7/2/20

Ο Όσιος Λουκάς ο εν Στειρίω της Ελλάδος


Οι   πρόγονοι   του    Οσίου  Λουκά,   ο   παππούς    και    η    γιαγιά   από  τον   πατέρα   του,   είχαν   γεννηθεί   στην   Αίγινα,   την   οποία   όμως, όπως και πολλοί άλλοι κάτοικοι του νησιού, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν, εξαιτίας  των  πειρατικών  επιδρομών   των    Σαρακηνών, γύρω  στα  έτη   865 – 870 μ.Χ.  Έτσι,   από  την   Αίγινα  κατέφυγαν   στην επαρχία    του  Χρυσού    Χρισού,  δηλαδή   της   αρχαίας   Κρίσσας)   της Φωκίδος   και    εγκαταστάθηκαν    αρχικά  στο  παράλιο  όρος  του  Ιωάννου   ή   του   Ιωαννίτζη    επιλεγόμενο.
Αλλά, επειδή και  εκεί δεν βρήκαν ασφάλεια, αφού και τις παραθαλάσσιες εκείνες περιοχές λυμαίνονταν και λεηλατούσαν οι Σαρακηνοί    πειρατές   με   τις   συχνές   επιδρομές   τους,   αναγκάσθηκαν πάλι   οι   πρόγονοι   του   Οσίου    Λουκά   να   εγκαταλείψουν    και    το όρος   του   Ιωαννίτζη.   Στη   συνέχεια   μετακινήθηκαν   και   κατέφυγαν κοντά   σε   ένα   λιμάνι,   στην   σημερινή    Ιτέα,   που   ονομαζόταν  Βαθύς.   Εκεί    γέννησαν    τον   πατέρα    του  Οσίου, τον    οποίο  ονόμασαν   Στέφανο.
Και   πάλι  όμως  οι   προπάτορες    του   Οσίου,    σαν   κάποιο    θεϊκό νεύμα   να   τους    καλούσε,   μετοίκησαν   από  τον   τόπο   αυτό   και  διάλεξαν    τελικά   ως   τόπο   διαμονής    τους    το   Καστόριον   της Φωκίδος,   το    νεότερο   Καστρί,   κοντά   στους   αρχαίους   Δελφούς.    Εκεί   ο   υιός   Στέφανος,   όταν ενηλικιώθηκε, νυμφεύθηκε την Ευφροσύνη,  μητέρα    του   Οσίου,   που    ήταν   και    αυτή    από   το    ίδιο νησί,   την   Αίγινα    και    από    επιφανή    οικογένεια.
Ο   Στέφανος    και    η    Ευφροσύνη, με την   ευλογία  του  Θεού, απέκτησαν    από   τον    γάμο   τους   αυτό,   επτά   παιδιά:    τον    Θεόδωρο   πρώτο,   τη   Μαρία   δεύτερη,   τον   Λουκά    τρίτο,   την    Καλή τέταρτη  που  ενδύθηκε  και  αυτή   το   αγγελικό   σχήμα,   τον   Επιφάνιο πέμπτο   που   και   αυτός   ως   μοναχός   αφιερώθηκε   στον    Θεό    και δύο  ακόμη   άλλα   παιδιά που πέθαναν σε νηπιακή ηλικία. Στο Καστόριον   λοιπόν  της  Φωκίδος   γεννήθηκε   στα   τέλη    του    896    ή  στις   αρχές   του    897   μ.Χ.   ο    Όσιος   Λουκάς.
Ο   Λουκάς,   από   την   παιδική    ηλικία,   έδειχνε  την   τάση    και    την  θεϊκή  κλίση  και   κλήση   του   προς    τον    θρησκευτικό    και   μοναχικό βίο.   Διακρινόταν   για   την   απέραντη    αγάπη   του   προς   τους φτωχούς    και   την   παροιμιώδη   φιλανθρωπία   του,   που    έφθανε  μέχρι   του   σημείου   να   μοιράζει  τα  ρούχα   του   σε   κάθε   ενδεή    τον  οποίο  συναντούσε  στον δρόμο του  και   να   επιστρέφει   στο   σπίτι   του σχεδόν   γυμνός,   χωρίς   να   υπολογίζει   για    τίποτε    τις    επιπλήξεις  και   παρατηρήσεις  των γονέων του. Με κάθε τρόπο εκδήλωνε την αφοσίωση    και    την    αγάπη   του   προς    τον    Θεό.  Έτσι,   το μεγαλύτερο   μέρος   της  νύχτας   το   αφιέρωνε   στην  προσευχή  και πολύ  λίγο   στον   ύπνο.   Δεν παρέλειπε  όμως καθόλου  και τα   καθήκοντά   του    προς    τους   φυσικούς   του   γονείς, τους   οποίους σεβόταν, αγαπούσε, τιμούσε και εξυπηρετούσε με κάθε προθυμία, βοηθώντας  τους   στις   ποιμενικές   και   γεωργικές   τους   εργασίες. Μόλις    στην   τρυφερή    ηλικία   των   12 – 13   ετών,    κατά   το    έτος   908 – 909   μ.Χ.,   έχασε   τον   πατέρα   του    και    έμεινε    ορφανός.
Όταν   κάποια   φορά    φιλοξενήθηκαν   στο   σπίτι  του   από    την  μητέρα  του   δύο  μοναχοί,  που   κατευθύνονταν   από   την   Ρώμη   προς  τα   Ιεροσόλυμα,  ο   Λουκάς    θεώρησε   το    γεγονός    αυτό  ευκαιρία,  για  να   εκπληρώσει   το   ζωηρό    και   ενδόμυχο   πόθο   του   να ασπασθεί   και   αυτός   το   μοναχικό  βίο.   Έτσι,   κρυφά   από   την μητέρα   του,   ακολούθησε τους   δύο  μοναχούς.   Αυτοί,   όταν    έφθασαν στην   Αθήνα, τον άφησαν εκεί,  στο μοναστήρι  όπου  κατέλυσαν πιθανότατα,   στη   μονή    της   Παντάνασσας  στο   Μοναστηράκι,   ενώ   οι    ίδιοι   συνέχισαν   την    πορεία   τους.  Εκεί   ο    Όσιος,   σε   ηλικία   14  ετών,  στα   τέλη   του   910   ή   στις   αρχές   του   911   μ.Χ.,   κείρεται μοναχός   και   περιβάλλεται    με   το   σχήμα    των    μοναχών.
Ο   ηγούμενος   όμως   της   μονής    αναγκάζεται   και   τον   στέλνει   πίσω στην  μητέρα   του,   καθώς,   κατά    θαυματουργικό   τρόπο,  την   βλέπει στο   όνειρό   του   να   θρηνεί   απελπισμένη   και    να   του   καταλογίζει  βαρύτατες    ευθύνες, γιατί  της   στέρησε   και  κατακρατεί   το   μονάκριβο   παιδί   της,  την μόνη παρηγοριά της χηρείας και της δυστυχίας    της.   Έτσι   ο   Όσιος    επιστρέφει   στην   μητέρα   του,    στο πλευρό   της  οποίας   συμπαραστέκεται   με   μεγάλη  προθυμία   και στοργή,   βοηθώντας   και   εξυπηρετώντας  την   σε   κάθε   της   ανάγκη.
Μετά   από  τέσσερις   μήνες,   με   την   συγκατάθεση   πια   και   την   ευχή   της   μητέρας   του,   εγκαταλείπει   οριστικά τα εγκόσμια, ακολουθεί  το   θείο   νεύμα   και   αποσύρεται   ως   μοναχός   στο    όρος του  Ιωαννιτζή,  στα  νότια   της   Δεσφίνας    της  Φωκίδος, στον Κορινθιακό    κόλπο.  Εκεί   κοντά  στη    θάλασσα,   όπου    υπήρχε   και   ο ναός  των   Αγίων Αναργύρων, έστησε το αναχωρητήριό του και παρέμεινε για μία επταετία (911 – 918). Στην ερημική  τοποθεσία του Ιωαννιτζή, εκτός από την προσήλωσή του στον Θεό με τις ατέλειωτες προσευχές, νηστείες και αγρυπνίες και την σθεναρή και σταθερή αντίστασή   του   στους  παντοδαπούς πειρασμούς, ανέπτυξε  και σπουδαία    κοινωνική   και    φιλανθρωπική   δράση.   Πολλοί   είναι εκείνοι  που  απόλαυσαν   την   ζεστασιά   της   φιλοξενίας   του,   τη θέρμη   των  παραμυθητικών   του   λόγων.   Πολλοί   ευεργετήθηκαν    από   τις   θαυματουργικές   του   ενέργειες   και   την   προορατική   του δύναμη,  ενδυναμώθηκαν  και   στερεώθηκαν   στη    χριστιανική   τους πίστη με το θαυμαστό και πειστικό παραινετικό του λόγο, καθοδηγήθηκαν   και   ακολούθησαν   το   δρόμο   του   Ευαγγελίου.
Ενώ   βρισκόταν  εκεί,   προείπε   και   την   επιδρομή   των   Βουλγάρων του   Συμεών   στην   κυρίως  Ελλάδα, που  έγινε  στις    αρχές    ή    τα  μέσα  του  918   μ.Χ.   και   τον   εξανάγκασε, καθώς  και  τους  συμμοναστές  και τους άλλους  γνωστούς του, να εγκαταλείψει το ερημητήριό    του   στου   Ιωαννιτζή    το   όρος   και   να  φθάσει    στην απέναντι  Πελοποννησιακή ακτή, κοντά  στην Κόρινθο, για λόγους ασφαλείας.   Ο    νεαρός,   τότε,   Λουκάς    ήταν   21   περίπου   χρόνων.
Στην   Πελοπόννησο   παρέμεινε   μία   ολόκληρη   δεκαετία   (918 – 928 μ.Χ.), στο  χωριό   Ζεμενό  της   Κορινθίας   και   στο  ευκτήριο  του Μάρτυρος   Προκοπίου.   Κατά   την   εκεί   παραμονή   του   προσέφερε   με   πολύ   μεγάλη   προθυμία  κάθε   είδους  υπηρεσία  και  εξυπηρέτηση στον    γέροντα  στυλίτη  ερημίτη  που  μόναζε εκεί, η   αυστηρή   και ασκητική    ζωή   του   οποίου    τον   παραδειγμάτισε  στην  κατά   Θεόν  ζωή    και    τον    δίδαξε   πολλά.
Μετά   τον   θάνατο   του   τσάρου   των   Βουλγάρων   Συμεών   (17   Μαΐου 927   μ.Χ.)   και   την   σύναψη   συνθήκης   ειρήνης  (Οκτώβριος   927    μ.Χ.) του υιού και διαδόχου του Πέτρου με τους Βυζαντινούς, ο Όσιος  επέστρεψε  πάλι     στις   απέναντι   ακτές   της   Φωκίδος,   στο   γνώριμο σ’ αυτόν   όρος   του   Ιωαννιτζή.   Εκεί   έμεινε  μία   δωδεκαετία  (928 – 939/940 μ.Χ.),  οργάνωσε   δραστήρια   μοναστική  κοινότητα  και  επιδόθηκε σε νέους άθλους και άλλα ασκητικά σκάμματα και παλαίσματα.   Κατά   το   διάστημα της   δεύτερης, μακρόχρονης, παραμονής   του   η   γύρω   περιοχή   γνώριζε   ξανά   την   ευεργετική  δράση    της  άκρας   φιλανθρωπίας   του,   των  παραινέσεων  και θαυμάτων   του.
Επειδή  όμως   το   πλήθος   των καθημερινών επισκεπτών και περαστικών είχε αρκετά   κουράσει   τον   μεγάλο   αναχωρητή,   διότι    του    κατέστρεφε   την  ησυχία   και   γαλήνη   της   ασκητικής   του   ζωής, ο   Όσιος   αποφάσισε   να   εγκαταλείψει,   οριστικά   αυτήν   την   φορά, το   όρος   του   Ιωαννιτζή   και   να αναζητήσει  καταφύγιο σε ερημικότερους και ησυχότερους τόπους. Έτσι διάλεξε  το λιμάνι Καλάμιον, ανατολικά της Αντίκυρας της Φωκίδος, όπου έμεινε τρία χρόνια   (939/940 – 943 μ.Χ.). Εκεί, γύρω στο 941 μ.Χ., προείπε  την κατάλυση    της   Αραβοκρατίας   και   την   επανάκτηση   της   Κρήτης  από    τους    Βυζαντινούς,   πράγμα   που   έγινε   είκοσι   χρόνια αργότερα,  στις  7 Μαρτίου του έτους 961 μ.Χ., στα χρόνια του αυτοκράτορα    Ρωμανού   Β’.
Περί το έτος 943 μ.Χ., εξαιτίας νέων επιδρομών, Ούγγρων στην προκειμένη περίπτωση, ο Όσιος Λουκάς εγκατέλειψε το  Καλάμιον και   μετεγκαταστάθηκε  στο γειτονικό  ξερό  και   άνυδρο   νησάκι   Αμπελών, όπου   παρέμεινε  άλλα  τρία χρόνια (943 – 946 μ.Χ.). Εκεί  τον επισκεπτόταν    συχνά   και    η    αδελφή   του    μοναχή   Καλή.
Οι    φίλοι    και    γνωστοί του, που είχαν με ποικίλους τρόπους ευεργετηθεί   από    αυτόν   και   δεν   ήθελαν   να  τον   βλέπουν   να υποφέρει   στο   ξερονήσι   Αμπελών   και    να   ενοχλείται   επιπλέον   και από   το  πλήθος  των   περαστικών,   ναυτικών   κυρίως,   τον   έπεισαν   να  αφήσει  το  νησί   και   να   εγκατασταθεί,   οριστικά   πια,   στο   Στείρι της   Φωκίδος,   Βοιωτίας   σήμερα.   Βρισκόταν   σε  τόπο   ησυχότερο, μακριά   από   την   βοή   και    την  τύρβη   του   κόσμου,   αλλά   και προικισμένο   με  φυσικές καλλονές και αρετές, κατάλληλο για πνευματική άσκηση και προσευχή. Εκεί ο Όσιος Λουκάς έζησε τα  τελευταία   επτά   χρόνια  της  επίγειας  ζωής  του   (946 – 953 μ.Χ.).
Στην αρχή διάλεξε ένα απόμερο και  ερημικό  χωριό, ανάμεσα σε  θάμνους  και  έκτισε  εκεί   το   ταπεινό   κελί   του, για   να   μην   τον βρίσκουν  εύκολα  οι   περαστικοί.   Αυτόν   λοιπόν, τον  ήσυχο  και γαλήνιο  τόπο,  με   την   παρθένα άγρια ομορφιά του και την κατανυκτική    και  βαθύτατα στοχαστική  σιωπή του, πέρα από τον τάραχο   των   εγκοσμίων,   διάλεξε   ο   ερημοπολίτης  Όσιος  για    να στήσει   την   ασκητική   του    καλύβα   και  με   τους   πνευματικούς   του αγώνες και μόχθους, τις αδιάλειπτες προσευχές και ανύστακτες αγρυπνίες,   να  πετύχει   την  άνοδό   του   στα   ουράνια   δώματα   και  την    ένωσή   του   με    το   θείο.
Σύντομα  όμως και εδώ, στον τόπο της τελικής εγκαταβιώσεώς του οργάνωσε νέο μοναστικό κοινόβιο, με πλήθος μαθητών και  συμμοναστών του. Ανάμεσα σε αυτούς  ονομαστοί υπήρξαν για την οσιακή  τους   βιωτή   και   την αφοσίωση στον γέροντά τους ο Πρεσβύτερος   Γρηγόριος,  ο   Παγκράτιος   και  ο    Θεόδωρος.
Παρόλο που ο  Όσιος ήταν εραστής του ησύχιου   και   γαλήνιου   βίου, μακριά   από  την κοσμική τύρβη, καθόλου δεν  απέφευγε  τους  ανθρώπους.  Η    φήμη   των   αγαθοεργιών   του,   της   θερμής φιλοξενίας, της  φιλανθρωπίας και κυρίως των θαυματουργικών και προφητικών   θείων   χαρισμάτων   του   συγκέντρωνε   στο   απόμακρο Στείρι πλήθη πιστών  και  ενδεών  ανθρώπων. Όλοι ζητούσαν την συμβουλή   και   την   παραμυθία   του,   τους    ενθαρρυντικούς   του λόγους,   την   βοήθειά   του   για   την   λύση   κάθε   λογής   προβλημάτων και   για   την   ικανοποίηση   πιεστικών   βιοτικών   αναγκών,   προπάντων όμως τη λυτρωτική των παραπτωμάτων τους και θαυματουργική  του  επέμβαση.  Σε   κανέναν   από   αυτούς    δεν αρνιόταν τίποτε. Σε όλους έδειχνε χαρούμενος, ευπροσήγορος, αυθόρμητος, πλημμυρισμένος   από   αγάπη   και   συμπάθεια,   πρόθυμος για   κάθε   είδους   προσφορά   και   βοήθεια,  εκπληρώνοντας   και βιώνοντας   σε   όλο   του   το   πλάτος   και   το   βάθος   το   θεϊκό   λόγιο: «Αγάπα   τον   πλησίον   σου   ως   σεαυτόν».
Δεν   ήταν   όμως   μόνο   οι  απλοί  και  ανώνυμοι,  οι   ταπεινοί   και πονεμένοι άνθρωποι  του  λαού που  προσέφευγαν  σε αυτόν. Τον επισκέπτονταν  και   επιφανέστατοι  αξιωματούχοι  και   δημόσιοι   άνδρες της   επίσημης   Βυζαντινής  κρατικής  ιεραρχίας, πράγμα  που   μαρτυρεί  την  αγαθή  φήμη και  το   υψηλό   κύρος   και   ακτινοβολία   που   διέθετε ο   Στειριώτης   αναχωρητής.
Τον    επισκέφθηκε   έτσι   ο γνωστός σε   όλους   τους   συγχρόνους   του  Πόθος,   στρατηγός   του   Θέματος   της   Ελλάδος,   το   οποίο    είχε   τότε ως   έδρα   την   πόλη των Θηβών. Ο Όσιος του έσωσε, κατά θαυματουργικό  τρόπο,  τον    ετοιμοθάνατο   στην   Κωνσταντινούπολη  υιό   του.
Στενότατες   επίσης   υπήρξαν οι σχέσεις του  Οσίου με τον άλλο στρατηγό του Θέματος της Ελλάδος, «τον επιφανή και  περίβλεπτον   Κρηνίτη», πιθανότατα  άμεσο   διάδοχο  του   Πόθου   στο   αξίωμα   αυτό. Η   γνωριμία των δύο ανδρών, του ταπεινού ερημίτου   και απλού στρατιώτου του Χριστού από το ένα μέρος και του υψηλού κοσμικού άρχοντος και   στρατιωτικού   αξιωματούχου   από   το   άλλο   μέρος,   πολύ   γρήγορα   εξελίχθηκε   σε   θερμή   φιλία    και    αγάπη.
Έτσι   ο   Κρηνίτης,   σε  όλο   το   διάστημα   που   παρέμεινε   ως στρατηγός   στην    Θήβα, προσέφερε στον  Όσιο   κάθε  λογής   υπηρεσία  και  εξυπηρέτηση  με μεγάλη προθυμία,   χωρίς    καθόλου   να   υπολογίζει   ούτε  κόπους   ούτε   χρηματικές   δαπάνες.   Ανάμεσα   και   σε  άλλες προσφορές, μεγάλη υπήρξε  η  προσωπική   και   η   οικονομική συμβολή   του  στην  ανέγερση  του  ναού  της  Αγίας   Βαρβάρας.   Δεν πρόκειται για την κρύπτη που  τιμάται σήμερα στη μνήμη της Μεγαλομάρτυρος    και   βρίσκεται   κάτω    από   το   Καθολικό   της Μονής,   αλλά   για   τον   παράπλευρα   στο   Καθολικό   της   Μονής   ναό της  Παναγίας,   ο   οποίος   ανεγέρθηκε   ενόσω   ζούσε  ακόμη    ο    Όσιος,   ανάμεσα   στα    χρόνια   947   και    952  μ.Χ.
Όταν    προαισθάνθηκε   το   ερχόμενο   τέλος   του,   χωρίς  να ανακοινώσει   σε  κανέναν   τίποτε   σχετικό,   βγήκε   απο   το   κελί   του και   αποχαιρέτισε  με συγκίνηση  και  ασπασμούς  όλους   τους περιοίκους,   φίλους   και   γνωστούς  του. Μετά  από   τρεις   μήνες ασθένησε.   Την   όγδοη    ημέρα   της   ασθένειάς    του   έγινε   φανερό    ότι ο   Όσιος  βάδιζε   προς   την   έξοδο   από   τον   μάταιο   τούτο   κόσμο για  να  καταλήξει  εκεί  «ένθα  ουκ  έστι   λύπη,  ου   πόνος,  ου στεναγμός,  αλλά  ζωή  ατελεύτητος».   Οι   γύρω   κάτοικοι  που   το έμαθαν,   παρά   την  σφοδρή   βαρυχειμωνιά   και   τα   χιόνια,   έτρεξαν στο   κελί   του   ετοιμοθάνατου    Οσίου,   για   να   δουν   για   τελευταία φορά,   με   τη  σωματική  του   παρουσία, τον  μεγάλο  ευεργέτη,  τον προστάτη τους και ισχυρό  μεσίτη προς τον Θεό. Με συγκινητικές εκδηλώσεις   αγάπης   και   δάκρυα του συμπαραστάθηκαν στις τελευταίες   του   στιγμές.
Το   βράδυ   της   7ης   Φεβρουαρίου   του   έτους   953   μ.Χ.   ο    Όσιος,   σε ηλικία  56  ετών  άφησε   την  τελευταία  του   πνοή   και   παρέδωσε   με ηρεμία   και   γαλήνη   το   πνεύμα   του   στον   Θεό,  για   να   απολαύσει εκεί   τους   καρπούς   των  άθλων  και   καμάτων   του  επί   της   γης.   Το πρωί  της  επομένης   ημέρας,   8ης   Φεβρουαρίου, ο πρεσβύτερος Γρηγόριος   με   τους   λοιπούς   μοναχούς,  αφού  προσκάλεσε  και    τους γύρω   χωρικούς,  ενταφίασε  το    σεπτό   σκήνωμα   του   Οσίου  στο δάπεδο  του   κελιού   του,   στον  ειδικά  διαμορφωμένο   χώρο,   όπου  ακριβώς  του  είχε  υποδείξει  ο ίδιος λίγο  πριν   από   την   κοίμησή   του, προφητεύοντας    μάλιστα   ότι   ο  τόπος   εκείνος    έμελλε   να    δοξαστεί.
Περί  τον   Ιούλιο   του   έτους   953   μ.Χ.,  έξι   μήνες   μετά   την   κοίμηση  του  Οσίου,  ο  μοναχός   Κοσμάς   από  την   Παφλαγονία,  που  ταξίδευε προς  την   Ιταλία,   σταμάτησε  μετά   από    Θεϊκό   όνειρο    στο   Στείρι, στη  μονή  όπου με  ιδιαίτερη φροντίδα και αγάπη επιμελήθηκε και καλλώπισε το νωπό τάφο του   Οσίου. Τον ανύψωσε λοιπόν με επιχωμάτωση, τον έντυσε με εγχώριες πλάκες και τον περιέβαλε με κιγκλίδες.
Δύο   χρόνια   αργότερα,   γύρω   στα   μέσα   του   έτους   955   μ.Χ., μαθητές   και   συμμοναστές   του   Οσίου, σε ένδειξη σεβασμού και  αγάπης προς τον πνευματικό τους πατέρα, συμπλήρωσαν και διακόσμησαν   το   ναό   της   Αγίας   Βαρβάρας, που  είχε  ακόμη  ορισμένες  ατέλειες. Έκτισαν  επιπλέον   κελιά   για   τους   μοναχούς,  των   οποίων   ο   αριθμός  είχε  αυξηθεί,   καθώς   και   ξενώνες   για   την υποδοχή   και   εξυπηρέτηση   των   προσκυνητών   και   επισκεπτών. Τέλος,  το  κελί  του Οσίου, όπου  βρισκόταν και  ο τάφος του, το μετέτρεψαν    σε    ωραιότατη   Εκκλησία   σταυρικού    σχήματος.
Ο   τάφος με  το ιερό   λείψανο  του  Οσίου  έγινε   πόλος   έλξεως   πλήθους   πιστών   και   πηγή  ακένωτη   θαυματουργικών   ιάσεων.
Ο   μικρός  σταυρόσχημος  ναός   με   τον   τάφο  του    Οσίου   δεν επαρκούσε  όμως για να καλύψει τις λατρευτικές ανάγκες και να  εξυπηρετήσει   τα  συνεχώς αυξανόμενα πλήθη των πιστών που συνέρρεαν   εκεί  για   να  καταθέσουν    θερμό   το    δάκρυ   του   πόνου τους   και   να  ζητήσουν   την   προστασία   και   αντίληψη   του   μεγάλου ασκητού   και   την   λυτρωτική   του   επέμβαση   για   κάθε  λογής σωματικά   τους   πάθη   και   τις   ψυχικές   αλγηδόνες.        
Γι’ αυτό στις αρχές του 11ου αιώνα μ.Χ., με πρωτοβουλία του καθηγουμένου της μονής, του ευσεβέστατου ιερομονάχου Φιλοθέου, κατεδαφίστηκε το   σταυρόσχημο   ευκτήριο   και   στην   ίδια  θέση, αλλά  σε  μεγαλύτερο χώρο ως προς  την   έκταση,  ανεγέρθηκε   το   σημερινό επιβλητικό καθολικό της μονής, με την περίλαμπρη  γλυπτική  ζωγραφική  και   ψηφιδωτή   του   διακόσμηση,   στο   οποίο   φυλάσσεται το   ιερό   σκήνωμα   του   Οσίου.


Απολυτίκιον.  Ήχος   α’. Της  ερήμου   πολίτης.    
Της  Ελλάδος το   κλέος, και  Οσίων  το καύχημα, και τον  του Στειρείου  φωστήρα, και οικήτορα όσιον, τιμήσωμεν  ασμάτων  εν  ωδαίς,  Λουκάν  τον θεοφόρον ευσεβώς· τω  Χριστώ  γαρ  οικειούται διαπαντός, τους  πίστει  ανακράζοντας· δόξα τω  δεδωκότι σοι ισχύν, δόξα τω  σε στεφανώσαντι,  δόξα   τω  ενεργούντι  δια  σου,  πάσιν  ιάματα.


Κοντάκιον. Ήχος   πλ. δ’.  Τη  Υπερμάχω.
Ο   εκλεξάμενος  Θεός  προ  του  πλασθήναί   σε
Εις  ευαρέστησιν  αυτού  οίς  οίδε  κρίμασι
Προσλαβόμενος  εκ   μήτρας   καθαγιάζει
Και  οικείον  εαυτού  δούλον   δεικνύει   σε
Κατευθύνων  σου   Λουκά  τα   διαβήματα      
Ο   φιλάνθρωπος,   ώ   νυν   χαίρων  παρίστασαι.


Μεγαλυνάριον.
Χαίροις   ησυχίας λύχνος λαμπρός, και της  ποιμανσίας, ο ακοίμητος  οφθαλμός· χαίροις μοναζόντων, υπογραμμός  και τύπος, Λουκά  θαυματοφόρε,   Ελλάδος   καύχημα.

Saint Lucas in Stirio, Greece

The ancestors of Hosios Loukas, the grandfather and grandmother of his father, were born in Aegina, but, like many other islanders, were forced to abandon the Saracens during pirate raids around 865 - 870 A.D. Thus, from Aegina they fled to the province of Chrysos (or Christ, that is, ancient Krissa) of Fokida and settled first on the coast of Ioannis or Ioannitz.
But, because there too, they found no security, as those coastal areas were plundered and looted by the Saracen pirates with their frequent raids, the ancestors of St. Luke were again forced to abandon the Ioannitz Mountains. They then moved and took refuge near a port in present-day Itea, called Vathis. There they gave birth to Osios' father, whom they named Stefanos.
But again, the ancestors of Hosios, as some divine nod to call them, moved out of this place and eventually chose the Kastoria of Fokida, the youngest Kastri, near ancient Delphi as their place of residence. There, when his son Stefanos reached adulthood, he married Euphrosini, mother of Hosios, who was also from the same island, Aegina and a prominent family.
Stefanos and Euphoria, by the blessings of God, had seven children from their marriage: Theodore the first, Maria the second, Luke the third, the Good Quarterly dressed and this angelic figure, the Fifth Epiphany who and He was dedicated as a monk to God and two other children who died in infancy. So in Kastoria Fokida was born in late 896 or early 897 AD. Saint Lucas.
From childhood, Lucas showed his tendency and divine inclination and call to religious and solitary life. He was distinguished for his endless love for the poor and for his proverbial charity, which went so far as to distribute his clothes to any needy he encountered on his way home and return to his home almost naked, counting on nothing but reproach. and comments from his parents. In every way he manifested his devotion and love for God. So most of the night was devoted to prayer and little to no sleep. But his duties to his natural parents, whom he respected, loved, honored and served with all willingness, assisted them in their pastoral and agricultural work. Only at the tender age of 12 - 13 years, in the year 908 - 909 AD, he lost his father and remained an orphan.
When once hosted by his mother, two monks, heading from Rome to Jerusalem, Lucas saw this as an opportunity to fulfill his vigorous and inward desire to embrace this solitary life. So, secretly following his mother, he followed the two monks. When they arrived in Athens, they left him there, in the monastery where they most likely settled, in the monastery of Pantanassa in Monastiraki, while they continued their course. There, at the age of 14, at the end of 910 or the beginning of 911 AD, Hosios lay a monk and surrounded himself in the shape of monks.
But the abbot of the monastery is forced to send him back to his mother, miraculously seeing her in a dream of despair and to impose burdensome responsibilities on her deprived and deprived only child, her only widow's consolation. and her misery. So the Saint returns to his mother, on whose side she is supported with great willingness and affection, helping and serving her in every need.
After four months, with the consent of his mother and with the wish of his mother, he finally abandons the secular, pursues the divine nod and retires as a monk on Mount Ioannitzi, south of Desfina in Fokida, in the Gulf of Corinth. There, near the sea, where there was the church of Agioi Anargyri, he set up his departure and remained for seven years (911 - 918). In the wilderness of Ioannitz, in addition to his devotion to God through endless prayers, fasting and alertness, and his strong and steadfast resistance to all-out temptations, he also developed important social and charitable action. There are many who have enjoyed the warmth of his hospitality, the warmth of his playful words. Many were benefited by his miraculous acts and his proactive power, strengthened and fortified in their Christian faith by his miraculous and persuasive parental discourse, guided and followed the path of the Gospel.
While he was there, he foretold the invasion of the Bulgarians of Symeon in mainland Greece, which took place in the early or mid-918 AD. and forced him, as well as his companions and other acquaintances, to abandon his Ioannitzi hermitage and reach the opposite Peloponnese coast, near Corinth, for security reasons. The young man, then, Lucas was about 21 years old.
In the Peloponnese there remained a whole decade (918 - 928 AD), in the village of Zemeno of Corinth and in the court of Martyr Prokopios. During his stay there he offered with great zeal all kinds of service and service to the elderly hermit stylist who lived there, whose rigorous and ascetic life exemplified him in the life of God and taught him much.
After the death of the Bulgarian Symeon tsar (17 May 927 AD) and the conclusion of a peace treaty (October 927 AD) by Peter's son and successor with the Byzantines, Osios returned again to the opposite coast of Phocis. in Ioannitzi's familiar term. He stayed there for twelve years (928 - 939/940 AD), organized an active monastic community, and performed new labors and other ascetic trips and races. During his second, long stay, the surrounding area was once again aware of the beneficial action of his extreme charity, his admonitions and miracles.
But because the crowds of daily visitors and passers-by had greatly tired the great departer, because he had ruined the tranquility and serenity of his ascetic life, Hosios decided to abandon, finally this time, Ioannitzi's mountain and seek refuge and refuge. quieter places. Thus he chose the port of Kalamion, east of Antikyra of Fokida, where he stayed for three years (939/940 - 943 AD). There, around 941 AD, he foretold the overthrow of the Arabs and the restoration of Crete by the Byzantines, which happened twenty years later, on March 7, 961 AD, in the years of Emperor Romanos II.
About 943 AD, due to new Hungarian invasions in the present case, Saint Lucas left Kalamion and moved to the neighboring dry and arid islet of Abelon, where he remained for another three years (943 - 946 AD). His niece Kali was often visited there.
His friends and acquaintances, who had in many ways benefited from him and did not want to see him suffer in the dry desert of Vineyards, and were further disturbed by the multitude of passing seamen, in particular, persuaded him to leave the island and settle down definitively. anymore, in Fokida's Stiri, Boeotia today. It was in a quieter place, far from the help and turmoil of the world, but also endowed with natural beauties and virtues, suitable for spiritual exercise and prayer. There, Saint Lucas lived the last seven years of his earthly life (946 - 953 AD).
At first he chose a secluded and deserted village, among the bushes, and built his humble cell there so that passers-by could not easily find it. So, in a quiet and serene place, with its pristine wild beauty and its overwhelming and deeply thoughtful silence, beyond the turmoil of the worlds, the desert city of Hosios chose to set up his ascetic hut and his spiritual pursuits , unceasing prayers and unceasing vigilance, to achieve its ascension to heavenly bodies and its union with the divine.
Soon, however, at the site of his final abduction, he organized a new monastic congregation, with a large number of students and sympathizers. Among these renowned were Elder Gregory, Pagkratius and Theodore for their spiritual life and devotion to the elder.
Although Hosios was a lover of quiet and peaceful life, far from the cosmic turmoil, he did not avoid people at all. His reputation for charity, warm hospitality, charity, and especially for his miraculous and prophetic divine gifts attracted in distant Styria crowds of faithful and needy people. Everyone sought his advice and his story, his encouraging reasons, his help in solving all sorts of problems and in satisfying pressing living needs, but above all in the redemption of their iniquities and his miraculous intervention. None of them denied anything. Everyone seemed happy, gracious, spontaneous, flooded with love and sympathy, willing to offer all kinds of help and assistance, fulfilling and experiencing in all its breadth and depth the divine saying: "I love your neighbor as yourself".
But it was not only the simple and the anonymous, the humble and hurtful people of the people who turned to him. He was also visited by prominent officials and public men of the official Byzantine state hierarchy, which testifies to the good reputation and high authority and radiance possessed by the Departure Styrian.
He was thus visited by the well-known general of Pothos, a strategist on the subject of Greece, which was then based in the city of Thebes. The Saint rescued him miraculously from the death of his son in Constantinople.
Hosei's relations with the other General of the Greek Question, "the illustrious and prominent Crinite", probably the immediate successor of Potosi to this office, were also very close. The acquaintance of the two men, the humble hermit and mere soldier of Christ on the one hand, and the high secular lord and military official on the other, quickly developed into warm friendship and love.
Thus, the Crinite, throughout his stay as a general in Thebes, offered to Osios every kind of service and service with great eagerness, without having to calculate any costs or expenses. Among other offerings, his personal and financial contribution to the erection of the Church of St. Barbara was great. It is not the crypt that is honored today in memory of the Great Martyr and is located beneath the monastery's cathedral, but the adjacent cathedral of the monastery of Panagia, which was erected while Osios was still living, between 947 and 952 AD. X.
When his end came, without announcing anything to anyone, he came out of his cell and bid farewell to all his relatives, friends and acquaintances. After three months she became ill. On the eighth day of his illness, it became apparent that Hosios was marching out of this vain world to arrive there "with no regrets, no pain, no sigh, but endless life". The surrounding inhabitants who learned it, despite the heavy rain and snow, rushed to the cell of the dying Hosios, to see for the last time, in his physical presence, the great benefactor, their protector, and powerful mediator to God. With touching expressions of love and tears he was supported in his last moments.
On the evening of February 7, 953 AD The Saint, at the age of 56, left his last breath and surrendered his spirit to God in tranquility and serenity to enjoy the fruits of his labors and labors on earth. On the morning of the next day, February 8, the elder Gregory and the other monks, after inviting the surrounding villagers, buried Osios' sepulcher on the floor of his cell, in the specially designed space where he had just been pointed. from his sleep, even prophesying that the place was to be glorified.
In July of 953 AD, six months after the fall of Osios, the monk Kosmas from Paphlagonia, traveling to Italy, stopped after a divine dream in Styria, in a monastery where he was carefully cared for and cared for. groomed the fresh tomb of Osios. So he lifted him up, plastered him with home plates and surrounded him with balustrades.
Two years later, around the middle of the year 955 AD, students and companions of Osios, in a sign of respect and love for their spiritual father, completed and decorated the church of St. Barbara, which still had some defects. They built additional cells for the monks, whose numbers had increased, as well as hostels for the reception and service of pilgrims and visitors. Finally, the cell of Hosios, where his tomb was located, transformed it into a beautiful cruciform church.
The tomb with the sacred relic of Osios became a pole of attraction for many believers and a source of endless miraculous healings.
The small crucifixion temple with the tomb of Hosios was not enough to meet the worship needs and to serve the ever-growing crowds of believers who came there to lodge their tears of pain and demand the protection and perception of the great hermit and his redemptive intervention for all sorts of physical passions and psychic algae.
That is why at the beginning of the 11th century AD, at the initiative of the monastery cleric, the reverend monk Philotheus, the crucifix was erected and in the same place, but in a larger area, the present imposing cathedral was erected. , with its exquisite sculptural painting and mosaic decoration, which houses the sacred scene of Osios.


Absolutely. Sound a '. Desert Citizen.
The Greek of the clergy, and of those who boast, and of the Styrian luminary, and the host of the sacred, in honor of the chanters, Lukan the God-fearing God; , thank you for acting, all you do.


It's close. Sound d. Hyperacho.
The Elected God before Him is deceived
To his delight, he saw it as a shame
Uterine intake cleans
And his intimate slave points to you
Direct your Lucas diatribees
Philanthropist, you are happy to be present.


Magnificent.
Rejoicing luminous lamp of silence, and of bravery, the unseen eye; Rejoicing monks, signature and type, Lucas Miracle, Greek pride.

Δεν υπάρχουν σχόλια: