Γεννήθηκε στο Δορόστολο της Θρακικής Μοισίας, τότε που αυτοκράτορας ήταν
ο Ιουλιανός ο Παραβάτης.
Ήταν
δούλος σε ένα
σκληρό και φανατικό ειδωλολάτρη (άλλες
πηγές αναφέρουν ότι ήταν γιος τοπικού
αξιωματικού ονόματι Σαββατιανού), που όταν
έμαθε ότι ο Αιμιλιανός πίστευε στο Χριστό, εξοργίστηκε
τόσο πολύ, ώστε αφού τον έβρισε
με τα πιο
χυδαία λόγια, έπειτα τον μαστίγωσε ανελέητα. Βέβαια,
του
επεσήμανε ότι, άν συνεχίσει
να είναι χριστιανός,
θα πάθαινε πολύ
χειρότερα. Αλλά οι τιμωρίες
και οι απειλές,
αντί να
κάμψουν το φρόνημα
του Αιμιλιανού, φούντωσαν περισσότερο τη
φλόγα της πίστης του στο Χριστό.
Μάλιστα την επόμενη
μέρα πήγε σε ειδωλολατρικό
ναό, όπου
με σφυρί συνέτριψε
όλα τα
αγάλματα που ήταν μέσα στο
χώρο αυτό. Εξοργισμένοι οι ειδωλολάτρες ιερείς, τον συνέλαβαν
και τον παρέδωσαν να
δικαστεί.
Όταν πληροφορήθηκε το γεγονός αυτό ο κύριος του Αιμιλιανού,
αμέσως έτρεξε στο κριτήριο, όπου, αφού έβρισε
τον Αιμιλιανό για την πράξη
του, έπειτα διέταξε
να αρνηθεί χωρίς αντίρρηση το Χριστό. Ο Αιμιλιανός χαμογελώντας απάντησε στον κύριό
του: «Μπορείς να διατάξεις ότι θέλεις,
θα σε υπακούσω,
αλλά η πίστη μου είναι
εκτός των δικαιωμάτων σου. Ως προς
αυτήν
ένα και μόνο Κύριο
αναγνωρίζω, τον Ιησού Χριστό.
Αυτός είναι ο
μέγας και παντοτινός μου Κύριος, που
εξουσιάζει το σώμα και
την ψυχή μου, και ποτέ
δε θα τον
αρνηθώ». Ο ειδωλολάτρης
άρχοντας με μίσος χαστούκισε
τον
Αιμιλιανό.
Έπειτα, αφού τον βασάνισαν, τον έριξαν στη φωτιά, το δε λείψανο του Αγίου, κήδεψε μεγαλοπρεπώς η γυναίκα του άρχοντα ειδωλολάτρη, που ήταν κρυπτοχριστιανή.
Έπειτα, αφού τον βασάνισαν, τον έριξαν στη φωτιά, το δε λείψανο του Αγίου, κήδεψε μεγαλοπρεπώς η γυναίκα του άρχοντα ειδωλολάτρη, που ήταν κρυπτοχριστιανή.
Απολυτίκιον.
Ήχος
δ’. Ο υψωθείς
εν τω Σταυρώ.
Ως προσφορά και ολοκάρπωμα θείον, δια πυρός προσενεχθείς τω Δεσπότη, τοις όμβροις των χαρίτων σου ευφραίνεις νυν ημάς· πυρ γαρ το ουράνιον, τη ψυχή περιφέρων, ώσπερ αύραν έφερες, την κατάφλεξιν Μάρτυς. Αλλά μη παύση πάντοτε φρουρείν, τους σε τιμώντας, Αιμιλιανέ ένδοξε.
Ως προσφορά και ολοκάρπωμα θείον, δια πυρός προσενεχθείς τω Δεσπότη, τοις όμβροις των χαρίτων σου ευφραίνεις νυν ημάς· πυρ γαρ το ουράνιον, τη ψυχή περιφέρων, ώσπερ αύραν έφερες, την κατάφλεξιν Μάρτυς. Αλλά μη παύση πάντοτε φρουρείν, τους σε τιμώντας, Αιμιλιανέ ένδοξε.
Κοντάκιον. Ήχος πλ.
δ’. Τη
Υπερμάχω.
Ως ευσεβείας στηλογράφημα θεόγλυπτον
Της ασεβείας
καθαιρέτης αναδέδειξαι
Τα σεβάσματα
συντρίψας της απωλείας.
Αλλ’ ως έμπλεως
της θείας αγαπήσεως
Ως χρυσός
εν τω πυρί ευρέθης δόκιμος·
Όθεν κράζομεν, χαίροις Μάρτυς αήττητε.
Όθεν κράζομεν, χαίροις Μάρτυς αήττητε.
Μεγαλυνάριον.
Ίαμα ως δρόσος εωθινή, ευσεβέσιν ώφθη, η ση άθλησις εν πυρί· δι’ αυτής γαρ Μάρτυς, τω κόσμω διαπνέεις, ω Αιμιλιανέ τας θείας χάριτας.
Ίαμα ως δρόσος εωθινή, ευσεβέσιν ώφθη, η ση άθλησις εν πυρί· δι’ αυτής γαρ Μάρτυς, τω κόσμω διαπνέεις, ω Αιμιλιανέ τας θείας χάριτας.
Saint Aimilian the Witness
He was born in Dorostolos
of Thracian Moissia, when the emperor was Julian the Infringer.
He was a slave to a tough
and fanatical idol (other sources say he was a son of a local officer named
Sabbatian) who, when he learned that Emilian believed in Christ, was so
exasperated that after barking him with the most vulgar words, then he railed
mercilessly. Of course, he pointed out to him that if he continued to be a
Christian, he would have been much worse. But the punishments and threats,
instead of burying the thought of Aimilianus, flashed more the flame of his
faith in Christ. Indeed, the following day he went to a pagan temple where,
with a hammer, he smashed all the statues that were in that place. The pagan
priests, angry, arrested him and gave him to trial.
When the Emilian's master
was informed of this, he immediately ran to the criterion where, after he had
conquered Emilian for his deed, he then ordered to deny Christ without
objection. Emilianus smiled replying to his master: "You can lay down that
you want, I will obey you, but my faith is beyond your rights. For this one
single Lord, I recognize, Jesus Christ. This is my great and everlasting Lord,
who rules my body and soul, and I will never deny him. " The idolatrous
lord in hatred slapped Aimilian.
Then, after being
tortured, they threw him into the fire, the relic of the saint, magnificently
presided over by his wife, an eminent idol, who was a crypto-Christian.
Apolyticus. Sound d '.
Raised in the Cross.
As a sacrifice and
holiness of the divine, by fire you have been given to the Despot, in the
riches of your charisms you are now making us happy; fire for the heaven, the
soul of a peasant, as soon as you have brought, the blaze of the Martyr. But do
not always stop guarding them in honor, Emiliane glorified.
Kontakion. Sound flat d '.
I overpower her.
As a godly goddess of
goddesses
The ungrateful lager is
bouncing
The Crash Loss of Loss.
But as a bond of divine
love
As gold found in the fire;
That's where we cry,
cheerful Witness, you are not.
Majesty.
Iamah as a deity, I
prayed, the sport in fire; for it, because of the Martyr, the world you are
breathing, as Emilianes the divine grace.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου