Ματθ. 14, 35-36, 15, 1-11
14, 35 Καὶ ἐπιγνόντες
αὐτὸν οἱ ἄνδρες τοῦ τόπου
ἐκείνου ἀπέστειλαν εἰς
ὅλην τὴν περίχωρον ἐκείνην, καὶ προσήνεγκαν αὐτῷ πάντας τοὺς κακῶς ἔχοντας,
36 καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἵνα κἂν μόνον ἅψωνται τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ· καὶ ὅσοι ἥψαντο διεσώθησαν.
36 καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἵνα κἂν μόνον ἅψωνται τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ· καὶ ὅσοι ἥψαντο διεσώθησαν.
15, 1 Τότε προσέρχονται τῷ Ἰησοῦ
οἱ ἀπὸ Ἱεροσολύμων γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι
λέγοντες·
2 διατί οἱ
μαθηταί σου παραβαίνουσι τὴν
παράδοσιν τῶν πρεσβυτέρων; οὐ
γὰρ νίπτονται τὰς
χεῖρας αὐτῶν ὅταν ἄρτον
ἐσθίωσιν.
3 Ὁ δὲ
ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς·
διατί καὶ ὑμεῖς παραβαίνετε τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ διὰ
τὴν παράδοσιν ὑμῶν;
4 Ὁ
γὰρ Θεὸς ἐνετείλατο λέγων·
τίμα τὸν πατέρα
καὶ τὴν μητέρα· καὶ
ὁ κακολογῶν πατέρα
ἢ μητέρα θανάτῳ
τελευτάτω.
5 Ὑμεῖς δὲ
λέγετε· ὃς ἂν
εἴπῃ τῷ πατρὶ
ἢ τῇ μητρί, δῶρον
ὃ ἐὰν ἐξ
ἐμοῦ ὠφεληθῇς, καὶ
οὐ μὴ τιμήσῃ
τὸν πατέρα αὐτοῦ ἢ
τὴν μητέρα αὐτοῦ·
6 καὶ
ἠκυρώσατε τὴν ἐντολὴν
τοῦ Θεοῦ διὰ
τὴν παράδοσιν ὑμῶν.
7 Ὑποκριταί! καλῶς
προεφήτευσε περὶ ὑμῶν
῾Ησαΐας λέγων·
8 ἐγγίζει μοι
ὁ λαὸς οὗτος τῷ
στόματι αὐτῶν καὶ
τοῖς χείλεσί με
τιμᾷ, ἡ δὲ
καρδία αὐτῶν πόρρω
ἀπέχει ἀπ᾿ ἐμοῦ·
9 μάτην
δὲ σέβονταί
με, διδάσκοντες
διδασκαλίας ἐντάλματα ἀνθρώπων.
10 Καὶ
προσκαλεσάμενος τὸν ὄχλον
εἶπεν αὐτοῖς· ἀκούετε καὶ συνίετε·
11 οὐ
τὸ εἰσερχόμενον εἰς
τὸ στόμα κοινοῖ τὸν
ἄνθρωπον, ἀλλὰ τὸ
ἐκπορευόμενον ἐκ τοῦ
στόματος τοῦτο κοινοῖ
τὸν ἄνθρωπον.
ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
Ματθ. 14, 35-36, 15, 1-11
14,
35 Και όταν οι άνθρωποι του τόπου εκείνου τον ανεγνώρισαν, έστειλαν αγγελιοφόρους σε
όλη τη περιοχή
εκείνη και του έφεραν
όλους τους ασθενείς.
36
Και τον παρακαλούσαν να
τους αφήσει να αγγίξουν μόνον την άκρη του ενδύματός του· και όσοι τον
άγγισαν εθεραπεύθησαν.
15,
1 Τότε έρχονται προς
τον Ιησού από
τα Ιεροσόλυμα γραμματείς
και Φαρισαίοι
2
και του έλεγαν,
«Γιατί οι μαθητές
σου παραβαίνουν την παράδοσι των
πρεσβυτέρων; Δεν πλένουν
τα χέρια όταν πρόκειται να
φάγουν».
3
Αυτός όμως τους
απεκρίθη, «Γιατί και
εσείς παραβαίνετε την εντολή
του Θεού χάριν
της παραδόσεώς σας;
4
Ο Θεός
είπε, «Να τιμάς
τον πατέρα σου
και την μητέρα
σου», και, «Εκείνος, που
υβρίζει πατέρα ή
μητέρα οφείλει να
θανατωθεί».
5
Σεις δε
λέγετε, «Εκείνος που
θα πει στον
πατέρα του ή
την μητέρα του, Ό,τι
έχεις να ωφεληθείς
από εμένα, αυτό
δίδεται ως δώρο στο
Θεό, αυτός δεν
έχει υποχρέωσι να
τιμήσει τον πατέρα
του ή την
μητέρα του».
6
Και ακυρώσατε την
εντολή του Θεού
χάριν της παραδόσεώς σας.
7
Υποκριταί, είχε δίκηο
ο Ησαΐας, όταν
προφήτευσε για σας:
8
Ο λαός
αυτός με το
στόμα τους με
πλησιάζει και με
τα χείλη με
τιμά,
9
ενώ η
καρδιά τους είναι
πολύ μακρυά από
εμένα· μάταια με λατρεύουν, αφού
διδάσκουν διδασκαλίες και
εντολές ανθρώπινες».
10
Και αφού προσκάλεσε
τον κόσμο τους
είπε, «Ακούτε και καταλάβατε·
11
δεν μολύνει τον
άνθρωπο εκείνο που
μπαίνει στο στόμα,
αλλά εκείνο που
βγαίνει από το
στόμα μολύνει τον
άνθρωπο».
Α΄Κορ.
7, 12-24
12 Τοῖς
δὲ λοιποῖς
ἐγὼ λέγω, οὐχ
ὁ Κ ύριος· εἴ τις ἀδελφὸς
γυναῖκα ἔχει ἄπιστον, καὶ
αὐτὴ συνευδοκεῖ οἰκεῖν μετ᾿ αὐτοῦ, μὴ ἀφιέτω
αὐτήν·
13 καὶ
γυνὴ εἴ τις ἔχει ἄνδρα
ἄπιστον, καὶ
αὐτὸς συνευδοκεῖ
οἰκεῖν μετ᾿ αὐτῆς, μὴ
ἀφιέτω αὐτόν.
14 Ἡγίασται γὰρ ὁ
ἀνὴρ ὁ ἄπιστος
ἐν τῇ γυναικί, καὶ ἡγίασται
ἡ γυνὴ ἡ
ἄπιστος ἐν τῷ ἀνδρί·
ἐπεὶ ἄρα τὰ τέκνα ὑμῶν ἀκάθαρτά ἐστι, νῦν δὲ ἅγιά ἐστιν.
15 Εἰ δὲ
ὁ ἄπιστος χωρίζεται, χωριζέσθω. Οὐ δεδούλωται
ὁ ἀδελφὸς ἢ
ἡ ἀδελφὴ ἐν τοῖς τοιούτοις.
Ἐν δὲ εἰρήνῃ κέκληκεν ἡμᾶς
ὁ Θεός.
16 Τί
γὰρ οἶδας, γύναι, εἰ τὸν ἄνδρα σώσεις;
Ἢ τί οἶδας, ἄνερ, εἰ τὴν γυναῖκα σώσεις;
17 Εἰ
μὴ ἑκάστῳ ὡς ἐμέρισεν ὁ
Θεός, ἕκαστον ὡς κέκληκεν ὁ
Κύριος, οὕτω περιπατείτω.
Καὶ οὕτως
ἐν ταῖς ἐκκλησίαις πάσαις διατάσσομαι.
18 Περιτετμημένος τις
ἐκλήθη; μὴ ἐπισπάσθω. Ἐν ἀκροβυστίᾳ τις
ἐκλήθη; Μὴ
περιτεμνέσθω.
19 Ἡ περιτομὴ
οὐδέν ἐστι, καὶ ἡ
ἀκροβυστία οὐδέν ἐστιν, ἀλλὰ
τήρησις ἐντολῶν Θεοῦ.
20 Ἕκαστος ἐν τῇ κλήσει
ᾗ ἐκλήθη, ἐν
ταύτῃ μενέτω.
21 Δοῦλος
ἐκλήθης; μή
σοι μελέτω·
ἀλλ᾿ εἰ καὶ δύνασαι
ἐλεύθερος γενέσθαι, μᾶλλον
χρῆσαι.
22 Ὁ γὰρ
ἐν Κυρίῳ κληθεὶς
δοῦλος ἀπελεύθερος Κυρίου ἐστίν·
ὁμοίως καὶ ὁ ἐλεύθερος κληθεὶς δοῦλός ἐστι Χριστοῦ.
23 τιμῆς
ἠγοράσθητε· μὴ γίνεσθε
δοῦλοι ἀνθρώπων.
24 Ἕκαστος ἐν
ᾧ ἐκλήθη, ἀδελφοί, ἐν τούτῳ
μενέτω παρὰ τῷ Θεῷ.
ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
Α΄Κορ.
7, 12-24
12 Στους
λοιπούς λέγω εγώ,
όχι ο Κύριος:
Εάν ένας αδελφός
έχει γυναίκα άπιστη
και αυτή συγκατανεύει να
συγκατοικεί μαζί του, άς
μην την αφίνει.
13 Και
εάν μία γυναίκα
έχει άνδρα άπιστο
και αυτός συγκατανεύει να
συγκατοικεί μαζί της,
άς μην τον
αφίνει.
14 Διότι
ο άνδρας ο
άπιστος έχει αγιασθεί
δια της γυναικός
και η γυναίκα
η άπιστη έχει
αγιασθεί δια του
ανδρός. Αλλοιώς, τα παιδιά
σας θα ήταν
ακάθαρτα, τώρα όμως
είναι άγια.
15 Αλλ’
εάν το άπιστο
μέλος θέλει να
χωρίσει, άς χωρίσει.
Σε τέτοιες περιπτώσεις
ο αδελφός ή η
αδελφή δεν είναι
δεσμευμένοι. Ο
Θεός μας εκάλεσε
να ζούμε ειρηνικά.
16 Διότι
που ξέρεις, γ υναίκα; Ίσως σώσεις τον άνδρα σου. Που ξέρεις,
άνδρα; Ίσως σώσεις
την γυναίκά σου.
17 Πάντως ο καθένας άς
κανονίζει την ζωή του σύμφωνα
με το χάρισμα που
του έδωσε ο Θεός και
την κατάστασί του όταν τον κάλεσε ο Κύριος. Αυτές τις εντολές δίνω σε
όλες τις εκκλησίες.
18 Εκλήθη κάποιος
ενώ ήτο περιτμημένος; Άς μη
απαλείψει τα σημάδια της περιτομής.
Εκλήθῃ κάποιος ενώ ήτο εθνικός;
Άς μη περιτμηθεί.
19 Η
περιτομή δεν είναι τίποτε και
η μη περιτομή
δεν είναι τίποτε· αξία
έχει η τήρησις
των εντολών του
Θεού.
20 Ο
καθένας στην
κατάστασι που ήτο
όταν εκλήθη, σ’
αυτήν άς μένει.
21 Ήσουν
δούλος, όταν εκλήθης; Μη
σε μέλει, αλλ’ εάν μπορείς να
γίνεις ελεύθερος, επωφελήσου μάλλον
της ευκαιρίας.
22 Εκείνος που εκλήθη εν Κυρίῳ όταν ήτο δούλος, είναι απελεύθερος Κυρίου. Ομοίως εκείνος
που εκλήθη όταν ήτο ελεύθερος, είναι
τώρα δούλος
του Χριστού.
23 Έχετε αγορασθεί
με τίμημα· μη γίνεσθαι δούλοι
ανθρώπων.
24 Ο
καθένας στην κατάστασι
που εκλήθη,
αδελφοί, σ’ αυτήν άς μένει
κοντά στον Θεό.
Matt. 14, 35-36, 15, 1-11
14, 35 And when the people
of that place recognized him, they sent messengers to all that region and
brought all the sick.
36 And they begged him to
let them touch only the edge of his garment; and those who touched him were
healed.
15, 1 Then come to Jesus
from Jerusalem secretaries and Pharisees
2 and said to him,
"Why do your disciples violate the tradition of the elders? They do not
wash their hands when they are going to eat. "
3 But he answered them,
"Why do you also violate the commandment of God for the sake of your
surrender?
4 God said, "Honor
your father and your mother," and, "He who murders a father or mother
must be put to death."
5 You do not say, "He
who will say to his father or his mother, Whatever you have to profit from me,
this is given as a gift to God, he has no obligation to honor his father or his
mother."
6 And ye have annulled the
commandment of God for the sake of your deliverance.
7 The hypocrites, Isaiah
had trial, when he prophesied for you:
8 This people with their
lips approach me, and with their lips honor me,
9 while their heart is far
removed from me; in vain they worship me, teaching teachings and human
commandments. "
10 And when he had invited
the world, he said, "Hear and understand;
11 does not infect the
person who enters the mouth, but that which comes out of the mouth infects man.
"
Acor. 7, 12-24
12 To the rest, I say, not
the Lord: If a brother has a wife who is unfaithful, and she agrees to live with
him, let him not.
13 And if a woman has an
unbelieving husband, and he hath a covenant to dwell with her, let him not
forsake him.
14 For the unbelieving man
has been sanctified by the woman, and the unbelieving woman has been sanctified
by the man. Otherwise, your children would be unclean, but now they are holy.
15 But if the unfaithful
member wants to divorce, let him split. In such cases, the brother or sister is
not committed. God called us to live peacefully.
16 For thou knowest,
yoncha; Maybe you're saving your man. Where do you know, man? You may save your
wife.
17 But let each one set
his life according to the gift that God gave him and his condition when the
Lord called him. I give these commands to all the churches.
18 Has anyone been called
while he was circumcised? Let's not eliminate the signs of circumcision. Did
someone say while he was national? Let's not be circumcised.
19 Circumcision is
nothing, and circumcision is nothing; value is the observance of the
commandments of God.
20 Everyone in the state
that was when he was called, let him live.
21 Were you a slave when
you were called? Do not worry, but if you can be free, take advantage of the
opportunity.
22 He who was called to
the Lord when he was a slave is free to the Lord. Similarly, the one who was
called when he was free, is now a slave to Christ.
23 You have bought at a
price; do not become slaves of men.
24 Everyone in the state
that is called, brethren, in him, shall stand near to God.