20/8/19

Ο Άγιος Λούκιος ο Βουλευτής


Πολλές  δυνάμεις ανακάλυψε ο άνθρωπος στην εποχή μας. Δυνάμεις μεγάλες και καταπληκτικές με τις οποίες πέτυχε και καταπληκτικά αποτελέσματα.
Κι  όμως    πάνω    από    αυτές  τις δυνάμεις στέκει  και  θα  στέκει πάντα  μία άλλη δύναμη. Δύναμη  όχι  υλική   και  πεπερασμένη,  αλλά   πνευματική    και    θεία.    Είναι    η    δύναμη    της   πίστεως.
Η   δύναμη  αυτή  δεν κατασκευάζει    κανόνια   και    νάρκες    και    βόμβες ατομικές  που  κρημνίζουν  και  καίουν  και  καταστρέφουν  τα  πάντα.
Η    δύναμη  αυτή  ανορθώνει   ψυχές.   Θεραπεύει    ψυχικά    τραύματα.
Ανακαινίζει    τον    άνθρωπο.  Δημιουργεί  θαύματα μεγάλα  και  εξαίρετα.   Τα    ηθικά,  τα  πνευματικά,  τα  ψυχικά  θαύματα.
Πολλά    τέτοια  υπέροχα παραδείγματα δυνάμεως  της πίστεως  βρίσκουμε   στη     ζωή     όλων  των  αγίων και  μαρτύρων  και   ηρῴων  της    Εκκλησίας    και     της   πατρίδος   μας.
Ένα   τέτοιο   παράδειγμα   ζωντανό   κι εξαίρετο  αποτελεί   και  η  ζωή  του   Αγίου    Μάρτυρος    Λουκίου  που  τη  μνήμη του γιορτάζουμε σήμερα.
Μια    γρήγορη    ματιά  στη  ζωὴ του  έχει  πολλά  να  μας δώσει.
Άς    την   προσέξουμε.
Έζησε  στα  χρόνια τὰ παλιά  και  δύσκολα, των διωγμών τα χρόνια. Πατρίδα είχε την   Κυρήνη   της Λιβύης από  την   οποία,    όπως    ξέρουμε, καταγόταν   κι   ο Σίμωνας   ο   Κυρηναίος.   Αυτός   που   αγγαρεύθηκε    να   μεταφέρει   τον   σταυρό   του    Κυρίου   στον   Γολγοθά.    Πρέπει    να  ήταν   γιος    πλουσίας  και  αριστοκρατικής  οικογενείας,  η  οποία φρόντισε    να   του    δώσει μία μεγάλη  μόρφωση. Αυτό το συμπεραίνουμε   από    την    ξεχωριστή    θέση  που  κατείχε  στην κοινωνία  της  Κυρήνης. Ήταν  βουλευτής  και σαν  έργο   του    είχε  την  απασχόλησή    του   με   τις   δημόσιες    υποθέσεις. Προτού  ακόμα γνωρίσει    τη   χριστιανική     θρησκεία    διακρινόταν   για   την    ευγένεια,  την     καλωσύνη      και     τη     φιλανθρωπία    του.
Στον  χριστιανισμό προσήλθε μετά από  το τρομερό μαρτύριο του επισκόπου     της   Κυρήνης   του    ιερομάρτυρος    Θεοδώρου,    που     τη  μνήμη   του   γιορτάζει    η    Εκκλησία   μας    στις    4    Ιουλίου.   Τον  αγώνα   του   παρηκολούθησε    από    την  αρχή  ως  το  τέλος. Τον μάρτυρα     κατήγγειλε    ο    ίδιος    ο    γιος    του    που    έφερε    το    όνομα   Λέων,   στον    τότε     ηγεμόνα    της   πόλεως,   τον   Διγνιανό.    Κι αυτός,     πιστό    όργανο   του    αυτοκράτορα    Διοκλητιανού    (299   μ.Χ.) έσπευσε   να    εκδηλώσει   πάνω    στον    καλοκάγαθο     επίσκοπο     όλη  τη     σκληρότητά    του,    μα    και    το    μίσος    του   στη    νέα    θρησκεία.

Στην  αρχή   ο   επίσκοπος κλήθηκε  να αρνηθεί   τον  Χριστό  και  να θυσιάσει στα είδωλα. Στην άρνησή του να πειθαρχήσει άρχισαν τα βασανιστήρια.   Πρώτα – πρώτα  σκληρό    μαστίγωμα  με  λουριά  που  είχαν   στην  άκρη    κομμάτια    από μολύβι. Ύστερα   ξέσχισμα του  κορμιού  με μυτερά  μαχαίρια και  τρίψιμο  των  πληγών με  τρίχινα  πανιά  βουτηγμένα σε  ξύδι και  αλάτι. Ακολούθησε το  κόψιμο της γλώσσας του  Αγίου με ξυράφι και  το πέταγμά  της   στη    γη.   Μερικές πιστές γυναίκες, που ακολουθούσαν τον Μάρτυρα έσκυψαν πήραν τη γλώσσα   και   του    την   έδωσαν.   Κι   ο   Άγιος     αφού   πήρε   το κομμένο   αυτό   μέλος    με   το   οποίο    δοξολογούσε   κάθε    μέρα   τον Κύριο    και   παρηγορούσε   κι   ενίσχυε   τα   πνευματικά    του   παιδιά,  την  έβαλε στο στήθος και  προχώρησε στη φυλακή. Εκεί  που  βάδιζε δοξολογώντας   τον   Πανάγαθο   Θεό   για    την    τιμή   που    του    έκαμε  να     υποφέρει   για    την   πίστη   του,   ένα   περιστέρι   τον   πλησίασε    κι   άρχισε  να  πετά  γύρω του.  Την  ίδια  ώρα κι  ένα  παγώνι    ήρθε    και  κάθησε   στο    παράθυρο  της  φυλακής μέσα    στην    οποία    έκλεισαν  τον  μάρτυρα. Το περιστατικό  αυτό  συγκίνησε την ευγενικιά   ψυχή    του  Λούκιου,  που  με  συγκρατημένη  αναπνοή  παρακολουθούσε τον  Ομολογητή.  Τούτα  τα παράδοξα   σκέφτηκε   ο   ειδωλολάτρης βουλευτής,  δεν  μπορεί  να είναι  τυχαία.   Μια     φλογερή  επιθυμία  άναψε μέσα του  να  γνωρίσει κι  αυτός τη  θρησκεία του  ηρωικού  επισκόπου.     Χωρίς   να   χάσει    καιρό    ζήτησε    να   τον    επισκεφθεί  στο   κελί    που    ήταν    κλεισμένος. Τον βρήκε γονατιστό να προσεύχεται.    Η    θεία   χάρις   είχε   θεραπεύσει  τις  πληγές. Το   γεγονός    τον   συνετάραξε.  Ύστερα  από   πολλή    ώρα, αφού ασπάσθηκε    με   βαθύ   σεβασμό  το χέρι του μάρτυρα επισκόπου, πίστεψε   με   όλη   την    καρδιά    του    στον     Χριστό     κι    έσπευσε    να δεχθεί    το     βάπτισμα.
Τὰ    λόγια   του   Κυρίου,    «ούτω    λαμψάτω    το   φως   υμών    έμπροσθεν    των   ανθρώπων,  όπως  ίδωσιν    υμών  τα  καλά  έργα  και  δοξάσωσι  τον  Πατέρα   υμών  τον  εν  τοις  ουρανοίς»  (Ματθ. ε’ 16)  βρήκαν  στο  πρόσωπο   του    πιστού   κι     αλύγιστου    Επισκόπου    πλήρη   την   εφαρμογή τους. Ο   ηρωϊσμός   του,   η    υπομονή   του,   η ανεξικακία    του,   η   όλη    συμπεριφορά     του,    έκαμαν    το    θαύμα τους.  Η     απροκατάληπτη  καρδιά  του  ευγενικού  ειδωλολάτρη  βουλευτή     συγκλονίσθηκε    και   πίστεψε.
Πόσα δεν πρέπει να πει στην ψυχή μας και τούτο το γεγονός. Παραδείγματα θέλουμε να ιδούμε οι άνθρωποι κάθε φορά για να πιστέψουμε.  Και  πρότυπα  για  να  τα  μιμηθούμε.  Πουθενά  αλλού  όμως  δεν    μπορούμε    να    βρούμε   τόσα    παραδείγματα     ανθρωπιάς, πίστεως    και    ψυχικού    μεγαλείου,   όσα    στην    ιστορία  της  Εκκλησίας  μας.  Εδώ  θα    βρούμε  και   τα    αληθινά  πρότυπα  αρετής  που  χρειαζόμαστε,   ιδιαίτερα  στην    εποχή    μας.   Ναι!   Την    εποχή   μας   την παραπαίουσα   και    αγωνιζόμενη  να  κάμει  τη    ζωή   των   αλόγων    ζῴων, ζωή   δική της. Στ' αλήθεια! Τα λόγια  του  Πνεύματος  του Θεού  «άνθρωπος  εν    τιμή    ών    ου    συνήκε,   παρασυνεβλήθη     τοις    κτήνεσι    τοις ανοήτοις   και    ωμοιώθη    αυτοίς»    νομίζει    κανείς  πως    ειπώθηκαν    και   για  την   εποχή   μας.   Γι'  αυτό  κι    ο   σημερινός  άνθρωπος  ζει    μέσα    στο    άγχος και    δεν   γνωρίζει    όχι   «τι    τέξεται    η   επιούσα»,  αλλά  τι  θα  γίνει    την  άλλη    στιγμή.
Κι    όμως  υπάρχει   το  φάρμακο    της    θεραπείας    μα    και  της  σωτηρίας.  Μας    το    δείχνει   ο    βουλευτής   μας   ο   Λούκιος.   Σαν    είδε,   με   πόσο   θάρρος   ο γηραιός   επίσκοπος    αντιμετώπισε    τα    ανήκουστα    μαρτύρια  στα  οποία   ο φίλος   του    ηγεμόνας  Διγνιανός  υπέβαλε  τον  Μάρτυρα,    κι    όμως    αυτός μιμούμενος    τον    Πρωτομάρτυρα    του    Γολγοθά,   αντί   να   βλαστημά     και    να υβρίζει τους βασανιστές προσευχόταν γι’ αυτούς, δεν δίστασε να    πιστέψει και   να   βαπτισθεί.   Η    δόξα   κι   οι   ανέσεις   και   τα   μεγαλεία   που   του   εξασφάλιζε η θέση του, δεν τον εμπόδισαν. Πίστεψε.   Πίστεψε    βαθιά. Χωρίς   να   χάσει   καιρό   σπεύδει   μάλιστα   με   έργα   να   εκδηλώσει   την    αγάπη του   στον   γλυκύτατο   Ιησού. Η   τεράστια περιουσία του    δεν   τον   εμποδίζει    να την    εκποιήσει    και    τὰ    χρήματα   να   τα    διαθέσει  στους  αδελφούς  του  Χριστού,  τους πάσχοντες, τα   ορφανά   και   τις    χήρες.   Η    δραστηριότητά     του, κι    ο    ένθεος   ζήλος   του   για    τον    Χριστό,   κινεί     την    περιέργεια   του    φίλου   του ηγεμόνα    Διγνιανού,   που    τον    καλεί    στο    μέγαρό    του    για   να    μάθει  τι    του  συμβαίνει.   Εκεί    ο    νεοσύλλεκτος   στου   Χριστού   την    πίστη,   με   ζήλο    θεϊκό    κι αγάπη   φλογερή  γίνεται  ο χειραγωγός  του  ηγεμόνα  στη    νέα    θρησκεία:
 - Διγνιανέ,   μια    τέτοια    αρετή    κι   ένας    τέτοιος    ηρωισμός    σαν    του   γέροντα επισκόπου  προϋποθέτει  μία    ανώτερη    πηγή    εμπνεύσεως,   λέγει  στον φίλο   του  ο  Λούκιος. Στη  φυλακή  που  πήγα,  βρήκα  τον  επίσκοπο  γονατιστό     να    προσεύχεται    και   να    ζητά    από    τον   Χριστό    του   και    Θεό   μας, να   μας    συγχωρήσει    για   τα   βασανιστήρια   στα   οποία  τον    υπέβαλες.   Φίλε  μου,  είναι   σκληρό για  μας  να  κλείουμε  τα    μάτια  μπροστά  στην  αλήθεια.  Ο   Θεός   των   χριστιανών  είναι  ο  αληθινός  Θεός. Και  ο    Χριστός  είναι  ο   γιος   του   Θεού   Πατέρα,    που  για   τη   δική    μας    τη    σωτηρία    έγινε  άνθρωπος κι   ήλθε  στον   κόσμο  κι  έπαθε  για  μας,  για  να  μας  απαλλάξει    από   την     πηγή    όλων    των   κακών,    την    αμαρτία.
Τα   λόγια   του   Λούκιου   κι   η     επιχειρηματολογία    του    έχυσαν    νέο    φως   στην ψυχή  του  ηγεμόνα.  Η διδασκαλία  συνεχίστηκε  μέχρι  που    μια    βραδυά  ο   άρχοντας,   συντετριμμένος για    όσα   είχε   διατάξει   να   κάμουν   στους χριστιανούς,    πετάχτηκε    από    το   κάθισμά   του   και   πέφτοντας   στα    γόνατα  με    σπασμένη    φωνή    είπε     στον    Λούκιο.
- Φίλε    μου,    πιστεύω   κι    εγώ    στον   Χριστό.   Ναι!    Πιστεύω   με   όλη   μου    την καρδιά.
Την   ίδια    βραδιά    ένας   ιερέας    κλήθηκε    στο    αρχοντικό.   Η   κατήχηση   του άρχοντα    συμπληρώθηκε και ακολούθησε  το  βάπτισμα.  Ύστερα  από   λίγες    μέρες  οι  δυο   φίλοι   Διγνιανός  και  Λούκιος  εγκαταλείπουν    την Κυρήνη  και μ’  ένα  πλοιάριο  φεύγουν  κι  έρχονται στην  Κύπρο.  Έρχονται,    πρώτα    για     να    φύγουν   από    ένα   γνωστό    περιβάλλον   από    το οποίο    κινδύνευαν    κάθε    στιγμή   και    ώρα.   Κι   ύστερα   γιατί    θέλουν   το   φως που  απέκτησαν  να    το    προσφέρουν   και   σε   άλλους.   Αυτό   γίνεται   πάντα στις αληθινά ευγενικές καρδιές. Γράψαμε κι αλλού, πως ένας που    γεύτηκε το    μέλι   δεν   θέλει   ποτέ    να    κρατήσει    τη   γεύση   του   μόνο  για  τον  εαυτό του.    Θέλει    να    κάμει    κι    άλλους   πολλούς   μέτοχούς   της    χαράς    του.    Αυτό γίνηκε   και   με   τους   δύο    νεοσύλλεκτους    οπαδούς   του   Χριστού.    Θέλουν   τη χαρά   και    την  ευτυχία  που    δοκιμάζουν  οι  ίδιοι  με  τον  θησαυρό  που   βρήκαν,  την  πίστη  του    Χριστού,    να   την   προσφέρουν   και   σε    άλλους. Μια    τέτοια    προσπάθεια   φυσικά   δεν  γίνεται   εύκολα κι  ακίνδυνα.  Τα  λόγια  όμως  του    Κυρίου    «μείζονα    ταύτης    αγάπην   ουδείς    έχει,    ίνα    τις  την  ψυχήν αυτού  θή  υπέρ  των  φίλων  αυτού»    (Ιωάν. ιε’ 13),    συνέχουν  την    καρδιά   τους.   Δηλαδή  το   να  θυσιάσει  κανείς  τη    ζωή    του   για   χάρη των  φίλων  του,  αυτή  είναι  η  πιο   μεγάλη  αγάπη.  Έτσι  ένοιωθαν  οι πρώτοι    χριστιανοί    την    αγάπη.
Έτσι  την  έζησαν  οι  Άγιοι  κι  οι  Μάρτυρες. Έτσι  την  αισθάνονται, πρέπει    να    την   αισθάνονται   κι   όλοι   οι    γνήσιοι   χριστιανοί.    Γιατί   έτσι    την  θέλει  ο  Κύριος   μας.    Για  τον  χριστιανό,  τον  κάθε  αληθινό    χριστιανό     η αγάπη    προς    τον   συνάνθρωπό   μας   είναι   καθήκον. Είναι   νόμος. «Αγαπήσεις   Κύριον    τον  Θεόν    σου  εξ  όλης  της  καρδίας σου  και  εξ  όλης  της    ψυχής   σου  και    εξ  όλης   της   ισχύος   σου   και   εξ   όλης   της   διανοίας   σου, και  τον  πλησίον  σου    ως    σε    αυτόν» (Λουκ. ι’ 27)   τονίζει   αυτός   ο   Κύριος.   Ο κάθε   άνθρωπος, είτε φίλος, είτε εχθρός  είναι πλησίον μας.   Και    σ’  αυτόν  οφείλουμε    την    αγάπη    μας.
Την  αγάπη  τους  σπεύδουν  να   δείξουν  κι  οι  φίλοι  Διγνιανός  και   Λούκιος   στους   κατοίκους   του   νησιού   μόλις έφτασαν σ’ αυτό.   Με  ενθουσιασμό,  αλλά    και    σύνεση    κινούνται    οι    χθε0σινοί  διώκτες  και    τώρα  φλογεροί     εργάτες    του   Ευαγγελίου    του     Χριστού.
Μα  οι   μέρες   είναι   δύσκολες.    Το    κύμα   του   διωγμού    των   χριστιανών    του σκληρού  και  απάνθρωπου  αυτοκράτορα  Διοκλητιανού έφτασε   και    στην Κύπρο. Οι οπαδοί του Σωτήρος Χριστού δεν έχουν που να σταθούν. Καθημερινά  πλήθος  οι  χριστιανοί    συλλαμβάνονται   και   οδηγούνται    στις φυλακές και τα βασανιστήρια. Κάποια μέρα   σε    μία   σαρωτική  εξόρμηση των  διωκτών συνελήφθηκε  και  ο Λούκιος. Δέσμιος    οδηγείται    μπροστά  στον έπαρχο  της  πόλης    και    του    ζητείται   να   θυσιάσει   στα   είδωλα.    Ο  φλογερός    ιεραπόστολος    φυσικά    αρνείται.   Την   ώρα    εκείνη   η   σκέψη   του    μάρτυρα    φέρει μπροστά του την ηρωική  μορφή του    Αγίου    επισκόπου της   Κυρήνης, του ιερομάρτυρα   Θεοδώρου, του οποίου το παράδειγμα  προσπαθεί  να  μιμηθεί.   Τα   λόγια   του   θείου Αποστόλου   Παύλου   «μιμηταί  μου    γίνεσθε    καθώς  καγώ    Χριστού»,   (Α’ Κορ. ια’ 1)  νομίζει   πως  τα  ακούει  να    τον   καλούν  από    το    στόμα   του  ιερομάρτυρος. Από   τις   σκέψεις του    αυτές   τον   διακόπτει    ξαφνικά    η   φωνή    του    επάρχου:
- Εμπρός!   Μη   καθυστερείς. Έλα    αφηρημένε.   Έλα   να   θυσιάσεις   στους μεγάλους    θεούς    μας.
Στην   κραυγή   του    επάρχου,   ο    Λούκιος   συνήλθε. Είδε  γύρω  του   τους  δήμιους να τον περιμένουν. Και στο βάθος μερικές μορφές να τον κοιτάζουν με συμπάθεια. Ανάμεσά τους διέκρινε και τον φίλο και    συνεργάτη    του    Διγνιανό,  που  τον  κοίταζε  και  αυτός  με   λαχτάρα  και  αγωνία  ν’ ακούσει  την απάντησή του, και  με  παρρησία  και    θάρρος  απαντά:
- Οι    πέτρες    και   τα   ξόανα  δεν    χρειάζονται    θυσίες. «Στόμα    έχουσι    και    ου λαλήσουσιν,    οφθαλμούς   έχουσι   και   ουκ   όψονται,   ώτα    έχουσι   και   ουκ ενωτισθήσονται,   ουδέ   γαρ   εστι   πνεύμα εν τω  στόματι  αυτών  όμοιοι αυτοίς   γένοιντο    οι    ποιούντες    αυτά   και   πάντες   οι   πεποιθότες   επ’   αυτοίς» (ψαλμ. ρλε’ 17 – 18).   Δηλαδή   οι    θεοί   σας  που   είναι   πέτρες   και   ξύλα   που κατειργάσθηκαν   χέρια   ανθρώπινα, και   προσέδωκαν σε   αυτά    τη    μορφή  του   ειδώλου   έχουν    στόμα  αλλά  δεν  θα μιλήσουν ποτέ. Έχουν   και μάτια,   αλλά    δεν  θα  ίδουν  ποτέ.  Έχουν  και    αυτιά, αλλά  ποτές    δεν    θα ακούσουν,   γιατί   ούτε   πνοή    υπάρχει   στο   στόμα   τους.   Όμοιοι   με   αυτούς τους   άψυχους   και   αναίσθητους   θεούς, είθε να   γίνουν  κι  όλοι  όσοι  κατασκευάζουν   τα    είδωλα     αυτά,  κι    όσοι    πιστεύουν    σ' αυτά.
Την   ίδια    στιγμή    αφού   κοίταξε    μπροστά   του   τον    βωμό    στον   οποίο   τον διέταξαν  να    προσφέρει θυμίαμα λατρείας  στον  ανύπαρκτο  θεό,   σήκωσε το πόδι  και   κλώτσησε   τον   βωμό   και   το    άγαλμα που  ήταν  μπροστά  του.  Βωμός και  άγαλμα γκρεμίστηκαν. Μα την  ίδια  ώρα  βροντερή    αντήχησε  και    πάλι   του    επάρχου    η    φωνή:
- Σκοτώστε    τον   βέβηλο.
Ένας   δήμιος   που   στεκόταν   δίπλα    σήκωσε   το   τσεκούρι   που   κρατούσε    στο χέρι    και   κτύπησε   τον    ομολογητή   στο    κεφάλι. Το    σώμα    κυλίστηκε    κάτω λουσμένο  στα  αίματα.  Ένας  άλλος  απέκοψε  με  μαχαίρι  το  κεφάλι  και  το πέταξε. Ένα επιφώνημα χαράς ακούστηκε από τους    ειδωλολάτρες.  Κι  ένας στεναγμός  ανακούφισης  από  τους  χριστιανούς  που βρισκόντουσαν  εκεί  και   παρακολουθούσαν   την   όλη   σκηνή.   Στεναγμός  ανακούφισης,   αλλά    και   θαυμασμού    για  την  παρρησία  και  το  θάρρος του   Μάρτυρα.
Όταν το πλήθος διαλύθηκε, ο  Διγνιανός   με  μερικούς  άλλους  χριστιανούς    πήγαν,    έδωκαν   μερικά    χρήματα στους    φρουρούς    και πήραν το άγιο λείψανο· και αφού το καθάρισαν από τα   αίματα    και   το   έπλυναν με    τα    δάκρυα   της   στοργής    και   της   αγάπης   τους,   το   κήδεψαν   κοντά σε    άλλα    λείψανα     μαρτύρων.
Έτσι έκλεισε η ζωή του βουλευτή της Κυρήνης, του Λούκιου στο αγαπημένο   μας    νησί.   Με   τη   θυσία    του,    άγιασε    κι     αυτός   τα   χώματα   της Νήσου   των   Αγίων,  της  Κύπρου  μας.  Στον    ουρανό   η    άγια ψυχή   του    μαζί με τις ψυχές των άλλων Αγίων και Μαρτύρων της Πίστεώς μας, αναπέμπουν    δοξολογίες    στον    Ύψιστο   και   δέονται    νυχθημερόν στον Μεγάλο   Πατέρα    για   μας.    Δέονται,   αλλά    και    προβάλλοντας   τη   ζωή    τους για   παράδειγμα,   μας    καλούν    να    τους    μιμηθούμε.
Άλλωστε    «μνήμη   μάρτυρος,    μίμησις    μάρτυρος».   Η    πιο    μεγάλη   τιμή   για  ένα    μάρτυρα    είναι   να    μιμηθούμε   οι   πιστοί   την   ζωή   του. Σε αυτή  την  μίμηση  μας προσκαλούν  οι  Άγιοί  μας  κι  ιδιαίτερα  ο    μάρτυρας    Λούκιος.
Μάρτυρες    ζητά   κι   η   εποχή   μας,   γιατί   δεν  έχει.  Σήμερα  έχουμε  επιστήμονες    και    τεχνίτες. Έχουμε  ηθοποιούς    και    καλλιτέχνες.  Έχουμε  ποδοσφαιριστές και αθλητές. Έχουμε «χριστιανούς» μα δεν έχουμε  φλογερούς  ομολογητές. Λείπουν   οι   χριστιανοί   των   έργων.   Υπάρχουν μόνον   οι    χριστιανοί   των    τύπων. Γι’ αυτό   κι  οι  εχθροί    μας    πατάνε    στα  στήθη  και   μας    κοροϊδεύουν.   Καιρός    όλοι     να    συνέλθομε.  Άρχοντες   και  λαός  να  ξυπνήσουμε  από  τον λήθαργο  στον  οποίο    μας  έρριψε     ένας  άκρατος    ευδαιμονισμός.   Ο    τόπος    αυτός,   το   τονίζουμε    ακόμη   μια    φορά, είναι τόπος αγίων και μαρτύρων. Κάθε κοιλάδα και  λόφος  είναι  ποτισμένοι  με    το    αίμα    κάποιου    ή     κάποιων   μαρτύρων.   Αλλά    και    η   γη   του   νησιού   μας   είναι   σπαρμένη     με    κόκαλα    αγίων   μορφών,   που    εδώ έζησαν   και    μαρτύρησαν    και    άγιασαν    τούτο   τον    τόπο.   Όλοι    αυτοί    μας  καλούνε  σε ψυχικό  συναγερμό.  Οι  άγιες μορφές τους  που  είναι  ζωγραφισμένες   στις    εικόνες,    μας   καλούν   να   μιμηθούμε    την   πίστη   τους, την   αρετή   τους, και  να    γίνουμε  κι     εμείς    σύγχρονες    έμψυχες     εικόνες.
Αυτός    είναι    και    ο    σκοπός της  ζωής  μας,  ο  αγιασμός  ημών.  «Άγιοι  γίνεσθε,    ότι  εγώ  άγιος  είμι»  μας  φωνάζει  και    το    Πνεύμα    του    Θεού.  Με  τούτο    τον    τρόπο   μονάχα   θα   μπορέσουμε    να    ελευθερωθούμε,   αλλά και να επιβιώσουμε και να ιδούμε την Κύπρο μας ευτυχισμένη, δοξασμένη,    ευλογημένη.
Κύριε    Ιησού   Χριστέ,   δια  των  πρεσβειών  του  Αγίου   σου   μάρτυρος Λουκίου,   ελέησον    και    σώσον    ημάς.   Αμήν.


Saint Luke the Member of Parliament


Many forces have been discovered by man in our day. Great and amazing forces with which to achieve amazing results.
And yet above these forces stands and will always stand another force. Power not material and finite, but spiritual and divine. It is the power of faith.
This force does not make cannons and atomic mines and bombs that cut and burn and destroy everything.
This power lifts souls. Heals mental wounds.
It refurbishes man. It creates great and wonderful miracles. The moral, the spiritual, the spiritual miracles.
Many such wonderful examples of the power of faith are found in the lives of all the saints and martyrs and heroes of our Church and country.
One such example alive and well is the life of St. Martyr Luke, whose memory we are celebrating today.
A quick look at his life has a lot to give us.
Let's watch it.
He lived in the old and difficult years of persecution in the years. Homeland had the Cyrene of Libya from which, as we know, Simon Cyreneus also came from. He who was tempted to carry the cross of the Lord to Calvary. He must have been the son of a wealthy and aristocratic family, who took care to give him a great education. This is deduced from the distinct position it held in Cyrene society. He was a Member of Parliament and his job was dealing with public affairs. Before he even came to know the Christian religion, he was distinguished for his kindness, kindness and charity.
He came to Christianity after the terrible martyrdom of the bishop of Cyrene, the martyr Theodore, who is commemorated on July 4 by our Church. His race was followed from start to finish. The witness himself was complained of by his son, who was named Leo, the then ruler of the city, Dignanos. And he, the faithful organ of Emperor Diocletian (299 AD), hastened to manifest on the benevolent bishop all his cruelty, but also his hatred of the new religion.

At first the bishop was called to deny Christ and to sacrifice to idols. Torture began in his refusal to discipline. First - the first hard lash with straps that had pencil cut ends. Then scrape the body with sharp knives and rub the wounds with vinegar dipped in vinegar and salt. It was followed by the razor-cut tongue and its flying to the earth. Some faithful women who followed the Witness bent their tongue and gave it to him. And the Saint, having taken this cut off member by which he glorified the Lord daily and comforted and strengthened his spiritual children, put her to the breast and went to prison. There, as he walked, glorifying the Almighty God for the honor we had suffered for his faith, a dove approached him and began to fly around him. At the same time a peacock came and sat at the window of the prison in which the witness was locked up. This incident moved Lucio's courtesy soul, who watched the Confessor with restrained breath. These are the paradoxes thought by the idolater, it cannot be accidental. A fiery desire enabled him to get to know the heroic bishop's religion as well. Without wasting any time, he asked to visit him in the cell that was closed. He found him kneeling to pray. Divine grace had healed the wounds. The fact shocked him. After a long time, having embraced the bishop's hand with great respect, he believed in Christ with all his heart and rushed to accept the baptism.
The words of the Lord, "So shine I your light before men, as the good works are given unto you, and glorify your Father in heaven" (Matt. 16: 16) they found in the face of the faithful and unselfish bishop their fulfillment . His heroism, his patience, his independence, all his behavior, did their miracle. The noble heart of the noble pagan MP was overwhelmed and believed.
How much has to say to our souls and this fact. Examples are we want to see people every time to believe. And templates to imitate. But nowhere else can we find such examples of humanity, faith and greatness as in the history of our Church. Here we will also find the true models of virtue we need, especially in our time. Yes! In our time, she has been struggling and struggling to make a living for her horse, a life of her own. For real! The words of the Spirit of God, "a man in honor of the common people, taken in by the possessions of the foolish, and empowered by them" are thought to have been said in our day. That is why today's man lives in stress and does not know "what the fuck is going on" but what will happen next.
And yet there is the cure for both healing and salvation. This is shown by our Member Lucius. He saw how courageous the old bishop was in dealing with the unheard-of witnesses to which the friend of the ruler Dignian presented the Witness, and yet he mimicked the Protector of Calvary, instead of blaspheming and humiliating the torturers. and be baptized. The glory and the comforts and greatness of his position did not stop him. Believe it. Believe it deeply. Without wasting any time, he is in a hurry to work on expressing his love for the sweet Jesus. His enormous wealth does not prevent him from divesting it of his money to the brothers of Christ, the sufferers, the orphans, and the widows. His activity, and his zeal for Christ, move the curiosity of his friend Dignian, who invites him to his mansion to find out what is happening to him. There, the newcomer to the faith of Christ, with zealous love and fiery love, becomes the manipulator of the ruler in the new religion:
 - Dignian, such a virtue and such heroism as the elder bishop presupposes a superior source of inspiration, Lucius tells his friend. In the prison I went to, I found the bishop kneeling to pray and ask his Christ and our God to forgive us for the torture you were subjected to. My friend, it is hard for us to close our eyes to the truth. The God of Christians is the true God. And Christ is the Son of God the Father, who for our salvation has become human and has come into the world and fallen for us, to free us from the source of all evil, sin.
Lucio's words and his arguments shed new light on the ruler's soul. The teaching continued until one evening the lord, crushed by what he had ordered the Christians to do, was thrown from his seat and dropped to his knees with a broken voice and told Lucio.
- My friend, I also believe in Christ. Yes! I believe with all my heart.
The same night a priest was called to the mansion. The lord's indictment was completed and baptism followed. After a few days, the two friends Dignianos and Lucius leave Cyrene and leave with a boat to come to Cyprus. They come first to leave a familiar environment from which they are endangered every moment and time. And then because they want the light they have gained to offer it to others. This is always done in truly noble hearts. We wrote elsewhere, that one who has tasted honey never wants to keep his taste alone for himself. He wants to make many other shareholders happy. This happened to both of Christ's new followers. They want the joy and happiness that they themselves experience with the treasure they have found, the faith of Christ, to be offered to others. Such an effort, of course, is not easily and safely made. But the words of the Lord, "No one in this great love has any love for his souls in favor of his friends" (John 13), carry their hearts. That is, sacrificing one's life for the sake of one's friends is the greatest love. This is how the early Christians felt love.
This is how the Saints and the Witnesses lived. This is how they feel it, and all true Christians should. Because that's how our Lord wants it. For the Christian, for every true Christian, love for our fellow man is a duty. It's a law. "Thou shalt love the Lord thy God with all thy heart, and with all thy soul, and with all thy strength, and with all thy mind, and with thy neighbor as unto him" (Luke 10:27). Every human being, whether friend or foe, is near us. And to him we owe our love.
Their friends hasten to show their love to the inhabitants of the island as soon as they arrived. The persecutors of yesterday and now the fiery workers of the Gospel of Christ move with enthusiasm and prudence.
But the days are hard. The wave of persecution of Christians by the cruel and inhuman Emperor Diocletian reached Cyprus. The followers of Christ the Savior have nowhere to stand. Everyday crowds of Christians are arrested and sent to prison and torture. One day, Lucius was arrested in a sweeping pursuit of the persecutors. Captive is brought before the governor of the city and asked to sacrifice to the idols. The fiery missionary of course refuses. At that moment the thought of the witness brings before him the heroic form of the Holy Bishop of Cyrene, the martyr Theodoros, whose example he is trying to imitate. The words of the uncle Apostle Paul, "Imitate me as I burn with Christ", (1 Cor. 1) think that he hears them being called out of the mouth of the martyr. From his thoughts, the voice of the prince suddenly interrupted him:
- Go ahead! Don't be late. Come on, abstract. Come sacrifice to our great gods.
At the cry of the governor, Lucius met. He saw the executioners around him waiting for him. And in the background some figures look at him sympathetically. Among them he saw his friend and colleague Dignianos, who was looking at him, too, eagerly and anxiously to hear his answer, and answered with boldness and courage:
- Stones and wax need not be sacrificed. "There is a mouth with a crunch and a bud, eyes with a crunch and a crunch, but a crunch and a crunch, there is no spirit in their mouths like they were born and all those who believe in them" (Psalm 17). . That is to say, your gods, who are stones and woods that were made by human hands, and given to them in the form of an image, have a mouth but will never speak. They have eyes, but they will never see. They also have ears, but drinks will not hear, because there is no breath in their mouths. Like those lifeless and unconscious gods, may those who make these idols and those who believe in them become.
At the same time, after looking at the altar in front of which he was ordered to offer an incense of worship to the non-existent god, he raised his leg and kicked the altar and the statue before him. Altar and statue were torn down. But at the same time thunder again the voice of the prince echoed:
- Kill the abomination.
An executioner standing next lifted the ax he was holding in his hand and struck the confessor in the head. The body was rolled down into a pool of blood. Another cut his head with a knife and threw it away. A shout of joy was heard by pagans. And a sigh of relief from the Christians who were there watching the whole scene. A sigh of relief as well as admiration for the martyr's boldness and courage.
When the crowd was dissolved, Dignanos went with some other Christians, gave some money to the guards and took the holy relic; of witnesses.
This is how the life of the Member of Kyrenia, Lucius, on our beloved island ended. With his sacrifice, he also sanctified the soil of the Island of Our Saints, Cyprus. In heaven his holy soul, together with the souls of the other Saints and Witnesses of our Faith, recite praises to the Most High and bind the Great Father overnight for us. They give in, but also in their lives, for example, they invite us to imitate them.
After all, "witness memory, imitation witness". The greatest honor for a witness is to imitate his faithful life. In this imitation our Saints invite us, and especially the witness Lucius.
Our era also demands witnesses, because it does not have. Today we have scientists and craftsmen. We have actors and artists. We have football players and athletes. We have "Christians" but we do not have fiery confessors. The Christians of the works are missing. There are only Christians of all types. That is why our enemies clap our breasts and make fun of us. It's time for us all to come together. Lords and peoples awakened by the lethargy in which we were thrown into extreme bliss. This place, we emphasize once again, is a place of saints and martyrs. Every valley and hill is watered by the blood of some or some witnesses. But also the land of our island is scattered with bones of holy figures, who lived and witnessed and sanctified this place here. They all call us to a mental alarm. Their sacred figures painted on the images invite us to imitate their faith, their virtue, and become modern-day animated images.
That is the purpose of our lives, our sanctification. "You become saints, that I am holy," the Spirit of God shouts to us. In this way we will not only be able to liberate ourselves, but also to survive and see our happy, glorified, blessed Cyprus.
Lord Jesus Christ, through the embassies of your holy witness, Luke, have mercy on us and save us. Amen.

Δεν υπάρχουν σχόλια: