Ματθ. 11, 16-20
16 Τίνι δὲ
ὁμοιώσω τὴν γενεὰν
ταύτην; ὁμοία ἐστὶ παιδίοις καθημένοις
ἐν ἀγοραῖς, ἃ
προσφωνοῦντα τοῖς ἑταίροις αὐτῶν λέγουσιν·
17 ηὐλήσαμεν ὑμῖν, καὶ
οὐκ ὠρχήσασθε, ἐθρηνήσαμεν ὑμῖν, καὶ
οὐκ ἐκόψασθε.
18 Ἦλθε γὰρ
Ἰωάννης μήτε ἐσθίων
μήτε πίνων, καὶ
λέγουσι· δαιμόνιον ἔχει.
19 Ἦλθεν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐσθίων καὶ πίνων, καὶ λέγουσιν· ἰδοὺ ἄνθρωπος φάγος καὶ οἰνοπότης, τελωνῶν φίλος καὶ ἁμαρτωλῶν. Καὶ ἐδικαιώθη ἡ σοφία ἀπὸ τῶν τέκνων αὐτῆς!
19 Ἦλθεν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐσθίων καὶ πίνων, καὶ λέγουσιν· ἰδοὺ ἄνθρωπος φάγος καὶ οἰνοπότης, τελωνῶν φίλος καὶ ἁμαρτωλῶν. Καὶ ἐδικαιώθη ἡ σοφία ἀπὸ τῶν τέκνων αὐτῆς!
Προλεγόμενα δεινά
απίστων πόλεων
20 Τότε
ἤρξατο ὀνειδίζειν τὰς πόλεις ἐν αἷς ἐγένοντο
αἱ πλεῖσται
δυνάμεις αὐτοῦ, ὅτι οὐ
μετενόησαν·
ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗ
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
Ματθ. 11, 16-20
16
«Με τί
να παρομοιάσω την
γενεά αυτή; Μοιάζει
με παιδιὰ, που κάθονται στις
αγορές και φωνάζουν
στους φίλους τους,
17
«Σας παίξαμε φλογέρα, αλλά
δεν χορέψατε· σας τραγουδήσαμε
μοιρολόγια αλλά δεν
κλάψατε».
18
Ήλθε δηλαδή ο Ιωάννης,
ο οποίος ούτε
τρώγει ούτε πίνει
και λέγουν, «Δαιμόνιον έχει».
19 Ήλθε ο
Υιός του ανθρώπου,
ο οποίος τρώγει
και πίνει
και λέγουν, «Να, ενας
άνθρωπος φαγάς και κρασοπότης, φίλος
τελωνών και αμαρτωλών». Και η
σοφία επαλήθευσε από
τα παιδιά της».
Προλεγόμενα
δεινά απίστων πόλεων
20
Τότε άρχισε ο
Ιησούς να κατηγορεί
τις πόλεις, στις
οποίες είχαν γίνει τα περισσότερα θαύματά
του, διότι δεν μετανόησαν.
Ρωμ.
10, 11-11,2
11 Λέγει
γὰρ ἡ
γραφή· πᾶς ὁ
πιστεύων ἐπ᾿ αὐτῷ οὐ καταισχυνθήσεται.
12 Οὐ
γὰρ ἔστι διαστολὴ
Ἰουδαίου τε καὶ
Ἕλληνος· ὁ γὰρ
αὐτὸς Κύριος
πάντων, πλουτῶν εἰς πάντας τοὺς
ἐπικαλουμένους αὐτόν·
13 πᾶς
γὰρ ὃς
ἂν ἐπικαλέσηται τὸ
ὄνομα Κυρίου σωθήσεται.
14 Πῶς οὖν ἐπικαλέσονται
εἰς
ὃν οὐκ ἐπίστευσαν; Πῶς δὲ πιστεύσουσιν οὗ
οὐκ ἤκουσαν; Πῶς δὲ
ἀκούσουσι χωρὶς κηρύσσοντος;
15 Πῶς δὲ κηρύξουσιν ἐὰν
μὴ ἀποσταλῶσι;
Καθὼς γέγραπται· ὡς ὡραῖοι
οἱ πόδες τῶν εὐαγγελιζομένων
εἰρήνην, τῶν εὐαγγελιζομένων τὰ
ἀγαθά!
16 Ἀλλ᾿ οὐ
πάντες ὑπήκουσαν τῷ
εὐαγγελίῳ· Ἡσαΐας γὰρ λέγει· Κύριε,
τίς ἐπίστευσε τῇ
ἀκοῇ ἡμῶν;
17 Ἄρα ἡ πίστις ἐξ ἀκοῆς,
ἡ δὲ ἀκοὴ
διὰ ρήματος Θεοῦ.
18 Ἀλλὰ λέγω, μὴ οὐκ ἤκουσαν; μενοῦνγε εἰς πᾶσαν
τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ
φθόγγος αὐτῶν, καὶ
εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης
τὰρήματα αὐτῶν.
19 Ἀλλὰ λέγω, μὴ
οὐκ ἔγνω Ἰσραήλ; πρῶτος
Μωυσῆς λέγει·
ἐγὼ παραζηλώσω ὑμᾶς
ἐπ᾿ οὐκ ἔθνει, ἐπὶ
ἔθνει ἀσυνέτῳ παροργιῶ
ὑμᾶς.
20 Ἡσαΐας δὲ
ἀποτολμᾷ καὶ λέγει· εὑρέθην τοῖς
ἐμὲ μὴ ζητοῦσιν, ἐμφανὴς ἐγενόμην τοῖς ἐμὲ μὴ
ἐπερωτῶσι.
21 Πρὸς δὲ τὸν Ἰσραὴλ λέγει· ὅλην τὴν ἡμέραν ἐξεπέτασα τὰς χεῖράς μου πρὸς λαὸν ἀπειθοῦντα καὶ ἀντιλέγοντα.
21 Πρὸς δὲ τὸν Ἰσραὴλ λέγει· ὅλην τὴν ἡμέραν ἐξεπέτασα τὰς χεῖράς μου πρὸς λαὸν ἀπειθοῦντα καὶ ἀντιλέγοντα.
11, 1 Λέγω οὖν, μὴ ἀπώσατο ὁ
Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ;
Μὴ γένοιτο· καὶ γὰρ ἐγὼ Ἰσραηλίτης εἰμί,
ἐκ σπέρματος Ἀβραάμ, φυλῆς Βενιαμίν.
2 Οὐκ ἀπώσατο
ὁ Θεὸς τὸν λαὸν
αὐτοῦ ὃν προέγνω. Ἢ
οὐκ οἴδατε ἐν Ἠλίᾳ τί λέγει
ἡ γραφή, ὡς
ἐντυγχάνει τῷ Θεῷ κατὰ τοῦ
Ἰσραὴλ λέγων;
ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗ
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
Ρωμ.
10, 11-11,2
11 Διότι
λέγει η γραφή,
Καθένας που πιστεύει σ’
αυτόν δεν θα ντροπιασθεί.
12 Δεν
υπάρχει δηλαδή διάκρισις
μεταξύ Ιουδαίου και
Έλληνος, διότι ο ίδιος
είναι Κύριος όλων, πλούσιος
σε όλους που
τον επικαλούνται.
13 Διότι
καθένας που
θα επικαλεσθεί το όνομα
του Κυρίου θα
σωθεί.
14 Πως
λοιπόν θα επικαλεσθούν
εκείνον, στον οποίο
δεν πίστεψαν; Και πως
θα πιστέψουν σ’
εκείνο για τον
οποίο δεν άκουσαν;
Και πως θα
ακούσουν χωρίς να
κηρύττει κάποιος;
15 Και
πως θα κηρύξουν
εάν δεν αποσταλούν;
Καθώς είναι γραμμένο, Πόσο ωραίοι
είναι οι πόδες
εκείνων που κηρύττουν
το χαρμόσυνο άγγελμα.
16 Αλλἀ
δεν υπήκουσαν όλοι
στο ευαγγέλιο. Ο Ησαΐας
λέγει, Κύριε,
ποιός πίστεψε στο κήρυγμά
μας;
17 Επομένως η
πίστις έρχεται από
την ακοή του
κηρύγματος, και το κήρυγμα
είναι ο λόγος
του Θεού.
18 Αλλ’
ερωτώ, μήπως δεν
άκουσαν; Βεβαίως άκουσαν:
Η φωνή τους διεδόθη σε όλη
την γην και
τα λόγια τους
στα πέρατα της οικουμένης.
19 Πάλιν
ερωτώ, μήπως ο Ισραήλ δεν
γνώρισε; Πρώτος ο
Μωϋσής λέγει: Εγώ θα
κεντήσω την ζηλοτυπία
σας με έθνος
που δεν είναι έθνος
και θα σας
εξοργίσω με έθνος
ανόητο.
20 Ο
Ησαΐας μάλιστα τολμά
να λέγει: Ευρέθηκα από
εκείνους που δεν
με ζητούσαν, φανερώθηκα
σ’ εκείνους που
δεν ερωτούσαν για μένα.
21 Εις δε τους Ισραηλίτες λέγει: Όλην την ημέρα άπλωσα τα χέρια μου προς λαόν που είναι απειθής και αντιλέγει.
21 Εις δε τους Ισραηλίτες λέγει: Όλην την ημέρα άπλωσα τα χέρια μου προς λαόν που είναι απειθής και αντιλέγει.
1 Ερωτώ λοιπόν:
Μήπως απέρριψε ο
Θεός τον λαόν
του; Μη γένοιτο,
διότι και εγώ είμαι
Ισραηλίτης, από τους
απογόνους του Αβραάμ,
από την φυλήν του
Βενιαμίν.
2 Δεν
απέρριψε ο Θεός
τον λαόν του,
τον οποίον προεγνώρισε. Δεν
ξέρετε τί λέγει η
γραφή για τον
Ηλίαν, πως αποτείνεται στον
Θεόν κατά του Ισραηλιτικού λαού:
Matt. 11, 16-20
16 "What shall I like
this generation? It looks like a kid, sitting in the markets and shouting to
their friends,
17 "We played you
flute, but you did not dance; we did sing to you but you did not cry".
18 So John came, who
neither eats nor drinks, and says, "Demonio has."
19 The Son of man comes,
who eats and drinks, saying, "Behold, a man of food and a winegrower, a
friend of the bastards and sinners." And wisdom has been verified by her
children. "
Proposed evils of untold
cities
20 Then Jesus began to
blame the cities where most of his miracles had been done because they did not
repent.
Rom. 10, 11-11, 2
11 For the scripture says,
He that believeth on him shall not be ashamed.
12 There is no distinction
between Judaea and the Greek, for he himself is the Lord of all, rich in all
who invoke him.
13 For every one who will
invoke the name of the Lord shall be saved.
14 How then shall they
rely on whom they have not believed? And how will they believe in the one they
did not hear? And how will they hear without preaching?
15 And how shall they
declare if they are not sent? As it is written, How beautiful are the feet of
those who preach the joyous message.
16 But not everyone was in
the gospel. Isaiah says, Lord, who believed in our preaching?
17 Therefore faith comes
from the hearing of preaching, and preaching is the word of God.
18 But I ask, have they
not heard? Of course they heard: Their voice was spread throughout the earth and
their words to the ends of the world.
19 Again I ask, Is not
Israel known? First, Moses says: I will embroider your jealousy with a nation
that is not a nation, and I will annoy you with a nonsense.
20 Isaiah even dares to
say: I was found by those who did not ask me; I was revealed to those who did
not ask for me.
21 And to the Israelites
he saith, All day long have I spread my hands to a people who are ignorant and
opposed.
1 Then do I ask: Has God
rejected his people? For I am an Israelite, of the descendants of Abraham, of
the tribe of Benjamin.
2 God did not turn away
his people, whom he preached. You do not know what the scripture says about
Elijah, that he is casting on God against the Israelite people:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου