3/2/20

Ο Άγιος Νικόλαος ο Ισαπόστολος


Ο  Άγιος Νικόλαος, κατά κόσμο Ιωάννης Ντιμιτρέβιτς Κασάτκιν, γεννήθηκε   την  1η   Αυγούστου   1836   στο   χωριό    Μπεργιοζόβσκυ    του Μπέλκ,   κοντά  στην   περιοχή   του   Σμολένκ. Οι  γονείς   του ονομάζονταν   Δημήτριος   και    Ξένη   και   ήσαν   ευσεβείς   και   φιλόθεοι.   Έτσι   ο  Άγιος   αγάπησε   τον    εκκλησιαστικό    βίο   από    την παιδική   του ηλικία  και  έκανε τα πρώτα βήματά του μέσα στην  Εκκλησία    με   την   βοήθεια   του    πατέρα  του,   ο    οποίος    ήταν  ιερεύς.   Όταν   ο    Ιωάννης  μεγάλωσε, πήγε  στο  τοπικό   δημοτικό  σχολείο   και    μετά   στο    εκκλησιαστικό    σεμινάριο  του    Μελίνσκι. Αφού    αποφοίτησε    μεταξύ   των   πρώτων,   συνέχισε    τις    σπουδές του    στη   θεολογική    ακαδημία   της    Αγίας    Πετρουπόλεως,    από   την    οποία   τελείωσε    το    έτος    1861.
Στην  Ιαπωνία, λίγο  μετά   την   άφιξη   των   Πορτογάλων     Ιησουϊτών στο  νότιο   άκρο   τον   17ο   αιώνα,   οι   Ολλανδοί    έμποροι    είχαν   πείσει την   κυβέρνηση   πως    πρέπει    η   χώρα   να   προφυλαχθεί   από   την ολέθρια   επιρροή   των   ξένων.   Το   αποτέλεσμα   ήταν   να   κλείσουν    τα   λιμάνια   για   όλους    εκτός    από   τους    εμπόρους  αυτούς. Για   διακόσια    χρόνια  κράτησε   η    πολιτική  του   απομονωτισμού,   που  άρχισε  σιγά – σιγά   να   υποχωρεί.  Έτσι  δόθηκε   στον   Άγιο   Νικόλαο   η    ευκαιρία   να   κηρύξει   το   Ευαγγέλιο   στην    Άπω    Ανατολή.
Στο   Χακοντάτε,   λιμάνι   της    βόρειας  Ιαπωνίας,   εγκαταστάθηκε Ρωσική    Πρεσβεία   και    το   προσωπικό   της   χρειαζόταν   εφημέριο.    Ο Ιωάννης,   που   πριν   τελειώσει   την   ακαδημία    είχε    καρεί    μοναχός, είχε  μετονομασθεί  σε Νικόλαο  και  είχε χειροτονηθεί   Πρεσβύτερος   το 1860 από τον Μητροπολίτη Νόβγκοροντ και Αγίας Πετρουπόλεως Γρηγόριο, ήταν εκείνος που  με  χαρά δέχθηκε να εργαστεί  ιεραποστολικά   στην  Ιαπωνία.   Και   έτσι   το   1861,   σε    ηλικία    26 ετών,   ο    νεαρός  ιερομόναχος    ξεκίνησε   χωρίς   συνοδεία   και   ταξίδεψε   στην   Σιβηρία.   Έτσι   έφθασε   στο   Χακοντάτε   ως    εφημέριος   του    διπλωματικού   σώματος.   Από    εκεί   έστειλε   γράμμα  στον Μητροπολίτη  της Αγίας Πετρουπόλεως περιγράφοντας τον  πολιτισμό,  την   ευγένεια    και   τον   λεπτό   χαρακτήρα   των   Ιαπώνων. Τους    θαύμαζε    γι’ αυτά    και    όμως   συγχρόνως  τους  λυπόταν, επειδή    τους    έλειπε   το    κυριότερο:   η    Ορθόδοξη    πίστη.
Στο   Χακοντάτε  δεν   τον   είχαν   υποδεχθεί   θερμά   ούτε   οι   Ρώσοι ούτε οι Ιάπωνες. Ειδικά  οι τελευταίοι, εξ’ αιτίας του χρόνιου  απομονωτισμού    τους,   δεν   είχαν   την   διάθεση   να   ακούσουν   το κήρυγμα  του    Ευαγγελίου.   Αυτό    αποθάρρυνε   κάπως  το   Νικόλαο. Στις 9 Σεπτεμβρίου του 1861, όμως, δέχθηκε την επίσκεψη του Αρχιεπισκόπου Ιννοκεντίου, ιεραποστόλου της Αμερικής. Εκείνος τον επετίμησε  για   τον   φθίνοντα   ενθουσιασμό    του   και   τον   συμβούλεψε   να   μάθει   την    ιαπωνική   γλώσσα.   Έτσι   και    έγινε.   Ο Άγιος  Νικόλαος   έμαθε   την   γλώσσα   και    άρχισε   να   κηρύττει. Κάποια   βραδιά,   λοιπόν,   καθώς  μελετούσε  στο  κελί   του,   βλέπει   ένα   σαμουράϊ   να   ορμά  στο  δωμάτιό του  με   το   σπαθί    στο   χέρι.   Θα   τον   έσφαζε,  του   είπε,   εάν   δεν   σταματούσε   να   «διαφθείρει»   με   τα   κηρύγματά   του   τους   ντόπιους.   Ταπεινά    ο    Άγιος    Νικόλαος   δέχθηκε   να   πεθάνει,   αν   όμως   πρώτα   ο   επίδοξος δολοφόνος   του   θα    μάθαινε    τι  μελετούσε την ώρα  εκείνη.   Ο σαμουράϊ    άφησε το   σπαθί   του,   για   να   ακούσει   τι   είχε   να   του  πει    ο   Άγιος. Και  έτσι  αυτός  άρχισε  να  του  εξηγεί  την  δημιουργία του  σύμπαντος  από   τον    Θεό,   το   σχέδιο    της   Θείας    Οικονομίας  και  πως   ο   Χριστός  ήλθε  στον κόσμο  για  να  σώσει  τον  άνθρωπο. Το   αποτέλεσμα   ήταν,  ο παραλίγο δήμιός του να κατηχηθεί και  να βαπτισθεί.   Λίγα   χρόνια   αργότερα   ο   σαμουράϊ   Τακούμα   Σαβάμπε  έγινε  ο πατήρ Παύλος, ο πρώτος Ορθόδοξος Ιάπωνας ιερέας. Ακολούθησαν χρόνια  ιεραποστολικής   δράσεως, μεταφράσεως λειτουργικών  βιβλίων   και   της  Αγίας  Γραφής  και  έντονης  κατηχητικής    διακονίας.
Το   έτος   1880, μετά από πολλά χρόνια  ιεραποστολικής  δράσεως, εξελέγη  και   χειροτονήθηκε   Επίσκοπος   της    Ορθόδοξης    Ιαπωνικής  Εκκλησίας  της   Ρωσικής   Διασποράς.   Το    ιεραποστολικό   του   έργο ήταν πολύ μεγάλο. Κατήχησε  και  βάπτισε χιλιάδες ανθρώπους. Φρόντισε    για    την    ανέγερση    ναών,   την    πνευματική    καλλιέργεια και   την   λειτουργική   αγωγή   του   εφημεριακού    κλήρου.   Ο    ίδιος έλεγε   χαρακτηριστικά:   «Ο    Ορθόδοξος    ιεραπόστολος    οφείλει    να έχει   ανοιχτές   τις   πόρτες   του   σπιτιού   του,   γι’ αυτούς  που  επιθυμούν μία  προσωπική  επικοινωνία  και να μεταβαίνει πρόθυμα όπου   υπάρχει    δυνατότητα   μεταδόσεως   του   Ευαγγελίου».
Ο   Άγιος   Νικόλαος   κοιμήθηκε    με   ειρήνη   το    έτος  1912.

Agios Nikolaos Isapostolos

Saint Nicholas, probably John Dimitrijevich Kaskatkin, was born on August 1, 1836 in the village of Bergiozovsky in Belk, near the Smolensk area. His parents were Dimitrios and Xenis and they were pious and philosopher. So the Saint loved the ecclesiastical life from his childhood and made his first steps into the Church with the help of his father, who was a priest. When John grew up, he went to the local elementary school and then to the Melinsky church seminar. After graduating from the first, he continued his studies at the Theological Academy of St. Petersburg, from which he graduated in 1861.
In Japan, shortly after the arrival of the Portuguese Jesuits in the south at the end of the 17th century, Dutch traders had convinced the government that the country should be protected from foreign influence. The result was that the ports were closed to all but these traders. The policy of isolationism continued for two hundred years, which gradually began to recede. Thus, Saint Nicholas was given the opportunity to preach the Gospel to the Far East.
In Hakodate, a port in northern Japan, a Russian Embassy was set up and its staff needed a minister. John, who had graduated as a monk before graduating from the academy, was renamed Nicholas and ordained a Senior in 1860 by the Metropolitan of Novgorod and St. Petersburg Gregory, who was glad to accept a missionary job. And so in 1861, at the age of 26, the young hierarch started off unaccompanied and traveled to Siberia. So he arrived in Hakodate as a pastor of the diplomatic corps. From there he sent a letter to the Metropolitan of St. Petersburg describing the culture, courtesy and subtlety of the Japanese. He admired them and yet regretted them because they lacked the most important thing: Orthodox faith.
In Hakodate neither the Russians nor the Japanese had warmly welcomed him. The latter, especially because of their chronic isolation, were not allowed to hear the Gospel preaching. This somewhat discouraged Nikolaos. However, on September 9, 1861, he accepted the visit of Archbishop Innocent, the missionary of America. He praised him for his declining enthusiasm and advised him to learn Japanese. So it happened. Saint Nicholas learned the language and began to preach. So one night, as he studied in his cell, he saw a samurai rush into his room with the sword in his hand. He would kill him, he told him, if he did not stop "corrupting" the locals with his sermons. Humbly Aghios Nikolaos agreed to die, but if his aspirant killer first learned what he was studying at that time. The samurai left his sword to hear what the Saint had to say to him. And so he began to explain to him the creation of the universe by God, the plan of the Divine Economy, and how Christ came into the world to save man. The result was that his near executioner was subdued and baptized. A few years later the samurai Takuma Savabe became Father Paul, the first Orthodox Japanese priest. Years of missionary action, translation of functional books and the Bible followed with intense catechism.
In 1880, after many years of missionary activity, he was elected and ordained Bishop of the Orthodox Japanese Church of the Russian Diaspora. His missionary work was very great. He cursed and baptized thousands of people. He took care of the erection of temples, spiritual cultivation, and the functional education of the pastor. He used to say: "The Orthodox missionary must have the doors of his house open for those who wish for personal communication and willingly go where the Gospel can be transmitted."
Saint Nicholas slept peacefully in 1912.

Δεν υπάρχουν σχόλια: