). The flock of Thessaloniki knows him now and from the pulpit as a priest. Now with a new Patriarchal letter, he is invited to take over the direction of the School of Constantinople. They even ask him to determine his own salary. But he himself will answer: "I am honored with pride and worship, but I am not worthy. I was afraid I was making more fruit in the King's City, I wanted to be self-appointed. Because, however, as I say, there are some obstacles for that, on the other hand, please, here, in the surroundings, to benefit my brothers and my genius. " And they left him ...
His final decision is to return to his homeland, Paros. While the ship is heading for the southern Aegean Sea, the Russo-Turkish War breaks out and the ship is forced to take off in Chios (5-6 November 1786, 64). He retires to the monastery of the Holy Trinity. There he studies and prays. The Theological of St. John of Damascus begins and the Logic of Ewgenios Voulgaris. When the war ends, he accepts to remain in Chios, in the hands of God's will. Eventually he will stay there for three decades. The "Philosophical School", as they called it, has been known to have great prosperity and fame in its day. In 1812, 90 years ago, he resigned.
St. Athanasius the Parius must be said to have been one of the persecuted monks of Collivanes (as they were despisely called them, the words of the theological controversy over the use of the Collives), who, with strong arguments, tried and eventually managed to keep, Protestantism and Unia, the Orthodox Faith. For this reason, he was persecuted with the Patriarchate, along with Saint Nicodemus of Mount Athos, Aghios Macarios Notaras, Neophytos Kafsokalvitis, Agapios Cypriot, Iakovos the Peloponnesus and Christophoros Prodromitis, for their struggle for Orthodox Theology . He is deposed by a priest and the others are condemned. They are persecuted and exiled from Mount Athos, while Athanasios is driven, as mentioned above, in Thessaloniki. But the bitterness of these persecutions became the water that watered the Orthodox Gnom with the scattered Collivanes in a difficult and transitional historical era.
In 1771, the Great Church of Christ found the slander and acquitted them. Among other things, the acquittal states:
"It is possible for many times and scattered worship to undertake the ungodly and irreverent condemnation of the innocence of men who are innocent against those who have been spoken against them ... Because they are also made by the Lord Athanasius the Parios, the man of the eloquent, the wisdom and the transformation of the priest and his and we are well remembered for the divine ... innocent ... he has and has acted upon this priestlyness ... "
At the end of his life, he retired to a remote part of Chios, the Resta, where there was a monastery of St. George. There he accompanied his disciple and friend Nikephorus and the Irododonian Joseph from the Fourna of Agrafa, who had also been a teacher in the School. Here he writes his work of "psychic spiritual" against the then "modernizers" who were diligent and abusive about issues of the Divine Scriptures. Towards the end of his life he suffers a stroke. He was spiritually prepared, he slept and slept peacefully one day later, on June 24, 1813. In the temple propelos he buried his seventh relic, while the conquerors in his cell found only one graffiti, one inkbox and one lamp. His bones were placed in the oysterfly of the hydride, but were incinerated during the great fire in 1822.
The work of Saint Athanasios is rich and very important. It concerns almost all areas of Christian activity (saints, doctrines, social, operative, pedagogical, pastoral) and today evaluates its biblical, social and doctrinal training as an excellent example of Orthodox pastoral ministry.

Δεν υπάρχουν σχόλια: