17/2/20

Ο Άγιος Αυξίβιος Επίσκοπος Σόλων Κύπρου


Ο  ιερός  και  φλογερός  αυτός  εργάτης   της   Εκκλησίας   του   Χριστού καταγόταν  από  τη   Ρώμη   και   έζησε   στα   χρόνια    των    Αποστόλων. Οι   γονείς   του   ήσαν   πλούσιοι,   αλλά   ειδωλολάτρες.   Είχαν  δύο παιδιά,  τον  Αυξίβιο   και   έναν   άλλο,   τον    Θεμισταγόρα,   που    ήταν πιο   μικρός.

Ο   Αυξίβιος   είχε   ωραίο   και    επιβλητικό   παράστημα   αγαπούσε   δε  πολύ   τα   γράμματα.   Όταν   μεγάλωσε   και   ήρθε  ο   καιρός  να  μορφωθεί,   οι    γονείς    του   τον   παρέδωσαν   σε    σοφούς    δασκάλους, κοντά   στους   οποίους   ο   νέος    διδάχτηκε   όλη   τη    σοφία   και    τη γνώση   του   καιρού του.  Την  ίδια  περίοδο   ο   φιλομαθής   νέος   είχε γνωριστεί    και   με   χριστιανούς,  και    άρχισε    και   από   αυτούς   να μαθαίνει   τα    της   νέας    θρησκείας.

Οι   γονείς   που    έβλεπαν   στο  μεταξύ  το   παιδί    τους    να   μεγαλώνει και   να   φτάνει    στην   κατάλληλη   ηλικία   για    αποκατάσταση, άρχισαν   να   του   μιλούν   για   γάμο    και   να   τον   εκβιάζουν    να νυμφευτεί. Μα   ο   καλός   και   μεγαλεπήβολος   νέος   που   διψούσε   για άλλη   ζωή,   ζωή   ανώτερη,   τους   παράτησε   και   έφυγε   κρυφά   από   τη   Ρώμη   μ’ ένα   καράβι,   που   ταξίδευε   στην   Κύπρο.   Κάποιο    πρωινό   το   καράβι    έφτασε   και   αγκυροβόλησε   στον   Λιμνίτη,   ένα λιμάνι   που   βρίσκεται   στη βόρεια    ακτή   της   νήσου    και     απέχει τέσσερα  περίπου   μίλια   από   την   πόλη    των   Σόλων.   Την   πόλη  αυτή,   όπως   είναι   γνωστό,    έκτισε   ο   βασιλιάς της Αίπειας   Φιλόκυπρος,  το    πρώτο   τέταρτο   του   έκτου   αιώνος  π.Χ.   προς    τιμή του   μεγάλου  νομοθέτου  των   Αθηνών,   του   Σόλωνα,   που επισκέφθηκε  τότε   την   Κύπρο.   Στην    πόλη   αυτή    η  Πρόνοια   του Θεού    κανόνισε,   ώστε  ο   Αυξίβιος    να    συναντηθεί  με   τον   απόστολο   Μάρκο   και   να   γίνει   μαθητής   του.   Ο    νεαρός  απόστολος  ήταν  μόνος   του, γιατί   ο   σύντροφός   του,   και   αρχηγός της  ιεραποστολικής   ομάδας,   Κύπριος απόστολος Βαρνάβας είχε υποστεί  στο  μεταξύ  τον   μαρτυρικό   θάνατο   στη    Σαλαμίνα.  Τον είχαν   λιθοβολήσει   ένα    βράδυ    οι   Ιουδαίοι.

Κοντά στον ευαγγελιστή Μάρκο ο νεαρός προσήλυτος Αυξίβιος συμπλήρωσε   τις    γνώσεις   του   για    τη    νέα    πίστη,   δέχτηκε  το  βάπτισμα  και    χειροτονήθηκε   επίσκοπος.  Από   τή   στιγμή    αυτής   την   ψυχή   του   ένας   πόθος    φλογερός   και   ιερός   είχε   ανάψει δυνατά.    Ο    πόθος   να   μεταδώσει   τον   θησαυρό   που   βρήκε   και   σε άλλους. Να   βοηθήσει   και   άλλους   να   γνωρίσουν   τον   Χριστό    και να    μοιραστούν   μαζί   του    την   ανεκλάλητη   χαρά  του.

Στον  πόθο  του   όμως   αυτό   τον   ιερό    και   άγιο   παρουσιαζόταν εμπόδιο   τρανό   και    ανυπέρβλητο   μία    υπόδειξη – εντολή, που  του  έκαμε    ο   δάσκαλός    του,   ο   απόστολος   Μάρκος.
– Προσπάθησε,   του    είχε  πει,   να   επιβληθείς    στους   γύρω   σου   πρώτα   με   το   παράδειγμά   σου   και   τα   έργα   σου   και   ύστερα   με τα    λόγια   και   τη   διδασκαλία   σου.

Την   υπόδειξη   αυτή    ο    άγιος   μας   την    σεβάστηκε    και    την   τήρησε  πιστά.   Είχε   μάθει   πως   η   υπακοή  είναι  μεγάλη  αρετή   για τον χριστιανό. Γι’ αυτό  και δεν θέλησε να την αγνοήσει. Αφού  αποχαιρέτησε   τον   ευαγγελιστή    και   πνευματικό   πατέρα   και   οδηγό του   Μάρκο, που  αναχώρησε   για   την   Αίγυπτο,   ο   νεοφώτιστος μαθητής   έφυγε   και   αυτός   από   τον   Λιμνίτη,   κι    ήρθε   στους   Σόλους.   Εκεί   κοντά  στον  μεγάλο  και   καλλιμάρμαρο    ναό    της πόλης που ήταν αφιερωμένος στον πατέρα «των θεών και των ανθρώπων»,  τον   Δία,   συνάντησε   ο    άγιος   μας   τον    ειδωλολάτρη  ιερέα,   που   μόλις   τον  είδε  και  αντιλήφθηκε  πως   ήταν   ξένος,   τον κάλεσε   για    να    τον   φιλοξενήσει.

Στο   σπίτι   του   ιερέα   ο    μακάριος   Αυξίβιος   έμεινε   αρκετό   καιρό χωρίς   να   μιλήσει   ποτέ   σε   κανένα   για   τη  χριστιανική  του  ιδιότητα.
Κάποια μέρα που ο ειδωλολάτρης ιερέας επέστρεψε από τον ναό, ο   Αυξίβιος   αποφάσισε  να   διακόψει   τη   σιωπή.

– Γιατί   λατρεύετε και προσκυνάτε σαν  θεούς  τις πέτρες και  τα  μάρμαρα,   του   είπε;    Οφθαλμούς   έχουσι,   μα   δεν  βλέπουσι. Ώτα  έχουσι,  μα   δεν   ακούουσι   ούτε   και   αντιλαμβάνονται   τις   προσευχές τις   οποίες  κάμνετε,   και   τις   θυσίες   που   τους  προσφέρετε.   Ο    Θεός των   χριστιανών,   όπως   έχω   ακούσει,   είναι   ο   αληθινός   Θεός.   Αυτός  έχει  δημιουργήσει  όλο   τον    κόσμο   με   μόνο   τον   λόγο   του. Αυτός   δημιούργησε  και   το   ανθρώπινο   γένος   από   ένα   ζευγάρι. Ο   Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο για να είναι ευτυχισμένος. Για την ευτυχία   του,  τον  έβαλε  σ’ ένα   θαυμάσιο   κήπο,  τον   Παράδεισο   μέσα  στον  οποίο ο  άνθρωπος  με λίγη  δουλειά  θα  μπορούσε να βρίσκει, ότι του χρειαζόταν για την ευτυχία του. Για  να   είναι   όμορφη  η   ζωή   του  και να έχει   νόημα,   του   έδωσε   και   μία   εντολή,   ένα    νόμο. Του  είπε να τρώγει  από τους   καρπούς   όλων   των   δένδρων  του  Παραδείσου.   Να   μην   τρώγει   μόνο    από    τους  καρπούς  ενός δένδρου,   που  το  ονόμασε  «δένδρον   της   γνώσεως   του    καλού  και  του    κακού».   Με   την   υπακοή    τους   οι    πρώτοι   άνθρωποι   στην εντολή   αυτή  του   Θεού,  θα    μπορούσαν    να    τελειοποιηθούν   στην αρετή   και   να    ομοιάσουν   με   τον  Δημιουργό   τους.   Να   γίνουν  άγιοι,   όπως  Άγιος είναι  και   Αὐτός.   Δυστυχώς   οι    πρωτόπλαστοι, έτσι    λέμε  τους πρώτους   ανθρώπους,  δεν   τήρησαν  την  εντολή  του  Θεού   για   πολύ   καιρό.
Την παράβηκαν. Παράκουσαν.  Και   με   την   παρακοή   τους   έχασαν τον    Παράδεισο.   Μόνο   αυτό;   Κάτι   περισσότερο.   Μπήκε   και   το κακό  στον  κόσμο με αποτέλεσμα  ο βασιλιάς  της  δημιουργίας, ο άνθρωπος   να   γίνει   σαν   τα   άλογα   ζώα.  Να   κάμει   σκοπό   του   το φαγητό   και   το   ποτό   και   την   ικανοποίηση   των    πόθων   και   των ορμών    του.   Και   όταν  δεν  έβρισκε  τα   μέσα,   τότε   δεν   είχε  παρά  να    κλέβει,  να   αδικεί,   να  σκοτώνει.   Να   σκοτώνει   και    αυτούς   τους   δικούς του. Να σκοτώνει τ’ αδέλφια  του,  τον   σύντροφό  του,   τα παιδιά  του.

Από   το   κατάντημα  αυτό  ο    καλός   Θεός   θέλησε    να    σώσει    στις  ημέρες  μας   τα   πλάσματά   του.   Αυτός,   για   τον   οποίο   μας   μίλησαν   οι   μεγάλοι   σοφοί   μας,   ήρθε.  Ο   υιός   του   Θεού   έγινε άνθρωπος   και   ήρθε.   Γεννήθηκε   σαν   άνθρωπος,   μεγάλωσε   σαν   και   εμάς,   δίδαξε,   πέθανε,   αναστήθηκε,   αναλήφθηκε   στον    Ουρανό  και  θα  ξανάρθει να  μας κρίνει. Νὰ τιμωρήσει το  κακό  και  να  βραβεύσει  το   καλό.

Τα απλά τούτα λόγια του αγίου συγκίνησαν τον καλοκάγαθο ειδωλολάτρη ιερέα, που όχι μόνο έπαψε σε λίγο να θυσιάζει στους ψεύτικους  και  ανύπαρκτους  θεούς,   τα   είδωλα,   αλλά    και    άρχισε   να  ζητά  να   μάθει  περισσότερα   για   τον   Θεό   των   χριστιανών.   Και ο    ιεραπόστολος συνέχισε να τον διδάσκει. Η κατήχηση κράτησε κάμποσες μέρες. Το αποτέλεσμα υπήρξε θριαμβευτικό. Ένα βράδυ ο κατηχούμενος  ασπάστηκε  την   καινούργια   πίστη    και   βαπτίστηκε  στο    όνομα   του    Πατρός     και   του    Υιού    και    του  Αγίου Πνεύματος.   Στο   πρόσωπό   του    η    χριστιανική   Εκκλησία    βρήκε ακόμη   ένα   ζηλωτή  εργάτη,   ένα   εργάτη   με   κύρος   και   παλμό.

Λίγες    μέρες μετά το περιστατικό τούτο, ο άγιος μας δέχθηκε στους  Σόλους  την   επίσκεψη   του   ιερού    Ηρακλειδίου,   επισκόπου   της Ταμασού.  Αφορμή  για  την  επίσκεψη  έδωκε  τούτο  το  γεγονός.

Ο   απόστολος   Μάρκος  μετά   την   αναχώρησή   του   από   την   Κύπρο, πήγε   στην   Αλεξάνδρεια.   Από  εκεί,   αφού   ίδρυσε  την   πρώτη  Εκκλησία   στην  πολυάνθρωπο  εκείνη   πόλη,   έφυγε    για    να    βρει  τον  απόστολο  Παύλο.   Η    ευγενική  ψυχή  του   νεαρού   αποστόλου ένοιωθε  την  ανάγκη  να   συναντήσει   τον   πολύπειρο   απόστολο   και να   συζητήσει   μαζί   του   μερικά   προβλήματα    του   χριστιανικού έργου.   Με   τη   χάρη   του   Θεού   η   συνάντηση   πραγματοποιήθηκε γρήγορα.   Και    οι δύο απόστολοι αφού αντήλλαξαν ασπασμό χριστιανικής    αγάπης, άρχισαν   με   μεγάλο    ενδιαφέρον να συνομιλούν   για   την   Κύπρο.   Κατά   τη  συνομιλία  ο   Μάρκος  αποκάλυψε   στο    φλογερό    απόστολο   το   μαρτυρικό   τέλος   του   φίλου    του   αποστόλου    Βαρνάβα   και    του    φανέρωσε   πως   στην Κύπρο   δεν    ήταν   άλλος  απόστολος  για   να    συνεχίσει   το   έργο τους.  Ο   θείος  Παύλος, σαν  ακουσε   τη    δυσκολία,   έσπευσε   αμέσως να στείλει στο πολύπαθο νησί της Κύπρου τους συνεργάτες    του   Επαφρά   και  Τυχικό  και  μερικούς  άλλους. Τους  έστειλε στον  Ηρακλείδιο    με   επιστολή   στην    οποία   του   έγραφε,   να εγκαταστήσει  τον  μεν   Επαφρά   επίσκοπο   στην   Πάφο,   τον   Τυχικό στη    Νεάπολη,   δηλαδή   τη   Λεμεσό    και    τον   Αυξίβιο    στους  Σόλους    χωρίς    όμως    να    τον   χειροτονήσει.
Και    ο   λόγος;   Γιατί   ο  Αυξίβιος   ήταν   χειροτονημένος   από   τον απόστολο   Μάρκο.

Ο   άγιος    Ηρακλείδιος   μόλις   πήρε   την   επιστολή,   φρόντισε   να κάμει  ό,τι  του   έγραφε   ο   μακάριος   Παύλος   και   πήγε   να συναντήσει  τον   Αυξίβιο.   Η   συνάντηση   υπήρξε   συγκινητική.   Οι  ιεροί  άνδρες «ησπάσθησαν  αλλήλους   φιλήματι   αγίω»   και    άρχισαν με  αγάπη   και    κατανόηση   να  συζητούν.   Ο    Ηρακλείδιος   με   την ευκαιρία    αυτή,   αφού άκουσε τον Αυξίβιο, τον συμβούλεψε να φανερώσει  πια   την   ιδιότητά   του   και   ν’ αρχίσει   να  εργάζεται   με ζήλο   για   την   πνευματική    αναγέννηση    των    συμπολιτών   του.

Το    κήρυγμα   του   Αυξιβίου  προβαλλόμενο    έντονα   και   απ’  την  άγια   ζωή   του  και   τα   πολλά   θαύματα   με   τα   οποία   τον   χαρίτωσε ο   Κύριος,    έφερε  καταπληκτικά   αποτελέσματα.   Συνεχώς   το    μικρό ποίμνιο   του   Χριστού   πλήθαινε·   πλήθαινε    και  γινόταν   λαός    πολύς.   Τα   διάφορα    σπίτια  στα  οποία   μαζεύονταν   ως   τότε    οι χριστιανοί,   για   να   εκτελούν  τα   θρησκευτικά   τους   καθήκοντα, μίκραιναν   και   δεν   τους   χωρούσαν.   Μία   ανάγκη  πρόβαλε απαιτητική:    Η   δημιουργία   ενός   ειδικού    χώρου    για  τις συναθροίσεις    των   πιστών.   Το    κτίσιμο    μιάς    εκκλησίας.

Ένα   πρωινό   μετά    τη    συνηθισμένη   συγκέντρωση   ο   θείος  Ηρακλείδιος  παράλαβε  τον   άγιο   Αυξίβιο    και   αφού    ανέπεμψε   μαζί του  θερμή   προσευχή,   χάραξε  σε   κάποιο   τόπο   τον   χώρο   εκκλησίας,   του   έδωκε τις τελευταίες  συμβουλές  και  τον  αποχαιρέτησε.
Ο  ιερός    Ηρακλείδιος   αναχώρησε με τη συνοδεία του για  την  πατρίδα του.   Και   ο   μακάριος   Αυξίβιος   ρίχτηκε με  όλη   τη   δύναμη   της   ψυχής   του   στο έργο   που   έλαβε.   Και   να!   Με   τη   βοήθεια   του   Θεού,   σε   λίγο   χρόνο,   μία όμορφη   εκκλησία   υψώθηκε   στην   πόλη   των   Σόλων. Μέσα σ’ αυτή  με προθυμία   και   ενθουσιασμό   μαζεύονταν   οι   πιστοί   και   οι   προσήλυτοι   τις ορισμένες    μέρες    για   ν’ ακούσουν   τα    ρήματα    της   αιωνίου    ζωής.

Μία  βραδιά  εκεί   που   ο    άγιος   Αυξίβιος   δίδασκε   πρόσεξε    μέσα   στο   πλήθος μία γνωστή του  αγαπημένη  μορφή. Ήταν ο αδελφός   του   Θεμισταγόρας που  είχε  έλθει  από   τη    Ρώμη   με   τη   σύζυγό   του,   την   ενάρετη   Τιμώ,   για   να τον   βρει.  Η   συνάντηση   των αδελφών    ύστερα    από   τόσο   καιρό   υπήρξε πολύ – πολύ   συγκινητική.  Ο    Αυξίβιος  κράτησε κοντά  του  το  αγαπητό  ζευγάρι. Το κατήχησε με ιδιαίτερη χαρά στη χριστιανική  πίστη  και  κάποια  βραδιά προχώρησε στη βάπτισή του. Μετά χειροτόνησε τον Θεμισταγόρα   πρεσβύτερο   της   Εκκλησίας   των   Σόλων   και   τη   γυναίκα   του διακόνισσα   γιατί    ύστερα   από   το   βάπτισμα οι  δυο  σύζυγοι  έζησαν  πια  σαν  αδελφοί.

Η   συστηματική    εργασία   του  αγίου  Αυξιβίου   που   συνοδευόταν   από   μία πολύ  προσεκτική   και  ενάρετη   ζωή, μαζί   με τα πολλά του   θαύματα    έγινε αφορμή,   η   πρώτη   εκκλησία   που   κτίστηκε,   να   είναι   σε   λίγο   χρόνο   πολύ  μικρή  για   να  εξυπηρετήσει  τα   πλήθη    των   πιστών   της   ιστορικής πόλεως. Με τη  βοήθεια  όλων των χριστιανών μία νέα προσπάθεια  αναλήφθηκε.  Και   τη   μικρή   εκκλησία   πολύ  γοργά   αντικατέστησε  μία καινούργια    πολύ  πιο    μεγάλη    και   ωραία.
Αλήθεια! Τι  δεν  κάνει  η  ομόνοια, ο  ζήλος  των  πιστών  και  η  αγία   ζωή;

Ανθρώπους  με  φλογερό  ζήλο  και  αγία  ζωή    χρειάζεται    και   η   εποχή μας,   για    ν’  αλλάξει   και   να    ορθοποδήσει.   Μα    τους   ανθρώπους  με   την  ενάρετη   και  αγία    ζωή   μόνο   ένας   μπορεί    να    τους   δημιουργήσει:   Ο  Χριστός.

Κοντά  στον  νεοποιό   Χριστό  καλείται να τρέξει και  να σταθεί   ο   καθένας που θέλει και ποθεί αληθινά να γίνει ο καινούργιος και πραγματικά κοινωνικός   άνθρωπος.

Τα   ιερά   Μυστήρια   της   Εκκλησίας   μας   που   συνέστησε   ο  Κύριος  και προπαντός τα αγιαστικά Μυστήρια που λέγονται: Μετάνοια, Εξομολόγηση και Θεία Ευχαριστία είναι δύο μέσα μοναδικά για να πραγματώσει ο άνθρωπος, ο κάθε άνθρωπος, εκείνο που έλεγαν oι πρόγονοι   και   πατέρες   μας:   «Τι   όμορφο   πράγμα   είναι   ο   άνθρωπος,   όταν είναι   άνθρωπος».   Τότε,  αυτών των ανθρώπων το παράδειγμα  αποτελεί   το ζωντανότερο κήρυγμα, κήρυγμα πολύ πιο εύγλωττο και από τα ωραιότερα   λόγια.   Τέτοιο    ήταν   το   κήρυγμα   του   μεγάλου   αγίου   μας,   του ιερού   Αυξιβίου.   Κέρδισε   την   εμπιστοσύνη   των  συμπολιτών   του   με  την άγια ζωή του. Πενήντα ολόκληρα χρόνια έζησε σαν αρχιερέας διδάσκοντας    και   νουθετώντας   το   ποίμνιό   του.

Πριν   κλείσει   τα   μάτια   όρισε   σαν   διάδοχο   και   αντικαταστάτη   του   στον επισκοπικό  θρόνο των Σόλων τον  μαθητή  και  συνεργάτη    του    Αυξίβιο.
Αυτός   τον   κατήχησε    και   τον   βάπτισε   και   του   έδωκε   και   τ’ όνομά   του. Μετά   αφού  αποχαιρέτησε με δάκρυα στοργής και  αγάπης  κλήρο  και  λαό   παρέδωκε    το   πνεύμα.
Οι   χριστιανοί   πένθησαν   τον   πνευματικό   τους  πατέρα    και    τον   κήδεψαν  με   πολύ   σεβασμό    και    επιμέλεια.
Ο τάφος του αγίου έγινε  «ιατρείον   νοσημάτων  άμισθον  και  θλιβομένων ψυχών   παραμύθιον».            
Χιλιάδες   πιστοί   από   όλη   τη   νήσο   (Κύπρο)   προσέρχονται   κάθε   χρόνο   μ’ ευλάβεια  στη   χάρη   του   για   να   ζητήσουν με δάκρυα  την μεσιτεία   και    την βοήθειά   του.   Αληθινά!    Θαυμαστός   ο   Θεός  εν  τοις  Αγίοις  αυτού!.


Απολυτίκιον.   Ήχος    α’.   Της    ερήμου   πολίτης.          
Αποστόλων   την   χάριν   ως   του   Πνεύματος   όργανον,   δια   Μάρκου   του    θείου, θησαυρίσας, Αυξίβιε, εδείχθης Ιεράρχης ευκλεής, και πρόεδρος των Σόλων   και  ποιμήν δια τούτο σου την μνήμην, την ιεράν   τιμώμεν   ανακράζοντες,   δόξα   τω   δεδωκότι   σοι   ισχύν,   δόξα   τω   σε   στεφανώσαντι,   δόξα    τω   ενεργούντι    δια   σου,   πάσιν  ιάματα.

The Holy Bishop of Cyprus Solomon

This holy and fiery worker of the Church of Christ came from Rome and lived in the years of the Apostles. His parents were wealthy but idolaters. They had two children, Auxivios and another, Themistagoras, who was younger.

Auxibius had a nice and imposing space and he loved letters very much. When it was time for him to grow up and the time came for him to be educated, his parents handed him over to wise teachers, near whom the young man was taught all the wisdom and knowledge of his day. At the same time the young philanthropist had also become acquainted with Christians, and he began to learn from them the new religion.

Parents who saw their child grow older and reach a suitable age for rehabilitation began talking to him about marriage and forcing him to marry. But the good and noble young man who thirsted for another life, a higher life, abandoned them and left Rome secretly by a boat, traveling to Cyprus. One morning the boat arrived and docked at Limnitis, a port on the north coast of the island about four miles from the city of Sol. This city, as is well known, was built by the king of Epiphany, Phillip Cyprus, the first quarter of the sixth century BC. in honor of the great Athenian legislator Solon, who then visited Cyprus. In this city the Providence of God arranged for Auxibius to meet with the apostle Mark and to become a disciple of him. The young apostle was alone, because his companion and leader of the missionary group, Cypriot apostle Barnabas, had already suffered a martyr's death in Salamis. One night the Jews had stoned him.

Near the Evangelist Mark the young prostrate Auxivius supplemented his knowledge of the new faith, accepted baptism, and was ordained bishop. From that moment on his soul a burning passion and sacredness had lit up loudly. The desire to pass on the treasure he found to others. To help others get to know Christ and to share with him his infinite joy.

In his desire, however, this sacred and saint was presented with a tragic obstacle and an insurmountable hint - a command that was given to him by his teacher, the apostle Mark.
- Try, he was told, to surround yourself first with your example and your works and then with your words and teaching.

Our saint honored and followed this instruction faithfully. He had learned that obedience is a great virtue for the Christian. So she didn't want to ignore it. After bidding farewell to the evangelist and spiritual father and guide of Mark, who departed for Egypt, the enlightened disciple also left Limnitis and came to Solos. There, near the large, stone-built temple of the city dedicated to the father of the "gods and men," Zeus, our saint met the pagan priest who, upon seeing him and realizing that he was a stranger, invited him to host him.

In the home of the priest, Blessed Auxibius stayed for a long time without ever talking to anyone about his Christian status.
One day when the idolatrous priest returned from the temple, Auxibius decided to stop the silence.
- Why do you worship and worship stones and marbles as gods, he said? You have eyes, but you don't see. You have, but they do not even hear or understand the prayers you make and the sacrifices you offer them. The God of Christians, as I have heard, is the true God. He has created the whole world for his sole purpose. He also created the human race from a couple. God created man to be happy. For his happiness, he put him in a wonderful garden, a paradise in which a man with little work could find what he needed for his happiness. To make his life beautiful and meaningful, he gave him a command, a law. He told him to eat from the fruit of all the trees of Paradise. Don't just eat from the fruit of a tree, which he called "the tree of the knowledge of good and evil." By obeying the first humans in this command of God, they could be perfected in virtue and resemble their Creator. To become saints, just as Saint is and He is. Unfortunately for the first humans, so to speak, the first humans did not obey God's command for a long time.
They violated her. They did. And with their obedience they lost Paradise. Only that; Something more. The evil in the world has also entered, making the king of creation, human beings like horse animals. Its purpose is to make food and drink and to satisfy its cravings and cravings. And when he didn't find the means, then he had nothing but to steal, to do wrong, to kill. To kill these too. To kill his brothers, his partner, his children.

From this part, the good God wanted to save our creatures in our day. He, to whom our great wise men have spoken, came. The Son of God became human and he came. He was born as a human, grew up like us, taught, died, rose, ascended to Heaven and will come back to judge us. N punish evil and reward good.

These simple words of the saint moved the benevolent idolatrous priest, who not only stopped sacrificing to false and non-existent gods, idols, but also began to seek to know more about the God of Christians. And the missionary continued to teach him. The indictment lasted for a few days. The result was triumphant. One night the catechist embraced the new faith and was baptized in the name of the Father and the Son and the Holy Spirit. In his face the Christian Church found yet another zealous worker, a worker with pride and pulse.

A few days after this incident, our saint received a visit from the Holy Heracles of Bishop Tamasos to Solos. This was the reason for the visit.

After his departure from Cyprus, Mark the Apostle went to Alexandria. From there, after setting up the first Church in that crowded city, he left to find the Apostle Paul. The noble soul of the young apostle felt the need to meet the seasoned apostle and discuss with him some problems of the Christian work. Thanks to God, the meeting was quick. Both apostles, after exchanging Christian love, embraced Cyprus with great interest. During the conversation, Mark revealed to the fiery apostle the testimony of the friend of the apostle Barnabas and revealed to him that there was no other apostle in Cyprus to continue their work. Uncle Paul, as soon as he heard the difficulty, immediately rushed to send his associates Epaphras and Tychicus and some others to the desolate island of Cyprus. He sent them to Heraclitus by letter in which he wrote, to establish the bishop of Epaphras in Paphos, Tychicus in Naples, that is, Limassol and Axivio in Solos, but not to ordain him.
And the reason; Because Auxibius was ordained by the apostle Mark.
As soon as Saint Heraclidus received the letter, he made sure to do what Paul the Apostle wrote to him and went to meet Auxibius. The meeting was moving. The holy men "abducted each other saintly kisses" and began to talk with love and understanding. Heraclitus, on this occasion, after listening to Auxibius, advised him to reveal his status and begin to work with zeal for the spiritual revival of his fellow citizens.

The preaching of Auxibius, heavily projected by his holy life and the many miracles the Lord had bestowed upon him, had amazing results. The small flock of Christ was continually multiplying; it was multiplying and becoming many people. The various houses in which Christians were hitherto congregated to perform their religious duties were diminished and could not accommodate them. One need has been demanding: Creating a special space for congregations of believers. The building of a church.

One morning after the usual gathering, Uncle Heraclidius received Saint Auxibius and after receiving a warm prayer with him, he carved out a church site, gave him his last advice, and bid him farewell.
Sacred Heraclides departed with his entourage to his homeland. And Blessed Auxibius was thrown with all the power of his soul into the work he received. And yes! With God's help, in a short time, a beautiful church was erected in the city of Solon. In it, the faithful and the devout gathered together on this day with eagerness and enthusiasm to hear the verbs of eternal life.

One night, where Saint Auxibius taught, he noticed in the crowd a familiar form of his beloved. It was the brother of Themistagoras who had come from Rome with his wife, the virtuous Timo, to find him. The meeting of the brothers after so long has been very - very moving. Auxibius held the dear couple near him. He was very pleased with the Christian faith, and one night he went to his baptism. He then ordained Themistagoras the elder of the Church of Solos and his wife decorated because after the baptism the two wives were now living as brothers.

The systematic work of St. Auxivios, accompanied by a very careful and virtuous life, together with his many miracles, caused the first church to be built in a very short time to serve the crowds of the faithful of the historic city. With the help of all Christians a new effort was made. And the small church was soon replaced by a new one much larger and more beautiful.
Truth! What does not harmony, the zeal of believers and holy life do?

People with fiery zeal and holy life also need our time to change and orthodox. But people with a virtuous and holy life can only create them: Christ.

Close to the young Christ, everyone who wants and truly wants to become the new and truly social person is called to run and stand.

The Holy Mysteries of our Church that the Lord has recommended and above all the Holy Mysteries called: Repentance, Confession, and Divine Thanksgiving are two unique means for man, every man, to do what our ancestors and fathers said: "How beautiful! the thing is man, when he is man. " Then the example of these people is the living sermon, the sermon far more eloquent and in the most beautiful words. Such was the preaching of our great saint, the holy Auxivius. He gained the trust of his fellow citizens with his holy life. He lived for fifty years as a high priest teaching and admiring his flock.
Before closing his eyes, he appointed his pupil and associate of Auxibio as his successor and successor in the Episcopal throne of Solos.
He baptized and baptized him and gave him his name. After bidding farewell with tears of affection and love, the clergy and the people surrendered the spirit.
The Christians mourned their spiritual father and kissed him with great respect and care.
The tomb of the saint became "a clinic for unhealthy diseases and sad souls of fairy tales".
Thousands of faithful from all over the island (Cyprus) come each year with reverence for his tears in asking for his help and help. Real! God is Wonderful in His Saints !.


Absolutely. Sound a '. Desert Citizen.
Apostles, for the sake of the Spirit as an organ, by Mark of the Divine, treasurer, Auxivier, you have been shown to be Hierarch of the Church, and President of Solos, and for this you have honored the memory, the holy honored ones, I have given you, acting for you, all right.

Δεν υπάρχουν σχόλια: