Α΄Ἰω.
2, 7-17
7 Ἀδελφοί, οὐκ ἐντολὴν
καινὴν
γράφω ὑμῖν,
ἀλλ᾿ ἐντολὴν παλαιάν,
ἣν εἴχετε ἀπ᾿ ἀρχῆς·
ἡ ἐντολὴ ἡ
παλαιά ἐστιν ὁ λόγος
ὃν ἠκούσατε ἀπ᾿ ἀρχῆς.
8 Πάλιν
ἐντολὴν καινὴν γράφω
ὑμῖν, ὅ ἐστιν
ἀληθὲς ἐν αὐτῷ καὶ
ἐν ὑμῖν, ὅτι
ἡ σκοτία παράγεται
καὶ τὸ φῶς
τὸ ἀληθινὸν
ἤδη φαίνει.
9 Ὁ
λέγων ἐν τῷ
φωτὶ εἶναι, καὶ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ
μισῶν, ἐν τῇ
σκοτίᾳ ἐστὶν ἕως ἄρτι.
10 Ὁ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφὸν
αὐτοῦ ἐν τῷ φωτὶ μένει, καὶ σκάνδαλον ἐν αὐτῷ
οὐκ ἔστιν·
11 ὁ
δὲ μισῶν τὸν ἀδελφὸν
αὐτοῦ ἐν
τῇ σκοτίᾳ ἐστὶ
καὶ ἐν τῇ
σκοτίᾳ περιπατεῖ, καὶ
οὐκ οἷδε ποῦ
ὑπάγει, ὅτι ἡ
σκοτία ἐτύφλωσε τοὺς
ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ.
12 Γράφω
ὑμῖν, τεκνία, ὅτι
ἀφέωνται ὑμῖν αἱ ἁμαρτίαι διὰ τὸ
ὄνομα αὐτοῦ.
13 Γράφω ὑμῖν, πατέρες,
ὅτι ἐγνώκατε τὸν ἀπ᾿ ἀρχῆς. Γράφω
ὑμῖν, νεανίσκοι, ὅτι νενικήκατε
τὸν πονηρόν.
Ἔγραψα ὑμῖν, παιδία,
ὅτι ἐγνώκατε τὸν πατέρα.
14 Ἔγραψα ὑμῖν, πατέρες,
ὅτι ἐγνώκατε τὸν ἀπ᾿
ἀρχῆς. Ἔγραψα ὑμῖν, νεανίσκοι, ὅτι
ἰσχυροί ἐστε καὶ
ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἐν
ὑμῖν μένει καὶ νενικήκατε τὸν πονηρόν.
15 Μὴ ἀγαπᾶτε τὸν κόσμον μηδὲ τὰ ἐν τῷ κόσμῳ. ἐάν τις ἀγαπᾷ τὸν κόσμον, οὐκ ἔστιν ἡ
ἀγάπη τοῦ πατρὸς
ἐν αὐτῷ·
16 ὅτι πᾶν τὸ
ἐν τῷ κόσμῳ,
ἡ ἐπιθυμία τῆς σαρκὸς
καὶ ἡ
ἐπιθυμία τῶν
ὀφθαλμῶν καὶ ἡ
ἀλαζονεία τοῦ βίου, οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ πατρός,
ἀλλ᾿ ἐκ τοῦ κόσμου ἐστί.
17 Καὶ ὁ κόσμος
παράγεται καὶ ἡ ἐπιθυμία αὐτοῦ·
ὁ δὲ ποιῶν τὸ θέλημα
τοῦ Θεοῦ μένει
εἰς τὸν αἰῶνα.
ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗ
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
Α΄Ιω.
2, 7-17
7 Αδελφοί, δεν
σας γράφω
νέα εντολή, αλλά
εντολή παλαιά,
την οποία είχατε από
την αρχή. Η εντολή
η παλαιά είναι
ο λόγος,
τον οποίο ακούσατε από
την αρχή.
8 Και
όμως η εντολή
που σας γράφω
είναι νέα, διότι
το σκοτάδι φεύγει
και το φως το
αληθινό ήδη φωτίζει·
τούτο πραγματοποιήθηκε δια
του Χριστού και σ’
εσάς.
9 Εκείνος
που λέγει ότι είναι
στο φως και
μισεί τους αδελφούς
του, βρίσκεται ακόμη στο σκοτάδι.
10 Εκείνος που
αγαπά τον αδελφό
του, μένει στο
φως, και
δεν υπάρχει τίποτε να
τον κάνει να
σκοντάψει.
11 Αλλ’
εκείνος που μισεί
τους αδελφούς του, βρίσκεται
στο σκοτάδι και
στο σκοτάδι περπατεί·
δεν ξέρει που πηγαίνει, διότι
το σκοτάδι τύφλωσε
τα μάτια του.
12 Σας
γράφω, παιδιά, διότι
σας έχουν συγχωρηθεί
οι αμαρτίες σας,
για το όνομά του.
13 Σας
γράφω, πατέρες,
διότι γνωρίσατε εκείνο
που υπάρχει από
την αρχή. Σας γράφω, νεαροί,
διότι έχετε νικήσει
τον πονηρό.
14 Σας
έγραψα, παιδιά, διότι
εγνωρίσατε τον Πατέρα. Σας
έγραψα, πατέρες, διότι γνωρίσατε
εκείνο που υπάρχει
από την αρχή.
Σας έγραψα, νεαροί, διότι
είσθε δυνατοί και
ο λόγος του
Θεού μένει μέσα σας
και έχετε νικήσει
τον πονηρό.
15 Να
μη αγαπάτε τον
κόσμο, ούτε τα πράγματα που
είναι στο κόσμο.
Εάν αγαπά κανείς
τον κόσμο, δεν
υπάρχει η
αγάπη για τον Πατέρα
μέσα του·
16 διότι
κάθε τι που
υπάρχει στο κόσμο,
η σαρκική επιθυμία και
η επιθυμία των ματιών
και η υπερηφάνεια στα
πλούτη, δεν προέρχονται από τον Πατέρα
αλλά από τον
κόσμο.
17 Και
ο κόσμος
και η επιθυμία
του παρέρχονται. Εκείνος
όμως που κάνει το
θέλημα του Θεού
μένει αιωνίως.
Μάρκ.
14, 3-9
3 Καὶ ὄντος αὐτοῦ
ἐν Βηθανίᾳ ἐν τῇ οἰκίᾳ
Σίμωνος τοῦ λεπροῦ, κατακειμένου αὐτοῦ
ἦλθε γυνὴ
ἔχουσα ἀλάβαστρον μύρου
νάρδου πιστικῆς πολυτελοῦς,
καὶ συντρίψασα τὸ ἀλάβαστρον
κατέχεεν αὐτοῦ κατὰ τῆς κεφαλῆς.
4 Ἦσαν δέ
τινες ἀγανακτοῦντες πρὸς
ἑαυτοὺς λέγοντες· εἰς τί ἡ ἀπώλεια αὕτη τοῦ
μύρου γέγονεν;
5 Ἠδύνατο γὰρ τοῦτο τὸ μύρον
πραθῆναι ἐπάνω τριακοσίων δηναρίων καὶ δοθῆναι
τοῖς
πτωχοῖς· καὶ
ἐνεβριμῶντο αὐτῇ.
6 Ὁ
δὲ Ἰησοῦς εἶπεν· ἄφετε αὐτήν·
τί αὐτῇ
κόπους παρέχετε;
Καλὸν ἔργον εἰργάσατο ἐν ἐμοί.
7 Πάντοτε
γὰρ τοὺς πτωχοὺς
ἔχετε μεθ᾿ ἑαυτῶν, καὶ ὅταν
θέλητε δύνασθε αὐτοὺς εὖ ποιῆσαι· ἐμὲ
δὲ οὐ πάντοτε ἔχετε.
8 Ὅ ἔσχεν αὕτη
ἐποίησε· προέλαβε μυρίσαι
μου τὸ σῶμα
εἰς
τὸν ἐνταφιασμόν.
9 Ἀμὴν λέγω
ὑμῖν, ὅπου ἐὰν
κηρυχθῇ τὸ
εὐαγγέλιον τοῦτο εἰς
ὅλον τὸν κόσμον,
καὶ ὃ ἐποίησεν
αὕτη λαληθήσεται εἰς μνημόσυνον αὐτῆς.
ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗ
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
Μάρκ.
14, 3-9
3 Και
όταν ήτανε στη
Βηθανία στο σπίτι
του Σίμωνος του
λεπρού, ενώ καθότανε στο
τραπέζι, ήλθε μία
γυναίκα, η οποία
είχε ένα δοχείο αλαβάστρινο με μύρο,
κατασκευασμένο από γνήσιο, πολύτιμο νάδρο. Και
αφού έσπασε το
αλαβάστρινο δοχείο, έχυσε
το μύρο στο κεφάλι
του.
4 Μερικοί από
τους παρόντες αγανάκτησαν μέσα
τους και έλεγαν,
«Γιατί έγινε η σπατάλη
αυτή του μύρου;
5 Διότι
θα μπορούσε αυτό
το μύρο να
πωληθεί περισσότερο από τριακόσια δηνάρια
και να δοθεί
στους πτωχούς». Και
την επέπλητταν.
6 Ο
δε Ιησούς είπε,
«Αφήστέ την. Γιατί
την ενοχλείτε; Καλή
πράξι μου έκανε,
7 διότι
τους πτωχούς έχετε
πάντοτε μαζί σας
και όταν θέλετε,
μπορείτε να τους ευεργετήσετε. Εμένα
όμως δεν με
έχετε πάντοτε.
8 Εκείνο
που μπορούσε αυτή
το έκαμε. Πρόλαβε
να αλείψει με
μύρο το σώμά μου
για τον ενταφιασμό
μου.
9 Αλήθεια σας
λέγω, όπου και
άν κηρυχθεί το
ευαγγέλιο τούτο σε
ολόκληρο τον κόσμο,
θα διαλαληθεί και
εκείνο που αυτή
έκανε, στη μνήμη
της».
A ye. 2, 7-17
7 Brethren, I write not
unto you a new commandment, but an old commandment, which ye had from the
beginning. The old command is the reason you heard it from the beginning.
8 And yet the commandment
that I write unto you is new: for darkness is departing, and light is true, and
it is already shining; this is in Christ and in you.
9 He who says he is in the
light and hates his brothers is still in the dark.
10 He that loveth his
brother abideth in the light, and there is nothing to cause him to stumble.
11 But he that hateth his
brethren, is in darkness, and in darkness he walketh; he knoweth not where he
goeth, because darkness hath blinded his eyes.
12 I write unto you,
children, because your sins are forgiven you, for his name's sake.
13 I write unto you,
fathers, because ye have known that which is from the beginning. I write to
you, young men, because you have defeated the wicked one.
14 I have written unto
you, children, because ye have known the Father. I wrote to you, fathers,
because you knew what exists from the beginning. I wrote unto you, young men,
because ye are strong, and the word of God abideth in you, and ye have overcome
the wicked one.
15 Do not love the world,
nor the things that are in the world. If one loves the world, there is no love
for the Father in him;
16 For all that exists in
the world, the fleshly desire and the desire of the eyes and the pride of
riches, come not from the Father but from the world.
17 And the world and its
desire pass away. But he who does the will of God remains forever.
Mark. 14, 3–9
3 And when they were in
Bethany in the house of Simon the leper, while they were reclining at the
table, there came a woman, having a vessel of myrrh made of myrrh, of precious
nadyr. And after breaking the alabaster container, he poured the myrrh on his
head.
4 Some in the audience
were indignant and said, “Why did this waste of myrrh happen?
5 For this myrrh could be
sold for more than three hundred dinars, and given to the poor. And they
scolded her.
6 And Jesus said, Let her
alone. Why bother her? Good thing he did to me,
7 because you always have
the poor with you and when you want you can benefit them. But you don't always
have me.
8 What she could have
done. He was able to smear my body with myrrh for my burial.
9 Verily I say unto you,
Wherever this gospel is preached in the whole world, the same shall she do in
her memory.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου