Ματθ.
15, 29-31
29 Καὶ μεταβὰς ἐκεῖθεν
ὁ Ἰησοῦς ἦλθε
παρὰ τὴν θάλασσαν
τῆς
Γαλιλαίας, καὶ
ἀναβὰς εἰς τὸ
ὄρος
ἐκάθητο ἐκεῖ.
30 Καὶ
προσῆλθον αὐτῷ ὄχλοι
πολλοὶ ἔχοντες μεθ᾿ ἑαυτῶν χωλούς, τυφλούς,
κωφούς, κυλλοὺς καὶ
ἑτέρους πολλούς,
καὶ ἔρριψαν αὐτοὺς
παρὰ τοὺς πόδας
τοῦ Ἰησοῦ, καὶ
ἐθεράπευσεν αὐτούς,
31 ὥστε τοὺς
ὄχλους θαυμάσαι βλέποντας κωφοὺς ἀκούοντας, ἀλάλους λαλοῦντας,
κυλλοὺς ὑγιεῖς, χωλοὺς
περιπατοῦντας καὶ τυφλοὺς βλέποντας·
καὶ ἐδόξασαν τὸν Θεὸν
Ἰσραήλ.
ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗ
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
Ματθ.
15, 29-31
29
Και όταν έφυγε
από εκεί ο
Ιησούς, ήλθε κοντά
εις την λίμνην
της Γαλιλαίας και
ανέβηκε στο όρος
και καθότανε
εκεί.
30
Και ήλθε εις
αυτόν πολύς κόσμος
που είχαν μαζί
τους χωλούς, τυφλούς, βωβούς,
κουλούς και άλλους
πολλούς και τους έρριξαν
εις τα πόδια
του και τους
θεράπευσε,
31
ώστε ο κόσμος
θαύμαζε, όταν έβλεπε
βωβούς να μιλούν, κουλούς να
γίνωνται υγιείς, κουτσούς
να περπατούν και
τυφλούς να βλέπουν.
Πράξ.
6,8-7,5, 47-60
8 Στέφανος δὲ πλήρης
πίστεως
καὶ δυνάμεως ἐποίει τέρατα
καὶ σημεῖα μεγάλα ἐν τῷ λαῷ.
9 Ἀνέστησαν δέ
τινες τῶν ἐκ
τῆς
συναγωγῆς τῆς λεγομένης Λιβερτίνων καὶ Κυρηναίων καὶ
Ἀλεξανδρέων καὶ τῶν ἀπὸ
Κιλικίας καὶ Ἀσίας συζητοῦντες τῷ Στεφάνῳ,
10 καὶ οὐκ ἴσχυον ἀντιστῆναι τῇ
σοφίᾳ καὶ τῷ
πνεύματι ᾧ ἐλάλει.
11 Τότε
ὑπέβαλον ἄνδρας λέγοντας
ὅτι ἀκηκόαμεν αὐτοῦ λαλοῦντος ρήματα βλάσφημα εἰς Μωυσῆν
καὶ τὸν Θεόν·
12 συνεκίνησάν τε τὸν λαὸν καὶ
τοὺς πρεσβυτέρους
καὶ τοὺς
γραμματεῖς, καὶ ἐπιστάντες συνήρπασαν αὐτὸν
καὶ ἤγαγον εἰς τὸ συνέδριον,
13 ἔστησάν τε μάρτυρας
ψευδεῖς λέγοντας·
ὁ ἄνθρωπος οὗτος οὐ παύεται
ρήματα βλάσφημα λαλῶν κατὰ τοῦ
τόπου τοῦ ἁγίου
καὶ τοῦ νόμου·
14 ἀκηκόαμεν γὰρ αὐτοῦ λέγοντος ὅτι
Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος οὗτος καταλύσει τὸν τόπον τοῦτον καὶ
ἀλλάξει τὰ ἔθη ἃ παρέδωκεν ἡμῖν Μωυσῆς.
15 Καὶ ἀτενίσαντες εἰς αὐτὸν ἅπαν τες οἱ καθεζόμενοι ἐν τῷ συνεδρίῳ εἶδον τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡσεὶ πρόσωπον ἀγγέλου.
15 Καὶ ἀτενίσαντες εἰς αὐτὸν ἅπαν τες οἱ καθεζόμενοι ἐν τῷ συνεδρίῳ εἶδον τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡσεὶ πρόσωπον ἀγγέλου.
7, 5. καὶ
οὐκ ἔδωκεν
αὐτῷ κληρονομίαν ἐν
αὐτῇ οὐδὲ βῆμα
ποδός, καὶ ἐπηγγείλατο δοῦναι αὐτῷ εἰς κατάσχεσιν
αὐτὴν καὶ τῷ σπέρματι
αὐτοῦ μετ’ αὐτόν,
οὐκ ὄντος αὐτῷ τέκνου.
47 Σολομὼν δὲ ᾠκοδόμησεν αὐτῷ οἶκον.
48 Ἀλλ᾿ οὐχ
ὁ ὕψιστος ἐν χειροποιήτοις
ναοῖς
κατοικεῖ, καθὼς ὁ
προφήτης λέγει·
49 ὁ
οὐρανός μοι θρόνος,
ἡ δὲ γῆ
ὑποπόδιον τῶν ποδῶν μου· ποῖον οἶκον οἰκοδομήσετέ μοι, λέγει Κύριος,
ἢ τίς τόπος τῆς καταπαύσεώς μου;
50 Οὐχὶ
ἡ χείρ μου ἐποίησε ταῦτα πάντα;
51 Σκληροτράχηλοι καὶ
ἀπερίτμητοι τῇ καρδίᾳ
καὶ τοῖς ὠσίν,
ὑμεῖς ἀεὶ τῷ Πνεύματι τῷ Ἁγίῳ ἀντιπίπτετε, ὡς
οἱ πατέρες ὑμῶν καὶ ὑμεῖς.
52 Τίνα τῶν προφητῶν οὐκ ἐδίωξαν οἱ πατέρες ὑμῶν; καὶ ἀπέκτειναν τοὺς
προκαταγγείλαντας περὶ τῆς
ἐλεύσεως τοῦ δικαίου, οὗ
νῦν ὑμεῖς προδόται καὶ φονεῖς
γεγένησθε·
53 οἵτινες
ἐλάβετε τὸν νόμον εἰς διαταγὰς ἀγγέλων, καὶ
οὐκ ἐφυλάξατε.
Θανάτωσις του
Στεφάνου
54 Ἀκούοντες δὲ
ταῦτα διεπρίοντο ταῖς καρδίαις αὐτῶν καὶ ἔβρυχον τοὺς
ὀδόντας ἐπ᾿ αὐτόν.
55 Ὑπάρχων δὲ πλήρης Πνεύματος
Ἁγίου, ἀτενίσας εἰς τὸν οὐρανὸν
εἶδε δόξαν Θεοῦ
καὶ Ἰησοῦν ἑστῶτα
ἐκ δεξιῶν τοῦ
Θεοῦ,
56 καὶ εἶπεν·
ἰδοὺ θεωρῶ τοὺς οὐρανοὺς
ἀνεῳγμένους καὶ τὸν υἱὸν τοῦ
ἀνθρώπου ἐκ δεξιῶν
τοῦ
Θεοῦ ἑστῶτα.
57 Κράξαντες δὲ
φωνῇ μεγάλῃ συνέσχον τὰ ὦτα
αὐτῶν καὶ ὥρμησαν ὁμοθυμαδὸν
ἐπ᾿ αὐτόν,
58 καὶ
ἐκβαλόντες ἔξω τῆς πόλεως ἐλιθοβόλουν. Καὶ
οἱ μάρτυρες ἀπέθεντο τὰ ἱμάτια αὐτῶν
παρὰ τοὺς πόδας
νεανίου καλουμένου Σαύλου,
59 καὶ ἐλιθοβόλουν τὸν Στέφανον,
ἐπικαλούμενον καὶ λέγοντα·
Κύριε Ἰησοῦ, δέξαι τὸ πνεῦμά μου.
60 Θεὶς δὲ τὰ γόνατα ἔκραξε φωνῇ μεγάλῃ· Κύριε, μὴ στήσῃς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην. Καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐκοιμήθη. Σαῦλος δὲ ἦν συνευδοκῶν τῇ ἀναιρέσει αὐτοῦ.
60 Θεὶς δὲ τὰ γόνατα ἔκραξε φωνῇ μεγάλῃ· Κύριε, μὴ στήσῃς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην. Καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐκοιμήθη. Σαῦλος δὲ ἦν συνευδοκῶν τῇ ἀναιρέσει αὐτοῦ.
ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗ
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
Πράξ.
6,8-7,5, 47-60
8 Ο
Στέφανος, γεμάτος
πίστι και δύναμι,
έκανε τέρατα και
θαύματα μεγάλα μεταξύ του
λαού.
9 Μερικοί
από την συναγωγή, που
ελέγετο των Λιβερτίνων
και των Κυρηναίων και
των Αλεξανδρέων και
από τους καταγομένους
από την Κιλικία και
Ασία, σηκώθηκαν και
συζητούσαν με τον
Στέφανο,
10 αλλά
δεν μπορούσαν να αντισταθούν
στην σοφία και
στο Πνεύμα με το
οποίο μιλούσε.
11 Τότε
έβαλαν κρυφά ανθρώπους
να πουν, «Τον
ακούσαμε να λέγει λόγια βλάσφημα κατά
του Μωϋσέως και
κατά του Θεού».
12 Και
ξεσήκωσαν τον λαό και
τους πρεσβυτέρους και
τους γραμματείς, ώρμησαν επάνω
του και τον
άρπαξαν βιαίως και
τον έφεραν στο συνέδριο.
13 Παρουσίασαν και
ψευδομάρτυρες, οι οποίοι
έλεγαν, «Ο άνθρωπος αυτός δεν παύει
να λέγει λόγια
βλάσφημα κατά του
αγίου αυτού τόπου και
κατά του νόμου.
14 Διότι
τον έχουμε ακούσει
να λέγει ότι
ο Ιησούς ο
Ναζωραίος θα καταστρέψει τον τόπον αυτόν και
θα αλλάξῃ τα
έθιμα που μας
παρέδωκε ο Μωϋσής».
15 Και όλοι που κάθονταν στο συνέδριο προσήλωσαν σ’ αυτόν τα βλέμματα και είδαν το πρόσωπό του να είναι σαν πρόσωπο αγγέλου.
15 Και όλοι που κάθονταν στο συνέδριο προσήλωσαν σ’ αυτόν τα βλέμματα και είδαν το πρόσωπό του να είναι σαν πρόσωπο αγγέλου.
5.
Δεν του έδωσε
όμως κληρονομιά σ’ αυτήν
ούτε ένα βήμα,
αλλά υποσχέθηκε να
την δώσει ως
ιδιοκτησία σ’ αυτόν και
τους απογόνους του
ύστερα από αυτόν,
αν και δεν είχε
παιδί.
47 Αλλ’ ο Σολομών
ήτο εκείνος που
του οικοδόμησε οίκον.
48 Ο
Ύψιστος όμως δεν
κατοικεί σε χειροποιήτους
ναούς,
49 καθώς
ο προφήτης λέγει:
Ο ουρανός
είναι ο θρόνος
μου, η δε γη
υποπόδιο των ποδιών
μου. Τί είδους
οίκο θα μου
οικοδομήσετε, λέγει ο Κύριος, ή
ποιος είναι ο
τόπος της αναπαύσεώς
μου;
50 Το χέρι μου
δεν τα δημιούργησε όλα
αυτά;
51 Σκληροτράχηλοι, με
απερίτμητη καρδιά και
αυτιά, σεις πάντοτε αντιτίθεστε προς
το Πνεύμα το
Άγιον, όπως οι
πρόγονοί σας έτσι
και σεις.
52 Ποιον
από τους προφήτας
δεν κατεδίωξαν οι πρόγονοί σας;
Σκότωσαν εκείνους που προφήτευσαν τον
ερχομό του Δικαίου,
και τώρα
γίνατε σεις προδότες του
και φονηάδες του·
53 σεις
που πήρατε το
νόμο σε εντολές,
που δόθησαν δι’ αγγέλων, και όμως
δεν το φυλάξατε.
Θανάτωσις του Στεφάνου
54 Ενώ
άκουαν αυτά, ωργίσθησαν
και έτριζαν τα
δόντια τους εναντίον του.
55 Αλλ’
ο Στέφανος γεμάτος Πνεύμα
Άγιο προσήλωσε το βλέμμα
του στον ουρανό
και είδε την δόξα
του Θεού και
τον Ιησού να
στέκεται στα δεξιά
του Θεού,
56 και
είπε, «Βλέπω τους
ουρανούς ανοικτούς και
τον Υιό του
ανθρώπου να στέκεται στα
δεξιά του Θεού».
57 Αυτοί
φώναξαν με δυνατή
φωνή, βούλωσαν τα
αυτιά τους και ώρμησαν όλοι
μαζί επάνω του,
58 και
αφού τον έβγαλαν
έξω από την
πόλι, τον
λιθοβολούσαν. Οι μάρτυρες έβαζαν
τα ενδύματά τους
κοντά στα πόδια
κάποιου νέου, που ωνομάζετο Σαύλος
59 και
λιθοβολούσαν τον Στέφανο, ο
οποίος επεκαλείτο και
έλεγε, «Κύριε Ιησού, δέξου
το πνεύμα μου».
60 Αφού δε γονάτισε φώναξε με φωνή δυνατή, «Κύριε, μη λογαριάσης σ’ αυτούς την αμαρτία αυτήν».
60 Αφού δε γονάτισε φώναξε με φωνή δυνατή, «Κύριε, μη λογαριάσης σ’ αυτούς την αμαρτία αυτήν».
Matt. 15, 29-31
29 And when Jesus had departed thence, he came nigh
unto the lake of Galilee, and went up into a mountain, and there they abode.
30 And there came unto him a great multitude, with the
multitudes, and the blind, and the silent, and the foul, and many others, and
cast them down at his feet, and healed them,
31 so that people would admire when they saw
silhouettes talking, lollies becoming healthy, lame walking and blind watching.
Act. 6.8-7.5, 47-60
8 Stephen, full of faith and power, performed great
monsters and miracles among the people.
9 Some of the synagogue, controlled by the Liberians
and the Cyrenees and the Alexandrians and those from Cilicia and Asia, got up
and talked with Stephen,
10 but they could not resist the wisdom and the Spirit
with which he spoke.
11 Then they secretly put men to say, "We heard
him speak blasphemous words against Moses and against God."
12 And they raised up the people, and the elders, and
the scribes, and pressed upon him, and took him by force, and brought him to
the congregation.
13 And there came forth false witnesses, who said,
"This man ceaseth to speak words blasphemously against this holy place and
against the law.
14 For we have heard him say that Jesus of Nazareth
shall destroy this place, and change the customs which Moses delivered unto us.
15 And all who sat in the congregation looked on him,
and saw his face as an angel.
5. But he did not give her any inheritance for a step,
but promised to give it to him and his descendants after him, although he had
no children.
47 But it was Solomon who built the house for him.
48 But the Most High does not dwell in handmade
temples,
49 As the prophet saith: The heaven is my throne, and
the earth my footstool. What kind of house will you build for me, says the
Lord, or what is the place of my rest?
50 Didn't my hand create all this?
51 Cruelties, with countless hearts and ears, you
always oppose the Holy Spirit, just as your ancestors did.
52 Which of the prophets did not your ancestors
pursue? They killed those who prophesied the coming of the Law, and now you
have become his traitors and murderers;
53 You who received the law in commandments, which
were given by angels, and yet did not keep it.
Stephanos's death
54 And when they heard this, they were angry, and
gnashed upon him with their teeth.
55 But Stephen, full of the Holy Spirit, looked up to
heaven and saw the glory of God and Jesus standing at the right hand of God,
56 And he said, "I see the heavens open, and the
Son of man standing at the right hand of God."
57 And they cried with a loud voice, and shut their
ears, and cried together upon him,
58 And when they had cast him out of the city, they
stoned him. The witnesses put their clothes near the feet of a young man named
Saul
59 and they stoned Stephen, who was calling and
saying, "Lord Jesus, receive my spirit."
60 After he did not kneel, he cried out in a loud
voice, "Lord, do not count on them this sin."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου