12/2/20

Ο Όσιος Αλέξιος ο Θαυματουργός Αρχιεπίσκοπος Μόσχας


Ο   Όσιος   Αλέξιος,    κατά   κόσμο   Ελευθέριος,   γεννήθηκε   στη   Ρωσία το   έτος   1300   και   ανήκε   στην   πλούσια,   ευγενή   και   ευσεβή οικογένεια    των  Πλετσέγιεφ.   Οι   γονείς   του,   Θεόδωρος    Βιάκοντ   και  Μαρία, κατάγονταν από  το  Τσέρνιγκωφ. Όταν  η  πόλη  καταστράφηκε    από   τους   Τατάρους,   το    ζεύγος   κατέφυγε   στη Μόσχα,   όπου   βρήκε   τη   φιλοξενία   του   Αγίου   Δανιήλ Αλεξάνδροβιτς    του  πρίγκιπα,   ο   οποίος   πέθανε  το   έτος   1303    και τιμάται   ως   Άγιος   της   Ρωσικής   Εκκλησίας.   Ο   Θεόδωρος    κατέλαβε μία   σημαντική   θέση   στη    διοίκηση    του    πριγκιπάτου   και  εκτιμήθηκε   δεόντως   από  τον  μεγάλο   πρίγκιπα    και    τους   άρχοντες.
Ο Ελευθέριος είχε ως πνευματικό πατέρα το δευτερότοκο υιό του πρίγκιπα Δανιήλ  και  μέλλοντα μοσχοβίτη πρίγκιπα Ιωάννη Ντανίλοβιτς   Καλίτα  (1328 – 1340). Από τα παιδικά του χρόνια ανέπτυξε ένα χαρακτήρα   συγκρατημένο  και   σεμνό.   Σε   ηλικία   12   ετών,   κατά   τη διάρκεια    ενός   κυνηγιού    στα   λιβάδια,   αποκοιμήθηκε   και    στον ύπνο   του    άκουσε μία φωνή  να τον προστάζει: «Αλέξιε, γιατί κουράζεσαι   μάταια;   Εσύ   πρέπει    να  γίνεις   αλιεύς    ανθρώπων!».    Η φωνή  αυτή άσκησε   αποφασιστική  επιρροή  στην  ζωή  του   νεαρου Ελευθερίου.  Απαρνήθηκε τα παιδικά  παιχνίδια και   αφιερώθηκε με μεγάλο  ζήλο  στην   άσκηση   της   προσευχής   και    της   νηστείας    και  τη  μελέτη    της    Αγίας  Γραφής.  Σε   ηλικία   20    ετών   εγκαταβίωσε στη   μονή  των   Θεοφανίων   της   Μόσχας,   στην    οποία   ηγούμενος ήταν   ο  Στέφανος, μεγαλύτερος αδελφός του Αγίου Σεργίου του Ραντονέζ. Κείρεται  μοναχός  και  λαμβάνει  το όνομα Αλέξιος.  Πνευματικός  καθοδηγητής του γίνεται   ο  στάρετς   Γερόντιος. Με μεγάλο   ζήλο   περατώνει   τα  μοναχικά   καθήκοντά  του, καλλιεργώντας    με    ξεχωριστό    πάθος   τη   μελέτη   του    λόγου   του  Θεού.   Για   να   μελετήσει    την   Καινή  Διαθήκη   στην   πρωτότυπη γλώσσα    μελετάει   τα   ελληνικά.   Χάρη  σε   αυτό,   ήταν   στην   συνέχεια    σε   θέση   να   αντιπαραβάλλει   το  σλαβικό   με   το   ελληνικό κείμενο   και   να    διορθώσει   τις  ανακρίβειες των   διαφόρων μεταφραστών   και   αντιγραφέων.   Η   νέα   σλαβική   έκδοση   του Ευαγγελίου  απευθείας  από   τα ελληνικά,  που   έγινε   πράξη   από   τον Μητροπολίτη     Αλέξιο,  είναι   ένα   ανεκτίμητο   κείμενο   της   Ρωσικής  εθνικής   λογοτεχνίας.
Τα  μεγάλα   πνευματικά  χαρίσματα  και  οι  θεολογικές   αρετές   του Αλεξίου    τράβηξαν   την  προσοχή  του   Μητροπολίτου   Θεογνώστου, που   τον   εκτίμησε   και    τον   ονόμασε  αντιπρόσωπό   του   για   τις υποθέσεις της Μητροπόλεως και, κυρίως, για τις περιπτώσεις του εκκλησιαστικού   δικαστηρίου.   Για   μία   χρονική   περίοδο   12  ετών,   ο Αλέξιος έφερε εις πέρας αυτό  το  διακόνημα αποκτώντας σπουδαία εμπειρία  και  μία   ευρεία  γνώση  των  εκκλησιαστικών   πραγμάτων, ειδικότερα   στο   διοικητικό    και   δικαστικό    τομέα.
Προικισμένος   με   αρετές   από   τον   Θεό,   ο   Όσιος   Αλέξιος  έγινε γρήγορα  τοποτηρητής   του  Μητροπολίτου   Θεογνώστου,   κάθε   φορά που ο Μητροπολίτης μετέβαινε στην Κωνσταντινούπολη ή στο στρατόπεδο   του   Χάνου  των   Τατάρων,  που   κυριαρχούσαν   τότε   στη Ρωσία,  ή  επισκεπτόταν   απομακρυσμένες   επαρχίες.   Λίγο   αργότερα εκλέγεται   Επίσκοπος   του  Βλαδιμήρ.   Όταν   ενέσκηψε,   κατά   το   έτος 1344,  ο   τρομερός   εκείνος   λοιμός,  που   ονομάσθηκε   μέγας   θάνατος, προσβλήθηκε  από  την  ασθένεια  και   ο   Μητροπολίτης   Θεόγνωστος.   Ο   Όσιος   Αλέξιος   προσκλήθηκε   τότε   από   τον   λαό   και   την   αυλή του μεγάλου ηγεμόνα της Μόσχας να   αναλάβει τη θέση του Μητροπολίτου  Θεογνώστου,   ο   οποίος   ψυχορραγώντας   έγραψε   προς τον   Πατριάρχη   Κωνσταντινουπόλεως   υπέρ   του   Οσίου   Αλεξίου.   Το ίδιο    έπραξε   και   ο   μέγας   ηγεμόνας   Συμεών   προς   τον αυτοκράτορα    Ιωάννη   Καντακουζηνό  (1347 – 1354).
Όμως    ο  Πατριάρχης   Φιλόθεος  (1354 – 1355, 1364 – 1376)   χειροτόνησε, στην   Κωνσταντινούπολη,   αντί   ενός,  δύο  Μητροπολῖτες,   τον  Άγιο Αλέξιο  και   τον   Ρωμανό,   ελληνικής   καταγωγής,   αποσταλέντα   υπό του   ηγεμόνος   της   Λιθουανίας   Ολγκέρτ (1341 – 1380).   Η   πράξη   αυτή του   Πατριάρχου προκάλεσε εκκλησιαστικό σκάνδαλο. Έτσι, ο Πατριάρχης  Φιλόθεος,  για   να   επαναφέρει    την   γαλήνη,   αναγόρευσε τον  Άγιο  Αλέξιο   Μητροπολίτη  Κιέβου,   τον   δε  Ρωμανό   Μητροπολίτη Λιθουανίας   και   Βολυνίας.
Ο    Άγιος   Αλέξιος,   του   οποίου   η   φήμη   των   αρετών   είχε    εκταθεί σε  όλη  τη   Ρωσία  και   μεταξύ   αυτών  των   Τατάρων,   ωφέλησε   τα μέγιστα   τη  χώρα.  Η   σύζυγος  του  Χάνου   Ταϊδούλα,   πάσχουσα    από βαριά  ασθένεια,   επικαλέσθηκε   την   βοήθεια   του   Αγίου.   Ο   αρχηγός των  Τατάρων έγραψε προς τον ηγεμόνα Συμεών: «Ακούσαμε ότι ο ουρανός  τίποτε   δεν  αρνείται  στις  παρακλήσεις   του  παπά   σας.   Άς ζητήσει, λοιπόν, την υγεία της συζύγου μου». Πράγματι ο  Άγιος προσευχήθηκε    στον   Θεό.   Η    ηγεμονίς  Ταϊδούλα   ανέκτησε   την υγεία της και θέλησε να εκδηλώσει την ευγνωμοσύνη της προς τον άνθρωπο   του   Θεού.    Ο   Άγιος   τότε   παρακάλεσε   να   απαλλαγούν    οι   Ρώσοι   από   τους   βαρύτατους   φόρους  που   πλήρωναν   στον   Χάνη των    Τατάρων.   Έτσι   ήλθαν   καλύτερες   ημέρες,   ημέρες   ειρήνης  για τον   λαό   του   Θεού.  Σαν  σημάδι   ευγνωμοσύνης   για   τη   θεραπεία   ο Χάνης   δώρισε   στον   Όσιο ένα  τεμάχιο   γης  που   βρισκόταν   στο Κρεμλίνο,  όπου   αργότερα κτίσθηκε η μονή  των Θαυμάτων, σε  ανάμνηση   του  θαύματος που έκανε ο Αρχάγγελος Μιχαήλ στις Κολοσσές     Χώνια)   της   Μικράς   Ασίας.   Επίσης,   ο   Χάνης    δώρισε στον   Όσιο  Αλέξιο  ένα  πολύτιμο   δακτυλίδι,  που   φυλάσσεται   μέχρι σήμερα   στο  σκευοφυλάκιο   του   καθεδρικού   ναού   της   Κοιμήσεως   της    Θεοτόκου   στο   Κρεμλίνο.
Ο   Άγιος  Αλέξιος  εργάσθηκε  σκληρά   στο  Κίεβο  για  την αποκατάσταση  της   εκκλησιαστικής  τάξεως  και   της  ευημερίας  του λαού  και  μάλιστα  σε   καιρούς  δύσκολους  για   την  πολιτική   ζωή   της Ρωσίας.   Η   εξουσία  του  μεγάλου  δούκα    της   Μόσχας  Ιωάννου   του Ερυθρού  εξασθενούσε.  Μετά   τον   θάνατο   του   ηγεμόνα,   μέγας δούκας   αναγορεύθηκε   όχι  ο νόμιμος    διάδοχος   Δημήτριος,   αλλά   ο δούκας  του  Σούζνταλ.  Παρά  την   αντίδραση   του   νέου   ηγεμόνα  κατά του   Πατριάρχου,   ο   Άγιος   δεν   εγκατέλειψε τη Μόσχα  και προσπάθησε   με   όλες   του   τις   δυνάμεις   να   αποκαταστήσει   στον θρόνο το νεαρό  Δημήτριο. Υπήρξε σύμβουλος  του Δημητρίου και  ανέλαβε   έργο   ειρηνοποιού   μεταξύ   των    φιλόδοξων   Ρώσων ηγεμόνων.   Η   αγιότητα   του   Οσίου   είχε   τέτοια   επίδραση   και    στους    Μογγόλους,   ώστε   οι   υιοί   του  Χάνου   Κούλπα  έγιναν Χριστιανοί  και  έλαβαν τα ονόματα Ιωάννης και Μιχαήλ. Ο Άγιος βοήθησε, επίσης, στην κατάργηση των κληρουχικών ηγεμονιών, τη συνδιαλλαγή   τους και την αναγνώριση  του  μεγάλου   ηγεμόνα   της Μόσχας   ως    εθνικού    αρχηγού.
Ακούραστη  υπήρξε επίσης, η δραστηριότητα του Αγίου στον εκκλησιαστικό χώρο. Συνέβαλλε στην ανέγερση πολλών ναών και μοναστηριών, που   ήταν    εστίες    της   ρωσικής   κουλτούρας,   επάνδρωσε  με ποιμένες  τις  επαρχίες,  επισκέφθηκε  τις   ενορίες   και  τις Επισκοπές κηρύττοντας ακούραστα τον λόγο του Θεού και έστειλε ποιμαντικές    επιστολές    προς   το   ποίμνιό    του.
Στην  πρωτεύουσα   ίδρυσε  τη   μονή    Σπάζο – Ανδρόνικωφ,   τη   μονή  των Θαυμάτων και  τη γυναικεία μονή Αλεξέεφσκι, στην οποία τοποθετήθηκε ηγουμένη η αδελφή του Αγίου, Ιουλιάνα. Μοναστήρια ανυψώθηκαν  ακόμα   και   στις   όχθες   του   ποταμού   Μόσχαβα,   όπως η   μονή    Σιμονώφ,   στις   όχθες   του   ποταμού    Κλιάζμα   και   αλλού.
Ο  Άγιος   εισήγαγε   ένα   νέο  καθεστώς   για   τα   γυναικεία   μοναστήρια,  που   μέχρι   τότε   εξαρτώντο   από   τα ανδρικά  μοναστήρια.   Το  κανονικό τους καθεστώς εγκρίθηκε, κατά τρόπο οριστικό,   από   τη   Σύνοδο   των   «Εκατό   Κεφαλαίων»,   το   έτος   1551 και   έγινε   υποχρεωτικό   για   ολόκληρη   την   Εκκλησία   της   Ρωσίας.
Στα  χρόνια   εκείνα   στη   Μόσχα   άρχισαν   να   κατασκευάζονται    κτίρια από πέτρα. Με προτροπή του Αγίου Αλεξίου, το Κρεμλίνο περιστοιχήθηκε    από τείχη, πύργους και θύρες διαμορφωμένες με πέτρινα   εμπόδια.
Ο Άγιος φάνηκε γενναιόδωρος απέναντι στις άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες, που απευθύνονταν στη Μόσχα, για να ζητήσουν βοήθεια. Έστειλε  πίσω   με   πλούσια   δώρα   τους   εκπροσώπους   της    Εκκλησίας της Ιερουσαλήμ και τους μοναχούς της ερήμου του Σινά, που ήταν επιφορτισμένοι να καταβάλλουν χρηματικές εισφορές στους Μουσουλμάνους.
Ο  γεμάτος  ζήλο  ποιμένας   απευθυνόταν   συχνά  προς   τους   πιστούς με   επιστολές    και   τους   προέτρεπε  να   ακολουθήσουν   το    χριστιανικό   βίο.
Ο    Όσιος   Αλέξιος   κοιμήθηκε   με   ειρήνη   το   έτος   1378.   Ο ενταφιασμός  του  ιερού   λειψάνου   αυτού έγινε στη μονή των Θαυμάτων,  που   είναι   αφιερωμένη   στον   Αρχάγγελο   Μιχαήλ.
Η  Εκκλησία   της   Ρωσίας τίμησε εξαιρετικά την αρετή και την ποιμαντική   δράση   του   Αγίου,   αποκαλώντας  τον  «φωστήρα   της Ρωσίας,   τιμή   της   Μόσχας,   στύλο    και   θεμέλιο   της   Εκκλησίας».
Το  1431   η   ξύλινη   εκκλησία,   στην   οποία   φυλάσσονταν   τα   λείψανα του   Αγίου   καταστράφηκε και στη θέση της ο μεγάλος πρίγκιπας διέταξε  να  ανεγερθεί  πέτρινος   ναός.   Κατά   την  διάρκεια   των εργασιών  βρέθηκε άφθαρτο το λείψανο του   Αγίου.   Ο    Μητροπολίτης Μόσχας   Φώτιος, περιστοιχισμένος  από   τον   κλήρο   τέλεσε   ακολουθία ευχαριστίας στον Θεό και τα ιερά λείψανα του Αγίου Αλεξίου τοποθετήθηκαν   με   επισημότητα   στο   παρεκκλήσι   του   Ευαγγελισμού   της   Θεοτόκου.   Έκτοτε   δεν   έπαψε   ποτέ   η   τιμή    προς   τον   Άγιο, στον οποίο αποδίδονται πολλά θαύματα και πνευματικές   ευεργεσίες.
Η   Ρωσική    Σύνοδος,   το    έτος   1448,   προεδρεύοντος    του    Πατριάρχου    Ιωνά    (1448 – 1461),   καθιέρωσε   τον   εορτασμό  της μνήμης  του   Αγίου   Αλεξίου   την   12η    Φεβρουαρίου,   ημέρα   της κοιμήσεώς   του,  και   την   20η   Μαΐου,   ημέρα   της    ευρέσεως  των   ιερών   λειψάνων  του.        
Το  έτος   1485,  στη    μονή   των   Θαυμάτων,   ανεγέρθη   ναός   προς τιμήν   του   Αγίου   Αλεξίου   και    εκεί   μεταφέρθηκαν   τα   λείψανά   του.   Επί    Πατριαρχείας   Ιωακείμ    (1674 – 1690), το έτος 1686, έλαβε χώρα   μία   δεύτερη   επίσημη   μετακομιδή   των  λειψάνων στο καινούργιο   ναό,   που  ήταν αφιερωμένος στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου   και   τον    Άγιο   Αλέξιο.   Με   ευλογία  του   Πατριάρχου Αλεξίου, το  έτος 1947, τα λείψανα του Αγίου μετεκομίσθησαν   στον καθεδρικό πατριαρχικό ναό των Θεοφανείων στη Μόσχα, όπου βρίσκονται    ακόμα   σήμερα, μπροστά   από    το   τέμπλο   του   ναού,   στη   δεξιά  πλευρά.

Saint Alexios the Miraculous Archbishop of Moscow

Saint Alexius, world-renowned Eleftherios, was born in Russia in the year 1300 and belonged to the rich, noble and pious family of the Pletchievs. His parents, Theodore Viakont and Maria, came from Chernigov. When the city was destroyed by the Tatars, the couple fled to Moscow, where they found the residence of Saint Daniel Alexandrovich the Prince, who died in 1303 and is honored as Saint of the Russian Church. Theodore occupied an important position in the administration of the prince and was duly appreciated by the great prince and lords.
Eleutherios had as his spiritual father the second son of Prince Daniel and the future Muscovite prince John Danilovich Kalita (1328 - 1340). From his childhood he developed a temperate and modest character. At the age of 12, during a hunt in the meadows, he fell asleep and heard in his sleep a voice calling out to him: "Alex, why are you tired in vain? You have to become human fishermen! " This voice had a decisive influence on the life of young Eleftherios. He abandoned children's toys and devoted himself to the practice of prayer and fasting and the study of the Bible. At the age of 20, he took up residence in the Monastery of the Epiphany in Moscow, where Stefanos, the older brother of St. Sergius of Radonez, was abbot. He is a monk and takes the name Alexios. His spiritual guide is the starter Gerontios. He zealously completes his solitary duties, cultivating with a great deal of passion the study of God's word. In order to study the New Testament in the original language he studies Greek. Thanks to this, he was then able to contrast the Slavic with the Greek text and to correct the inaccuracies of the various translators and copyists. The new Slavic version of the Gospel directly from the Greek, practiced by Metropolitan Alexei, is an invaluable text of Russian national literature.
Alexio's great spiritual gifts and theological virtues attracted the attention of the Metropolitan Theognostos, who esteemed him and named him his representative for the affairs of the Metropolis and, above all, for the cases of the ecclesiastical court. For a period of 12 years, Alexios accomplished this dream by gaining great experience and a wide knowledge of ecclesiastical matters, especially in the administrative and judicial fields.
Gifted with godly virtues, Saint Alexius quickly became a Metropolitan of Theognostos, each time the Metropolitan went to Constantinople or the camp of the Khan of the Tatars, then dominated by Russians, or visiting scholars. Shortly afterwards he was elected Bishop of Vladimir. When he died in the year 1344, that terrible plague, called the Great Death, was afflicted by the disease and the Metropolitan Theodosius. Saint Alexios was then invited by the people and court of the great Moscow ruler to assume the post of Metropolitan Theognostos, who wrote to the Patriarch of Constantinople in favor of Saint Alexios. So did the great ruler of Symeon to Emperor John Kantakouzenos (1347-1384).
However, Patriarch Filotheos (1354 - 1355, 1364 - 1376) ordained, in Constantinople, two Metropolitans, Saint Alexios and Romanos, of Greek descent, sent by the Lithuanian ruler Olgert (1341 - 1341). This act of the Patriarch caused a church scandal. Thus, in order to restore peace, Patriarch Filotheos appointed Saint Alexius the Metropolitan of Kiev and Roman Bishop of Lithuania and Volynia.
Saint Alexius, whose reputation of virtue had spread throughout Russia and among these Tatars, benefited the country greatly. Khan's wife Taidoula, suffering from a serious illness, called on the Saint's help. The Tatar leader wrote to the ruler of Symeon: "We have heard that heaven has nothing to refuse your priest's pleas. So ask for my wife's health. " Indeed, the Saint prayed to God. The ruler Taidullah regained her health and wanted to express her gratitude to the man of God. The Saint then begged the Russians to get rid of the heavy taxes they paid to the Khan of the Tatars. So came the best days, days of peace for God's people. As a sign of gratitude for the healing, Khan donated to Osios a piece of land located in the Kremlin, where the Monastery of Miracles was later built, in remembrance of the miracle that Archangel Michael performed in the Colossae (or Chonia) of Asia Minor. Hani also donated a precious ring to St. Alexius, which is still kept in the vault of the Cathedral of the Assumption in the Kremlin.
Saint Alexius worked hard in Kiev to restore the ecclesiastical order and prosperity of the people, even in difficult times for Russia's political life. The power of the Grand Duke of Moscow John the Red was weakened. After the death of the ruler, the Grand Duke was appointed not the legal successor Dimitrios, but the Duke of Suzdal. Despite the reaction of the new ruler against the Patriarch, the Saint did not leave Moscow and tried with all his might to restore the young Demetrius to the throne. He was a consultant to Demetrius and undertook a peacemaking work among the ambitious Russian rulers. The sanctuary of Osios had such an effect on the Mongols that Han Kulpa's sons became Christians and were given the names John and Michael. The Saint also helped abolish the heir apparent hegemonies, reconcile them, and recognize the great Moscow ruler as a national leader.
The activity of the Saint in the ecclesiastical space was also unremitting. He contributed to the erection of many temples and monasteries, which were hotbeds of Russian culture, manned pastors in the provinces, visited parishes and bishops, preaching the word of God tirelessly and sending letters to his flock.
In the capital he founded the Spazo-Andronikov Monastery, the Monastery of Miracles and the Alekseyevsky Monastery, where the abbey of the Saint Julian was placed. Monasteries were even built on the banks of the Moscow River, such as the Simonov Convent, on the banks of the Kliazma River and elsewhere.
The Saint introduced a new regime for female monasteries, which until then depended on male monasteries. Their regular status was definitively approved by the Council of Hundreds in 1551 and became mandatory for the whole Church of Russia.
In those years stone buildings began to be built in Moscow. At the urging of St. Alexios, the Kremlin was surrounded by walls, towers and doors shaped with stone barriers.
The Saint appeared generous to the other Orthodox Churches in Moscow for help. He sent back with generous gifts the representatives of the Church of Jerusalem and the monks of the desert of Sinai, who were charged with making money contributions to the Muslims.
The zealous shepherd often addressed the faithful with letters and urged them to pursue Christian life.
Saint Alexios slept in peace in the year 1378. The burial of this sacred relic took place at the Monastery of Miracles, dedicated to Archangel Michael.
The Church of Russia highly commended the Saint's virtue and pastoral activity, calling it "the luminary of Russia, the honor of Moscow, the pillar and foundation of the Church."
In 1431 the wooden church where the relics of the Saint were kept was destroyed and in its place the great prince ordered that a stone temple be erected. During the excavations the relic of Saint was found indestructible. The Metropolitan of Moscow Fotios, surrounded by the clergy, performed a thank-you to God, and the sacred relics of St. Alexius were officially placed in the chapel of the Annunciation. Since then the honor to the Saint has never ceased to be attributed to many miracles and spiritual benefits.
The Russian Session, in 1448, presided over by Patriarch Ionas (1448 - 1461), instituted the celebration of the memory of St. Alexius on February 12, the day of his sleep, and May 20, the day of the discovery of the sacred relics.
In 1485, in the monastery of Miracles, a church was erected in honor of Saint Alexios and his remains were moved there. At the Patriarchate of Ioakim (1674 - 1690), in the year 1686, a second official relocation of the relics took place in the new temple, which was dedicated to the Annunciation and Saint Alexios. With the blessing of Patriarch Alexios in 1947, the relics of the Saint were relocated to the Patriarchal Cathedral of the Epiphany in Moscow, where they still stand today, in front of the temple icon on the right side.

Δεν υπάρχουν σχόλια: