Α΄Ἰω.
3, 9-22
9 Πᾶς ὁ γεγεννημένος ἐκ
τοῦ Θεοῦ ἁμαρτίαν
οὐ ποιεῖ,
ὅτι σπέρμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ
μένει· καὶ οὐ
δύναται ἁμαρτάνειν, ὅτι ἐκ τοῦ
Θεοῦ γεγέννηται.
10 Ἐν τούτῳ φανερά
ἐστι τὰ τέκνα
τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ
τέκνα τοῦ διαβόλου. Πᾶς ὁ μὴ ποιῶν
δικαιοσύνην οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ Θεοῦ, καὶ ὁ
μὴ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφόν
αὐτοῦ.
11 Ὅτι αὕτη ἐστὶν ἡ
ἀγγελία ἣν ἠκούσατε ἀπ᾿
ἀρχῆς, ἵνα ἀγαπῶμεν ἀλλήλους,
12 οὐ καθὼς Κάϊν ἐκ
τοῦ πονηροῦ
ἦν καὶ ἔσφαξε τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ·
καὶ χάριν τίνος
ἔσφαξεν αὐτόν; ὅτι τὰ ἔργα
αὐτοῦ πονηρὰ ἦν, τὰ δὲ τοῦ
ἀδελφοῦ αὐτοῦ δίκαια.
Η
αγάπη προς τους αδελφούς
13 Μὴ
θαυμάζετε, ἀδελφοί μου,
εἰ μισεῖ
ὑμᾶς ὁ κόσμος.
14 Ἡμεῖς οἴδαμεν
ὅτι μεταβεβήκαμεν ἐκ τοῦ
θανάτου εἰς τὴν ζωήν, ὅτι
ἀγαπῶμεν τοὺς ἀδελφούς· ὁ μὴ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφὸν
μένει ἐν τῷ
θανάτῳ.
15 Πᾶς
ὁ μισῶν τὸν ἀδελφὸν
αὐτοῦ ἀνθρωποκτόνος ἐστί, καὶ οἴδατε ὅτι πᾶς
ἀνθρωποκτόνος οὐκ ἔχει ζωὴν αἰώνιον
ἐν ἑαυτῷ μένουσαν.
16 Ἐν
τούτῳ ἐγνώκαμεν τὴν
ἀγάπην ὅτι ἐκεῖνος ὑπὲρ
ἡμῶν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἔθηκε· καὶ ἡμεῖς ὀφείλομεν ὑπὲρ
τῶν ἀδελφῶν
τὰς ψυχὰς τιθέναι.
17 Ὃς δ᾿ ἂν ἔχῃ τὸν βίον τοῦ κόσμου καὶ
θεωρῇ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ
χρείαν ἔχοντα καὶ κλείσῃ τὰ
σπλάγχνα αὐτοῦ ἀπ᾿ αὐτοῦ, πῶς ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μένει ἐν αὐτῷ;
18 Τεκνία μου, μὴ ἀγαπῶμεν
λόγῳ
μηδὲ τῇ γλώσσῃ,
ἀλλ᾿ ἐν ἔργῳ καὶ ἀληθείᾳ.
19 Καὶ ἐν τούτῳ
γινώσκομεν ὅτι ἐκ τῆς
ἀληθείας ἐσμέν, καὶ ἔμπροσθεν αὐτοῦ πείσομεν τὰς καρδίας ἡμῶν,
20 ὅτι ἐὰν
καταγινώσκῃ ἡμῶν ἡ καρδία, ὅτι μείζων
ἐστὶν ὁ Θεὸς τῆς
καρδίας ἡμῶν καὶ γινώσκει
πάντα.
21 Ἀγαπητοί, ἐὰν ἡ
καρδία ἡμῶν μὴ καταγινώσκῃ ἡμῶν παρρησίαν
ἔχομεν πρὸς τὸν Θεόν,
22 καὶ
ὃ ἐὰν αἰτῶμεν
λαμβάνομεν παρ᾿ αὐτοῦ ὅτι τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ τηροῦμεν καὶ τὰ ἀρεστὰ
ἐνώπιον αὐτοῦ
ποιοῦμεν.
ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗ
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
Α΄ Ιω. 3, 9-22
9 Όποιος
έχει γεννηθεί από
τον Θεό, δεν κάνει
αμαρτία, διότι σπέρμα αυτού μένει
μέσα του· δεν
μπορεί να αμαρτάνει
διότι έχει γεννηθεί
από τον Θεό.
10 Από
τούτο αναγνωρίζονται τα
παιδιά του Θεού
και τα παιδιά του διαβόλου:
όποιος δεν κάνει
το ορθό,
δεν είναι από
τον Θεό, επίσης
και εκείνος που
δεν αγαπά τους
αδελφούς του.
11 Διότι
αυτὴ είναι η
εντολή, την οποία
ακούσατε από την αρχή: να αγαπάμε
ο ένας τον
άλλο.
12 Όχι
όπως ο Κάϊν
που ήτο από
τον πονηρό και
έσφαξε τον αδελφό
του. Και διατί τον
έσφαξε; Διότι τα
έργα του ήσαν
πονηρά, του δε
αδελφού του ήσαν δίκαια.
Η αγάπη
προς τους αδελφούς
13 Να
μη σας φαίνεται
παράξενο πράγμα, αδελφοί
μου, εάν ο
κόσμος σας μισεί.
14 Εμείς
ξέρουμε ότι έχουμε
μεταβεί από τον
θάνατο στη ζωή,
διότι αγαπάμε τους αδελφούς·
εκείνος που δεν
αγαπά τους αδελφούς,
μένει μέσα στον θάνατο.
15 Όποιος
μισεί τον αδελφό του, είναι φονηάς,
και ξέρετε ότι κανείς
φονηάς δεν έχει
ζωή αιώνιο μέσα του.
16 Με
τούτο γνωρίσαμε τι
είναι αγάπη: ότι
εκείνος έδωκε την
ζωή του για μας. Έτσι
οφείλουμε και εμείς
να δίνουμε την
ζωή μας υπέρ
των αδελφών.
17 Αλλ’
εάν ένας έχει
τα πλούτη του κόσμου και
βλέπει τον αδελφό
του να έχει ανάγκη,
και όμως του
κλείσει την καρδιά
του, πως είναι
δυνατόν να μένει μέσα
του η αγάπη
για τον Θεό;
18 Παιδιά
μου, να
μη αγαπάμε με
λόγια ούτε με
την γλώσσα, αλλά
με έργα και αληθινά.
19 Με
τούτο ξέρουμε ότι
είμεθα από την
αλήθεια· και θα καθησυχάσουμε τον
εαυτό μας ενώπιόν
του σε ό,τι
η καρδιά μας κατακρίνει,
20 διότι
είναι μεγαλύτερος ο
Θεός από την
καρδιά μας και
τα ξέρει όλα.
21 Αγαπητοί, εάν
η καρδιά μας
δεν μας κατακρίνει,
τότε έχουμε θάρρος
να πλησιάσουμε τον Θεό, και
πέρνουμε από αυτόν
ό,τι ζητάμε,
22 διότι
τηρούμε τις εντολές του και
κάνουμε εκείνα που του
είναι αρεστά.
Μάρκ.
14, 10-42
10 Καὶ
Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης,
εἷς τῶν δώδεκα,
ἀπῆλθε πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς ἵνα
παραδῷ αὐτὸν αὐτοῖς.
11 Οἱ
δὲ ἀκούσαντες ἐχάρησαν, καὶ ἐπηγγείλαντο αὐτῷ ἀργύρια
δοῦναι· καὶ ἐζήτει
πῶς εὐκαίρως
αὐτὸν παραδῷ
Το
τελευταίο δείπνο
12 Καὶ τῇ πρώτῃ ἡμέρᾳ
τῶν ἀζύμων, ὅτε
τὸ πάσχα ἔθυον,
λέγουσιν αὐτῷ οἱ
μαθηταὶ αὐτοῦ· ποῦ θέλεις ἀπελθόντες ἑτοιμάσωμεν
ἵνα φάγῃς τὸ
πάσχα;
13 Καὶ ἀποστέλλει δύο τῶν μαθητῶν
αὐτοῦ καὶ λέγει
αὐτοῖς· ὑπάγετε εἰς τὴν πόλιν,
καὶ ἀπαντήσει ὑμῖν ἄνθρωπος κεράμιον ὕδατος βαστάζων· ἀκολουθήσατε
αὐτῷ,
14 καὶ
ὅπου ἐὰν εἰσέλθῃ,
εἴπατε τῷ
οἰκοδεσπότῃ ὅτι ὁ διδάσκαλος
λέγει· ποῦ ἐστι τὸ κατάλυμά
μου ὅπου τὸ πάσχα μετὰ τῶν μαθητῶν
μου φάγω;
15 Καὶ αὐτὸς ὑμῖν
δείξει ἀνώγαιον
μέγα ἐστρωμένον ἕτοιμον· ἐκεῖ
ἑτοιμάσατε ἡμῖν.
16 Καὶ ἐξῆλθον οἱ
μαθηταὶ αὐτοῦ καὶ
ἦλθον εἰς τὴν πόλιν, καὶ
εὗρον καθὼς εἶπεν αὐτοῖς,
καὶ ἡτοίμασαν τὸ πάσχα.
17 Καὶ ὀψίας
γενομένης ἔρχεται μετὰ τῶν δώδεκα.
18 Καὶ
ἀνακειμένω ν αὐτῶν καὶ ἐσθιόντων
εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἷς
ἐξ ὑμῶν παραδώσει με,
ὁ ἐσθίων μετ᾿ ἐμοῦ.
19 Οἱ
δὲ ἤρξαντο λυπεῖσθαι
καὶ λέγειν
αὐτῷ εἷς
καθ᾿ εἷς · μήτι
ἐγώ; Καὶ ἄλλος· μήτι ἐγώ;
20 Ὁ
δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· εἷς ἐκ τῶν δώδεκα,
ὁ ἐμβαπτόμενος μετ᾿ ἐμοῦ εἰς
τὸ τρυβλίον.
21 Ὁ μὲν υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὑπάγει
καθὼς γέγραπται
περὶ αὐτοῦ· οὐαὶ
δὲ τῷ ἀνθρώπῳ ἐκείνῳ, δι᾿ οὗ
ὁ υἱὸς τοῦ
ἀνθρώπου παραδίδοται· καλὸν ἦν αὐτῷ εἰ
οὐκ ἐγεννήθη ὁ
ἄνθρωπος ἐκεῖνος.
22 Καὶ
ἐσθιόντων αὐτῶν λαβὼν ὁ Ἰησοῦς ἄρτον εὐλογήσας ἔκλασε
καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς
καὶ εἶπε·
λάβετε φάγετε· τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά
μου.
23 Καὶ
λαβὼν τὸ ποτήριον εὐχαριστήσας ἔδωκεν
αὐτοῖς, καὶ ἔπιον ἐξ αὐτοῦ πάντες.
24 Καὶ εἶπεν
αὐτοῖς· τοῦτό
ἐστι τὸ
αἷμά μου τὸ τῆς καινῆς διαθήκης
τὸ περὶ πολλῶν ἐκχυνόμενον.
25 Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι
οὐκέτι οὐ μὴ πίω ἐκ
τοῦ γεννήματος τῆς ἀμπέλου ἕως
τῆς ἡμέρας ἐκείνης
ὅταν αὐτὸ πίνω καινὸν ἐν τῇ βασιλείᾳ
τοῦ Θεοῦ.
Ο Ιησούς προλέγει
ότι θα τον
απαρνηθούν οι μαθητές
26 Καὶ ὑμνήσαντες
ἐξῆλθον εἰς τὸ ὄρος
τῶν ἐλαιῶν.
27 Καὶ
λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς ὅτι πάντες σκανδαλισθήσεσθε ἐν ἐμοὶ ἐν τῇ νυκτὶ ταύτῃ·
ὅτι γέγραπται, πατάξω τὸν ποιμένα
καὶ διασκορπισθήσονται τὰ πρόβατα·
28 ἀλλὰ μετὰ τὸ ἐγερθῆναί με προάξω
ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν.
29 Ὁ
δὲ Πέτρος ἔφη αὐτῷ· καὶ εἰ πάντες σκανδαλισθήσονται, ἀλλ᾿
οὐκ ἐγώ.
30 Καὶ λέγει αὐτῷ ὁ
Ἰησοῦς· ἀμὴν λέγω σοι ὅτι
σὺ σήμερον ἐν τῇ
νυκτὶ ταύτῃ πρὶν
ἢ δὶς ἀλέκτορα φωνῆσαι
τρὶς ἀπαρνήσῃ με.
31 Ὁ
δὲ Πέτρος ἐκ
περισσοῦ ἔλεγε
μᾶλλον· ἐάν με δέῃ
συναποθανεῖν σοι, οὐ
μή σε ἀπαρνήσομαι.
ὡσαύτως δὲ
καὶ πάντες ἔλεγον.
Ο Ιησούς
Χριστός εις Γεθσημανή
32 Καὶ
ἔρχονται εἰς χωρίον οὗ τὸ
ὄνομα Γεθσημανῆ,
καὶ λέγει
τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· καθίσατε ὧδε ἕως προσεύξωμαι.
33 Καὶ παραλαμβάνει τὸν Πέτρον
καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην
μεθ᾿
ἑαυτοῦ, καὶ ἤρξατο ἐκθαμβεῖσθαι καὶ ἀδημονεῖν
34 καὶ λέγειν αὐτοῖς· περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου
ἕως θανάτου· μείνατε ὧδε καὶ
γρηγορεῖτε.
35 Καὶ προελθὼν
μικρὸν ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ
προσηύχετο ἵνα, εἰ δυνατόν ἐστι, παρέλθῃ ἀπ᾿ αὐτοῦ ἡ
ὥρα,
36 καὶ
ἔλεγεν· ἀββᾶ ὁ πατήρ, πάντα δυνατά σοι· παρένεγκε τὸ ποτήριον ἀπ᾿ ἐμοῦ τοῦτο· ἀλλ᾿ οὐ τί
ἐγὼ θέλω, ἀλλ᾿ εἴ
τι σύ.
37 Καὶ ἔρχεται
καὶ εὑρίσκει αὐτοὺς
καθεύδοντας, καὶ λέγει τῷ
Πέτρῳ· Σίμων, καθεύδεις; οὐκ ἰσχύσατε
μίαν
ὥραν γρηγορῆσαι;
38 Γρηγορεῖτε καὶ
προσεύχεσθε, ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν· τὸ μὲν πνεῦμα πρόθυμον,
ἡ δὲ σὰρξ
ἀσθενής.
39 Καὶ
πάλιν ἀπελθὼν προσηύξατο
τὸν αὐτὸν λόγον
εἰπών.
40 Καὶ
ὑποστρέψας εὗρεν αὐτοὺς
πάλιν
καθεύδοντας· ἦσαν
γὰρ οἱ
ὀφθαλμοὶ αὐτῶν καταβαρυνόμενοι, καὶ οὐκ ᾔδεισαν τί
ἀποκριθῶσιν αὐτῷ.
41 Καὶ ἔρχεται
τὸ τρίτον καὶ λέγει αὐτοῖς· καθεύδετε λοιπὸν καὶ
ἀναπαύεσθε! Ἀπέχει· ἦλθεν
ἡ ὥρα· ἰδοὺ παραδίδοται
ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου
εἰς τὰς χεῖρας τῶν
ἁμαρτωλῶν·
42 ἐγείρεσθε, ἄγωμεν· ἰδοὺ ὁ
παραδιδούς με ἤγγικε.
ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗ
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
Μάρκ.
14, 10-42
10 Ο
Ιούδας ο Ισκαριώτης,
ένας από τους
δώδεκα, πήγε στους
αρχιερείς για να
τους τον παραδώσει.
11 Αυτοί
δε, όταν άκουσαν,
χάρηκαν και του
υποσχέθηκαν να του δώσουν
χρήματα. Και αυτός
ζητούσε ευκαιρία να
τον παραδώσει.
Το τελευταίο
δείπνο
12 Την
πρώην ημέρα της
εορτής των αζύμων,
όταν θυσίαζαν τον πασχαλινό αμνό,
του λέγουν οι μαθητές
του, «Που θέλεις
να πάμε να ετοιμάσωμεν για
να φάγεις το πάσχα;».
13 Και
στέλλει δύο από
τους μαθητές του και τους
λέγει, «Πηγαίνετε στην πόλι
και
θα σας συναντήσει
ένας, που θα
κρατά μία στάμνα
νερό. Ακολουθήστέ τον.
14 Και
όπου αυτός μπει
να πήτε στον οικοδεσπότη ότι
ο δάσκαλος ερωτά, «Που
είναι το κατάλυμά
μου, όπου θα φάγω το
πάσχα μαζί με τους
μαθητές μου;»
15 και
αυτός θα σας
δείξει ένα μεγάλο
ανώγι στρωμένο, έτοιμο,
εκεί ετοιμάστε μας».
16 Και
ανεχώρησαν οι μαθητές και
ήλθαν στην πόλι
και βρήκαν όπως τους
είπε και ετοίμασαν
το πάσχα.
17 Και
όταν βράδυασε, έρχεται
μαζί με τους δώδεκα.
18 Και
ενώ ήσαν καθισμένοι
στο τραπέζι και
έτρωγαν, είπε ο Ιησούς, «Αλήθεια σας
λέγω, ότι ένας
από σας θα
με παραδώσει, εκείνος
που τρώγει μαζί μου».
19 Αυτοί
άρχισαν να λυπούνται
και να
του λέγουν ο καθένας με
την σειρά, «Μήπως είμαι
εγώ;». Και άλλος,
«Μήπως είμαι
εγώ;».
20 Αυτός
δε τους είπε,
«Ένας από τους
δώδεκα που βουτά
το χέρι του
μαζί μου στο πιάτο.
21 Και
ο μεν Υιός
του ανθρώπου πηγαίνει,
καθώς είναι γραμμένο γι’ αυτόν,
αλλοίμονο όμως στον
άνθρωπο εκείνο, εάν
δεν είχε γεννηθεί»».
22 Και
ενώ έτρωγαν, έλαβε
ο Ιησούς άρτο,
ευλόγησε, τον έκοψε
και έδωκε σ’ αυτούς
και είπε, «Λάβετε φάγετε·
αυτό είναι το
σώμά μου».
23 Και
αφού έλαβε το ποτήριο, ευχαρίστησε
τον Θεό και τους
το έδωκε και ήπιαν
από αυτό όλοι.
24 Και
τους είπε, «Αυτό
είναι το αίμά
μου της Νέας Διαθήκης,
το οποίο χύνεται υπέρ
πολλών.
25 Αλήθεια
σας λέγω, ότι
δεν θα πιω
πλέον από το
προϊόν της αμπέλου μέχρι της
ημέρας εκείνης, που θα το πίνω
καινούργιο στην
βασιλεία του Θεού».
26 Και
αφού έψαλαν ύμνο,
βγήκαν στο όρος
των Ελαιών.
Ο Ιησούς
προλέγει ότι
θα τον απαρνηθούν
οι μαθητές
27 Και
τους λέγει ο
Ιησούς, «Η εμπιστοσύνη
όλων σας σ’
εμένα, θα κλονισθεί αυτή
την νύχτα διότι
είναι γραμμένο, θα κτυπήσω τον ποιμένα
και τα πρόβατα
θα διασκορπισθούν.
28 Αλλά
μετά την ανάστασί
μου, θα πάω πριν
από σας στη
Γαλιλαία».
29 Ο
Πέτρος του είπε, «Και
άν όλοι κλονισθούν, όχι
όμως εγώ».
30 Και
ο Ιησούς του
λέγει, «Αλήθεια σου
λέγω, ότι συ
σήμερα, αυτήν την νύχτα,
πριν ο πετεινός
λαλήσει δύο φορές,
θα με απαρνηθείς
τρεις φορές».
31 Αλλ’
ο Πέτρος ακόμη
περισσότερο έλεγε, «Και
άν χρειασθεί να πεθάνω
μαζί σου, δεν θα σε
απαρνηθώ». Το ίδιο
έλεγαν όλοι.
Ο Ιησούς
Χριστός στη Γεθσημανή
32 Και
έρχονται σε ένα
μέρος που ελέγετο
Γεθσημανή. Και λέγει
στους μαθητές του, «Καθήστε
εδώ έως ότου προσευχηθώ».
33 Και
παίρνει μαζί του
τον Πέτρο, τον
Ιάκωβο και τον
Ιωάννη,
34 και
άρχισε να λυπάται
και να αγωνιά και
τους λέγει, «Είναι
λυπημένη η ψυχή μου μέχρι
θανάτου· μείνατε
εδώ και αγρυπνείτε».
35 Και
αφού προχώρησε ολίγο,
έπεσε στη γη
και προσευχότανε, για να παρέλθῃ
απ’ αυτόν εκείνη
η ώρα εάν
ήτο δυνατόν.
36 Και
έλεγε, «Αββά, Πατέρα,
όλα σου είναι
δυνατά· απομάκρυνε από εμένα
το ποτήρι
αυτό· αλλ’ άς
γίνει όχι ό,τι
εγώ θέλω αλλά
ό,τι συ θέλεις».
37 Και
έρχεται και τους
βρίσκει να κοιμούνται
και λέγει στον
Πέτρο. «Σίμων, κοιμάσαι; Δεν
μπόρεσες μία ώρα
να αγρυπνήσεις;
38 Αγρυπνείτε και
προσεύχεσθε για να
μην πέσετε σε
πειρασμό. Το μεν πνεύμα
είναι πρόθυμο, αλλά
η σάρκα είναι
αδύνατη».
39 Και
πάλι πήγε και
προσευχήθηκε και είπε
τα ίδια λόγια.
40 Και
όταν επέστρεψε, τους
βρήκε πάλι να
κοιμούνται, διότι τα
μάτια τους ήσαν πολύ
κουρασμένα και δεν
ήξεραν τι να
του απαντήσουν.
41 Και
έρχεται για τρίτη
φορά και τους
λέγει, «Κοιμάσθε λοιπόν
και αναπαύεσθε. Αρκετό. Ήλθε
η ώρα· ιδού
ο Υιός του
ανθρώπου παραδίδεται στα χέρια
αμαρτωλών.
42 Σηκωθήτε, άς
φύγουμε· να, πλησίασε
εκείνος που θα
με παραδώσει».
1 John 3, 9-22
9 He who is born of God
commits no sin, because his seed abides in him; he cannot sin because he is
born of God.
10 By this are known the
children of God, and the children of the devil: he that doeth not righteousness
is not of God, but he that loveth not his brethren.
11 For this is the
commandment which ye have heard from the beginning, that we love one another.
12 Not like Cain who was
from the wicked and killed his brother. And why did he slaughter him? Because
his works were sly, and his brother's were just.
Love for brothers
13 Let it not seem strange
unto you, my brethren, if the world hate you.
14 We know that we have
passed from death unto life, because we love the brethren: he that loveth not
the brethren dwelleth in death.
15 Anyone who hates his
brother is a murderer, and you know that no murderer has eternal life in him.
16 By this we knew what
love is: that he gave his life for us. So we ought to give our lives for the
brothers.
17 But if one has the
riches of the world, and sees his brother in need, and yet his heart is shut,
how can the love of God abide in him?
18 My children, let us not
love in words, nor in language, but in works and in truth.
19 By this we know that we
are of the truth; and we will reassure ourselves before him what our heart
condemns,
20 For God is greater than
our hearts, and knows all things.
21 Beloved, if our heart
does not condemn us, then we have the courage to draw near to God, and from him
we ask what we ask,
22 For we keep his
commandments, and do those things that are pleasing in his sight.
Mark. 14, 10-42
10 Judas Iscariot, one of
the twelve, went to the chief priests to deliver him.
11 And when they heard it,
they were glad, and promised to give him money. And he was looking for an
opportunity to hand him over.
The last dinner
12 On the first day of the
feast of unleavened bread, when they sacrificed the Passover lamb, his
disciples said unto him, Where wilt thou that we go and prepare that thou
mayest eat the passover?
13 And he sends two of his
disciples and says to them, "Go into the city, and there will be one
coming to you, holding a pitcher of water. Follow him.
14 And where does he get
you to the host that the teacher asks, "Where is my lodging, where will I
eat the Passover with my disciples?"
15 and he will show you a
large anvil laid, ready, there prepare us. '
16 And the disciples went
away, and came into the city, and found as he had said unto them: and they made
ready the passover.
17 And when it is evening,
he cometh with the twelve.
18 And as they sat and did
eat, Jesus said, Verily I say unto you, That one of you shall betray me; he
that eateth with me.
19 And they began to be
sorrowful, and to say unto him, every one of them, Is it I? And another,
"Is it me?"
20 He said to them,
"One of the twelve who dips his hand with me on the plate.
21 And the Son of man goeth,
as it is written of him, but woe unto that man, if he had not been born. "
22 And as they were
eating, Jesus took bread, and blessed, and brake it, and gave to them, and
said, Take ye eat; this is my body.
23 And when he had
received the cup, he thanked God, and gave it to them, and they all drank of
it.
24 And he said unto them,
This is my blood of the New Testament, which is shed for many.
25 Verily I say unto you,
I will no more drink of the fruit of the vine, until that day when I drink it
new in the kingdom of God.
26 And when they had sung
a hymn, they went out into the mount of Olives.
Jesus foretells that his
disciples will reject him
27 And Jesus says to them,
"The confidence of you all in me will be shaken this night, for it is
written, I will smite the shepherd, and the sheep shall be scattered.
28 But after my
resurrection I will go before you into Galilee.
29 Peter said to him,
"Though they all be shaken, yet not I."
30 And Jesus saith unto
him, Verily I say unto thee, That this night, before the cock crow twice, thou
shalt deny me thrice.
31 But Peter said even
more, "And if I should die with you, I will not deny you." The same
was said by everyone.
Jesus Christ in Gethsemane
32 And they come to a
place called Gethsemane. And he says to his disciples, "Sit here until I
pray."
33 And he takes with him
Peter, James, and John,
34 And he began to be
sorrowful and distressed, and to say unto them, My soul is sorrowful unto
death; tarry ye here, and watch.
35 And after a little
while he went down, and prayed, that he might depart from him at that hour, if
it were possible.
36 And he would say,
"Abba, Father, all things are possible to you; remove this glass from me;
but let it not be what I want, but what you will."
37 And he comes and finds
them sleeping, and says to Peter. "Simon, are you sleeping? Couldn't you
watch for an hour?
38 Watch and pray that you
will not be tempted. The spirit is willing, but the flesh is impossible. "
39 And again he went and
prayed, saying the same words.
40 And when he returned,
he found them sleeping again, for their eyes were very tired, and they knew not
what to answer him.
41 And he cometh a third
time, and saith unto them, Sleep on now, and take your rest. Enough. The time
has come; behold, the Son of man is delivered into the hands of sinners.
42 Arise, let
us go; behold, he that delivereth me is at hand.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου