11/6/19

Οι Άγιοι Βαρθολομαίος και Βαρνάβας οι Απόστολοι


Το    όνομα   ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ   σημαίνει   «υιός   του   Θολομαίου».  Οι πληροφορίες  για     τον   Απόστολο   Βαρθολομαίο   στην   Καινή    Διαθήκη    και την  εκκλησιαστική   παράδοση  είναι  ελάχιστες. Το  όνομά του αναγράφεται μόνον στην αναφορά των ονομάτων των Δώδεκα Αποστόλων.   Η    Εκκλησία   τον   ταύτισε   με  τον Ναθαναήλ, του  οποίου    το όνομα    αναφέρεται   πάντοτε   με    αυτό    του    Φιλίππου.   Καταγόταν   από    την Κανά  της Γαλιλαίας. Προφανώς  το  όνομα    Βαρθολομαίος    χαρακτηρίζει το   πατρώνυμο   του   Ναθαναήλ.   Οι    λόγοι    της   ταυτίσεως    αυτής    είναι:   α) ότι  στους   καταλόγους  των    Μαθητών  στα    Συνοπτικά    Ευαγγέλια    και στις   Πράξεις  ονομάζεται μόνο  ως  Βαρθολομαίος,  ενώ  στο  κατά  Ιωάννην  Ευαγγέλιον  μόνο   ως   Ναθαναήλ.   β)   Ότι   στους   καταλόγους αυτούς  συγκαταριθμείται   μόνο  με  τον Φίλιππο  και  αυτό  είναι  σὐμφωνο   προς   την   πληροφορία  του  Ιωάννου, ότι   ο   Φίλιππος   προσκαλεί το   Ναθαναήλ,  για  να    δει    τον    Μεσσία    Ιησού.   Ο  ιερός   Αυγουστίνος υπεστήριζε  ότι  ο  Ιησούς  δεν  επέλεξε  τον  Ναθαναήλ    ως   μαθητή   Του, διότι    γνώριζε  το  Νόμο, ενώ  οι  Μαθητές  όλοι  ήσαν  αγράμματοι,  αλλά   στον   Ιωάννη   ο   Ναθαναήλ   εμφανίζεται   ως   Μαθητής   του   Κυρίου.   Ο Ευαγγελιστής  Ιωάννης, δοθέντος του    ότι    οι    Ιουδαίοι    είχαν   συνήθως    δύο ονόματα, προτίμησε,  φαίνεται, το  όνομα  Ναθαναήλ  ως  εκφραστικώτερο   (σημαίνει  ο  Θεός  δίδει) αντί  του  πατρωνυμικού  ονόματος    Βαρθολομαίος.
Ο    εκκλησιαστικός   ιστορικός   Ευσέβιος   αναφέρει   την   πληροφορία   ότι   ο Βαρθολομαίος   κήρυξε   στην   Ινδία,   όπου   θανατώθηκε στην πόλη Ουρβανούπολη.   Κάποιες    άλλες   μαρτυρίες  αναφέρουν  πως    κήρυξε  στην   Ευδαίμονα  Αραβία,  την   Καραμανία    και   την    Αιθιοπία.   Σύμφωνα  με   άλλη   παράδοση,    στα    τέλη    της   ζωής   του   βρέθηκε   να   κηρύττει   στη Μεγάλη   Αρμενία, όπου συνελήφθη από τους ειδωλολάτρες και θανατώθηκε   με   σταυρικό    θάνατο,   με   το   κεφάλι   προς  τα   κάτω,   κατά διαταγή  του  βασιλέως Αστυάγη.  Το  ιερό λείψανο  του  Αγίου  Αποστόλου Βαρθολομαίου   κλείσθηκε    σε    λίθινη   σαρκοφάγο,  ερρίφθη  στη    θάλασσα     και    εκβράσθηκε    στις    νήσους   Λιπάρες.
Το  όνομα   ΒΑΡΝΑΒΑΣ  είναι  από  εκείνα  που  κυριαρχούν    στις    Πράξεις των  Αποστόλων.    Το   όνομά   του   ήταν   Ιωσήφ  ή  Ιωσής,  ενώ  οι    Απόστολοι τον   μετονόμασαν   Βαρνάβα,   που   σημαίνει   «υιός   παρακλήσεως». Ήταν Ιουδαίος    Λευΐτης,   Κύπριος   στο   γένος,   και    ζούσε  στην   Παλαιστίνη    κατά  τους   χρόνους    του    Ιησού    Χριστού.
Την   πρώτη   πληροφορία   για   τη   συμμετοχή   του    Βαρνάβα   στην   πρώτη Εκκλησία  την  ευρίσκουμε  στις   Πράξεις   δ’, 36 – 37·   «Ιωσήφ  δε  ο  επικληθείς    Βαρνάβας   από   των   αποστόλων,   ό   εστι   μεθερμηνευόμενον   υιός παρακλήσεως,   Λευΐτης,  Κύπριος   τω  γένει,   υπάρχοντος αυτώ   αγρού πωλήσας  ήνεγκεν  το  χρήμα  και  έθηκεν  προς  τους πόδας  των αποστόλων».    Το    κείμενο   αυτό    αναφέρεται   στην   ταυτότητα   του Αποστόλου Βαρνάβα, την πώληση ενός κτήματός του  και  την    προσφορά των   χρημάτων    στην   πρώτη   Χριστιανική  κοινότητα των  Ιεροσολύμων, στην    οποία    ανήκε.
Με   το   πρόβλημα   της   ερμηνείας   του    ονόματος   του    Βαρνάβα   έχουν ασχοληθεί    τόσο    οι    αρχαίοι    όσο    και    οι    νεώτεροι   ερμηνευτές.  Το ενδιαφέρον    αυτών    των    ερευνητών    είναι    εύλογο,    γιατί    το    νέο   αυτό όνομα,   σύμφωνα   με   τις   Πράξεις,   έχει   μεγάλη  ιστορική  και  θεολογική σημασία.
Ο  ιερός Χρυσόστομος, σχολιάζοντας την ερμηνεία του ονόματος «Βαρνάβας», ως «υιός παρακλήσεως»   από   τους   Αποστόλους,   ερμηνεύει θεολογικά   την   περίπτωση·   «Και   δοκεί  μοι   από   της   αρετής   ειληφέναι   το όνομα,   ως   προς   τούτο  ικανός  ών  και  επιτήδειος».    Ο   Klostermann  προσπαθεί   να  παραγάγει    το    όνομα    Βαρνάβας   από  το   Βαρ – Νεβαά,   που  σημαίνει  «υιός   αλήθειας».   Ο    HHWendt   εισηγείται    την   προέλευση   του  ονόματος  από   το   Βαρ – Νεβουά,   που   σημαίνει   «υιός   προφητείας».   Ο   ALoisy    αμφισβητεί    την  ετυμολογική  εξήγηση  του   Wendt    γιατί    δεν  αποδίδει,  όπως  ισχυρίζεται,    το   όνομα   αυτό   το   «υιός   παρακλήσεως». Σύμφωνα  με   τον   EPreuchen,   στην   Παλμύρα    βρέθηκε   μία    επιγραφή  που  έγραφε «Bar Nebo», δηλαδή «υιός του   Nebo». Αυτό  το   θρησκειολογικό υπόβαθρο  του  ονόματος  του    Βαρνάβα   υποστήριξε    και   ο   A.G  Deissmann.    Ο   R.P.CHanson  στο  συνοπτικά    αλλά   ενδιαφέρον Υπόμνημά   του   στις   Πράξεις   υποστηρίζει   ότι   το   όνομα   Βαρνάβας δεν σημαίνει «υιός   παρακλήσεως», αλλά «υιός του  Nebo» ή   «υιός   του   προφήτου»  και  ότι  είναι  απίθανο  ένας, ο οποίος γνωρίζει    αραμαϊκά,  να   έκανε   αυτό   το   λάθος.   Πιστεύει   ακόμη   ο   Hanson    ότι  το  «υιός  παρακλήσεως»   ήταν    γραμμένο   στην   πηγή    των   Πράξεων ιγ’, 1,   δηλαδή   στον  κατάλογο    των   ονομάτων    των    Προφητών,  απέναντι  όμως  από  το  Menaen   (Menahem), που σημαίνει πράγματι  «υιός  παρακλήσεως» ή   «ο   παρηγορών».   Ο   Ευαγγελιστής   Λουκάς   νόμισε   ότι   αναφερόταν  στον Βαρνάβα   και   το   μετέφερε    κατά   τη    σύνταξη    στο    Πράξεις   δ’, 36.
Έχουμε  την  γνώμη   ότι    ο   ιερός   συγγραφέας  δεν  μετέφρασε   κατά   λέξη το   όνομα   «Βαρνάβας»,   το  οποίο  είναι    αραμαϊκό   και   προέρχεται    από    τη  λέξη   Βαρ    (=υιός)    και    τη    ρίζα  Νεβουά   από    την    οποία  παράγεται    και    η λέξη    Νεβί   (=προφήτης),  αλλά  απέδωσε  τη  θεολογική  και  ιστορική  σημασία.
Πιθανόν η ερμηνεία του ονόματος «Βαρνάβας», με το «υιός  παρακλήσεως»,   το  οποίο  είναι  ένας  σημιτισμός,  να  καταχωρήθηκε    στο  κείμενο  από  την   πηγή   του   ιερού   συγγραφέως. Πάντως, εκφράζει κάποιον,   ο   οποίος   παρακαλεί   και   αυτός    είναι    συνήθως   προφήτης.   Ο προφήτης   έχει   το   χάρισμα   να   διδάσκει   και   να   προτρέπει   προς   οικοδομή, οπότε ορθά αποδόθηκε ο χαρακτηρισμός αυτός στον   Βαρνάβα.   Πρόκειται για   μια   μαρτυρία   των   Πράξεων,   η   οποία  εκφράζει   την   ιδιαίτερη   διάκριση  την  οποία είχε ο «Κύπριος λευΐτης»   στην πρώτη εκκλησιαστική   κοινότητα και   επισημαίνει   τη  συμβολή  του  στη   διάδοση  του Ευαγγελίου.  Από  ιστορικής πλευράς, που μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα στην προκειμένη περίπτωση, ο Βαρνάβας ήταν πράγματι ένας Προφήτης, ο οποίος «παρεκάλει» τους νεοφώτιστους πιστούς στην Αντιόχεια και τους προέτρεπε   «τη   προθέσει    της    καρδίας    προσμένειν    τω    Κυρίω».
Οι  Πράξεις    δ’,   36 – 37,    αποδίδουν  και την  κοινωνική  πλευρά  του    έργου  του   Βαρνάβα.  Η   προσφορά   των   χρημάτων από  την  πώληση  του  κτήματός  του   προς  τους  Αποστόλους  για  την  ανακούφιση  των  πτωχών   αδελφών  και    η   αντιμετώπιση  των   οικονομικών   αναγκών   της Χριστιανικής   κοινότητος  των   Ιεροσολύμων,  καθώς  και η  οργάνωση    και  λειτουργία  της,    ήταν    αληθινά   πράξη   παρακλήσεως.   Επομένως,   ορθά   και εύστοχα ο Ευαγγελιστής   Λουκάς   απέδωσε   τον   ονομασία   «Βαρνάβας»   με το   «υιός    παρακλήσεως»,   γιατί   πραγματικά   εκφράζει   το   πνευματικό  και κοινωνικό   έργο   του   προσώπου  που  φέρει  το  όνομα  και    τονίζει    το  γεγονός  της  εισόδου τους  το   λειτούργημα  του  προφήτου  και  διδασκάλου.
Ασφαλώς, το   φαινόμενο   της    χρησιμοποιήσεως   ενός    νέου   ονόματος,   του οποίου η ερμηνεία εκφράζει την προσωπικότητα ή  κάποια  χαρακτηριστικά   αυτού   που   το  φέρει, παρουσιάζεται  και  σε  άλλες  περιπτώσεις  της  Καινής   Διαθήκης.   Στην   περίπτωσή   μας   όμως   είναι  χαρακτηριστικό  ότι η νέα επωνυμία «Βαρνάβας»  αντικατέστησε   πλήρως το   αρχικό  όνομα   του   αποστόλου  «Ιωσήφ» ή  «Ιωσή», το οποίο  χρησιμοποιήθηκε   μόνο    μία    φορά   στις   Πράξεις.   Το   νέο   όνομα,   το   οποίο καθιέρωσαν   οι   Απόστολοι   χρησιμοποιείται   πάντοτε   από   τον   Λουκά   και από    τον   Παύλο   στις   επιστολές   του.
Πότε   ακριβώς   έγινε   Χριστιανός   ο   Βαρνάβας,   δεν   μας   πληροφορούν   οι Πράξεις   και   τα   λοιπά  βιβλία  της  Καινής  Διαθήκης. Αυτό  θα  είχε  ιδιαίτερη   σημασία,   γιατί   θα   γνωρίζαμε   από  πότε   υπήρχε   συμμετοχή    του  κυπριακού   στοιχείου    στον   αρχέγονο   Χριστιανισμό.   Παρ’ όλα   αυτά   η παράδοση   της   Εκκλησίας   διασώζει   διάφορες   απόψεις   για   το   θέμα   του χρόνου της μεταστροφής του Βαρνάβα   στον   Χριστό·   α)   Ο   συγγραφέας   των Ψευδοκλημεντίων  αναφέρει  ότι  ο  Βαρνάβας  μεταστράφηκε  πολύ  ενωρίς   και   ήταν   μεταξύ   των   πρώτων   που   ακολούθησαν   τον   Χριστό.   Ο  Κύπριος   μοναχός   Αλέξανδρος στο Εγκώμιό του για τον Βαρνάβα, τοποθετεί την μεταστροφή του αποστόλου μετά τη θεραπεία του παραλυτικού    στην   προβατική   κολυμβήθρα   από   τον   Ιησού.   β)   Κατά   τη μαρτυρία   του   Κλήμεντος   του   Αλεξανδρέως   και   άλλων   Πατέρων  της Εκκλησίας, ο Βαρνάβας  ήταν  ένας  από  τους   Εβδομήκοντα   Αποστόλους του Κυρίου   και   μάλιστα, κατά την πληροφορία  του  Εγκωμίου,  ο  «πρώτος    και    έξαρχος    και   κορυφαίος».
Στο   σημείο  αυτό  ἀξίζει   να  επισημάνουμε  και  το γεγονός    της συγχύσεως,   η   οποία    επικρατούσε    στη   χειρόγραφη   παράδοση   μεταξύ    των ονομάτων του  Ιωσήφ – Βαρνάβα  και  του  Ιωσήφ – Βαρσαββά.  Το  πρόβλημα  αυτός είναι γνωστό και στον   Άγιο   Ιωάννη   τον   Χρυσόστομο,   ο οποίος   έκανε   σαφή   αντιδιαστολή   των   δύο   διαφορετικών   προσώπων.   Ο Βαρνάβας αναγνωρίζεται μεταξύ των παλαιών Μαθητών. Μάλιστα,   ήταν τόσο   μεγάλη   η   διάκρισή   του,   που   σύμφωνα   με   την   αρχαία   παράδοση της Εκκλησίας   μπορούσε   να   ήταν   υποψήφιος   μεταξύ    των   δύο,   από   τους   οποίους   ο   ένας   θα    αντικαθιστούσε   τον   Ιούδα   και    θα   συμπλήρωνε   τον   κύκλο   των   Δώδεκα.   Επομένως,   ο   Βαρνάβας   πιθανόν   ανήκε   στον    κύκλο    των   εκατόν   είκοσι   Μαθητών,   γι’ αυτό   ήταν   ενεργό   μέλος   της   πρώτης    Χριστιανικής   κοινότητος,  η  οποία    άρχισε    να   λειτουργεί  συστηματικά  από την  ημέρα  της Πεντηκοστής. Ακόμη και  ο τίτλος  «υιός παρακλήσεως»,   ο   οποίος   δείχνει   την   χαρισματική   δωρεά   του   Αγίου Πνεύματος, του   «Παρακλήτου»,   υπονοεί   τη   συμμετοχή   του   Βαρνάβα   την ημέρα   της   Πεντηκοστής   στον   κύκλο   των   εκατόν   είκοσι   Μαθητών   κατά την   επιφοίτηση    του    Αγίου   Πνεύματος.
Αξίζει  να  σημειώσουμε  ότι   είναι  η  πρώτη  φορά   μετά    την    Πεντηκοστή  που  έχουμε   στις   Πράξεις τη χρήση  του  όρου   «Παράκλητο  υιός παρακλήσεως».
Ο Βαρνάβας, σύμφωνα με τις  πληροφορίες  των  Πράξεων,  για  ένα  μεγάλο   χρονικό   διάστημα,  μέχρι  να  αναδειχθεί  ο  Παύλος  και  να  συνεχίσει    το    έργο   της   ιεραποστολής   στα   έθνη,   θα  είναι   εξέχουσα   μορφή στον   ελληνικό   χριστιανικό   κύκλο   των   μαθητών και  από  τις  πιο εξέχουσες  μορφές   γενικά   της πρώτης   Εκκλησίας.   Αλλά   και   κατά   την διάρκεια  της κοινής ιεραποστολικής  δράσεως  των  δύο  ανδρών  ο   Βαρνάβας   διατηρεί  το    κύρος   και   την   αίγλη   του,   όπως   μαρτυρούν  τα παρακάτω γεγονότα: 1) Η  μεσολάβηση του Βαρνάβα, για να παρουσιασθεί    ο   πρώην   διώκτης    του  Χριστιανισμού   Παύλος   στους Αποστόλους.   Ο   Απόστολος   Βαρνάβας, με  την ενέργειά   του  αυτή, συνέβαλε  σημαντικά  στην  εξέλιξη  των  γεγονότων  της   αρχέγονης  Εκκλησίας.  Επικυρώθηκε  η  μεταστροφή  και  αναγνώριση  του Αποστόλου  των  Εθνών και  εξασφαλίσθηκε  η  ενότητα  της  Αποστολικής   Εκκλησίας.   2)   Η   πρόταξη  του   ονόματος   του   Βαρνάβα   και κατόπιν του Παύλου τονίζει τη διάκριση του Βαρνάβα και την αναγνώριση της προσφοράς   του  από  την πρώτη  Χριστιανική   κοινότητα των  Ιεροσολύμων,   σε   αντίθεση   με   τον   Παύλο,  ο  οποίος  δεν  είχε  να  επιδείξει  ακόμη  ανάλογο έργο.  3) Η  εντύπωση   που  προκλήθηκε    στους  κατοίκους  των    λύστρων    από   την  παρουσία    και    την    δράση    των   δύο  ιεραποστόλων    στον    τόπο    τους   είναι   χαρακτηριστική:   «εκάλουν   τε   τον Βαρνάβαν   Δία,   το   δε   Παύλον   Ερμήν»,   ακόμη   και   εκεί  που   ο   Παύλος  ήταν   «ηγούμενος  του  λόγου»,  γιατί  σύμφωνα με την  εύστοχη  παρατήρηση  του  ιερού  Χρυσοστόμου,   «και    από   της   όψεως   αξιοπρεπής   ο  Βαρνάβας».  Επισφράγισμα  της  αναγνωρίσεως    του   Βαρνάβα   από   την Πρώτη Εκκλησία αποτελεί η πρόταξη του ονόματός του ως   απεσταλμένου της   Αποστολικής   Συνόδου προς τους  εξ  εθνών  Χριστιανούς  στην Αντιόχεια·   «Έδοξεν   ημίν   γενομένοις  ομοθυμαδόν  εκλεξαμένοις  άνδρας πέμψαι προς υμάς συν τοις αγαπητοίς ημών  Βαρνάβα  και  Παύλω  ανθρώποις παραδεδωκόσι  τας ψυχάς αυτών  υπέρ  του  ονόματος  του  Κυρίου  ημών  Ιησού Χριστού». Η απόφαση αυτή της Αποστολικής   Συνόδου αποτελεί αναγνώριση   του    κοινού  ιεραποστολικού  έργου  των  Βαρνάβα  και   Παύλου προς  τα  έθνη.  4)  Ακόμη  και  η  συνέχιση  της  ιεραποστολικής   δράσεως   του   Βαρνάβα   παράλληλα  και   ανεξάρτητα   από τον   Παύλο,   μετά   το   γνωστό   «παροξυσμό»    και   χωρισμό   τους,   λόγῳ   του Μάρκου,   δείχνει    ότι    ο   Απόστολος    Βαρνάβας   δεν   ήταν   ένας   απλός ακόλουθος, αλλ’ εφάμιλλος του Αποστόλου των Εθνών. Επομένως,  η  άποψη    ότι   ο    Βαρνάβας  ήταν    ένας   απλός   βοηθός   και   συνεργάτης   του Παύλου, δεν ανταποκρίνεται  στην εικόνα  των  γεγονότων  που  μαρτυρούν    οι  Πράξεις.
Ως   «λευΐτης»,   ο   Απόστολος   Βαρνάβας ανήκε  φυσικά  στο  ιουδαϊκό ιερατείο.   Σύμφωνα   με   την  πληροφορία   των   Αριθμών   18,6,   οι   Λευΐτες   ήταν βοηθοί    των  ιερέων, άν  και  το  Δευτερονόμιο 17,9. 18 18,1.21. 24,8. 27,9  ταυτίζει    τους   ιερείς    με    τους   λευΐτες.
Πως   βρέθηκε   ο   Απόστολος   Βαρνάβας   στην   Κύπρο, οι  Πράξεις  και  τα  λοιπά   βιβλία   της   Καινής   Διαθήκης   δεν   μας δίδουν   καμία   απάντηση,   και μόνο υποθέσεις μπορούν να διατυπωθούν για το θέμα αυτό.   Ως   γνωστό, οι   Ιουδαίοι   μετανάστευαν   για   λόγους   εμπορικούς   και    οικονομικούς,  αλλά  και   όταν   υπήρχαν   στην   πατρίδα   του   πολεμικές   συγκρούσεις.   Βέβαια,   η  Κύπρος   πάντοτε    κινούσε  το  ενδιαφέρον   αυτών   που   αναζητούσαν   το κέρδος.   Γι’ αυτό,   ένας   μεγάλος  αριθμός  Ιουδαίων  μεταφέρθηκε  στην  Κύπρο  και  την Αίγυπτο  από τον Πτολεμαίο Α’, το 320 π.Χ.   Ο   Βαρνάβας, σύμφωνα   με   μια   πληροφορία   του   Επιφανίου   Κύπρου,   ήταν  από   τους Ιουδαίους της διασποράς·   «ουκ   ήν   αλλότριος του  Ισραήλ».   Οι   πρόγονοί  του,  οι  οποίοι  ήταν Ιουδαίοι    από   τη   φυλή   του   Λευΐ,   μετανάστευσαν   στην Κύπρο   λόγω    των   πολεμικών  συγκρούσεων  την   εποχή   του   Αντιόχου   του  Επιφανούς   (168   π.Χ.).
Από  το   γεγονός  ότι    ο   Βαρνάβας   ξεκινά  το  ιεραποστολικό  του    ταξίδι   με τον   Παύλο   από   την   Κύπρο   και   ειδικά   από   τη   Σαλαμίνα,   όπου   ήταν εγκατεστημένοι  πολυάριθμοι  Ιουδαίοι,  υποθέτουμε  ότι  ίσως  αυτή     ήταν η   πόλη   στην   οποία   γεννήθηκε ο Απόστολος. Η   αρχαία   παράδοση    είναι σχεδόν ομόφωνη ότι η Σαλαμίνα είναι ο τόπος του  μαρτυρίου  του   Βαρνάβα    και    το    μέρος    όπου    βρίσκεται    ο   τάφος   του.
Άν  και δεν έχουμε πληροφορίες για την παιδική   ηλικία   του   Αποστόλου Βαρνάβα   στην   Καινή   Διαθήκη,   το   Εγκώμιο   ομιλεί   για   σπουδές   του   στα Ιεροσόλυμα, όπου   φοίτησε   κοντά   στον   Γαμαλιήλ και  είχε   συμφοιτητή  τον Παύλο.  Παρά  τις  επιφυλάξεις  μας για τη μαρτυρία της   παραδόσεως, αυτή   η   πρώιμη   γνωριμία   βοηθά   στην   εξήγηση  της   μετέπειτα   στενής συνεργασίας των δύο ανδρών. Πάντως, η κυπριακή καταγωγή του   Βαρνάβα   και   η   ανατροφή   του   σε   μια  ελληνική   περιοχή   με   έντονη   την επίδραση του ελληνικού πολιτισμού είναι προϋποθέσεις για την κατανόηση του έργου του   και   ιδιαίτερα   του   φιλελεύθερου   πνεύματος,   με τον οποίο αντίκρισε  τη  Χριστιανική  πίστη.  Το  πολιτιστικό  και  πνευματικό   περιβάλλον,   μέσα στο  οποίο   μεγάλωσε  ο   Βαρνάβας,   τον  εμπόδισε  τελικά   να  εγκλωβιστεί  στις  στενές  ιουδαϊκές  αντιλήψεις    των  ομοεθνών  του    της   Παλαιστίνης.
Πάντως αξίζει να υπογραμμίσουμε ότι ο Απόστολος Βαρνάβας αναδείχθηκε   μεγάλη   μορφή   στον   αρχέγονο   Χριστιανισμό   και  είχε   τη μεγαλύτερη   διάκριση και  αναγνώριση  από  τους    Αποστόλους.   Γι’   αυτό  και η  σχέση  του  με  την  ηγεσία της  Εκκλησίας  των    Ιεροσολύμων   ήταν  πολύ στενές.  Η  υπευθυνότητα, η  οποία  διέκρινε  τον  Απόστολο,    φάνηκε  από  την εύστοχη   παρέμβασή  του   να   παρουσιάσει   τον  Παύλο προς   τους   Αποστόλους.   Αυτή   η   ενέργειά   του   έχει   ιδιαίτερη   σημασία  για τον   συγγραφέα   των Πράξεων, ο οποίος   από   το   σημείο   αυτό   δημιουργεί   τις προϋποθέσεις   και  το  πλαίσιο,  μέσα  στο   οποίο  αργότερα  θα  εξελιχθούν  οι σχέσεις   και   η   δράση   των   δύο   μεγάλων   ιεραποστόλων   της Πρώτης   Εκκλησίας.   Οι   προοπτικές   της   μετέπειτα  συνεργασίας   των   δύο ανδρών προδιαγράφονται με  τη  σημαντική  χειρονομία  του  Βαρνάβα.   Η  βαρύτητα   της  γνώμης,  η  εγγύηση   και  υπευθυνότητα  του  χαρακτήρα  του   Βαρνάβα  άνοιξαν   το   δρόμο,   για   να   παρουσιασθεί   στο   προσκήνιο   της Πρώτης   Εκκλησίας   ο  νέος  ανατέλλων   Απόστολος  των  Εθνών,  ο   οποίος  με το  έργο και τη δράση του έδωσε οικουμενικές διαστάσεις στη νεοσύστατη  Εκκλησία του Χριστού. Αυτός ο πρώην διώκτης της Εκκλησίας   κάτω  από   την προστατευτική,  μεσολαβητική  και  δυναμική  παρουσία του  Βαρνάβα,  κατά   τον   συγγραφέα   των   Πράξεων, κάνει   την   πρώτη   εμφάνισή   του  στα Ιεροσόλυμα  μετά  τη   μεταστροφή   του.
Ο Κύπριος Βαρνάβας με  την ενέργειά του αυτή εδραίωσε ακόμη περισσότερο   την    εύνοια    και    τη    συμπάθεια    των    Αποστόλων.
Η αναζήτηση του Παύλου στην Ταρσό και η δράση των δύο στην Αντιόχεια   «ενιαυτόν όλον», εγκαινίασε μία συστηματική  πια  ιεραποστολική δράση στα έθνη.  Ο  Βαρνάβας,  σύμφωνα  με  το  συγγραφέα    των    Πράξεων,   μεταφέρει  το  κέντρο   δράσεώς  του   από την  Ιερουσαλήμ, που  ήταν  μέχρι   τώρα,   στην   Αντιόχεια,   η   οποία   γίνεται το   κέντρο  και  η   μητέρα   των    εξ    εθνών   Χριστιανών.   Το   γεγονός   αυτό ήταν καθοριστικό για τη συνέχιση της δραστηριότητός   του.   Ο   συμπαθής στους  Αποστόλους   «υιός   παρακλήσεως», «σύνδεσμός   τους  με  τους  λοιπούς  Μαθητές και μάλιστα   με   τον   Παύλο,    ο   ασφαλής  εκφραστής   του γνήσιου πνεύματος της Πρώτης Αποστολικής Εκκλησίας γίνεται ιεραπόστολος, ο οποίος θα τάξει  τον  εαυτό του  στο  έργο   της   διαδόσεως του  λόγου  του  Θεού  και  στα  έθνη.
Κατά  μία  παράδοση,  ο Απόστολος  Βαρνάβας  εκήρυξε  το  Ευαγγέλιο στην Αλεξάνδρεια,  κατ’ άλλη  στη  Ρώμη,  κατ’  άλλη  δε  και  στα   Μεδιόλανα   της   Βορείου   Ιταλίας,   ώστε   να   θεωρείται   και   ως   ο   ιδρυτής της  αυτόθι    Εκκλησίας.
Τις  τελευταίες  ημέρες  του,  φαίνεται  ότι  διήλθε ο  Απόστολος Βαρνάβας, στην  Σαλαμίνα  της  Κύπρου,  όπου   συνελήφθη    από    τους  Ιουδαίους.   Αυτοί   τον   οδήγησαν  έξω  από την πόλη,  τον  έδεσαν  στον  τράχηλο  με  σχοινί  και  τον  εφόνευσαν  δια   λιθοβολισμού.  Έτσι,  τελειώθηκε  μαρτυρικά  ο    «υιός  της παρακλήσεως»,   πιθανώτατα   μεταξύ των  ετών  57 – 60  μ.Χ.  Το  ιερό   λείψανό του το  έρριξαν  στη  φωτιά.   Τούτο,  αφού,  με  την  πρόνοια  του  Θεού,  δεν απανθρακώθηκε, παρέλαβε   ο Μάρκος και κάποιοι άλλοι ευλαβείς Χριστιανοί, το ενταφίασαν σε σπήλαιο   με   βαθύ   σεβασμό  και   τιμή.        
Αργότερα,  επί αυτοκράτορος Ζήνωνος, περί το 485 μ.Χ., το   τίμιο   λείψανο του  Αποστόλου  Βαρνάβα,  το  οποίο  απότον  άγνωστο  τόπο    της    ταφής  του,   ένεκα   σφοδρού   διωγμού,  θαυματουργούσε   συνεχώς, ευρέθηκε  με υπόδειξη   θαυμαστή  στην  Κύπρο  κάτω  από   δένδρο  μέσα  σε  ένα  σπήλαιο, που ήταν σφραγισμένο με πέτρες. Το   ιερό   σκήνωμα,  «πνέον ευωδίαν   χάριτος   πνευματικής»,   είχε   επί  του  στήθους το  μετ’  αυτόύ  συνενταφιασθέν Ευαγγέλιον  του  Ματθαίου, ιδιόγραφο του  Αποστόλου  Βαρνάβα.  Χάρη  στο   γεγονός αυτό,  η   Εκκλησία   της   Κύπρου έπαψε πλέον να τελεί  υπό τη δικαιοδοσία της Εκκλησίας   της   Αντιόχειας και κατέστη  αυτοκέφαλος, αφού της παραχωρήθηκαν από τους αυτοκράτορες Ζήνωνα   και Ιουστινιανό   ιδιαίτερα   προνόμια.   Τα   λείψανα του   Αγίου,   μετά   κάποιες    μετακινήσεις,   για   τις   οποίες   επίσης   ομιλεί η παράδοση, κατέληξαν και  πάλι στην  Κύπρο,   όπου    σήμερα   ευρίσκονται  αποθησαυρισμένα  στην  Ιερά  Μονή του  Αποστόλου  Βαρνάβα  στη  Σαλαμίνα.


Απολυτίκιον.   Ήχος   γ’.   Θείας   πίστεως.  
Θεία όργανα, του Παρακλήτου, και εκφάντορες, του Θεού Λόγου, ανεδείχθητε   θεόπται    Απόστολοι,   Βαρθολομαίε    των   Δώδεκα  σύσκηνε,  και   Βαρνάβα   ως   υιός   παρακλήσεως.   Αλλ’   αιτήσασθε,   Χριστόν   τον   Θεόν πανεύφημοι,    δωρήσασθαι    ημίν    το    μέγα    έλεος.


Κοντάκιον.  Ήχος   δ’. Επεφάνης   σήμερον.           
Ως Χριστού Απόστολοι και υπηρέται, ευσεβείας δόγμασι, πάσαν λαμπρύνετε  την  γην,  Βαρθολομαίε θεόληπτε,  συν  τω  Βαρνάβα·  διο  υμάς   μέλπομεν.


Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Αποστόλων η ξυνωρίς, της οικονομίας,  του  Σωτήρος  οι  λειτουργοί,  συν  Βαρθολομαίω,  Βαρνάβας ο     θεόφρων, πνευματικαί κινύραι,   των   υπέρ  έννοιαν.

The Saints Bartholomew and Varnavas the Apostles



The name VARTHOLOMEOS means "Tholoma's son". The information about the Apostle Bartholomew in the New Testament and ecclesiastical tradition is minimal. His name appears only in the names of the Twelve Apostles. The Church identified him with Nathanael, whose name always refers to that of Philip. He came from Cana of Galilee. Obviously the name Bartholomew describes Nathanael's father's name. The reasons for this identification are: a) that in the Lists of the Pupils in the Synodic Gospels and Acts it is called only as the Bartholomew, whereas in the Gospel of John only as Nathanael. b) That these lists are only listed with Philip and this is consistent with John's information that Philip invites Nathanael to see the Messiah Jesus. Sacred Augustus maintained that Jesus did not choose Nathanael as His disciples because he knew the Law, while the disciples were all ungrateful, but in John Nathanael he appeared as the Lord's Disciple. Evangelist John, given that the Jews usually had two names, preferred, the name Nathanael seems to be more expressive (meaning God gives) instead of the patronymic name Bartholomew.
Ecclesiastical historian Eusebius reports the information that Bartholomew declared in India, where he was killed in the city of Urban. Some other testimonies say he preached in Eudaomonas Arabia, Karamania and Ethiopia. According to another tradition, at the end of his life he was found to preach in Great Armenia, where he was arrested by the idolaters and was killed by the death of the Cross, headed down by order of King Astyagi. The sacred relic of Saint Apostle Bartholomew was buried in a stone sarcophagus, was thrown into the sea and was mourned in the islands of Liparas.
The name VARNAVAS is one of those who dominate the Acts of the Apostles. His name was Joseph or Joseph, while the Apostles renamed him Barnabas, meaning "son of call". He was a Jewish Leviticus, a Cypriot in his generation, and lived in Palestine during the time of Jesus Christ.
The first information on the participation of Barnabas in the first Church is found in Acts 36, 37; "Joseph, the reverend Barnabas of the apostles, the preached son of prayer, Leviticus, the Cypriot in the present, his present field of sale, or the money and went to the feet of the apostles ". This text refers to the identity of Apostle Barnabas, the sale of his estate and the offering of money to the first Christian community of Jerusalem to which he belonged.
The problem of the interpretation of the name of Barnabas has been dealt with by both the ancient and the younger performers. The interest of these researchers is reasonable, because this new name, according to the Acts, has a great historical and theological significance.
Sacred Chrysostom, commenting on the interpretation of the name "Barnabas," as the "Apostle's son", interprets theologically the case; "And it is my pleasure that the name is received by virtue, in this regard, competent and abominable." Klostermann tries to produce the name Barnabas from Var-Neva, meaning "son of truth". H. H. Wendt suggests the origin of the name from Var-Nebua, meaning "Son of Prophecy". A. Loisy challenges Wendt's etymological explanation because he does not attribute, as he claims, this name to the "appearing son". According to E. Preuchen, an inscription was written in Palmyra that reads "Nebo's Bar", ie "Nebo's Son". This religious background of the name of Barnabas was supported by A.G. Deissmann. R.P.C. Hanson in his brief but interesting Legend in Acts argues that the name Barnabas does not mean "the son of the call", but "the son of Nebo" or "the son of the prophet", and it is unlikely that one who knows Aramaic would make that mistake. Hanson also believes that the "appearing son" was written at the source of Acts 1, 1, that is to say, in the list of the names of the Prophets, but from Menaen (Menahem), which indeed means "the son of pleading" or "comforting" . The Evangelist Luke thought that he was referring to Barnabas and transferred it to the Acts of the Drafts, 36.
We are of the opinion that the holy writer did not translate verbatim the name "Barnabas", which is Aramaic and comes from the word Var (= son) and the Neboy root from which Nevi (= prophet) is produced, theological and historical importance.
Perhaps the interpretation of the name "Barnabas", with the "appealing son", which is a semitism, was recorded in the text by the source of the holy writer. However, he expresses someone who pleads and he is usually a prophet. The prophet has the gift of teaching and encouraging to build, so that this characterization was rightly attributed to Barnabas. This is a testimony of the Acts, which expresses the special distinction that the "Cypriot Baptist" had in the first ecclesial community and points out its contribution to the spread of the Gospel. From a historical point of view, which is of particular interest to us in this case, Barnabas was indeed a Prophet who "overthrew" the newly-beloved believers in Antioch and urged them "the will of the heart to wait for the Lord".
Acts d ', 36-37, also attribute the social aspect of Barnabas's work. The offering of money from the sale of his estate to the Apostles to relieve the poor brothers and to meet the economic needs of the Christian community of Jerusalem, as well as its organization and operation, was a true act of calling. Therefore, Evangelist Luke attributed the name "Barnabas" to the "son of appeal" because he truly expresses the spiritual and social work of the person bearing the name and emphasizes the fact of their entry into the function of the prophet and the teacher.
Of course, the phenomenon of using a new name, the interpretation of which expresses the personality or attributes of it, is also presented in other cases of the New Testament. In our case, however, it is characteristic that the new name "Barnabas" completely replaced the original name of the apostle "Joseph" or "Joseph", which was used only once in the Acts. The new name, which the Apostles established, is always used by Luke and by Paul in his letters.
When exactly Varnavas became a Christian, the Acts and other New Testament books do not tell us. This would be particularly important because we would know when the Cypriot element was involved in primitive Christianity. Nevertheless, the tradition of the Church preserves various views on the matter of the time of Barnabas' conversion to Christ. (A) The writer of the False Messengers says that Barnabas was very early and was among the first to follow Christ. The Cypriot monk Alexander in His Eminence for Barnabas, places the apostle's conversion after the paralytic treatment of Jesus in the Provencal Baptism. b) According to the testimony of Clement of Alexander and other Fathers of the Church, Barnabas was one of the Seventh Apostles of the Lord and, according to Egonios, the "first and exarch and leader".
At this point we also point to the fact of the confusion, which prevailed in the handwriting tradition between the names of Joseph - Barnabas and Joseph - Varsavva. This problem is also known to St. John Chrysostom, who made a clear distinction between the two different persons. Barnabas is recognized among the old disciples. Indeed, his distinction was so great that, according to the ancient tradition of the Church, he could have been a candidate among the two, one of whom would replace Judah and complete the cycle of the Twelve. Therefore, Barnabas probably belonged to the circle of one hundred and twenty disciples, so he was an active member of the first Christian community, which began to function systematically since Pentecost. Even the title of "son of call", which shows the charismatic gift of the Holy Spirit, the "Paraclete," implies the participation of Barnabas on the Day of the Pentecost in the circle of one hundred and twenty Students at the expiation of the Holy Spirit.
It is worth mentioning that this is the first time since the Pentecost that we have in the Acts the use of the term "Infamous appealing son".
Barnabas, according to the information of the Acts, for a long time, until Paul emerged and continued the task of mission to the nations, will be a prominent figure in the Greek Christian circle of the disciples and the most prominent forms of the first Church. Even during the common missionary activity of the two men, Barnabas retains his prestige and glory, as evidenced by the following facts: 1) The mediation of Barnabas in order to present the former persecutor of Christianity Paul to the Apostles. Apostle Barnabas, with this action, contributed significantly to the evolution of the events of the primitive Church. The conversion and recognition of the Apostle of the Nations was validated and unity of the Apostolic Church secured. 2) The preposition of the name of Barnabas and then Paul highlights the distinction of Barnabas and the recognition of his offer by the first Christian community of Jerusalem, as opposed to Paul, who did not yet have a similar work. 3) The impression given to the inhabitants of the soldiers by the presence and action of the two missionaries in their place is characteristic: "they consume Barnabas Jupiter, and Paul Hermes", even where Paul was "the Abbot of the Word" , because according to the careful observation of the holy Chrysostom, "and from the sight of Barnabas". The signing of Barnabas' recognition by the First Church is the assignment of his name as the envoy of the Apostolic Synod to the Christian nations in Antioch. "He has given to you men who have been chosen in the same way as men, to you and to our dear ones, Barnabas and Paul, men adore their souls for the name of our Lord Jesus Christ. " This decision of the Apostolic Synod is an acknowledgment of the common missionary work of Barnabas and Paul to the nations. 4) Even the continuation of Barnabas' missionary activity parallel to and independently of Paul, after their known "frenzy" and separation, Mark's words, shows that Apostle Barnabas was not a mere follower, but a match of the Apostle of the Nations . Therefore, the view that Barnabas was a mere assistant and associate of Paul does not correspond to the picture of the facts testified by the Acts.
As a "leper," Apostle Barnabas belonged naturally to the Judaic clergy. According to the Numbers 18.6, the Levites were priests' assistants, though Deuteronomy 17.9. 18 18.1.21. 24,8. 27.9 identifies the priests with the Bleutites.
How the Apostle Barnabas was found in Cyprus, the Acts and other books of the New Testament give us no answer, and only assumptions can be made on this issue. As it is known, the Jews migrated for commercial and economic reasons, but also when there were war conflicts at home. Of course, Cyprus has always been in the interest of those seeking profit. That is why a large number of Jews was transferred to Cyprus and Egypt by Ptolemy I in 320 BC. Barnabas, according to information from the Epiphany of Cyprus, was one of the Jews of the diaspora; "he was not alien to Israel". His ancestors, who were Jews from the Leu race, emigrated to Cyprus due to the fighting in the era of Antiochus the Epiphanes (168 BC).
From the fact that Barnabas begins his missionary journey with Paul from Cyprus and especially from Salamis, where numerous Jews were established, we assume that perhaps this was the city in which the Apostle was born. The ancient tradition is almost unanimous that Salamis is the place of the martyrdom of Barnabas and the place where his tomb is located.
Although we do not have information about the childhood of Apostle Barnabas in the New Testament, the Exodus speaks for his studies in Jerusalem, where he attended Gamaliel and had a fellow student Paul. Despite our reservations about the evidence of tradition, this early acquaintance helps explain the subsequent close co-operation of the two men. However, the Cypriot origin of Barnabas and his upbringing into a Greek region with a strong influence on Greek culture are prerequisites for understanding his work, and especially the liberal spirit, with which he has comprehended the Christian faith. The cultural and spiritual environment in which Barnabas grew up prevented him ultimately from being trapped in the narrow Jewish perceptions of his Palestinian homosexuals.
However, it is worth noting that Apostle Barnabas has emerged as a great form of primitive Christianity and had the greatest distinction and recognition of the Apostles. That is why his relationship with the leadership of the Church of Jerusalem was very close. Responsibility, which distinguished the Apostle, was revealed by his apt intervention to present Paul to the Apostles. This action is of particular importance to the writer of the Acts, who from this point creates the conditions and the context in which the relations and the action of the two great missionaries of the First Church will later develop. The prospects for later co-operation between the two men are specified with the considerable gesture of Barnabas. The weight of opinion, the guarantee and responsibility of the character of Barnabas paved the way for the new Ascendant Apostle of the Nations to be presented at the forefront of the First Church, who with his work and action gave universal dimensions to the newly established Church of Christ. This former persecutor of the Church under the protective, mediatory and dynamic presence of Barnabas, according to the author of the Acts, makes his first appearance in Jerusalem after his conversion.
Cypriot Barnabas, with his energy, established even more the favor and sympathy of the Apostles.
The search for Paul in Tarsus and the action of the two in Antioch, "all this whole," inaugurated a systematic missionary mission to the nations. Barnabas, according to the writer of the Acts, carries his center of action from Jerusalem, which was until now, to Antioch, which becomes the center and mother of the Christian nations. This was crucial for the continuation of his activity. The sympathetic to the Apostles "son of call," "their connection with the other disciples, and indeed with Paul, the surefinder of the true spirit of the First Apostolic Church, becomes a missionary who will set himself in the work of spreading the word of God and to the nations.
According to a tradition, Apostle Barnabas has proclaimed the Gospel in Alexandria, another in Rome, and another in the Mediolana of Northern Italy, so that he may be considered as the founder of the Church's own.
In his last days, it appears that the Apostle Barnabas passed to Salamis of Cyprus, where he was arrested by the Jews. They led him out of town, tied him to the cervix with a rope and stoned him by stoning. Thus, the "son of the call" was probably martyred, probably between the ages of 57 and 60 AD. His holy relic burned it to the fire. This, since, with the providence of God, it was not charred, he received Mark and some other pious Christians, buried it in a cave of deep respect and honor.
Later on, on the emperor of Zenon, about 485 AD, the honorable relic of Apostle Barnabas, which from the unknown place of burial, due to violent persecution, was continually miraculous, was found by a miraculous admonition in Cyprus under a tree in a cave , stamped with stones. The holy relic, "a sweet smell of spiritual grace," had on its chest the holy Gospel of Matthew, the idol of Apostle Barnabas. Thanks to this fact, the Church of Cyprus ceased to be under the jurisdiction of the Church of Antioch and became a self-rule, since it was granted privileges by the emperors Zenon and Justinian. The relics of the Saint, after some movements, which tradition also speaks, ended again in Cyprus, where they are now found in the Holy Monastery of Apostle Barnabas in Salamis.


Apolyticus. Sound c '. Divine Faith.
Divine organs, the Caller, and offenders, of the Word of God, have become the Apostles, the Bartholomew of the Twelve Sons, and Barnabas as the appeals son. But ask, Christ the God beautified, the great mercy is given.


Kontakion. Sound d '. I'm afraid today.
As Christ the Apostles, and in the wise doctrine, all bless the earth, Bartholomew thee, and Barnabas;


Majesty.
Hierony of the Apostles, the sophomore, the economy, the Savior, the officers, plus Bartholomew, Barnabas the theophants, the spiritual movements, the super sense.

Δεν υπάρχουν σχόλια: