12/6/19

Ο Όσιος Ονούφριος ο εν Ιερουσαλήμ


Ο  Όσιος   Ονούφριος γεννήθηκε   τον   4ο   αιώνα   μ.Χ.   στην   Αίγυτπο και   καταγόταν   από   αριστοκρατική   οικογένεια.   Ο   βιογράφος   του, Όσιος   Παφνούτιος,   αναφέρει   ως   πατρίδα   του   Ονουφρίου   την Περσία,   πράγμα   όμως    που    δεν   μνημονεύεται    ούτε    στα  Συναξάρια,    ούτε    και     στον   Κανόνα    της   εορτής    αυτού.
Ο  Όσιος  Ονούφριος  στην  αρχή  της μοναχικής  του  πολιτείας  εισέρχεται    σε   κοινόβιο   μοναστήρι   κοντά  στην   Ερμούπολη   των Θηβών. Το κοινοβιακό σύστημα,  που  είναι  αυστηρότερο  από  το  Λαυρεωτικό,   διαμορφώθηκε  υπό  του    Οσίου   Παχωμίου   του   Μεγάλου   († 15   Μαΐου)   τον   4ο   αιώνα   στην   Αίγυπτο.   Το    πρώτο  κοινόβιο  ιδρύθηκε  περί  το  320 μ.Χ.  στην   Ταβεννίσιδα    κοντά    στην ανατολική   όχθη   του   Νείλου   ποταμού.   Στο κοινόβιο της Ερμουπόλεως, ονομαζόμενο   Σμαούν,   ο   Ονούφριος   διδάχθηκε   τα   του   μοναχικού   βίου.   Εκεί   άκουσε   για  την   ήσυχη  και   ερημική   ζωή δύο   μεγάλων   μορφών   της  Εκκλησίας   μας,   τον   ασκητικό   και ερημικό βίο του Προφήτου Ηλιού του Θεσβίτου, ο οποίος ήταν   «ενδεδυμένος μηλωτήν (=δέρμα προβάτου) και  ζώνην  δερμάτινην  περιζωσμένος την οσφύν αυτού»   και   το   μιμητή  αυτού   Ιωάννη   τον  Πρόδρομο  και  προετοιμαστή  της παρουσίας   Χριστού,   ο    οποίος,   όπως   και   ο   Ηλιού,   φέροντας    ασκητικό   ένδυμα   και   ακολουθώντας τον   ερημικό   βίο    εκήρυξε    στο    λαό    το    βάπτισμα    της   μετανοίας.
Μετά   τα  όσα  άκουσε  στο  κοινόβιο  της  Ερμουπόλεως,  ο  Όσιος  Ονούφριος   ενθουσιάσθηκε  για  τον  ερημικό  βίο  και  τον  αναχωρητισμό    και    έφυγε   για   την    έρημο.
Όταν    ο    Όσιος  Ονούφριος   έφυγε   στην   έρημο,   ύστερα   από   μία εβδομάδα   οδοιπορία,   που    είχε   πολλή    πείνα    και   κόπο,  είδε ξαφνικά    ένα    σπήλαιο,    απ’ όπου    βγήκε  ένας  γέροντας  μοναχός  και  τον  υποδέχθηκε, φωνάζοντάς   τον   με    το    όνομά    του.  Ο  ασκητής  εκείνος  διηγήθηκε  στον  Όσιο  Ονούφριο  το  βίο του    και    τις  δυσκολίες    της    ερήμου.
Όταν  πια  πέρασαν  τριάντα   ημέρες,   με   προσευχές  και   θείες διηγήσεις,   δίχως    να    νιώσουν  πείνα  ή  δ ίψα,   ο    ασκητής    είπε    στον    Όσιο    να   πάρουν  τον   δρόμο   «επί   την   ενδοτέραν   έρημον». Μάλιστα,   έτρεχε   ο   ίδιος,   παρά   την   προχωρημένη    ηλικία   του.  Ύστερα   από   τέσσερις   ημέρες   βρήκαν   ένα    μικρό   σπήλαιο,   όπου είπαν   να  καθήσουν, για  να  ξεκουρασθούν.   Εκείνη    τη   στιγμή,   ένας φοίνικας   φύτρωσε  και   ψήλωσε  και   τους   έδωσε   μεγάλη    χαρά.   Τότε    ο   γέροντας  είπε  στον  Ονούφριο  ότι  η  Χάρη   του    Θεού  ευδόκησε,    ώστε   σε    αυτό    το  σπήλαιο    να    δώσει    τους    ασκητικούς    του    αγώνες.
Εδώ   νέκρωσε   «τα   επί   της   γης   μέλη»   και   υπέμεινε    «τον    παγετόν  της  νυκτός και   της   ημέρας   τον   καύσωνα».    Έτσι    πέτυχε  την  ουράνια ζωή, βλέποντας, όπως τονίζει ο υμνογράφος αυτού,   «το  αμήχανο   κάλλος  του   Κτίστου»   του.   Έφθασε   το   πράγματι   «εφετόν» δια της απαρνήσεως κάθε  κοσμικής   συγχύσεως   και   κατόρθωσε   την ποθούμενη   «υπερκόσμιον ακρότητα».  Έζησε στην  έρημο   περίπου  εβδομήντα    έτη    και    είχε    ως   τροφή    την    εγκράτεια    και    ως πλούτο   την  πτωχεία   και   την   ακτημοσύνη. Έφθασε   δε  σε    τέτοιο βαθμό  ασκήσεως  στους  πειρασμούς,  ώστε την  ηδυπάθεια,  τη  σκληραγωγία  και  τους   πόνους    της   εγκράτειας  να  τους  αντιμετωπίζει    με    καρτερία    και  ΄χαρά   ανεκλάλητη.
Η  Χάρη   του    Θεού    ενίσχυσε  τον  Όσιο  στον  πνευματικό  και  ασκητικό   του   αγώνα.   Του    έδωσε  καρτερία  και  υπομονή. Του  έστελνε  μυστικά  ψωμί  και νερό   κάθε   ημέρα,   και   ο   φοίνικας,   που είχε   βλαστήσει   μπροστά   στο    σπήλαιο,   του   έδιδε   γλυκύ   καρπό. Άγγελος   Κυρίου   δε   του   μετέδιδε   τα   Άχραντα   Μυστήρια.
Μελέτησε  στην  έρημο  το   Νόμο   του    Χριστού,  τον  οποίο  είχε  πάντοτε   στην   καρδιά  του.  Ευρισκόμενος  στην  άβατη  έρημο   μόνος,  επιποθούσε  μόνο  τον Χριστό και εντρυφούσε στο   άγιο   και   φωτεινό κάλλος  Του.   Γέμισε   τον   εαυτό  του  με  το  φως  της  αληθινής    και θείας   γνώσεως    και    έτσι    έφθασε    στο   σημείο    της    απαθείας.
Ο  Όσιος   Ονούφριος  επεδίωκε πάντοτε   να    είναι    ευάρεστος    στον  Θεό    και   επιποθούσε   συνεχώς   να   συνομιλεί   με   τον   Δημιουργό   του   δια   της   αδιαλείπτου    προσευχής.    Ο    Όσιος    είχε    ως    ένδυμα,  κατά  την  προτροπή    του   Αποστόλου   Παύλου, τον  Ιησού   Χριστό, ένδυμα   το   οποίο   ουδέποτε προσέβαλε  με  πνεύμα  αργίας,  περιέργειας,    φιλαρχίας    και    αργολογίας.
Επιβραβεύοντας   ο  Κύριος  της  δόξας  την  αμέριστη  προς  Αυτόν  αγάπη  και αφοσίωση, αλλά και τους υπέρ Αυτού πνευματικούς και σωματικούς   αγώνες   του    Οσίου    Ονουφρίου,  οδήγησε  προς   αυτόν, προς  της  ειρηνικής   κοιμήσεώς  του,   τον  Παφνούτιο,  άνδρα    ενάρετο  και  φίλο  της  ησυχίας  και   της   αδιάλειπτης   προσευχής,   προκειμένου να   δει   την   πνευματική   καταξίωση    του    Οσίου    και    να    μεριμνήσει  και  επιληφθεί  τα  της  ταφής  του αγιασμένου  αυτού   σκήνους.
Προ της τελευτής του και με την παρουσία του   Παφνουτίου   ο  Όσιος Ονούφριος    είπε  την    ακόλουθη    προσευχή:   «Ύψιστε    Θεέ  και  αόρατε,  ού  η δύναμις ανεξιχνίαστος και η δόξα ακατανόητος και ανέκφραστος, και  το έλεος  άπειρον  και  αμέτρητον,  υμνώ,  ευλογώ, προσκυνώ  και  δοξάζω  Σε,  Όν επόθησα  εκ νεότητός  μου και  Σοι  ηκολούθησα.  Επάκουσόν  μου,  προς  Σε  γαρ   εκέκραξα,   ότι   επείδες   την ταπείνωσίν   μου,   έσωσας  εκ   των  αναγκών  την ψυχήν μου, ου  συνέκλεισάς   με   εις   χείρας   εχθρών,   αλλ’ έστησας   εν    ευρυχώρω τους πόδας  μου.   Δέομαί   Σου,  Κύριέ   μου·   τη   Ση   δεξιά  σκέπασόν   με, ίνα   μη   ταραχθή    η  ψυχή  μου   από    τους    δαίμονας,   όταν    εξέρχεται  εκ  του  σώματος,   αλλά    παράλαβε  αυτήν  δι’ αγίων    Αγγέλων  Σου  και  κατάταξον  αυτήν    ένθα   επισκοπεί  το  φως  του  προσώπου   Σου,   ότι    ευλογητός   εί    και  δεδοξασμένος  εις   τους    αιώνας.   Μνήσθητι   Πανοικτίρμον   και   Πολυέλεε   του πιστού   λαού   Σου.  Και   όστις   ευρεθή    εις   κίνδυνον   θαλάσσης  ή  εις   θυμόν  δικαστού  ή   εις    άλλην   τινά   στενοχωρίαν,   και   Σε   επικαλεσθή   λέγων· Παντοδύναμε   Κύριε,  δια  πρεσβειών   του   δούλου   σου   Ονουφρίου   ελέησόν   με, παρακαλώ  την βασιλείαν  Σου, καθώς μου έταξες επάκουσον   της   δεήσεως αυτού.    Κύριε   εις    χείρας    Σου    παρατίθημι   το    πνεύμά    μου».
Ο  βιογράφος   του   Παφνούτιος,   αναφέρει    ότι   δύο   λιοντάρια    άνοιξαν   τον τάφο του Οσίου στον οποίο ενταφιάσθηκε το ιερό σκήνωμά του.
Η  ιερά  μονή  του  Οσίου  Ονουφρίου  στην  Ιερουσαλήμ    βρίσκεται  κοντά   στην  πηγή  του  Ιώβ  και  δεξιά  της  ενώσεως    της   κοιλάδος  Ιωσαφάτ  και    της   φάραγγος  Εννώμ.  Η   μονή   είναι   κτισμένη   στον αγρό   του   Αίματος   ή   Κεραμέως   ή   Ακελδαμά   και   αγοράσθηκε   δια   των   30 αργυρίων,   δι’  όσων   δηλαδή    τιμήθηκε  η  τιμή  του   Τετιμημένου    Κυρίου.  Η  σημερινή μονή  του Αγίου  Ονουφρίου   οικοδομήθηκε  επί  του  σπηλαίου,  στο  οποίο    κατέφυγαν    οι   Απόστολοι  μετά  τη  σύλληψη  του  Ιησού.


Απολυτίκιον   Ήχος   α’.   Της   ερήμου   πολίτης. 
Των  Αγγέλων  τον  βίον  εν  σαρκί  μιμησάμενοι,  ώφθητε  ερήμου  πολίται, και χαρίτων  κειμήλια,  Ονούφριε  Αιγύπτου  καλλονή,   και    Πέτρε  των  εν  Άθω  ο   φωστήρ·  δια  τούτο  τους  αγώνας  υμών  αεί,  τιμώμεν   αναμέλποντες·  δόξα  τω ενισχύσαντι  υμάς, δόξα  τω  στεφανώσαντι,   δόξα   τω   ενεργούντι    δι’   υμών,   πάσιν    ιάματα.


Κοντάκιον. Ήχος    πλ. δ’.  Τη    υπερμάχω.
Ως    της    ερήμου    πολιστάς    ουρανοβάμονας
Και    δωρεών    των    υπέρ   φύσιν   καταγώγια,
Τον   Ονούφριον   υμνήσωμεν    συν    τω    Πέτρω·
Ο    μεν    ώφθη    εν    Αιγύπτω    φοίνιξ    εύκαρπος,
Ο   δε   έλαμψεν   εν   Άθω   ως   ισάγγελος·   
Τούτοις   λέγοντες,   θεοφόρητοι   χαίρετε.


Μεγαλυνάριον.
Χαίροις της Αιγύπτου θείο πυρσός, Ονούφριε Πάτερ, νομοστάθμη   ησυχαστών·   χαίροις   των   εν   Ἀθω,   ακρότης   μάκαρ   Πέτρε, Τριάδος    της    Αγίας,    ενδιαιτήματα.

Saint Onufrius in Jerusalem


Saint Onoufrios was born in the 4th century AD. in Egypt and originated from an aristocratic family. His biographer, Osios Papnoutios, refers to Persia as the home of Onofrius, but this is not mentioned either in the Synaks or in the Canon of his feast.
Saint Onufrios at the beginning of his solitary state enters a communal monastery near Hermoupolis, Thiva. The communal system, which is stricter than the Lavreotic, was formed by Oosios Pachomios the Great († 15 May) in the 4th century in Egypt. The first communion was founded around 320 AD. in Tavensis near the eastern bank of the Nile River. In the Commune of Ermoupolis, called Shamoun, Onoufrios taught the lonely life. There he listened to the quiet and desolate life of two great figures of our Church, the ascetic and desolate life of the Prophet Elios of Thessalonica, who was a "skinned sheepskin" and a leather belt worn out of his smell "and his imitator John the Precursor, and the initiator of the presence of Christ, who, like Elijah, bearing an ascetic garment and following the desert life, has proclaimed to the people the baptism of repentance.
Following what he heard in the Ermoupolis Commune, Saint Onoufrius was excited about deserted life and devotionalism and left for the desert.
When Saint Onufrius went to the desert, after a week of traveling, who had a lot of hunger and trouble, he suddenly saw a cave from where an elderly monk came out and welcomed him, chanting him with his name. This ascetic narrated to Osio Onufrio his life and the difficulties of the desert.
When they spent thirty days, with prayers and divine narratives, without feeling hunger or hunger, the ascetic told Osios to take the road "on the deserted desert". Indeed, he ran himself, despite his advanced age. After four days they found a small cave, where they said to sit down, to rest. At that moment, a palm tree grew and rebuilt and gave them great joy. Then the elder told Onoufrius that the Grace of God was so successful that in this cave he gave his ascetic struggles.
Here he died "on earth members" and endured "the frost of the night and the day of the heat". He thus achieved the celestial life, seeing, as the hymnographer points out, "the awful beauty of his Creator". He has indeed come to "this" by denying any cosmic confusion and has succeeded in the desired "superhuman endurance". He lived in the wilderness for about seventy years, and he had the temperance of wealth and the wealth and poorness. He has reached such a degree of exercise in temptations, so that the idleness, the cruelty and the pains of temperance treat them with delight and delight unheard of.
The Grace of God strengthened Osios in his spiritual and ascetic struggle. He gave him patience and patience. They sent bread and water to him every day, and the palm, which had sprouted in front of the cave, gave him a sweet fruit. An Angel of the Lord did not give him the Odd Mysteries.
He studied in the wilderness the Law of Christ, which he always had in his heart. Being in the uncarried desert alone, he only endured Christ and was enthralled in His holy and bright beauty. He filled himself with the light of true and divine knowledge and thus reached the point of debauchery.
Saint Onusfrius always sought to be pleasing to God and constantly endeavored to talk with his Creator through incessant prayer. In the call of Apostle Paul, Jesus, Jesus, dressed as a garment, a garment which he did not at any time offended in the spirit of liberty, curiosity, friendship and arrogance.
Rewarding the Lord of glory with His unselfish love and devotion, as well as His spiritual and physical struggles with Saint Onufrius, led him to his peaceful sleep, Paphnoutius, a man of virtue and friend of silence and unceasing prayer, in order to see the spiritual appreciation of Hosios and to take care of the burial of this sanctuary.
Before His last and with the presence of Pafnoutius, Saint Onufrius said the following prayer: "Exalted God and invisible, the power is unclear and the glory incomprehensible and incomprehensible, and the mercy infinite and countless, I praise, bless, praise and glorify You , When I came after my youth and I followed you. To my ears, I rejoiced, that I despise my humble, that I have saved my soul from my need, that thou hast covered me with enemies, but thou hast set my feet wide open. My dear Lord, My right hand is with me, my soul is not troubled by the demon when she comes out of the body, but she has taken it by your holy angels, and it is her where the light of your face is revealed, that you are blessed and taken in the centuries. Remember the Panthermouth and the Polyelements of Your faithful people. And he that finds thee in the dungeon of the sea, or in the anger of the judge, or in any other affliction; and hath pleaded with thee, O Lord Almighty, by the embassies of thy servant Onufrius, praise me, I pray thee thy kingdom, because thou hast made me accusations of this affirmation. Lord in your hand I have set my spirit on you. "
The biographer of Papfunou reports that two lions have opened the tomb of Ossios in which his holy relic was buried.
The holy monastery of Saint Onufrius in Jerusalem is located near the source of Job and on the right of the union of the Iosafat valley and the ruler Ennoble. The monastery is built in the field of Blood or Kerameos or Acedamas and was purchased through 30 silverworks, for which the Honorable Lord was honored. Today's monastery of Agios Onoufri was built on the cave, where the Apostles fled after the conception of Jesus.


Apolitikion Sound a '. Desert citizen.
Of the angels in the flesh of life, imitate the wilderness of the people, and the good heresies, Onofrey the beauty of Egypt, and the pearls of the light in Athos: for this thy struggle, we honor honorable ones: glory strengthen thou, glory thou crown, glory through you, all kinds of peace.


Kontakion. Sound flat d '. I'm overwhelmed.
As the desert crowd of skyscrapers
And donations of the pro-natal derivations,
On Onufrion we praised together with Peter;
The Egyptian pounced in a great phobia,
And he shone in Athos as an Isaac;
These are the theophors, you are glad.


Majesty.
Egyptian holy torch, Onufrey Patter, the hesychasts' law; the rejoicing of the Lord, the tomb of Peter, the Trinity of the Holy, habitations.

Δεν υπάρχουν σχόλια: