Ο
Όσιος Τίτος γεννήθηκε στη Ρωσία και ασκήτευε στη Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου.
Η ιερατική του βιοτή ήταν θεοφιλής και ισάγγελη,
ενώ η αγάπη του προς όλους τους αδελφούς ανιδιοτελής και ανυπόκριτη.
Τότε
ζούσε στη
Λαύρα και ένας
διάκονος, που ονομαζόταν Ευάγριος. Ο μισόκαλος διάβολος, που πάντοτε σπείρει
ζιζάνια, έσπειρε έχθρα ανάμεσα στον Όσιο Τίτο και το διάκονο Ευάγριο. Και ενώ
πρώτα έτρεφαν ο ένας
για τον άλλο βαθιά αμοιβαία αγάπη, έφθασαν τώρα να μην
θέλουν
ούτε να ιδωθούν. Τόσο πολύ
μάλιστα τους σκότισε
η οργή
και η μνησικακία,
ώστε, όταν θυμίαζε
ο ένας στο ναό, ο
άλλος
έφευγε. Και άν δεν
έφευγε, ο πρώτος τον
προσπερνούσε χωρίς να τον
θυμιάσει.
Έχοντας βυθιστεί σε τέτοιο σκοτάδι εμπάθειας οι δύο
αδελφοί, τολμούσαν να λειτουργούν και να προσφέρουν τα Τίμια Δώρα και να
κοινωνούν, ξεχνώντας την εντολή του
Κυρίου που λέγει: «Εάν προσφέρεις το δώρο σου στο
θυσιαστήριο και εκεί ενθυμηθείς ότι ο αδελφός σου έχει κάτι εναντίον σου, άφησε εκεί το δώρο
σου μπροστά στο θυσιαστήριο και
πήγαινε, πρώτα να συμφιλιωθείς με
τον αδελφό σου, και τότε αφού
έλθεις πρόσφερε το δώρο
σου».
Κάποτε
ο
Όσιος Τίτος αρρώστησε
πολύ σοβαρά. Είχε μάλιστα φθάσει
στα πρόθυρα του θανάτου, όταν άρχισε ξαφνικά να κλαίει και να
θρηνεί για την αμαρτία του. Αμέσως
παρακάλεσε τους μοναχούς να καλέσουν τον
Ευάγριο, για να
συγχωρεθούν. Εκείνος όμως, όχι μόνο δεν δέχθηκε
να συγχωρέσει τον ετοιμοθάνατο
αδελφό,
αλλά άρχισε
να τον καταριέται. Τότε
τον άρπαξαν και
τον έφεραν δια της βίας στον Όσιο,
για να ειρηνεύσουν. Μόλις τον είδε
ο Όσιος
Τίτος ανασηκώθηκε με δυσκολία και τον
ικέτευσε κλαίγοντας να τον ευλογήσει.
Ο ανελέητος Ευάγριος αποστράφηκε
άσπλαχνα τον Όσιο και δήλωσε μπροστά σε όλους, ότι ποτέ δεν
πρόκειται να συμφιλιωθεί μαζί του ούτε στην
παρούσα ζωή ούτε στην άλλη. Δεν πρόλαβε
όμως να τελειώσει τον λόγο του και έπεσε κάτω ξερός! Οι πατέρες έτρεξαν
να τον σηκώσουν, αλλά
διαπίστωσαν πως ήταν νεκρός. Το σώμα του αμέσως πάγωσε σαν
μάρμαρο. Την ίδια στιγμή ο Όσιος Τίτος σηκώθηκε όρθιος, εντελώς υγιής, σαν να μην
είχε αρρωστήσει
ποτέ. Με φρίκη και δέος αντίκρισαν όλοι τον ἀδοξο
θάνατο του μνησίκακου
Ευαγρίου και την
θαυματουργική ίαση
του Αγίου.
Ο Όσιος Τίτος, μετά την συγκλονιστική αυτή εμπειρία, απομάκρυνε για πάντα από τη ζωή του, όχι μόνο την εξωτερική οργή, αλλά και κάθε κακό λογισμό για οποιονδήποτε αδελφό, μέχρι την ημέρα που κοιμήθηκε ειρηνικά και παρέδωσε το πνεύμα του στον Θεό. Ήταν το έτος 1190.
Ο Όσιος Τίτος, μετά την συγκλονιστική αυτή εμπειρία, απομάκρυνε για πάντα από τη ζωή του, όχι μόνο την εξωτερική οργή, αλλά και κάθε κακό λογισμό για οποιονδήποτε αδελφό, μέχρι την ημέρα που κοιμήθηκε ειρηνικά και παρέδωσε το πνεύμα του στον Θεό. Ήταν το έτος 1190.
Saint Titus from Russia
Saint Titus was born in
Russia and practiced in the Lavra of the Kiev Caves. The priestess of the
biotech was theophilic and devout, while his love for all the brothers was
selfless and unobtrusive.
Then there was a deacon in
Lavra, named Evagrius. The half-devil, always sowing weeds, sowed hatred
between Saint Titus and the deacon Evagrius. And while at first they had deep
mutual love for one another, they now came to not want to be seen or seen. So
much was their anger and rancor killed that, when one was incensed in the
temple, the other fled. And if he didn't leave, the first one would overtake
him without annoying him.
Having immersed themselves
in such a darkness of empathy, the two brothers dared to work and offer the
Honorable Gifts and to communion, forgetting the Lord's command that says:
"If you offer your gift in the altar and there remember that your brother
has something leave your gift there in front of the altar and go, first to
reconcile with your brother, and then after you come, offer your gift. "
Once Saint Titus became
very ill. He had even reached the brink of death when he suddenly began to cry
and mourn for his sin. Immediately he begged the monks to call on the
Evangelist to be forgiven. But he not only refused to forgive the dying brother,
but began to curse him. Then they grabbed him and forcibly brought him to
Osios, to make peace. As soon as he saw him, he was lifted up with great
difficulty and begged him to weep and bless him. The merciless Evangelist
turned to Hosios, and declared before all, that he would never be reconciled to
him in this present life or in the next. But he didn't finish his speech and
fell asleep! The fathers ran to pick him up, but found him dead. His body
immediately froze like marble. At the same time, Saint Titus stood up,
perfectly healthy, as if he had never been ill. With horror and awe they all
saw the glorious death of the Evangelist and the miraculous healing of the
Saint.
After this overwhelming
experience, Saint Titus removed from his life, not only the outrage, but also
every malicious account of any brother, until the day he slept peacefully and
surrendered his spirit to God. It was the year 1190.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου