6/2/20

Ο Άγιος Φώτιος ο Ισαπόστολος και Ομολογητής Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως


Ο  Μέγας Φώτιος έζησε κατά  τους χρόνους που βασίλευσαν οι αυτοκράτορες  Μιχαήλ  (842 – 867 μ.Χ.),  υιός   του    Θεοφίλου,   Βασίλειος  Α’   ο    Μακεδών   (867 – 886 μ.Χ.)  και    ο    Λέων    ΣΤ’   ο    Σοφός   (886 – 912 μ.Χ.),  υιός του  Βασιλείου.  Γεννήθηκε περί  το  810 μ.Χ.  στην Κωνσταντινούπολη  από ευσεβή και επιφανή  οικογένεια, που αγωνίσθηκε   για   την   τιμή   και   προσκύνηση    των    ιερών    εικόνων.  Οι    γονείς   του   ονομάζονταν   Σέργιος   και    Ειρήνη  και καταδιώχθηκαν   επί   του   εικονομάχου   αυτοκράτορα   Θεοφίλου   (829 – 842 μ.Χ.).    Ο    Άγιος   Σέργιος,   του    οποίου    τη    μνήμη  τιμά    η  Εκκλησία    στις   13   Μαΐου,   ήταν    αδελφός    του    Πατριάρχου Ταρασίου  (784 – 806  μ.Χ.)  και  περιπομπεύθηκε   δέσμιος    από    το   λαιμό  ανά  τις  οδούς της Κωνσταντινουπόλεως, στερήθηκε την περιουσία   του   και   εξορίσθηκε   μετά  της   συζύγου   του    και    των  παιδιών   του    σε   τόπο  άνυδρο  τόπο,  όπου  από  τις ταλαιπωρίες πέθανε  ως    Ομολογητής.
Ο  ιερός  Φώτιος   διέπρεψε  πρώτα  στα   ανώτατα  πολιτικά   αξιώματα.  Όταν   με   εντολή  του   αυτοκράτορα  απομακρύνθηκε  βιαίως   από   τον πατριαρχικό  θρόνο    ο   Πατριάρχης  Ιγνάτιος,  ανήλθε  σε  αυτόν,  το  έτος   858   μ.Χ.,    ο    ιερός   Φώτιος,   ο   οποίος   διακρινόταν    για    την  αγιότητα   του   βίου   του   και   τη   τεράστια    μόρφωσή   του.   Η  χειροτονία  του   εις   Επίσκοπο   έγινε    την   ημέρα   των   Χριστουγέννων του   έτους   858   μ.Χ.   υπό   των    Επισκόπων    Συρακουσών   Γρηγορίου  του  Ασβεστά, Γορτύνης  Βασιλείου και  Απαμείας Ευλαμπίου. Προηγουμένως   βέβαια   εκάρη   μοναχός   και   ακολούθως    έλαβε    κατά    τάξη    τους    βαθμούς   της    ιεροσύνης.
Ο   ιερός Φώτιος με συνοδικά γράμματα ανακοίνωσε, κατά  τα καθιερωμένα,  τα   της   εκλογής   του   στους   Πατριάρχες   της   Ανατολής   και   τόνισε   την   αποκατάσταση   της   ειρήνης   στην Εκκλησία   της   Κωνσταντινουπόλεως.   Αλλά   πριν   ακόμα   προλάβει να   την   παγιώσει   επήλθε   ρήξη   μεταξύ   των   ακραίων   πολιτικών    και   των   οπαδών   του   Πατριάρχη    Ιγνατίου,    των    «Ιγνατιανών».
Οι  «Ιγνατιανοί»  συγκεντρώθηκαν  στο  ναό  της  Αγίας  Ειρήνης,  αφόρισαν  τον    ιερό   Φώτιο    και    ανακήρυξαν   Πατριάρχη  τον  Ιγνάτιο.  Ο  Άγιος  Φώτιος συγκάλεσε Σύνοδο  στο   ναό   των   Αγίων Αποστόλων για την αντιμετώπιση του  ανακύψαντος ζητήματος. Η  Σύνοδος   καταδίκασε   ως  αντικανονικές  τις  ενέργειες  των  «Ιγνατιανών»   και  τόνισε  ότι   ο    Ιγνάτιος,  αφού  παραιτήθηκε  από  τον θρόνο,   δεν    ήταν   πλέον   Πατριάρχης   και   ότι   εάν   διεκδικούσε   και πάλι  την  επιστροφή   του   στον   πατριαρχικό    θρόνο,   τότε   αυτόματα θα   υφίστατο   την   ποινή   της   καθαιρέσεως    και    του    αφορισμού.
Ο  μεγάλος αυτός πατέρας της Εκκλησίας  ιερούργησε, ως άλλος Απόστολος  Παύλος,  το  Ευαγγέλιο.  Αγωνίσθηκε  για  την  αναζωπύρωση  της   ιεραποστολικής   συνειδήσεως,   που   περιφρουρεί την   πνευματική   ανεξαρτησία    και    αυτονομία    των    ορθοδόξων  λαών   από   εισαγωγές   εθίμων   ξένων   προς   την   ιδιοσυγκρασία    τους,   με    σκοπό  την   αλλοίωση   της   ταυτότητος    και   της  πνευματικής   τους   ζωής.   Διότι   γνώριζε  ότι    ο   μέγιστος    εχθρός  ενός  λαού  είναι  η  απώλεια  της  αυτοσυνειδησίας  του,  η   φθορά   της πολιτισμικής   του   ιδιοπροσωπίας   και   η   αλλοίωση   του    ήθους   του.  Ο  ιερός   Φώτιος   γνώριζε   την    ιεραποστολική   δραστηριότητα   του ιερού   Χρυσοστόμου,   αφού   αναφέρεται  πολλές   φορές   στο   έργο  αυτό  και μάλιστα επηρεάστηκε από  αυτή  στο    θέμα   της   χρήσεως   των  επιτόπιων γλωσσών και  των μοναχών  ως   ιεραποστόλων.  Επί  ημερών  του  εκχριστιανίσθηκε  το  έθνος  των   Βουλγάρων,  το   οποίο  μυσταγώγησε προς  την  αμώμητη πίστη  του  Χριστού  και  το  αναγέννησε  με  το  λουτρό  του    θείου   Βαπτίσματος.
Ο ιερός Φώτιος διεξήγαγε μεγάλους και επιτυχείς αγώνες υπέρ της Ορθοδόξου πίστεως εναντίων των Μανιχαίων, των Εικονομάχων και άλλων  αιρετικών και επανέφερε στους κόλπους της Καθολικής  Ορθοδόξου   του   Χριστού   Εκκλησίας  πολλούς  από  αυτούς.
«Άπαντα  μεν  τα  ανθρώπινα  συγκαταρρεί  τω χρόνω  και  αφανίζεται. Αρετή  δε…  και   χρόνου   και    παθών  και  αυτού  του  θανάτου περιγίνεται·  ει δε  ακριβέστερον  ίδοις,  τω  χρόνω  και  τω   θανάτω  μάλλον    αναζή    και θάλλει   και   το    οικείον   κλέος  και  την  ευπρέπειαν,  εναποσβεσθέντος  αυτοίς του  φθόνου, λαμπρότερόν  τε    και    θαυμασιώτερον    αναδείκνυται».
Ο  λόγος   αυτός,  απόσταγμα  της  βαθιάς πίστεως    και    της    κατά   Θεόν σοφίας  του    Ισαποστόλου   Φωτίου,  Πατριάρχου   Κωνσταντινουπόλεως    του Ομολογητού,   «μυρίαις αρεταίς εξανθήσαντος και πάση γνώσει διαλάμψαντος»,   πληρέστατα  εφαρμόζεται    σε    αυτόν    τον   ειπόντα,  τον οποίο  η  αδιάφθορη  συνείδηση  της  Εκκλησίας   και   του   Γένους, ομολόγησαν   αυτόν   Άγιο   και   Ισαπόστολο   «τοις ουρανίοις αδύτοις αγκατοικιζόμενον»,   ως   «αοίδιμον   μεν  τοις  διωγμοίς,   δεδοξασμένον   δε   τοις θανάτοις».
Το  θεολογικό του  έργο  δικαίωνε  τους  αγώνες  της  Εκκλησίας,   βεβαίωνε την  Ορθόδοξη πίστη  και  ενέπνεε  την Εκκλησιαστική  συνείδηση  για  την   συνεχή    εγρήγορση    του   όλου  εκκλησιαστικού  Σώματος.  Υπό   την έννοια   αυτή    η    εκκλησιαστική    συνείδηση  διέκρινε   στο   πρόσωπό    του   τον υπέρμαχο   της   Ορθοδόξου   πίστεως   και   τον  εκφραστή  του  αυθεντικού φρονήματος   της   Εκκλησίας.   Σε   οιονδήποτε   στάδιο   του   βίου   και   άν παρακολουθήσουμε  τον  ιερό  Φώτιο,   είτε    στην   βιβλιοθήκη,  επιδιδόμενο σε  μελέτες,  είτε  ως  καθηγητή  της φιλοσοφίας  στο  πρώτο  Πανεπιστήμιο της  Μεσαιωνικής  Ευρώπης  της  Μαγναύρας σε μία   εποχή  που  η    Δύση   ήταν   ακόμη   βυθισμένη   στο   τέλμα    των  σκοτεινών   αιώνων, είτε   υπουργούντα   σε   αξιώματα   μεγάλα   και   περιφανή   της   Πολιτείας,   είτε κοσμούντα  τον  αγιότατο  Πατριαρχικό  θρόνο  της Κωνσταντινουπολίτιδος  Εκκλησίας, είτε  εξασκούμενο  στην     ελεημοσύνη και  τη  φιλανθρωπία,  είτε  υφιστάμενο  την παραγνώριση  των  ανθρώπων και τις σκληρές στερήσεις δυο εξοριών, παντού αναγνωρίζουμε τον μαχόμενο  υπέρ  της    αληθούς    Ορθοδόξου   πίστεως, της    «αποστολικής  τε και  πατρικής   παραδόσεως»   και   «της  προγονικής ευσεβείας»,   η   οποία   αποτελεί  και  το  περιεχόμενο  της  πατερικής διδασκαλίας  αυτού.  Γι’  αυτό  και  ο  Μητροπολίτης   Θεσσαλονίκης Βασίλειος  καταθέτοντας τη συνείδηση  της  Εκκλησίας  περί  της   πρώιμης  αγιοποιήσεως    του    μεγάλου   Ιεράρχου,  γράφει:
«Φώτιος  γαρ  ήν  ο  μακάριος, ο  φωτός    ακτίσι   φερωνύμος   του   ονόματος πλήθει   διδασκαλιών   καταλάμψας   τα   πέρατα,   ο  εξ   αυτών   σπαργάνων αφιερωθείς   τω  Χριστώ,   ως   υπέρ   της   αυτού   εικόνος   δημεύσει   και   εξορίᾳ, τούτοις  δη τοις  αθλητικοίς εκ προοιμίου αγώσι συγκοινωνήσας τω γεννήτορι,  ού  και  η  ζωή  θαυμαστὴ  και   το  τέλος   επέραστον,   υπό    Θεού τοις   θαύμασι   μαρτυρουμένη».
Η   ζωντανή     Ορθόδοξη   πίστη,    κατά   τον    ιερό  Πατέρα,  η  πίστη   της αληθείας,   είναι   η   αρχή  της    Χριστιανικής   μας   υποστάσεως  και  επιβάλλει   την    συνεχή   προσπάθεια   για    το    «ανακεφαλαιώσασθαι   τα πάντα   εν   Χριστώ,   τα   επί    τοις   ουρανοίς    και    τα   επί    της   γης»,   για   την πραγμάτωση  της    «καινής κτίσεως»,   που   επιτυγχάνεται   με   τη  δυναμική γεφύρωση, σύνδεση  και  αλληλοπεριχώρηση  του  θείου  και   ανθρώπινου  στοιχείου.  Ο  Χριστός  ενώνει  στο  πρόσωπό Του  τη  θεία  με  την  ανθρώπινη    φύση.   Αυτό  σημαίνει ότι  η  θεότητα και  η  ανθρωπότητα έχουν   εν   Χριστώ    ένα   κοινό    τρόπο   υπάρξεως   και    αυτός   ο   τρόπος   είναι   η ενότητα,  η   αλληλοπεριχώρηση  των προσώπων,  η  κοινωνία   της    αγάπης.  Η  ένωση   της   θείας  με  την  ανθρώπινη   φύση  στο  πρόσωπο   του    Χριστού  δεν είναι μία  αφηρημένη  αρχή. Φανερώνεται  σε  εμάς,  όπως φανερώνεται   πάντοτε   η    φύση:    μόνο    ως   τρόπος    υπάρξεως,   δηλαδή   ως δυνατότητα   ζωής. Είναι  η  δυνατότητα  να  ζήσουμε,  να  πληρωθεί  η  απύθμενη  δίψα  για  ζωή  που  βασανίζει    την   ύπαρξή  μας,  να   ζήσουμε όλες   τις   δυνατότητες   της   ζωής   νικώντας   την   αναπηρία   και  τον  θάνατο   της τεμαχισμένης  υπάρξεως.  Αρκεί  βέβαια  να  μην αποδεχθεί   ο   άνθρωπος  την  αμαρτία και  αποτυχία του και  να  ζήσει    την  κένωση   του   Χριστού, τη   ζωή   του   Θεού.
Η  αληθινή  Χριστιανική  ζωή  είναι  η   γέφυρα που    συνδέει    τον    ουρανό  με   την   γη,   η   συνεχής   πηδαλιούχηση   του   πορθμείου   εκείνου,   το  οποίο, όπως λέγει  ο  ιερός  Φώτιος, έρχεται  από  τον ουρανό    και   «διαπορθμεύει ημίν την εκείθεν αγαθοειδή  και θείαν ευμένειαν»  και  Χάρη.  Αυτό  ακριβώς  είναι   το   αληθινό  ήθος της   Ορθοδοξίας:   η   αναγέννηση,   ένωση, μετοχή   και   κοινωνία    με    τον    Χριστό    δια    του    Αγίου    Πνεύματος.
Το  Ορθόδοξο,  λοιπόν,   ήθος,   που   είναι   η   κοινωνία   του   προσώπου   με   τον Θεό  Πατέρα   εν   Χριστώ   δια  του   Αγίου   Πνεύματος   και    ο   αγιασμός    του   όλου    ανθρώπου   στην   οδό    της    θεώσεως   αρχίζει   να   υπάρχει   μόνο   όταν έχουμε ως προϋπόθεση την ορθή πίστη, την ορθοδοξία. Γι’ αυτό   ουδέποτε ο  Άγιος  άλλωστε  δεν  ανέχθηκε  οποιαδήποτε παρασιώπηση   ή παραφθορά    της   αλήθειας.
Γράφει   χαρακτηριστικά  ο  ιερός   Φώτιος   προς   τον   Πάπα   Νικόλαο:   «τα οικουμενικαίς  και κοιναίς τυπωθέντα ψήφοις  πάσι  προσήκει φυλάττεσθαι».    Διότι,   δια   της   επιμελούς   φυλάξεως   της    διδασκαλίας   των Οικουμενικών    Συνόδων,   «πάσα   καινοτομία   και   αίρεσις    απελαύνεται·   το δε της Ορθοδοξίας ακήρατον και αρχαιοπαράδοτον φρόνημα ταις ευσεβούντων  ψυχαίς  εις   αδίστακτον   σεβασμιότητα   καθιδρύνεται».   Έτσι   η μία    γενεά,   μετά    φόβου    Θεού,   παραδίδει  στην  επερχόμενη  τα   της πίστεως   πολύτιμα    κεφάλαια   που   έλαβε,  με   πλήρη   συναίσθηση   ότι   και   η επερχόμενη  θα  διατηρήσει  αλώβητη    την   πίστη.   Σε   μία    ομιλία    του   ο Ἀγιος  εξαίρει  τη  σπουδαιότητα  της συνεχιζόμενης  ανελλειπώς  διαδοχής:
«Προ   της   εβδόμης   Συνόδου,   έσχε   προ    ταύτης   η   Πρώτη   πολλών   εν   μέρει    τας πράξεις  μιμήσασθαι.  Η Δευτέρα την Πρώτην  υπογραμμόν και  τύπον εδέξατο,  της  δε  Τρίτης    αυτή   μετά    την   πρώτην    υπήρξε   παράδειγμα,    ναι δη   και    Τετάρτην  ταυταίς  επλούτει   μιμήσασθαι   και   ταις   εφεξής   υπήρχον αι   προλαβούσαι   διδάσκαλοι».
Η  απαρίθμηση  εδώ  των Συνόδων δεν είναι συμπτωματική.  Για τον    Άγιο, τον της απλανούς γνώσεως κανόνα, το παρελθόν, η παράδοση,  τα γενόμενα  στο  άγιο  Σώμα  της  Εκκλησίας του  Χριστού    δεν    αποτελούν απλά   ιστορικά    γεγονότα.    Μάλλον   αποτελούν    υπόδειγμα,   τύπο   για   το μέλλον   του   Κυριακού   Σώματος.   Γι’ αυτό   και    δεν   επιμένει   μόνο   στην ιστορική  παράδοση ή μετάδοση, ούτε μόνο για τον κληρονομικό χαρακτήρα    της   διδασκαλίας,   αλλά   προ   παντός   για   την   πληρότητα   της αλήθειας,  για την ταυτότητα  και  την συνέχεια  της  καθολικής  εμπειρίας  της  Εκκλησίας,  για  τη    ζωή   της   μέσα  στη  χάρη, για   το   παρόν μέσα   στο   οποίο  κατοικεί  ήδη   το  μέλλον, για   το    μυστήριο    της   πίστεως.
Η  ενότητα, η αγιότητα και η καθολικότητα της Εκκλησίας συμπληρώνονται   και   καταξιώνονται   με   την  αποστολικότητά   της.  Στην αρχιερατική  προσευχή  του  Ιησού  ο  αγιασμός  και    η   καθολική  ενότητα της   Εκκλησίας   συνδέονται   άμεσα   με την αποστολικότητα:    «Ίνα   ο   κόσμος πιστεύση, ότι Συ με απέστειλας». Έτσι η αποστολικότητα γίνεται οντολογικό γνώρισμα της Εκκλησίας, που εκφράζει και  τα άλλα γνωρίσματά   της.   Η   Εκκλησία   είναι   αποστολική,   γιατί   συνεχίζει   την αποστολή  του   Χριστού   και    των   Αποστόλων    Του   μέσα   στον   κόσμο.    Ο ιστορικός    σύνδεσμός   της   με    τους   Αποστόλους   και   η   βεβαίωση  του συνδέσμου   αυτού    με    την    αναγωγή    των    κατά    τόπους   Εκκλησιών   και των Επισκόπων στους Αγίους Αποστόλους αποτελούν τα εξωτερικά τεκμήρια  της  αποστολικής  ιδιότητας  και    διαδοχής. Το  ηθικό  δε  αίτημα της  αποστολικότητας  της Εκκλησίας είναι  η    υποχρέωση   για  πιστότητα στην  αποστολική   παράδοσή   της,    η    οποία   εξασφαλίζει    την  ταυτότητα  και ενότητα του ζώντος Σώματος. «Τούτο γαρ των Αποστόλων το   κήρυγμα, τούτο    των   Οικουμενικών   Συνόδων  το   φρόνημα».
Αγωνιζόμενος  ο  Άγιος Φώτιος  υπέρ    «της πίστεως ημών των Χριστιανών…, της  αχράντου και  ειλικρινούς  λατρείας, και  των περί  αυτήν μυστηρίων»,  στην  εγκύκλιο επιστολή του, το 867 μ.Χ., που  απευθυνόταν   προς   τους    κατά  Ανατολάς  Επισκόπους και  Πατριάρχες, στρέφεται  στην καταπολέμηση  της  αιρέσεως,  «κατά   πάσης   αιρέσεως»,  που    αποτελεί   την   ενότητα   και   την   ακεραιότητα   της  Ορθοδοξίας   και συγχρόνως   καλεί  όλους να   είναι    άγρυπνοι   εναντίων   κάθε   δυσέβειας.   Ο Μέγας   Φώτιος, γνωρίζοντας  ότι κάθε  εκτροπή    από    την    αληθή   πίστη  έχει  ως  συνέπεια   την   έκπτωση   από   την  πνευματικότητα,   κατακρίνει   «το της γνώμης ηρρωστηκός  και  αστήρικτον»   και   καταδικάζει,   ως   «αμαρτίαν προς   θάνατον»,   κάθε    εκτροπή    από    την    Ορθοδοξία    και    την   «των παραδοθέντων    αθέτησιν»   ή   «καταφρόνησιν»  από  εκείνους  που   «κατά  των   ιδίων ποιμένων   υπερήφανον  αναλαμβάνουν φρόνημα,  εκείθεν   δε   κατά  του   κοινού  Ποιμένος   και   Δεσπότου   παρατείνουν   την   απόνοιαν».   Επί   της βάσεως   αυτής   αντέκρουσε   όχι   μόνο   τους   εικονομάχους   αλλά   και  τις παπικές αξιώσεις  και  το  γερμανοφραγκικό   δόγμα του  filioque,   το   οποίο διασαλεύει   την   κοινωνία   των   αγιοπνευματικών  προϋποθέσεων  και ενεργειών   και    δεν   έχει   θέση   μέσα   στην   κοινωνία  του  Σώματος   της Εκκλησίας    και    της   κοινότητος   των   αδελφών.
Γι’  αυτό    και    η   Σύνοδος,   η  οποία   συνήλθε  τον  Ιούλιο    ή  Αύγουστο   του 867  μ.Χ. στην  Κωνσταντινούπολη, καθαίρεσε τον Πάπα Νικόλαο  για    τις αντικανονικές   του  ενέργειες,  ενώ  αποδοκίμασε  τη  διδασκαλία  του filioque   και  τα  ρωμαϊκά  έθιμα. Μάλιστα  η  εγκύκλιος  επιστολή  του  ιερού Φωτίου   για    τα   θέματα   αυτά,   μετά    τη   συνοδική   κατοχύρωση   του περιεχομένου της, κατέστη ένα σταθερό πλέον κριτήριο για την αξιολόγηση    των   σχέσεων    Ανατολής    και   Δύσεως.
Η   δολοφονία  του    αυτοκράτορα   Μιχαήλ   του    Γ’,  στις  24   Σεπτεμβρίου   867 μ.Χ.,    από   τον   Βασίλειο   Α’  τον  Μακεδόνα, συνοδεύτηκε  και  με κρίση στην Εκκλησία. Ο  νέος αυτοκράτορας τάχθηκε   υπέρ   της   προσεγγίσεως Κωνσταντινουπόλεως και  Ρώμης και αναζήτησε ερείσματα  στους «Ιγνατιανούς».  Ο  ιερός Φώτιος  υπήρξε  το  θύμα  αυτής  της  νέας πολιτικής    σκοπιμότητας   του    αυτοκράτορα,   ο  οποίος   εκθρόνισε   τον    Άγιο   Φώτιο   και    αποκατέστησε   στον   θρόνο   τον   Πατριάρχη   Ιγνάτιο,   στις   23   Νοεμβρίου   867   μ.Χ.   Η    Σύνοδος   του   έτους   869   μ.Χ.,   που   συνήλθε   στην Κωνσταντινούπολη,   στο    ναό    της   Αγίας   Σοφίας,   αναθεμάτισε   τον   Άγιο Φώτιο, όσοι  δε    Επίσκοποι   χειροτονήθηκαν    από    αυτόν   ή   παρέμεναν πιστοί  σε  αυτόν   καθαιρέθηκαν και  όσοι από  τους  μοναχούς    ή    λαϊκούς παρέμειναν   οπαδοί   του   αφορίσθηκαν.   Ο   ιερός   Φώτιος   καθ’ όλη   την διαδικασία  και  παρά   την  προκλητική    στάση   των   αντιπροσώπων   του  Πάπα   τήρησε   σιγή,    τους   υπέδειξε   να   μετανοήσουν  και  αρνήθηκε  να  δεχθεί  την αντικανονική  ποινή.  Στη  συνέχεια  εξορίστηκε και υποβλήθηκε σε ποικίλες και πολλαπλές στερήσεις και κακουχίες. Επακολούθησε   βέβαια   η   συμφιλίωση   των   δύο   Πατριαρχών,   Φωτίου  και Ιγνατίου,  αλλά  ο  θάνατος του  Ιγνατίου,  στις 23  Οκτωβρίου  του  877  μ.Χ., επέτρεψε την   αποκατάσταση   του   ιερού   Φωτίου  στον  πατριαρχικό θρόνο  μέχρι  το  έτος  886   μ.Χ.   κατά    τον   οποίο   εξαναγκάστηκε  σε παραίτηση  από  το διαδεχθέντα τον αυτοκράτορα   Βασίλειο   δευτερότοκο υιό   του   Λέοντα   ΣΤ’   τον   Σοφό.          
Ο  Άγιος    Φώτιος   κοιμήθηκε   οσίως   το   έτος   891 μ.Χ.   όντας   εξόριστος   στην ιερά μονή  των Αρμενιανών, όπως  άλλοτε  ο  θείος  και  ιερός  Χρυσόστομος στα  Κόμανα του  Πόντου.  Το  ιερό    και    πάντιμο   σκήνωμα του  Αγίου   και   Μεγάλου   Φωτίου   εναποτέθηκε   στην   λεγόμενη   μονή   της Ερημίας   ή  Ηρεμίας,   που    ήταν   κοντά   στην   Χαλκηδόνα.  Παλιότερα   η Σύναξή του ετελείτο στο Προφητείο, δηλαδή  στο ναό του  Τιμίου Προδρόμου και Βαπτιστού  Ιωάννου, που  βρισκόταν στη  μονή  της Ερημίας, ενώ  τώρα  τελείται  στην  ιερά πατριαρχική  μονή  της  Αγίας  Τριάδος   στη   νήσο   Χάλκη,  όπου    ιδρύθηκε   και  η  Θεολογική   Σχολή   της  Μεγάλης   του   Χριστού   Εκκλησίας.


Απολυτίκιον.   Ήχος   πλ. α’.   Τον   συνάναρχον   Λόγον.         
Της σοφίας εκφάντωρ λαμπρός γενόμενος,  Ορθοδοξίας εδείχθης θεοπαγής   προμαχών,   των   Πατέρων   καλλονή    Φώτιε   μέγιστε·   συ  γαρ αιρέσεων δεινών, στηλιτεύεις την οφρύν, Εῴας το θείον σέλας, της Εκκλησίας   λαμπρότης,    ήν    διατήρει    Πάτερ    άσειστον.


Κοντάκιον. Ήχος  πλ. δ’. Τη  υπερμάχω.
Της   Εκκλησίας    ο   φωστήρ    ο   τηλαυγέστατος
Και    ορθοδόξων    οδηγός   ο   ενθεώτατος
Στεφανούσθω    νυν    τοις    άνθεσι    των    ασμάτων.
Η    θεοφθόγγος    κιθάρα    η    του   Πνεύματος,
Ο    στερρότατος   αιρέσεων   αντίπαλος·       
Ω    και    κράζομεν,    χαίρε   πάντιμε   Φώτιε.


Μεγαλυνάριον.
Χαίροις   ορθοδόξων    φωταγωγέ,    και    της   Εκκλησίας,   νυμφοστόλε   και οδηγέ·   χαίροις   κακοδόξων,   η   δίστομος   ρομφαία,   ω   Φώτιε  τρισμάκαρ, ρητόρων    έξοχε.

Saint Fotios the Confessor and Confessor of the Patriarch of Constantinople


The Great Fotius lived during the reigns of the Emperors Michael (842 - 867 AD), the son of Theophilus, Basil I of Macedon (867 - 886 AD) and Leo VI the Wise (886 - 912 AD), son of Basil. He was born around 810 AD. in Constantinople from a pious and prominent family, who fought for the honor and worship of holy icons. His parents were named Sergius and Eirini and they were persecuted by the iconoclast Emperor Theophilus (829 - 842 AD). Saint Sergius, whose memory is honored by the Church on May 13, was a brother of Patriarch Tarasius (784 - 806 AD) and was tied up by the neck in the streets of Constantinople, deprived of his possessions and exiled afterwards. and his children in an arid place, where he died as a confessor.
The holy Fotios first excelled in the highest political posts. When Patriarch Ignatius was forcibly removed from the patriarchal throne by the emperor, in 858 AD, the holy Photius, who was distinguished for his holiness and his enormous education. His ordination to the Bishop took place on Christmas day 858 AD. under the bishops of Syracuse Gregory of Lime, Gortynn Vassiliou and Apabia Abbasi. He was first honored by a monk and then received the rank of priesthood.
The Holy Fotios, in synodical letters, announced, in the established way, his election to the Patriarchs of the East and emphasized the restoration of peace in the Church of Constantinople. But before he could even consolidate it, a rift broke out between extreme politicians and followers of Patriarch Ignatius, the "Ignatians".
The "Ignatians" assembled in the church of St. Eirini, removed the Holy Temple and proclaimed Patriarch Ignatius. Agios Fotios convened a Synod in the church of the Holy Apostles to address the issue. The Council condemned the actions of the "Ignatians" as abnormal and emphasized that Ignatius, having resigned from the throne, was no longer a Patriarch, and that if he claimed his return to the patriarchal throne, he would automatically be sentenced to death. humor.
This great Father of the Church preached the Gospel as another Apostle Paul. He fought for the revival of the missionary consciousness, which protects the spiritual independence and autonomy of the Orthodox peoples from imports of customary aliens to their idiosyncrasies, with the aim of altering their identity and spiritual life. Because he knew that the greatest enemy of a people was the loss of their self-consciousness, the deterioration of their cultural personality, and the deterioration of their morals. Holy Fotios was aware of the missionary activity of the holy Chrysostom, having been mentioned many times in this work and was even influenced by it in the matter of the use of local languages ​​and monks as missionaries. During his days the Bulgarian nation was christened, who sacrificed to the immortal faith of Christ and revived it with the bath of divine Baptism.
Sacred Photius fought great and successful fights for the Orthodox faith against the Manichaeans, Iconoclasts and other heretics and brought many of them back to the Catholic Orthodox Church of Christ.
"All human beings love time and disappear. Virtue ... and time and passion and this death abound; and, more precisely, time and death, rather seek and afflict, and their relative slaughter and dignity, extinguished by this envy, more glorious and admirable. "
This reason, a distillation of the deep faith and the divine wisdom of the Apostle Fotius, the Patriarch of Constantinople, "a myriad of virtues who have perished, and in all knowledge of the divine," is fully applied to this goddess, they confessed to him Saints and Isapostolos "the heavenly poor that are densely inhabited", as "persecuted by the persecutions, and by the deaths".
His theological work justified the struggles of the Church, affirmed the Orthodox faith, and inspired the Ecclesiastical consciousness of the constant alertness of the whole Ecclesiastical Body. In this sense, the ecclesiastical conscience distinguished in his face the advocate of Orthodox faith and the expressor of the authentic doctrine of the Church. At any stage of life, whether we follow the Holy Photo, either in the library, studying, or as a professor of philosophy at the first University of Medieval Europe in Magnavra at a time when the West was still submerged in the dark ages, or in the great and prestigious offices of the State, either adorning the Holy Patriarchal throne of the Constantinople Church, practicing alms and charity, or Chief disregard of the people and the harsh deprivations two Exile everywhere acknowledge the fighting for the true Orthodox faith, "fatherly and apostolic either supply" and "ancestral piety," which is the content of this patristic teaching. That is why the Metropolitan of Thessaloniki Basil, depositing the Church's consciousness of the early hierarchy of the great Hierarch, writes:
"Blessed is the blessed, the light-shining slogan of the name, with the doctrines of the doctrine of the very end, the diocese of them dedicated to Christ, in whose image he confiscates and exiles; a marvelous life and the end in the end, by God the marvelously witnessed. "
The living Orthodox faith, according to the Holy Father, the faith of the truth, is the beginning of our Christian existence and requires the constant effort to "recapitulate everything in Christ, on earth and on earth," for realization of "new construction", achieved by the dynamic bridging, linking and interconnection of the divine and the human element. Christ unites in His face the divine with human nature. This means that divinity and humanity have a common way of life in Christ, and that is the unity, the enclosure of persons, the society of love. The union of the divine with human nature in the face of Christ is not an abstract principle. It is revealed to us, as nature always shows: only as a way of existence, that is, as a possibility of life. It is the ability to live, to fill the bottomless thirst for life that torments our existence, to live all the potential of life by defeating the disability and death of the shattered existence. It is sufficient, of course, for man not to accept his sin and failure and to live the emptiness of Christ, the life of God.
True Christian life is the bridge that connects the sky with the earth, the constant steering of that ferry, which, as Sacred Photius says, comes from the sky and "destroys the virtuous and sacrificed half there" and prosperity. This is exactly the true ethos of Orthodoxy: rebirth, union, sharing, and fellowship with Christ by the Holy Spirit.
Orthodox, then, is morality, which is the communion of the person with God the Father in Christ by the Holy Spirit, and the sanctification of the whole person in the path of the deity only begins when we have the precondition of good faith, orthodoxy. That is why the Saint never tolerated any tampering or corruption of the truth.
Sacred Photius writes to Pope Nicolaos typically: "Ecumenical and common printed votes are always reserved." For, by the careful preservation of the doctrine of the Ecumenical Councils, "all innovation and heresy is expelled; Thus, one generation, for fear of God, delivers to her forthcoming faithful the precious funds she received, with the full awareness that the coming one will also keep her faith intact. In one of his speeches, Saint emphasizes the importance of continued succession:
"Before the Seventh Session, the First of many deeds was imitated. Monday was the first sign and type of training, and this Tuesday after the first was an example, yes and Wednesday as well as mimics and there were teachers already there. "
The enumeration here is not accidental. For the saint, the rule of simple knowledge, the past, the tradition, born in the holy body of the Church of Christ are not mere historical events. They are probably a role model for the future of the Sunday House. That is why he insists not only on the historical tradition or transmission, not only on the hereditary nature of teaching, but above all on the completeness of the truth, on the identity and continuity of the universal experience of the Church, on her life in grace , for the present in which the future already resides, for the mystery of faith.
The unity, holiness and catholicity of the Church are complemented and exalted by its apostolicity. In Jesus' hierarchical prayer, the sanctity and Catholic unity of the Church are directly linked to apostolicity: "The world believed that You sent me." Thus apostolate becomes an ontological feature of the Church, which expresses its other traits. The Church is apostolic because it continues the mission of Christ and His Apostles throughout the world. Its historical connection with the Apostles and the affirmation of this connection with the reduction of local Churches and Bishops to the Holy Apostles are the external evidence of apostolic status and succession. And the moral demand of the Church's apostolicity is the obligation of faithfulness to its apostolic tradition, which ensures the identity and unity of the living Body. "This is the garb of the Apostles the sermon, this of the Ecumenical Synods."
Agent Fotios in favor of "our faith of Christians ..., of immaculate and sincere worship, and of the sacraments about it", in his circular letter, 867 AD, addressed to the Eastern Bishops and Patriarchs, the fight against the heresy, "against all heresies", which is the unity and integrity of Orthodoxy and at the same time calls on everyone to be vigilant against all evil. The Great Photius, knowing that any deviation from true faith results in a deviation from spirituality, condemns "the opinion of the believer and the unbeliever" and condemns, as "sin to death", every deviation from Orthodoxy and the "tradition" misrepresentation "or" contempt "by those who" take pride in their own shepherds, and thereby prolong their depravity against the common Shepherd and Despot ". On this basis he opposed not only the iconoclasts but also the papal claims and the Germanic-denominational doctrine of the filioque, which permeates the society of sacred precepts and actions and has no place within the society of the Church and the community of brothers.
That is why the Synod, which met in July or August of 867 AD. in Constantinople, he sacked Pope Nicholas for his abusive actions, and he condemned his filioque teaching and Roman customs. Indeed, the circular letter of the Holy Photius on these issues, after the synodic consolidation of its contents, has become a firm criterion for the evaluation of East-West relations.
The assassination of Emperor Michael III on September 24, 867 AD, by King I of Macedonia, was followed by a crisis in the Church. The new emperor favored the approach of Constantinople and Rome and sought refuge in the "Ignatians". Holy Fotius was the victim of this new political expedition of the emperor, who ousted Fotios and restored the throne to Patriarch Ignatius on November 23, 867 AD. The Synod of the year 869 AD, which met in Constantinople, in the church of Hagia Sophia, cursed the Holy See, those bishops ordained by him or remaining faithful to him, and all those who were monks or laymen. Throughout the process, Sacred Photius, despite the pope's defiant stance, was silent, instructed them to repent, and refused to accept improper punishment. He was subsequently exiled and subjected to various and multiple deprivations and adversities. The reconciliation of the two Patriarchs, Photius and Ignatius, followed, of course, but Ignatius' death on October 23, 877 AD, allowed the restoration of the holy Photius on the patriarchal throne until 886 AD. during which he was forced to resign from the emperor's second successor, the second son of Leo VI the Wise.
Agios Fotios was asleep in the year 891 AD. being exiled to the Holy Monastery of the Armenians, as was once the uncle and saint Chrysostom in the Coman of Pontus. The sacred and immaculate setting of Saint and Great Fotios was deposited in the so-called Monastery of Ermia or Irmia, which was near Chalkidona. In the past, his Synagogue used to be in the Prophecy, that is, in the church of the Holy Forerunner and Baptist John, which was in the monastery of Ermia, and now it is being completed in the Holy Patriarchal Monastery of the Holy Trinity on the island of Halki, where the Theologian Church of Christ was founded. .


Absolutely. Sound a'. Co-captain Logon.
Of wisdom manifested brilliantly born, Orthodoxy of the Goddess of the Basilica, of the most beautiful Fathers of Light; in heresies of affliction, you worship her, Esau the saddle, of the glorious Church, or retain the Father.


It's close. Sound d. I miss her.
In the Church, the luminary is the luminary
And the orthodox guide the transgressor
I am crowned now by the chants.
The theosophical guitar or the Spirit,
The most heretical opponent;
Oh well, always welcome Fotie.

Magnificent.
Merry Orthodox luminary, and of the Church, nymphostole and guide; merry of the orthodox, the two-syllable chorister, Φ Fotie Trimacar, orators.

Δεν υπάρχουν σχόλια: