1/9/15

Ο Όσιος Συμεών ο Στυλίτης

Ο  Όσιος  Συμεών  ο  στυλίτης  (ο  πρεσβύτερος  ή  «ο  εν τη  μάνδρα»), που τιμάται από  την Εκκλησία μας την 1η Σεπτεμβρίου, είναι ο πρώτος γνωστός  μοναχός  που  ασκήτεψε  πάνω  σε  στύλο.
Γεννήθηκε γύρω στα 389 στο χωριό Σισάν, στα  όρια  Συρίας  και  Κιλικίας. Ήταν βοσκός των πατρικών προβάτων και όταν γνώρισε κάποιους ασκητές, πόθησε εξαιτίας τους τη μοναχική ζωή και ήρθε σε ένα μοναστήρι, στο  χωριό  Τελεδάν, όπου  έζησε  δέκα  χρόνια (403 – 413) με αυστηρότατη  άσκηση.
Ύστερα έζησε έγκλειστος τρία χρόνια σε μία σπηλιά, κοντά στην Αντιόχεια, και  στη  συνέχεια  πήγε  στο  χωριό Τελάνισσο, όπου ασκήθηκε αλλά  τρία χρόνια σ’ ένα σπιτάκι. Τέλος, αποσύρθηκε στην κορυφή  ενός λόφου και  περιορίσθηκε σ’ έναν  μικρό  κυκλικό  περίβολο («μάνδρα»), φτιαγμένο  με  μίαν  αλυσίδα  είκοσι  πήχεων.
 Η απίθανη αυστηρότητα της ζωής του και  το  θαυματουργικό  χάρισμα συγκέντρωναν  γύρω του πλήθη ανθρώπων, που του προξενούσαν μεγάλη  ενόχληση. Γι’ αυτό  άρχισε  ν' ανεβαίνει  σε  στύλους  ολοένα  και ψηλότερους. Ο  τελευταίος,  όπου έζησε πάνω από είκοσι χρόνια, είχε ύψος  16 – 18  μέτρα.
 Ο Όσιος αφιέρωνε το μεγαλύτερο μέρος του εικοσιτετραώρου στην προσευχή. Έτρωγε ελάχιστα. Ήταν συνεχώς όρθιος, χωρίς προφύλαξη από  τον ήλιο, την βροχή, τον άνεμο ή  το κρύο. Δύο φορές την ημέρα διέκοπτε τον ασκητικό του κανόνα και  νουθετούσε  τον  λαό, μεριμνούσε για τους αρρώστους και τους δυστυχισμένους, έκανε συμβιβασμούς διαφορών,  έλυνε  προβλήματα και  μετέστρεφε στη  χριστιανική  πίστη τους  αλλόδοξους  που  πρόστρεχαν  σ’ αυτόν  μαζί  με  τους  χριστιανούς απ’ όλα τα σημεία της Ανατολής  και  της Δύσης. Κοιμήθηκε  το  459  και κηδεύτηκε από τον πατριάρχη Αντιοχείας Μαρτύριο στην μεγάλη εκκλησία  της  Αντιόχειας.
 Στο  εκπληκτικό  Ιεραποστολικό  έργο, που, όσο  κι άν φαίνεται απίστευτο, πραγματοποίησε από  την κορυφή  του  στύλου  του ο αυστηρός αυτός ασκητής, θα αναφερθούμε στις επόμενες γραμμές, σταχυολογώντας τα σχετικά αποσπάσματα από την «Φιλόθεο Ιστορία» του Θεοδώρητου  Κύρου, τον  ελληνικό  βίο  του  Οσίου,  γραμμένο  από  τον  μαθητή  του  Αντώνιο,  και  τον  συριακό  βίο του.
 Η  φήμη  του  οσίου  απλώθηκε  γοργά  παντού.  Όλοι,  κι  από  τα κοντινά και  από  τα μακρινά  μέρη, έτρεχαν  κοντά του. Άλλοι  έφερναν παράλυτους, άλλοι ζητούσαν να γιατρέψει αρρώστους, άλλοι παρακαλούσαν να μεσιτέψει στον Θεό  για  ν’ αποκτήσουν παιδιά. Μετά την ικανοποίηση των αιτημάτων τους, έφευγαν γεμάτοι χαρά. Και διαλαλώντας τις ευεργεσίες που δέχτηκαν, έστελναν στον Όσιο  πολύ περισσότερους  ανθρώπους, που ζητούσαν και  εκείνοι τα ίδια. Έτσι, καθώς  άρχισαν να καταφθάνουν από  κάθε στράτα σαν ποτάμια οι προσκυνητές, σχηματίστηκε σ’ αυτόν  τον  τόπο  ένα  ανθρώπινο πέλαγος,  που  δεχόταν  από  παντού  ποτάμια! Όχι  μόνο  ντόπιοι  ούτε μόνο Χριστιανοί, αλλά και  Ισμαηλίτες και  Πέρσες και  Αρμένιοι  και Ίβηρες και Ομηρίτες και εκείνοι που κατοικούν ακόμα πιο βαθιά μαζεύονταν στο ασκητήριο του Οσίου. Ήρθαν και πολλοί που κατοικούσαν  στα πέρατα  της  Δύσης,  Ισπανοί  και  Βρετανοί  και Γαλάτες. Όσο για την Ιταλία, λένε πως ο Συμεών είχε γίνει τόσο περιβόητος εκεί, ώστε  κρεμούσαν  μικρές  εικόνες  στις εισόδους  όλων των  εργαστηρίων, για  να  παίρνουν  από  αυτές προστασία και ασφάλεια.
 Ήταν  αμέτρητοι,  λοιπόν,  όσοι  έφταναν  και  ζητούσαν  να τον αγγίξουν, ν’ ακουμπήσουν μόνο την άκρη του  δερμάτινου  χιτώνα  του, πιστεύοντας πως έτσι θα έπαιρναν κάποια ευλογία. Ο Άγιος, όμως, ένιωθε πως δεν ήταν άξιος ν’ απολαμβάνει  τέτοια  τιμή. Τον  κούραζαν, άλλωστε,  όλα  αυτά. Έτσι,  σοφίστηκε  ν’ ανέβει  σ’ έναν  στύλο.  Το  ύψος του ήταν  στην  αρχή  μικρό, έξι  πήχες.  Αργότερα  ανέβηκε  σε  άλλον  πιο  ψηλό, ύστερα  σε  ψηλότερο  και  τέλος σ’ έναν που έφτανε τις τριάντα  έξι  πήχες. Γιατί το  έκανε  αυτό; Επειδή  λαχταρούσε  να  πετάει στα  ουράνια, ελεύθερος  από  κάθε  τι  γήϊνο.  Και  επειδή, φωτισμένος από  το Θεό, στόχευε στην ωφέλεια και  τη σωτηρία πολλών ψυχών. Βλέπετε, όσοι  δεν  πείθονται  με  λόγια  και  δεν  ανέχονται τα κηρύγματα, σαγηνεύονται από  τα παράδοξα θεάματα. Το παράδοξο τραβάει όλους  και  τους  αναγκάζει  να  το  προσέξουν, προετοιμάζοντάς τους  έτσι  και  στο  να  διδαχθούν.  Έτσι  έγινε  και  με  τον  Όσιο  Συμεών. Το  παράδοξο θέαμα που  παρουσίαζε  ανεβασμένος  σ’ έναν  ψηλό  στύλο,  τραβούσε  αμέτρητους περιέργους, που ήθελαν να πληροφορηθούν γιατί απομακρύνθηκε από  τον κόσμο με τέτοιον τρόπο. Με την  αφορμή  αυτή  ο  Όσιος  τους  δίδασκε  και  τους  κήρυσσε τον λόγο  του Θεού, μεταστρέφοντας πολλούς  από  την  απιστία  στην  πίστη και  από  τα έργα της ανομίας στα έργα της ευσέβειας. Ίβηρες και Αρμένιοι  και  Πέρσες,  όπως  είπαμε, απαρνιόντουσαν κάτω απ’ τον στύλο την προγονική τους πλάνη και δέχονταν την θεία αλήθεια με το άγιο βάπτισμα. Οι  Ισμαηλίτες, μάλιστα, έφταναν σε ομάδες, διακόσιοι, τετρακόσιοι, κάποτε και χίλιοι. Με βοή αποκήρυσσαν την πατρική τους θρησκεία, έσπαζαν τα είδωλα που λάτρευαν πρώτα, εγκατέλειπαν μία για πάντα τα μυστηριώδη όργια  της  Αφροδίτης  και  απολάμβαναν  τα θεία  μυστήρια του Χριστού, αφού  άκουγαν  από  το  αγιασμένο  στόμα του  στυλίτη  σωτήριες  διδαχές.
 Ο Θεοδώρητος Κύρου, σύγχρονος  και  γνώριμος  του  Οσίου, περιγράφει συνοπτικά το  κοινωνικό  και  αποστολικό  έργο  του:  «Νουθετώντας  (τον λαό) δύο φορές  την  ημέρα, πλημμυρίζει τα  αυτιά  των  ακροατών  με τα χαριτωμένα  λόγια  του  και  τους προσφέρει όσα το  Άγιο Πνεύμα διδάσκει.
Προτρέπει να στρέφουν το βλέμμα στον ουρανό, να πετάνε αφήνοντας την γη  και  να  οραματίζονται τη  βασιλεία  των  ουρανών, να  φοβούνται την  κόλαση  και  να  περιφρονούν  τα  γήϊνα, προσμένοντας την μέλλουσα ζωή. Μπορεί  να  τον δεις  να  δικάζει, βγάζοντας  σωστές  και δίκαιες  αποφάσεις. Όλα  αυτά  τα  κάνει  μετά  την  ακολουθία της ενάτης ώρας. Γιατί όλη τη νύχτα και την ημέρα, ως την ενάτη  ώρα προσεύχεται. Ύστερα από την ενάτη ώρα, προσφέρει πρώτα την θεία διδαχή  σε  όσους  βρίσκονται  εκεί,  και  στη  συνέχεια  ακούει  το  αίτημα του καθενός. Και αφού θεραπεύσει μερικούς, λύνει τις διαφορές όσων φιλονικούν. Γύρω στη  δύση του  ήλιου  αρχίζει πάλι να  προσεύχεται.  Δεν παραμελεί  όμως, να φροντίζει και για τις άγιες Εκκλησίες. Άλλοτε πολεμάει την πλάνη  των  ειδωλολατρών, άλλοτε  συντρίβει τη θρασύτητα των Ιουδαίων, άλλοτε  διαλύει  τις  ομάδες  των  αιρετικών.  Και  όλα τούτα τα κατορθώνει είτε στέλνοντας γράμματα στο  βασιλιά, είτε  εμπνέοντας  στους  άρχοντες τον ζήλο για το Θεό, είτε παρακινώντας και τους επισκόπους ακόμα να φροντίζουν περισσότερο για  το  ποίμνιο».
 Αξίζει, όμως, να διηγηθούμε, ενδεικτικά, μερικά από τα θαύματα του Οσίου Συμεών, που είχαν ως αποτέλεσμα τη μεταστροφή των ευεργετημένων  στην  αληθινή  πίστη.
 – Κάποτε ένας Σαρακηνός φύλαρχος έφερε στο στυλίτη κάποιον παράλυτο  ομόφυλό  του  και  παρακάλεσε για  τη  θεραπεία του. Ο  Άγιος του  ζήτησε ν’ απαρνηθεί  την προγονική του ασέβεια. Εκείνος  δέχτηκε πρόθυμα.
 -Πιστεύεις  στον Πατέρα  και  τον  Υιό  και  το   Άγιο  Πνεύμα;  τον  ρώτησε  ο  ασκητής.
 -Πιστεύω,  ομολόγησε ο  Σαρακηνός.
 -Ἀφου  πιστεύεις, σήκω πάνω!
 Ο  παράλυτος  σηκώθηκε  και  περπάτησε.
 -Τώρα  πάρε  το  φύλαρχο  στους  ώμους  σου! τον πρόσταξε ο Ὅσιος.
 Ο γιατρεμένος σήκωσε τον κατάπληκτο φύλαρχο, που ήταν εξαιρετικά μεγαλόσωμος, τον έβαλε στους ώμους του και έφυγε ενθουσιασμένος, δοξάζοντας  τον  τρισυπόστατο  αληθινό  θεό.
 – Σε  μία πόλη της  Παλαιστίνης  ήταν διοικητής  κάποιος  ειδωλολάτρης, καμπούρης  τόσο, που το κεφάλι του ακουμπούσε στο   στήθος  του  και δεν  μπορούσε  να  περιστραφεί. Κάποιοι φίλοι του, έχοντας  ακούσει για τα θαύματα τοῦ στυλίτη, τὸν ἔφεραν κάτω ἀπὸ τὸν στῦλο καὶ παρακάλεσαν γιὰ τὴν θεραπεία του. Μὰ καὶ ὁ ἴδιος καμπούρης ἄρχισε νὰ ἱκετεύει τὸν Ὅσιο κραυγάζοντας τόσο δυνατά, ὥστε Ἐκεῖνος δὲν μποροῦσε νὰ προσευχηθεῖ γιὰ χάρη του στὸν Κύριο. Ὁ εἰδωλολάτρης, πιστεύοντας πὼς ὁ Συμεὼν εἶχε δική του θαυματουργικὴ δύναμη, τοῦ ζητοῦσε νὰ ἀκουμπήσει τὸ χέρι του στὸ κεφάλι του, ἐκφράζοντας τὴ βεβαιότητα ὅτι μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο θὰ γινόταν καλὰ ἀμέσως. Ὁ Ὅσιος, ὅμως, τοῦ εἶπε:
 - Είμαι ένας αμαρτωλός και  τιποτένιος  άνθρωπος. Το  χέρι  μου  δεν  έχει καμιά ξεχωριστή δύναμη. Μόνο άν ευδοκήσει ο Θεός, θα πραγματοποιηθεί η  επιθυμία σου, γιατί  μόνο  αυτός  έχει την δύναμη να θαυματουργεί. Κανένας  άνθρωπος  δεν μπορεί να θεραπεύ­σει άλλον, άν ο Κύριος δεν το θέλει. Παραδόσου, λοιπόν, στην παντοδυναμία του αληθινού Θεού, του δημιουργού  και  κυβερνήτη του κόσμου, και θα ευεργετηθείς.
 Τότε ο καμπούρης σταμάτησε να φωνάζει, αφήνοντας τον Όσιο να προσευχηθεί απερίσπαστος. Και  μόλις Εκείνος τέλειωσε την προσευχή του, το  θαύμα έγινε. Ο ταλαίπωρος άνθρωπος ορθώθηκε, στάθηκε  ίσια και  άρχισε να χοροπηδάει χαρούμενος σαν παιδί. Άνοιξε τότε τις κασέλες, που  είχε φέρει μαζί του, και πρόσφερε στον ευεργέτη του ανεκτίμητα χρυσαφικά κι ασημικά.  στυλίτης κοίταξε τὰ δῶρα μὲ περιφρόνηση και  του  είπε:
 -Άν θέλεις να  μ’ ευχαριστήσεις, να δεχτεί ς το  φως  της  αλήθειας.  Να βαπτιστείς, για να πάρεις την άφεση. Και  ακόμα  να  ελευθερώσεις  όλους τους  δούλους  σου, για  να   ελευθερωθεί  και  η  δική  σου  ψυχή  από  το ζυγό  του  σατανά.
 Ο γιατρεμένος πρόθυμα έκανε ό,τι του  είπε ο  Άγιος. Και  αργότερα, γεμάτος  χαρά  και  χάρη  Θεού , έφυγε  για   την  πόλη  του.
 – Ἕνας άρχοντας των Περσών ήταν πολύ δυστυχισμένος, γιατί ο μονάκριβος γιος του κειτόταν δεκαπέντε χρόνια παράλυτος. Έστειλε, λοιπόν, στον Όσιο τον επίσκοπο της τοπικής Εκκλησίας, με την παράκληση  να  προσευχηθεί  στον  Κύριο  για  τη  θεραπεία  του  παιδιού του. Του  έδωσε, μάλιστα, και  δυο  υφάσματα  από  πολύτιμο  μετάξι  με κεντημένους επάνω χρυσούς σταυρούς, για να τα προσφέρει στον  στυλίτη.
 Ο επίσκοπος διηγήθηκε στον Συμεών το  δράμα του  παιδιού  και  του πατέρα  του. Ο  Όσιος  σπλαγχνίστηκε  και  είπε  στον  επίσκοπο:
 -Πάρε αυτά  τα  υφάσματα  που  έφερες, έτσι  διπλωμένα  όπως  είναι,  και  πήγαινε στο  καλό. Όταν  φτάσεις  κοντά  στην  πόλη  σας, κατέβα από  το  ζώο σου, κράτησε τα υφάσματα  στο  στήθος  σου  και  προχώρησε ως το σπίτι του άρχοντα πεζός και  αμίλητος. Μπες μέσα, στάσου πάνω απ’ το παιδί σκέπασε το με τα υφάσματα και  πες του: Ο αμαρτωλός Συμεών σου παραγγέλλει: Στο  όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού, σήκω!
 Ο επίσκοπος  έφυγε  κι  έκανε  όπως του υπέδειξε ο Όσιος. Μόλις σκέπασε το παιδί με τα υφάσματα, αυτό  πετάχτηκε όρθιο και θεραπευμένο.

Ο Πέρσης άρχοντας και ολόκληρη η οικογένειά του ευχαρίστησαν  και δόξασαν το Θεό. Και ο επίσκοπος, μετά από σχετικό  αίτημά  τους, τους κατήχησε  και  τους  βάπτισε.
 – Κάποιος πλούσιος  από  το  Σαβά  έπασχε  από  πονοκέφαλο  συνεχή και  οδυνηρό τόσο, που ένιωσε  να του  σουβλίζουν  κάθε  στιγμή  το μυαλό. Ανακουφιζόταν λίγο, μόνο όταν χτυπούσε το κεφάλι του πάνω στα  δοκάρια  των  τοίχων  του  σπιτιού  του!
 Μόλις έμαθε για τον θαυματουργό στυλίτη, ετοιμάστηκε για το μακρύ ταξίδι  και  ξεκίνησε, αδιαφορώντας  για  τον  κίνδυνο  των θηρίων  και των λῃστών, που παραμόνευαν εδώ  και  εκεί  μέσα  στην απέραντη έρημο. Σχεδόν έναν ολόκληρο χρόνο ταξίδευε ο άρρωστος. Και όσο πλησίαζε, πράγμα παράδοξο, οι πόνοι του λιγόστευαν. Αντίθετα, όσο κι άν  έτρωγε, οι  προμήθειές  του  έμεναν  απείραχτες!
 Έφτασε  επιτέλους  στον στύλο του Οσίου. Εκείνος,  αφού πληροφορήθηκε το πρόβλημά του, ζήτησε να του φέρουν νερό  από  την κοντινή  πηγή. Προσευχήθηκε, το  ευλόγησε και πρόσταξε τον  άρρωστο να το πιεί  στο  όνομα  του  Χριστού. Ύστερα,  παίρνοντας  από  το  ίδιο νερό, του  ράντισε και το κεφάλι. Δεν χρειαζόταν τίποτε άλλο. Ο  λίγος πόνος που είχε απομείνει, εξαφανίστηκε και αυτός. Ο άνθρωπος ευχαρίστησε τον Όσιο και δόξασε τον Θεό. Ζήτησε, μάλιστα, και να βαπτιστεί. Λίγο αργότερα, φεύγοντας Χριστιανός πια, διαλαλούσε τα μεγαλεία  του  Κυρίου  ως  την  μακρινή  πατρίδα  του.
 – Ένα  παρόμοιο  μακρύ ταξίδι έκανε και  μία ομάδα από τέσσερις λεπρούς και τρεις δαιμονισμένους, που ξεκίνησαν από τα βάθη της Ανατολής  κι  έκαναν  δεκατρείς  μήνες  ώσπου  να  φτάσουν  στον  Όσιο. Και εκείνοι, παρά τη μεγάλη απόσταση, ούτε μία φορά δεν έχασαν το δρόμο, μα  ούτε  και  οι  τροφές  ή  το  νερό  τους  έλειψαν  καθόλου.
 Φτάνοντας  κάτω  από  τον  στύλο, διηγήθηκαν  στον  Όσιο  τα  παθήματά  τους  και  ζήτησαν  τη  βοήθειά του.
 -Ο  Θεός, αποκρίθηκε  Εκείνος, που σου  έδειξε τον  δρόμο  να  έρθετε  ως εδώ,  θα  σας  δώσει  και  την  υγεία  σας.
 Ζήτησε  νερό, το  ευλόγησε καὶ τοὺς τὸ ἔδωσε νὰ πιοῦν καὶ νὰ ραντιστοῦν στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου. Μόλις τὸ ἔκαναν, ἔγιναν καὶ οἱ ἑπτὰ καλά! Ὕστερα ἀπὸ αὐτό, ἀρνήθηκαν τὴν λατρεία τῶν εἰδώλων, βαπτίστηκαν καὶ ἔφυγαν δοξάζοντας τὸ Θεό.


– Κάποτε ᾖρθαν κάτω ἀπ’ τὸν στῦλο ἀντιπρόσωποι τῶν κατοίκων τῆς ὁροσειρᾶς τοῦ Λιβάνου καὶ ἀνάστατοι εἶπαν στὸν Ὅσιο:
- Στὸν τόπο μας παρουσιάστηκαν κάτι ἀγρία θηρία, πρωτοφανέρωτα καὶ ἄγνωστα, ποὺ κατασπαράζουν ἀνθρώπους καὶ ζώα. Πολλὲς φορὲς μπαίνουν στὰ σπίτια, ἁρπάζουν τὰ παιδιὰ καὶ τὰ καταβροχθίζουν μπροστὰ στὰ ἔντρομα μάτια τῶν μανάδων τους. Ὁ φόβος καὶ ὁ θρῆνος ἔχουν ἁπλωθεῖ παντοῦ.

-Μὴν παραξενεύεστε γιὰ τὴ συμφορὰ πού σᾶς βρῆκε, εἶπε ὁ Ἅγιος. Εἶναι ἡ τιμωρία γιὰ τὰ ἔργα σας. Οἱ πρόγονοί σας ἐγκατέλειψαν τὸν ἀληθινὸ Θεό, τὸν πλάστη καὶ εὐεργέτη μας, καὶ λάτρεψαν τὰ βουβὰ εἴδωλα. Καὶ ἐσεῖς ἐπιμένετε στὴν πλάνη αὐτή. Τὰ θηρία σᾶς ταλαιπωροῦν μὲ παραχώρηση τοῦ Κυρίου, ποὺ θέλει νὰ σᾶς ὁδηγήσει στὴ μετάνοια καὶ νὰ σᾶς φέρει κοντά Του. Ἂν ὅμως δὲν ἔχετε σκοπὸ νὰ μετανοήσετε, ἄδικα ᾔρθατε ὡς ἐδῶ. Νὰ ζητήσετε τὴ βοήθεια τῶν εἰδώλων ποὺ προσκυνᾶτε!

Ἐκεῖνοι τότε ἔπεσαν στὰ γόνατα καὶ ἄρχισαν νὰ παρακαλοῦν μὲ δάκρυα τὸ στυλίτη:

-Λυπήσου μας! Μεσίτεψε γιὰ μᾶς στὸ Θεό! θὰ μετανοήσουμε!...

Μαζί τους ἱκέτευαν τὸν Ὅσιο καὶ ἄλλοι, ποὺ ἔτυχε νὰ βρίσκονται ἐκεῖ, καὶ τοὺς σπλαγχνίστηκαν.

-Μόλις ἀπαρνηθεῖτε τὴν πλάνη σας, ἀποκρίθηκε πάνω ἀπ’ τὸν στῦλο του ὁ γέροντας καὶ βαπτιστεῖτε στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, τότε θὰ παρακαλέσω τὸν Κύριο νὰ σᾶς δείξει τὴν φιλανθρωπία Του.

Μὲ ἕνα στόμα οἱ εἰδωλολάτρες ὑποσχέθηκαν πώς, ὅταν θὰ γύριζαν στὴν πατρίδα τους, θὰ κατεδάφιζαν ἀμέσως τὰ Ἱερὰ τῶν εἰδώλων καὶ θὰ ἔριχναν στὴ φωτιὰ τὰ ξόανα.

Ὁ Ἅγιος κατάλαβε πὼς ἡ μεταστροφὴ τους ἦταν ἀληθινή. Τοὺς ἔδωσε, λοιπόν, ἕνα κουτάκι μὲ εὐλογημένη σκόνη καὶ τοὺς εἶπε:

-Νὰ πᾶτε στὸ καλό! Μόλις φτάσετε στὸν τόπο σας, νὰ περάσετε ἀπ’ ὅλα τὰ χωριά. Στὴν ἐμπασιὰ κάθε χωριοῦ, νὰ χώνετε στὴ γῆ τέσσερις πέτρες. Καὶ πάνω σὲ κάθε πέτρα νὰ σχηματίζετε μὲ τούτη τὴ σκόνη τρεῖς σταυρούς. Ἂν ὑπάρχουν ἐκεῖ Χριστιανοὶ ἱερεῖς, φωνάξτε τους νὰ σᾶς βοηθήσουν καὶ νὰ τελέσουν νυχτερινὲς λειτουργίες. Τότε ὁ Θεὸς θὰ κάνει τὸ θαῦμα Του. Κανένας ἄνθρωπος δὲν θὰ χαθεῖ πιὰ ἀπὸ τὰ θηρία.

Ἐπιστρέφοντας στὴν χώρα τους οἱ εἰδωλολάτρες διαπίστωσαν ὅτι, ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ὁ Συμεὼν εἶχε προσευχηθεῖ γι’ αὐτούς, ὅλα τὰ θηρία εἶχαν φύγει ἀπὸ τὰ χωριὰ καὶ ἀποτραβηχτεῖ στὰ δάση. Ὅταν, λοιπόν, ἔκαναν ὅτι τοὺς συμβούλεψε ὁ Ὅσιος, εἶδαν τὰ θηρία νὰ τρέχουν καὶ νὰ ἔρχονται γύρω ἀπὸ τὶς πέτρες, οὐρλιάζοντας ἀπαίσια. Πολλὰ ἔπεφταν και ψοφούσαν επιτόπου. Αλλά έφευγαν αλαφιασμένα και  χάνονταν. Σε  δέκα μέρες  δεν είχε  απομείνει  κανένα.
 Πήραν τρία τομάρια  από τα ψόφια θηρία και  τα  έφεραν  στον  Όσιο.  Και αφού του διηγήθηκαν το θαύμα, βαπτίστηκαν όλοι και  έγιναν  Χριστιανοί. Μια βδομάδα έμειναν εκεί, ακούγοντας τις σοφές διδαχές του πνευματοφόρου στυλίτη, και μετά έφυγαν χαρούμενοι για την  πατρίδα τους,  δοξάζοντας το   Θεό.
 Αλλά  σταματάμε εδώ τη διήγηση, γιατί τα μεγάλα και  θαυμαστά  έργα του  Οσίου Συμεών δεν  έχουν  τέλος. Όπως  σημειώνει  ωραιότατα ο Σύρος βιογράφος του, «ποιο στόμα θ’ αποτολμούσε να διηγηθεί ή ποιό χέρι θα μπορούσε να γράψει  ή ποιο  σοφό μυαλό θα μπορούσε να υπολογίσει  τις αναρίθμητες ευεργεσίες που έκανε ο Θεός στον κόσμο μέσω του  Αγίου; Πόσους  ανθρώπους, που  ήταν μακριά από τον Κύριο, έφερε κοντά Του; Πόσοι πλανεμένοι γύρισαν με τη διδαχή του από την άγνοια στην αληθινή γνώση; Πόσες χιλιάδες και μυριάδες «αλλότριων», χάρη στο κήρυγμά του,  έγιναν μέλη  της  Εκκλησίας  και υποτάχθηκαν  στο  Χριστό; Ποιος μπορεί να λογαριάσει τις τόσες και τόσες χιλιάδες αγρίων, που, βλέποντας και  ακούγοντάς τον, με  χαρά  εγκολπώθηκαν την χριστιανική πίστη και έγιναν υπηρέτες της αλήθειας; Γιατί η φήμη των ευεργεσιών, που έκανε ο Κύριος με τα χέρια του οσίου, ταξίδεψε απ’ την μίαν άκρη  του κόσμου  ως  την  άλλη.
 Κι έτσι εκπληρώθηκε το γραφικό: «Εις πάσαν την  γην εξήλθεν οι  φθόγγοι αυτών και εις τα πέρατα της  οικουμένης  τα  ρήματα  αυτών» (Ψαλμ. 18:5).


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.           
Ὡς στήλην θεόγραφον, τῶν ἱερῶν ἀρετῶν, τοῦ βίου σου ἔλιπες, τὰς ἀναβάσεις ἡμῖν, Συμεὼν παμμακάριστε· σὺ γὰρ ἐπὶ τοῦ στύλου, ὡς πυρσὸς διαλάμπων, ἕλκεις ἡμᾶς χαμόθεν, πρὸς ζωὴν οὐρανίαν, τὸν τρόπον τῆς εὐδρομίας, φαίνων τοῖς ἔργοις σου.


Κοντάκιον. Ἦχος β’. Αὐτόμελον.        
Τὰ ἄνω ζητῶν, τοῖς κάτω συναπτόμενος, καὶ ἅρμα πυρός, τὸν στῦλον ἐργασάμενος, δι’ αὐτοῦ συνόμιλος, τῶν Ἀγγέλων γέγονας Ὅσιε· σὺν αὐτοῖς Χριστῷ τῷ Θεῷ, πρεσβεύων ἀπαύστως, ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.


Μεγαλυνάριον.
Στύλος ἐναρέτου ὤφθης ζωῆς, ἐν στύλῳ βιώσας, ὑπὲρ ἄνθρωπον Συμεών· ἔνθεν ἀμοιβῶν σου, τὰς ὑπὲρ νοῦν ἐλλάμψεις, ἐκθάμβως ἐξαστράπτεις, εἰς κόσμον ἅπαντα.


Δεν υπάρχουν σχόλια: