Ἰούδα 1-10
1 Ἰούδας, Ἰησοῦ
Χριστοῦ δοῦλος, ἀδελφός
δὲ Ἰακώβου, τοῖς
ἐν Θεῷ πατρὶ
ἡγιασμένοις καὶ Ἰησοῦ Χριστῷ
τετηρημένοις κλητοῖς·
2 ἔλεος ὑμῖν καὶ
εἰρήνη καὶ ἀγάπη πληθυνθείη.
Κατά των ψευδοδιδασκάλων και
της ηθικής διαφθοράς
3 Ἀγαπητοί, πᾶσαν
σπουδὴν ποιούμενος
γράφειν ὑμῖν περὶ τῆς
κοινῆς σωτηρίας, ἀνάγκην ἔσχον
γράψαι ὑμῖν παρακαλῶν ἐπαγωνίζεσθαι τῇ ἅπαξ παραδοθείσῃ
τοῖς ἁγίοις πίστει.
4 Παρεισέδυσαν γάρ τινες ἄνθρωποι, οἱ πάλαι προγεγραμμένοι εἰς τοῦτο τὸ
κρῖμα, ἀσεβεῖς, τὴν τοῦ
Θεοῦ ἡμῶν χάριν μετατιθέντες εἰς ἀσέλγειαν
καὶ τὸν μόνον δεσπότην καὶ Κύριον ἡμῶν
Ἰησοῦν Χριστὸν ἀρνούμενοι.
5 Ὑπομνῆσαι δὲ ὑμᾶς βούλομαι, εἰδότας
ὑμᾶς ἅπαξ τοῦτο
ὅτι ὁ Κύριος λαὸν ἐκ τῆς
Αἰγύπτου σώσας,
τὸ
δεύτερον τοὺς μὴ πιστεύσαντας ἀπώλεσεν,
6 ἀγγέλους τε τοὺς μὴ τηρήσαντας τὴν ἑαυτῶν ἀρχήν, ἀλλὰ ἀπολιπόντας τὸ ἴδιον οἰκητήριον εἰς κρίσιν μεγάλης
ἡμέρας δεσμοῖς
ἀϊδίοις ὑπὸ ζόφον
τετήρηκεν·
7 ὡς
Σόδομα καὶ
Γόμορρα καὶ αἱ περὶ αὐτὰς πόλεις τὸν
ὅμοιον τούτοις τρόπον ἐκπορνεύσασαι καὶ ἀπελθοῦσαι ὀπίσω σαρκὸς
ἑτέρας πρόκεινται δεῖγμα, πυρὸς αἰωνίου
δίκην ὑπέχουσαι.
8 Ὁμοίως μέντοι
καὶ οὗτοι ἐνυπνιαζόμενοι σάρκα μὲν μιαίνουσι, κυριότητα δὲ
ἀθετοῦσι, δόξας δὲ βλασφημοῦσιν.
9 Ὁ δὲ Μιχαὴλ ὁ ἀρχάγγελος, ὅτε τῷ
διαβόλῳ διακρινόμενος διελέγετο περὶ τοῦ Μωσέως σώματος, οὐκ ἐτόλμησε κρίσιν
ἐπενεγκεῖν βλασφημίας, ἀλλ᾿ εἶπεν· ἐπιτιμήσαι σοι Κύριος.
10 Οὗτοι δὲ ὅσα
μὲν οὐκ οἴδασι
βλασφημοῦσιν, ὅσα δὲ φυσικῶς ὡς
τὰ ἄλογα
ζῷα ἐπίστανται, ἐν
τούτοις φθείρονται.
ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗ
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
Ιούδα 1-10
1 Ο Ιούδας,
δούλος του Ιησού
Χριστού και αδελφός
του Ιακώβου, προς εκείνους
τους οποίους ο Θεός
κάλεσε και οι
οποίοι είναι αγιασμένοι
από τον Θεό Πατέρα,
και διαφυλαγμένοι από
τον Ιησού Χριστό.
2 Είθε
το έλεος και
η ειρήνη και
η αγάπη να
αυξηθούν μεταξύ σας.
Κατά των
ψευδοδιδασκάλων και της
ηθικής διαφθοράς
3 Αγαπητοί, είχα
μεγάλη επιθυμία να
σας γράψω για
την σωτηρία στην
οποία μετέχουμε και
αισθάνθηκα την ανάγκη
να το κάνω
για να σας προτρέψω
να αγωνίζεσθε για
την πίστι, η
οποία μια για
πάντα παραδόθηκε στους αγίους.
4 Διότι
εισέδυσαν κρυφά μεταξύ σας
μερικοί άνθρωποι, εκείνοι
που από καιρό ήσαν
σημειωμένοι για την καταδίκη
αυτή, ασεβείς, οι
οποίοι την χάρι του
Θεού μας μετέτρεψαν
σε ασέλγεια και
αρνούνται το μόνο Δεσπότην και
Κύριό μας Ιησού
Χριστό.
5 Θέλω
να σας υπενθυμίσω
όλα εκείνα που
ξέρετε ήδη, ότι
ο Κύριος, ενώ έσωσε τον
λαό εκ της
γης της Αιγύπτου, κατόπιν
κατέστρεψε εκείνους που δεν πίστεψαν,
6 και
αγγέλους, οι οποίοι
δεν κράτησαν το
υπούργημά των αλλά
άφησαν τον τόπο της
διαμονής των, τους
έχει κρατήσει με
αιώνια δεσμά στο σκοτάδι για
να κριθούν την
μεγάλη Ημέρα·
7 όπως
τα Σόδομα και τα
Γόμορρα και οι
γύρω πόλεις οι οποίες,
με όμοιο τρόπο
με αυτούς, παρεδόθησαν
στη πορνεία και ακολούθησαν παρά
φύσιν επιθυμίας, χρησιμεύουν
ως παράδειγμα, κατόπιν της τιμωρίας της
αιωνίας φωτιάς που υπέστησαν.
8 Κατά
τον ίδιο επίσης
τρόπο και αυτοί, ονειρευόμενοι, μολύνουν
την σάρκα, απορρίπτουν την
εξουσία του Θεού
και λοιδορούν τα
ουράνια όντα.
9 Ενώ
ο Μιχαήλ
ο αρχάγγελος, όταν
φιλονεικούσε με τον διάβολο
και συζητούσε για το σώμα του
Μωϋσέως, δεν τόλμησε
να εκστομίσει λοίδορο
κρίσι, αλλ’ είπε,
«Ο Κύριος
να σε επιτιμήσει».
10 Αυτοί
όμως λοιδορούν όσα
δεν ξέρουν, εκείνα
δε που ξέρουν
με το φυσικό ένστικτο,
όπως τα άλογα
ζώα, με αυτά καταστρέφονται.
Λουκᾶ 22, 39-42, 45-23, 1
39 Καὶ
ἐξελθὼν ἐπορεύθη κατὰ τὸ
ἔθος εἰς τὸ
ὄρος τῶν
ἐλαιῶν· ἠκολούθησαν δὲ αὐτῷ
καὶ οἱ μαθηταὶ
αὐτοῦ.
40 Γενόμενος δὲ
ἐπὶ τοῦ τόπου εἶπεν αὐτοῖς·
προσεύχεσθε μὴ εἰσελθεῖν εἰς πειρασμόν.
41 Καὶ αὐτὸς
ἀπεσπάσθη ἀπ᾿ αὐτῶν
ὡσεὶ λίθου βολήν, καὶ
θεὶς τὰ
γόνατα προσηύχετο
42 λέγων·
πάτερ, εἰ
βούλει παρενεγκεῖν τοῦτο τὸ ποτήριον ἀπ᾿ ἐμοῦ· πλὴν μὴ τὸ θέλημά μου, ἀλλὰ τὸ σὸν γινέσθω.
45 Καὶ ἀναστὰς
ἀπὸ τῆς προσευχῆς,
ἐλθὼν πρὸς τοὺς μαθητὰς εὗρεν αὐτοὺς κοιμωμένους ἀπὸ
τῆς λύπης,
46 καὶ εἶπεν
αὐτοῖς· τί καθεύδετε; ἀναστάντες
προσεύχεσθε, ἵνα μὴ
εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν.
Ο Ιησούς
Χριστός συλλαμβάνεται
47 Ἔτι δὲ αὐτοῦ λαλοῦντος ἰδοὺ ὄχλος, καὶ ὁ
λεγόμενος Ἰούδας, εἷς τῶν
δώδεκα, προῆγεν αὐτούς, καὶ ἤγγισε τῷ Ἰησοῦ φιλῆσαι αὐτόν·
τοῦτο γὰρ σημεῖον δεδώκει αὐτοῖς·
ὃν ἂν φιλήσω,
αὐτός ἐστιν.
48 Ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς
εἶπεν αὐτῷ·
Ἰούδα, φιλήματι τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου παραδίδως;
49 Ἰδόντες δὲ οἱ περὶ αὐτὸν τὸ
ἐσόμενον εἶπον αὐτῷ·
Κύριε, εἰ πατάξομεν ἐν μαχαίρᾳ;
50 Καὶ ἐπάταξεν εἷς τις ἐξ αὐτῶν τὸν δοῦλον τοῦ ἀρχιερέως
καὶ ἀφεῖλεν αὐτοῦ τὸ οὖς
τὸ
δεξιόν.
51 Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν·
ἐᾶτε ἕως τούτου·
καὶ ἁψάμενος τοῦ ὠτίου
αὐτοῦ ἰάσατο αὐτόν.
52 Εἶπε
δὲ ὁ Ἰησοῦς
πρὸς
τοὺς παραγενομένους ἐπ᾿
αὐτὸν ἀρχιερεῖς καὶ στρατηγοὺς τοῦ ἱεροῦ καὶ πρεσβυτέρους· ὡς
ἐπὶ λῃστὴν ἐξεληλύθατε μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων.
53 Καθ᾿ ἡμέραν ὄντος μου μεθ᾿ ὑμῶν ἐν τῷ
ἱερῷ οὐκ ἐξετείνατε τὰς χεῖρας
ἐπ᾿ ἐμέ. Ἀλλ᾿ αὕτη ἐστὶν ὑμῶν
ἡ ὥρα καὶ ἡ ἐξουσία
τοῦ σκότους.
Ο Πέτρος αρνείται τον Χριστόν
54 Συλλαβόντες δὲ αὐτὸν ἤγαγον καὶ εἰσήγαγον αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ ἀρχιερέως. Ὁ
δὲ Πέτρος ἠκολούθει μακρόθεν.
55 Ἁψάντων δὲ πυρὰν ἐν μέσῳ τῆς αὐλῆς
καὶ συγκαθισάντων αὐτῶν
ἐκάθητο ὁ Πέτρος
ἐν μέσῳ αὐτῶν.
56 Ἰδοῦσα δὲ αὐτὸν παιδίσκη τις καθήμενον
πρὸς τὸ φῶς
καὶ ἀτενίσασα αὐτῷ εἶπε· καὶ οὗτος σὺν αὐτῷ ἦν.
57 Ὁ δὲ ἠρνήσατο λέγων· γύναι,
οὐκ οἶδα αὐτόν.
58 Καὶ μετὰ βραχὺ
ἕτερος ἰδὼν αὐτὸν ἔφη·
καὶ σὺ ἐξ αὐτῶν εἶ. Ὁ
δὲ Πέτρος εἶπεν·
ἄνθρωπε, οὐκ εἰμί.
59 Καὶ
διαστάσης ὡσεὶ ὥρας μιᾶς ἄλλος τις διισχυρίζετο λέγων·
ἐπ᾿ ἀληθείας καὶ οὗτος
μετ᾿ αὐτοῦ ἦν· καὶ γὰρ
Γαλιλαῖός ἐστιν.
60 Εἶπε
δὲ ὁ Πέτρος· ἄνθρωπε, οὐκ οἶδα ὃ
λέγεις. Καὶ παραχρῆμα, ἔτι λαλοῦντος αὐτοῦ,
ἐφώνησεν ἀλέκτωρ.
61 Καὶ
στραφεὶς ὁ Κύριος ἐνέβλεψε τῷ
Πέτρῳ, καὶ ὑπεμνήσθη ὁ
Πέτρος τοῦ λόγου
τοῦ Κυρίου, ὡς εἶπεν
αὐτῷ ὅτι πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι
ἀπαρνήσῃ με τρίς·
62 καὶ ἐξελθὼν
ἔξω ὁ Πέτρος ἔκλαυσε πικρῶς.
63 Καὶ οἱ ἄνδρες
οἱ συνέχοντες τὸν
Ἰησοῦν ἐνέπαιζον αὐτῷ δέροντες,
64 καὶ περικαλύψαντες αὐτὸν
ἔτυπτον αὐτοῦ
τὸ πρόσωπον καὶ ἐπηρώτων
αὐτὸν λέγοντες· προφήτευσον τίς ἐστιν ὁ
παίσας σε;
65 Καὶ ἕτερα πολλὰ βλασφημοῦντες ἔλεγον εἰς αὐτόν.
Ο Ιησούς
Χριστός ενώπιον των αρχιερέων
66 Καὶ ὡς ἐγένετο ἡμέρα, συνήχθη τὸ
πρεσβυτέριον τοῦ λαοῦ,
ἀρχιερεῖς καὶ γραμματεῖς, καὶ ἀνήγαγον αὐτὸν εἰς τὸ συνέδριον
ἑαυτῶν λέγοντες· εἰ σὺ εἶ
ὁ Χριστός, εἰπὲ
ἡμῖν.
67 Εἶπε
δὲ αὐτοῖς·
ἐὰν ὑμῖν εἴπω, οὐ μὴ
πιστεύσητε,
68 ἐὰν δὲ καὶ ἐρωτήσω,
οὐ μὴ
ἀποκριθῆτέ μοι ἢ ἀπολύσητε·
69 ἀπὸ τοῦ νῦν ἔσται ὁ
υἱὸς τοῦ
ἀνθρώπου καθήμενος ἐκ
δεξιῶν τῆς
δυνάμεως τοῦ Θεοῦ.
70 Εἶπον
δὲ πάντες· σὺ
οὖν εἶ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ;
Ὁ δὲ πρὸς αὐτοὺς
ἔφη· ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἐγώ εἰμι.
71 Οἱ δὲ εἶπον· τί ἔτι χρείαν ἔχομεν μαρτυρίας; Αὐτοὶ γὰρ ἠκούσαμεν ἀπὸ τοῦ στόματος αὐτοῦ.
71 Οἱ δὲ εἶπον· τί ἔτι χρείαν ἔχομεν μαρτυρίας; Αὐτοὶ γὰρ ἠκούσαμεν ἀπὸ τοῦ στόματος αὐτοῦ.
23, 1
Καὶ ἀναστὰν ἅπαν
τὸ πλῆθος αὐτῶν
ἤγαγον αὐτὸν ἐπὶ τὸν Πιλᾶτον.
ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗ
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
Λουκᾶ 22, 39-42, 45-23, 1
39 Ύστερα
βγήκε και πήγε,
όπως συνείθιζε, στο
όρος των Ελαιών· τον
ακολούθησαν δε και
οι μαθητές του.
40 Όταν
έφθασε στον
τόπο, τους είπε,
«Προσευχηθήτε, για να μη
πέσετε σε πειρασμό».
41 Και
αποχωρίσθηκε από αυτούς
σε απόστασι πετροβολιάς και
αφού γονάτισε, προσευχότανε,
42 και
έλεγε, «Πατέρα, εάν
θέλεις, απομάκρυνε το ποτήρι τούτο
από εμένα, πλην άς
μη γίνει το
θέλημά μου αλλά
το δικό σου».
45 Όταν
σηκώθηκε από την
προσευχή, ήλθε στους μαθητές
του και τους βρήκε
να κοιμούνται από
την λύπη,
46 και
τους είπε, «Γιατί
κοιμάσθε; Σηκωθήτε και προσευχηθήτε, για
να μη πέσετε εις πειρασμόν».
Ο Ιησούς
Χριστός συλλαμβάνεται
47 Ενώ
ακόμη μιλούσε, έρχεται
όχλος, και ο
καλούμενος Ιούδας, ένας
από τους δώδεκα, ήτο
επί κεφαλής, και πλησίασε τον
Ιησού για να
τον φιλήσει.
48 Ο
Ιησούς του είπε,
«Ιούδα, με το φίλημα
παραδίδεις τον Υιό
του ανθρώπου;».
49 Όταν
εκείνοι που τον
ακολουθούσαν αντελήφθησαν τί
θα συνέβαινε, του είπαν,
«Κύριε, να κτυπήσωμε
με το μαχαίρι;».
50 Και
ένας από αυτούς κτύπησε
τον δούλο του
αρχιερέως και του απέκοψε
το δεξί αυτί.
51 Τότε
ο Ιησούς είπε,
«Αφήστε τα
πράγματα έως εδώ».
Και άγγιξε το
αυτί του δούλου και
τον θεράπευσε.
52 Και
είπε προς τους
αρχιερείς και τους
αξιωματικούς του ναού
και πρεσβυτέρους, οι οποίοι
είχαν έλθει εναντίον
του, «Σαν να ήμουν ληστής βγήκατε με
μαχαίρια και ξύλα;
53 Όταν
ήμουν κάθε ημέρα
μαζί σας στο
ναό, δεν απλώσατε τα
χέρια σας επάνω μου.
Αλλ’ αυτή είναι
η ώρα σας
και η εξουσία
του σκότους».
Ο Πέτρος
αρνείται τον Χριστό
54Όταν
τον συνέλαβαν, τον
έφεραν και τον
έμπασαν στην οικία
του αρχιερέως. Ο δε
Πέτρος ακολουθούσε από μακρυά.
55 Άναψαν φωτιά
στο μέσον της
αυλής και κάθησαν
όλοι μαζί, κάθησε
δε και ο Πέτρος μεταξύ
τους.
56 Μία
υπηρέτρια τον είδε
να κάθεται κοντά
στην φωτιά, τον
κύτταξε καλά, και είπε,
«Και αυτός ήτανε
μαζί του».
57 Αλλ’
αυτός το αρνήθηκε
και είπε,
«Γυναίκα, δεν τον
ξέρω».
58 Ύστερα
από λίγο ένας
άλλος, όταν τον
είδε είπε, «Και
συ είσαι απ’ αυτούς». Αλλ’
ο Πέτρος είπε,
«Άνθρωπε, δεν είμαι».
59 Αφού
πέρασε περίπου μια
ώρα, κάποιος άλλος
είπε με βεβαιότητα, «Πραγματικά, και
αυτός ήτανε μαζί
του, διότι είναι
Γαλιλαίος».
60 Αλλ’
ο Πέτρος είπε,
«Άνθρωπε, δεν ξέρω
τί λές». Και
αμέσως, ενώ ακόμη αυτός
μιλούσε, λάλησε ο
πετεινός.
61 Ο
Κύριος γύρισε και
κύτταξε κατά πρόσωπο
τον Πέτρο και θυμήθηκε ο
Πέτρος τον λόγο
του Κυρίου, όταν
του είπε, «Πριν
λαλήσει ο πετεινός, θα
με απαρνηθείς τρεις
φορές».
62 Και
βγήκε έξω και
έκλαψε πικρά.
63 Οι
άνδρες που κρατούσαν
τον Ιησού, τον
ενέπαιζαν και τον
έδερναν.
64 Του
κάλυψαν την κεφαλή,
τον κτυπούσαν στο
πρόσωπο και τον ρωτούσαν, «Προφήτευσε
ποιος είναι εκείνος
που σε κτύπησε»,
65 και
πολλές άλλες βλασφημίες
του έλεγαν.
Ο Ιησούς
Χριστός ενώπιον των
αρχιερέων
66 Όταν
ξημέρωσε, μαζεύθηκαν οι
πρεσβύτεροι του λαού,
αρχιερείς και γραμματείς, και
τον έφεραν στο
συνέδριό τους και
του λέγουν, «Πες μας,
εσύ είσαι ο
Χριστός;».
67 Ο
Ιησούς τους απεκρίθη,
«Εάν σας πω,
δεν θα με
πιστέψετε·
68 και
εάν σας ερωτήσω,
δεν θα μου
αποκριθήτε ούτε θα με απολύσετε·
69 από
τώρα ο Υιός
του ανθρώπου θα
κάθετε στα δεξιά
της δυνάμεως του Θεού».
70 Και
είπαν όλοι, «Συ
λοιπόν είσαι ο
Υιός του Θεού;»
71 Και αυτός απήντησε, «Σεις λέτε ότι εγώ είμαι». Αυτοί είπαν, «Τι άλλη μαρτυρία μας χρειάζεται; Το ακούσαμε εμείς οι ίδιοι από το στόμα του».
71 Και αυτός απήντησε, «Σεις λέτε ότι εγώ είμαι». Αυτοί είπαν, «Τι άλλη μαρτυρία μας χρειάζεται; Το ακούσαμε εμείς οι ίδιοι από το στόμα του».
23, 1 Τότε
σηκώθηκαν όλα τα
μέλη του συνεδρίου
και τον έφεραν
στο Πιλάτο.
Judas 1-10
1 Judas, a servant of
Jesus Christ and a brother of James, to those whom God has called and who are
sanctified by God the Father, and preserved by Jesus Christ.
2 May mercy and peace and
love grow among you.
Against pseudo-teachers
and moral corruption
Dear friends, I longed to
write to you about the salvation in which we share, and I felt the need to do
so in order to urge you to fight for the faith that was once dedicated to the
saints.
4 For there were some men
who secretly entered among you, those who have long been marked for this
condemnation, the ungodly, who turned our grace to God in dishonor, and denied
our only Lord and Lord Jesus Christ.
5 I want to remind you all
that you already know that the Lord, while saving the people of the land of
Egypt, then destroyed those who did not believe,
6 and the angels, who did
not keep their supper but left their place of abode, has kept them with eternal
bonds in the darkness to judge the great day;
7 such as Sodom and
Gomorrah and the surrounding cities which, in like manner, were delivered into
prostitution and pursued in spite of the nature of desire, serve as an example,
after the punishment of the eternal fire they suffered.
8 In the same way they
too, dreaming, contaminate the flesh, reject the authority of God, and conceive
the heavenly beings.
9 While Michael the
archangel, when arguing with the devil and discussing the body of Moses, he did
not dare to make a critical judgment, but he said, "The Lord will praise
you."
10 But they do harm what
they do not know, and those who know by natural instinct, such as horse
animals, are destroyed with them.
Luke 22, 39-42, 45-23, 1
39 Then he went out and
went, as he was instructed, to the Mount of Olives; and his disciples followed
him.
40 And when he was come to
the place, he said unto them, Pray ye not to be tempted.
41 And he departed from
them at a distance of stone, and after kneeling down, prayed,
42 And he said,
"Father, if thou wilt, remove this cup from me, except my will be done,
but thine."
45 When he got up from
prayer, he came to his disciples and found them sleeping in sorrow,
46 And he said unto them,
Why sleep ye? Stand up and pray, lest you be tempted. "
Jesus Christ is arrested
47 While he was still
speaking, a mob came, and Judas, one of the twelve, was on his head, and came
near to Jesus to kiss him.
48 Jesus said to him,
"Judas, do you betray the Son of man with a kiss?"
49 When those who followed
him knew what was going to happen, they said to him, "Lord, shall we
strike with the knife?"
50 And one of them struck
the servant of the high priest, and cut off his right ear.
51 Then Jesus said,
"Let things be here." And he touched the servant's ear, and healed
him.
52 And he said to the
chief priests and officers of the temple and the elders who had come up against
him, "As if I were a robber, did you go out with knives and sticks?
53 When I was with you in
the temple every day, you did not lay your hands on me. But this is your time
and the power of darkness. "
Peter denies Christ
54When they arrested him,
they brought him and put him in the high priest's house. Peter followed from
afar.
55 They lit a fire in the
middle of the courtyard, and they all sat down together, and Peter sat down
among them.
56 A servant saw him
sitting by the fire, bowed him well, and said, "And he was with him."
57 But he denied it and
said, "Woman, I don't know him."
58 After another, when he
saw him, he said, "And you are one of them." But Peter said,
"Man, I'm not."
59 After about an hour,
someone else said with certainty, "Really, and he was with him because he
is a Galilean."
60 But Peter said,
"Man, I don't know what you mean." And immediately, while he was
still talking, the rooster crowed.
61 The Lord turned and
beat Peter in the face and Peter remembered the Lord's word when He said,
"Before the rooster crows, you will be rejected three times."
62 And he went out and
wept bitterly.
63 The men who were
holding Jesus touched him and slaughtered him.
64 They covered his head,
beat him in the face and asked him, "Prophecy who is the one who beat you",
65 and many other
blasphemies were telling him.
Jesus Christ before the
High Priests
66 When it was day, the
elders of the people, chief priests and scribes, came together, and brought him
to their congregation, saying, "Tell us, are you the Christ?"
67 Jesus answered them,
"If I tell you, you will not believe me;
68 And if I ask you, you
will neither answer me nor dismiss me;
69 From now on the Son of
man will sit at the right hand of the power of God. "
70 And they all said,
"Are you then the Son of God?"
71 And he answered,
"You say that I am." They said, "What other testimony do we
need? We
heard it ourselves through his mouth. "
23, 1 Then all the members
of the congregation got up and brought him to Pilate.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου