Α΄Τιμ.
6, 12-20
12 ἀγωνίζου τὸν καλὸν
ἀγῶνα τῆς πίστεως· ἐπιλαβοῦ τῆς αἰωνίου
ζωῆς, εἰς ἣν καὶ ἐκλήθης καὶ
ὡμολόγησας τὴν καλὴν ὁμολογίαν ἐνώπιον πολλῶν μαρτύρων.
13 Παραγγέλλω σοι
ἐνώπιον τοῦ
Θεοῦ τοῦ ζωοποιοῦντος τὰ
πάντα καὶ Χριστοῦ Ἰησοῦ
τοῦ μαρτυρήσαντος ἐπὶ
Ποντίου Πιλάτου τὴν καλὴν ὁμολογίαν,
14 τηρῆσαί σε τὴν
ἐντολὴν ἄσπιλον, ἀνεπίληπτον μέχρι τῆς ἐπιφανείας τοῦ Κυρίου
ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ,
15 ἣν καιροῖς
ἰδίοις δείξει ὁ
μακάριος καὶ μόνος δυνάστης, ὁ
βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ κύριος τῶν κυριευόντων,
16 ὁ
μόνος ἔχων ἀθανασίαν, φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον, ὃν εἶδεν
οὐδεὶς ἀνθρώπων οὐδὲ ἰδεῖν
δύναται·
ᾧ τιμὴ καὶ κράτος αἰώνιον·
ἀμήν.
17 Τοῖς πλουσίοις ἐν τῷ
νῦν αἰῶνι παράγγελλε
μὴ ὑψηλοφρονεῖν, μηδὲ ἠλπικέναι ἐπὶ πλούτου ἀδηλότητι, ἀλλ' ἐν τῷ Θεῷ τῷ ζῶντι, τῷ
παρέχοντι ἡμῖν πάντα πλουσίως εἰς ἀπόλαυσιν,
18 ἀγαθοεργεῖν, πλουτεῖν ἐν ἔργοις καλοῖς,
εὐμεταδότους εἶναι, κοινωνικούς,
19 ἀποθησαυρίζοντας ἑαυτοῖς θεμέλιον καλὸν εἰς τὸ μέλλον, ἵνα
ἐπιλάβωνται τῆς αἰωνίου
ζωῆς.
20 Ὦ Τιμόθεε, τὴν παρακαταθήκην φύλαξον, ἐκτρεπόμενος τὰς βεβήλους κενοφωνίας καὶ ἀντιθέσεις τῆς ψευδωνύμου γνώσεως.
ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗ
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
Α΄Τιμ.
6, 12-20
12 Αγωνίζου τον
καλό αγώνα της
πίστεως, κράτησε την
αιώνιο ζωή, στην
οποία έχεις καλεσθεί και
έδωκες την λαμπρή
ομολογία ενώπιον πολλών μαρτύρων.
13 Σου
παραγγέλω ενώπιον του
Θεού, ο οποίος
ζωοποιεί τα πάντα,
και του Χριστού Ιησού,
ο οποίος επί Ποντίου
Πιλάτου έδωκε την
λαμπρή ομολογία,
14 να
τηρήσεις την εντολή ακηλίδωτη,
αδιάβλητη μέχρι της επιφανείας
του Κυρίου μας
Ιησού Χριστού,
15 την
οποία θα δείξει
κατά τους ωρισμένους
χρόνους, ο μακάριος
και μόνος Δυνάστης, ο
Βασιλεύς των βασιλευόντων και
ο Κύριος των κυριευόντων,
16 ο μόνος που
έχει αθανασία, που
κατοικεί φως απρόσιτο,
τον οποίο κανείς από
τους ανθρώπους δεν
είδε, ούτε μπορεί να
τον ιδεί, στον οποίο
ανήκει η τιμή
και η αιώνια
δύναμις. Αμήν.
17 Στους
πλουσίους του κόσμου
τούτου, παράγγελε
να μην είναι υπερήφανοι ούτε
να έχουν την
ελπίδα τους στην
αβεβαιότητα του πλούτου, αλλά
στο Θεό τον
ζωντανό, ο οποίος
μας παρέχει όλα πλούσια
προς απόλαυσι·
18 να
κάνουν το καλό,
να πλουτίζουν
με έργα καλά,
πρόθυμοι να μεταδίδουν, γενναιόδωροι,
19 και
έτσι να αποταμιεύσουν για
τον εαυτό τους
ένα καλό θεμέλιο
για το μέλλον, για
να λάβουν την
αιώνιο ζωή.
20 Ω Τιμόθεε, φύλαξε
εκείνο που σου
είναι εμπιστευμένο και
απόφευγε τα βέβηλα και κούφια λόγια
και τις αντιλογίες
της ψευδώς ονομαζομένης γνώσεως.
Λουκᾶ
15, 11-32
11 Εἶπε
δέ· ἄνθρ ωπός τις εἶχε δύο υἱούς.
12 Καὶ εἶπεν
ὁ νεώτερος αὐτῶν τῷ
πατρί· πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας. Καὶ
διεῖλεν αὐτοῖς
τὸν βίον.
13 Καὶ
μετ᾿ οὐ πολλὰς ἡμέρας
συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος
υἱὸς ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν
αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως.
14 Δαπανήσαντος δὲ
αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λιμὸς
ἰσχυρὸς κατὰ
τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ
αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι.
15 Καὶ πορ ευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ
τῶν πολιτῶν τῆς χώρας
ἐκείνης, καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς
ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν
χοίρους.
16 Καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου
αὐτῷ.
17 Εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν
εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων,
ἐγὼ δὲ λιμῷ ἀπόλλυμαι!
18 Ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν
πατέρα μου καὶ
ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ,
ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν
καὶ
ἐνώπιόν σου.
19 Οὐκέτι
εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου·
ποίησόν
με ὡς ἕνα τῶν μισθίων
σου.
20 Καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς
τὸν πατέρα αὐτοῦ.
ἔτι δὲ
αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ
πατὴρ αὐτοῦ
καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν
ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον
αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν
αὐτόν.
21 Εἶπε δὲ
αὐτῷ ὁ υἱός· πάτερ,
ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν
καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος
κληθῆναι υἱός σου.
22 Εἶπε δὲ ὁ
πατὴρ πρὸς τοὺς δούλους
αὐτοῦ· ἐξενέγκατε τὴν στολὴν
τὴν πρώτην καὶ
ἐνδύσατε αὐτόν, καὶ δότε
δακτύλιον εἰς τὴν
χεῖρα αὐτοῦ
καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας,
23 καὶ
ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν θύσατε, καὶ φαγόντες
εὐφρανθῶμεν,
24 ὅτι οὗτος
ὁ υἱός μου νεκρὸς
ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ
εὑρέθη. Καὶ ἤρξαντο
εὐφραίνεσθαι.
25 Ἦν δὲ ὁ
υἱὸς αὐτοῦ ὁ πρεσβύτερος ἐν
ἀγρῷ· καὶ ὡς ἐρχόμενος
ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ ἤκουσε
συμφωνίας καὶ
χορῶν,
26 καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα
τῶν παίδων
ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα.
27 Ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ
ὅτι ὁ ἀδελφός σου
ἥκει καὶ ἔθυσεν ὁ
πατήρ σου τὸν
μόσχον τὸν σιτευτόν,
ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν
ἀπέλαβεν.
28 Ὠργίσθη δὲ καὶ οὐκ
ἤθελεν εἰσελθεῖν. Ὁ
οὖν πατὴρ αὐτοῦ
ἐξελθὼν παρεκάλει αὐτόν.
29 Ὁ
δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ πατρί·
ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον,
καὶ ἐμοὶ
οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον
ἵνα μετὰ
τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ·
30 ὅτε δὲ ὁ
υἱός σου οὗτος, ὁ
καταφαγών σου τὸν βίον
μετὰ πορνῶν,
ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον
τὸν σιτευτόν.
31 Ὁ
δὲ εἶπεν αὐτῷ· τέκνον, σὺ
πάντοτε μετ᾿ ἐμοῦ
εἶ, καὶ πάντα τὰ
ἐμὰ σά ἐστιν·
32 εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη.
32 εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη.
ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗ
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
Λουκά 15, 11-32
11 Είπε
επίσης, «Κάποιος άνθρωπος
είχε δύο υιούς.
12 Και
ο νεώτερος απ’
αυτούς είπε στον πατέρα του, «Πατέρα,
δός μου το μερίδιο
της περιουσίας που
αναλογεί σ’ εμένα». Και
μοίρασε σ’ αυτοὺς την περιουσία.
13 Και
ύστερα από λίγες
ημέρες ο νεώτερος
υιός μάζεψε όλα
και ταξείδεψε σε μακρυνή
χώρα και εκεί σπατάλησε
την περιουσία του ζων
βίο άσωτο.
14 Όταν
ξώδεψε ό,τι είχε,
έγινε μεγάλη πείνα
στη χώρα εκείνη
και αυτός άρχισε να
στερήται.
15 Και
πήγε και
προσκολλήθηκε σ’ έναν
από τους πολίτες
της χώρας εκείνης ο
οποίος τον
έστειλε στα χωράφια
του να βόσκει χοίρους.
16 Και
επιθυμούσε να γεμίσει
την κοιλιά του από
τα ξυλοκέρατα που έτρωγαν
οι χοίροι και
κανείς δεν του έδινε
τίποτε.
17 Τότε
συνήλθε στον εαυτό
του και είπε, «Πόσοι
μισθωτοί εργάτες του πατέρα μου
έχουν αρκετή τροφή
και τους περισσεύει,
ενώ εγώ χάνομαι από
την πείνα!
18 Θα
σηκωθώ και θα
πάω στον πατέρα
μου και θα του
πω, Πατέρα αμάρτησα κατά
του ουρανού και
ενώπιόν σου, δεν
είμαι πλέον άξιος
να ονομάζωμαι υιός σου.
19 Κάνε με σαν ένα
από τους μισθωτούς
εργάτες σου».
20 Και
σηκώθηκε και ήλθε στον
πατέρα του. Ενώ
δε ήτο ακόμη μακρυά, τον
είδε ο πατέρας
του και τον
σπλαγχνίσθηκε και έτρεξε
και έπεσε στον τράχηλό
του και τον κατεφίλησε.
21 Του
είπε δε ο
υιός, «Πατέρα, αμάρτησα
κατά του ουρανού
και ενώπιόν σου και δεν
είμαι πλέον άξιος
να ονομάζωμαι υιός σου».
22 Αλλ’
ο πατέρας είπε
στους δούλους του, «Βγάλετε την
στολή την πρώτη και ντύσατέ
τον και
δώστε του δακτυλίδι
για το δάκτυλό
του και υποδήματα για
τα πόδια του,
23 και
φέρετε το θρεμμένο
μοσχάρι και σφάξατέ
το και άς
φάμε και άς ευφρανθούμε
24 διότι
ο υιός μου αυτός ήτανε
νεκρός και ανέζησε,
ήτανε χαμένος και βρέθηκε». Και
άρχισαν να ευφραίνωνται.
25 Ο
υιός του όμως
ο μεγαλύτερος ήτανε
στο χωράφι και
όταν επέστρεφε, καθώς πλησίασε
στο σπίτι, άκουσε
μουσική και χορούς.
26 Κάλεσε
τότε ένα από
τους υπηρέτες και
ρώτησε τί σήμαιναν
αυτά.
27 Εκείνος του
είπε, «Ήλθε ο
αδελφός σου, και
ο πατέρας σου
έσφαξε το θρεμμένο μοσχάρι,
διότι τον απέκτησε
πάλι υγιαίνοντα».
28 Αυτός όμως
θύμωσε και δεν
ήθελε να μπει.
Ο πατέρας του
βγήκε έξω και τον
παρακαλούσε,
29 αλλ’
αυτός απεκρίθη στον
πατέρα του, «Τόσα
χρόνια σε δουλεύω
και ποτέ δεν παρέβηκα
εντολή σου, σ’
εμένα όμως ποτέ
δεν έδωκες ούτε ένα κατσίκι,
για να διασκεδάσω
με τους φίλους
μου.
30 Όταν
όμως ήλθε ο
υιός σου αυτός,
που κατέφαγε την
περιουσία σου με πόρνες,
έσφαξες γι’ αυτόν
το θρεμμένο μοσχάρι».
31 Ο
πατέρας του είπε,
«Παιδί μου, συ
είσαι πάντοτε μαζί
μου και ό,τι
έχω είναι δικό σου.
32 Έπρεπε να ευφρανθούμε και να χαρούμε διότι ο αδελφός σου αυτός ήτανε νεκρός και ανέζησε· χαμένος ήτανε και βρέθηκε».
32 Έπρεπε να ευφρανθούμε και να χαρούμε διότι ο αδελφός σου αυτός ήτανε νεκρός και ανέζησε· χαμένος ήτανε και βρέθηκε».
Aytime. 6, 12–20
12 Fight the good fight of
faith, hold on to the eternal life in which you have been called, and have
given brilliant confession to many witnesses.
13 I command you before
God, who gives life to all things, and to Christ Jesus, who on Pontius Pilate
gave the brilliant confession,
14 to observe the command,
unbroken, unbroken to the surface of our Lord Jesus Christ,
15 which he will show in
the appointed times, the Blessed One and only the Almighty, the King of kings
and the Lord of rulers,
16 The only one who has immortality,
dwelling in an inaccessible light, which no man has seen, nor can see, to which
belongs the honor and the eternal power. Amen.
17 To the rich in this
world, he commanded them not to be proud or to hope in the uncertainty of
wealth, but in God the living, who gives us all riches to enjoy;
18 to do good, to enrich
themselves with good works, willing to impart, generous,
19 and thus save for
themselves a good foundation for the future, to receive eternal life.
20 Oh, Timothy, guard that
which is entrusted to you, and avoid the profane and hollow words and the
contradictions of false knowledge.
Luke 15, 11-32
11 He also said, “A man
had two sons.
12 And the younger of them
said to his father, "Father, give me the share of the property that
belongs to me." And he distributed the property to them.
13 And after a few days
the younger son gathered all together, and journeyed to a far country, and
there wasted his property of the living inexhaustible.
14 And when he had wasted
what he had, there was a great famine in that land: and he began to be
deprived.
15 And he went and joined
himself to one of the citizens of that country, who sent him into his fields to
graze pigs.
16 And he wished to fill
his belly with the pigs that the pigs ate, and no one gave him anything.
17 Then he came to himself
and said, "How many wages of my father's laborers have enough food and
they are left over, while I am starving!
18 I will arise and go to
my Father, and say unto him, Father I have sinned against heaven, and before
you; I am no longer worthy to be called your son.
19 Make me like one of
your hired workers. "
20 And he arose, and came
unto his father. While he was still a long way off, his father saw him and
bowed and ran and fell on his neck and kissed him.
21 And the son said unto
him, Father, I have sinned against heaven, and before thee; and I am no longer
worthy to be called thy son.
22 But the father said to
his servants, 'Take off your uniform, and put on him, and give him a ring for
his finger, and shoes for his feet;
23 and bring the nourished
calf and slaughter it, and let us eat and let it cool
24 For this my son was
dead, and sought, and was lost, and was found. And they began to enjoy
themselves.
25 But his eldest son was
in the field, and when he came home, he heard music and dances.
26 Then he called one of
the servants and asked what they meant.
27 He said to him,
"Your brother has come, and your father has slaughtered the nourished
calf, for he has gained it again."
28 But he was angry, and
would not go in. His father came out and begged him,
29 But he replied to his
father, "I have been working for you for so many years and I have never
violated your command, but to me you have never given a goat to have fun with
my friends.
30 But when your son, who
devoured your possessions with prostitutes, came, you killed him for that
nourished calf. "
31 His father said,
"My child, you are always with me and everything I have is yours.
32 We had to rejoice and
be glad, because your brother was dead and was looking for; he was lost and was
found. "
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου