18/1/20

Ο Άγιος Αθανάσιος ο Μέγας


Ο  Μέγας  Αθανάσιος  γεννήθηκε   κατά    το έτος 295 μ.Χ. στην  Αλεξάνδρεια   από  Χριστιανούς γονείς. Έτυχε  επιμελημένης εκπαιδεύσεως   φιλοσοφικής  και  θεολογικής. Κατά  τη  νεανική του ηλικία συνδέθηκε με τον Μέγα  Αντώνιο  και  ασκήτευσε μαζί του στην  έρημο.
Στην αρχή  χειροθετήθηκε αναγνώστης  της  Εκκλησίας  της Αλεξανδρείας και το 318 μ.Χ. ήταν ήδη διάκονος. Το έτος 325 μ.Χ. συνοδεύει  τον   γέροντα   Πατριάρχη  Αλεξανδρείας  Αλέξανδρο   στη Νίκαια, όπου   συγκλήθηκε  η   Α’   Οικουμενική   Σύνοδος,   «του   χορού των   διακόνων   ηγούμενος».   Εκεί,   χάρη   στη   μόρφωσή   του   και μάλιστα   στη   θερμουργό   και   ακλόνητη   πίστη   του,   αναδείχθηκε ένας   από   τους   θαρραλέους    αγωνιστές  κατά  της αιρέσεως του Αρείου.   Μάλιστα  δε,   όπως   αποφάνθηκε   η   εν   Αλεξανδρείᾳ    Σύνοδος   του   399   μ.Χ.,   κυρίως    ο    Αθανάσιος   «την   νόσον   του Αρειανισμού   έστησεν».   Κανένας, ίσως,  άλλος   από   τους    Πατέρες    και    Διδασκάλους   της Εκκλησίας, της περιόδου εκείνης, δεν αντιμετώπισε   τόσο   σπουδαία εκκλησιαστικά και θεμελιώδη προβλήματα  της Εκκλησίας, όπως  ήταν τα περί Θεού, κόσμου, ανθρώπου, δημιουργίας, τριαδολογίας, ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου  του  Θεού, σωτηρίας, χριστολογίας, πνευματολογίας, Οικουμενικής   Συνόδου   κ.ά.
Η  φήμη   του  Αθανασίου   εδραιώθηκε  τόσο   πολύ   κατά   τη   Σύνοδο της   Νίκαιας,   ώστε   μετά   από λίγο, όταν πέθανε ο γέροντας Πατριάρχης  Αλεξανδρείας   Αλέξανδρος   († 17 Απριλίου 328 μ.Χ.), εξελέγη    Επίσκοπος    Αλεξανδρείας   πιθανότατα    τον    ίδιο   χρόνο.
Ο Μέγας  Αθανάσιος,  κατά  τα  46   έτη   της   αρχιερατείας   του,   υπήρξε ο  στύλος της Εκκλησίας και ο κατ’ εξοχήν Πατήρ της Ορθοδοξίας. Μερίμνησε δραστήρια για την οργάνωση της Εκκλησίας του. Περιηγούμενος   την   επαρχία   του,   μετέβη στη Θηβαΐδα, την Πεντάπολη,  την   Κάτω   Αίγυπτο   για   να   δει   από    κοντά  τις  ανάγκες του ποιμνίου του, το οποίο τον υποδεχόταν παντού με ενθουσιασμό.  Εγκαθιστούσε  στις   διάφορες   πόλεις    άξιους  και  ικανούς  Επισκόπους, μεταξύ   των    οποίων   και   τον   Άγιο   Φρουμέντιο († 30   Νοεμβρίου),   τον   οποίο    χειροτόνησε   Επίσκοπο   Αξώμης.
Όμως,   οι   Αρειανοί,   δημιούργησαν   πολλές   ταραχές   και    οχλήσεις στον   Άγιο,   τον   οποίο    συκοφαντούσαν.   Ο   Άγιος   εξορίστηκε   πέντε φορές   και   διήλθε  περισσότερα   από   δεκαέξι   χρόνια   της αρχιερατείας του στην εξορία. Εσύρθη κατ’ επανάληψη από τους Αρειανούς  ενώπιον Συνόδων και καθαιρέθηκε. Καταδιώχθηκε από αυτοκράτορες, υπέφερε ανεκδιήγητες ταλαιπωρίες και στερήσεις, είδε πολλούς   από   τους   συνεργάτες   του    να    υποκύπτουν   στις   πιέσεις  και    την   βία    των   Αρειανών   και   τον   Επίσκοπο   Ρώμης   Λιβέριο (352 – 366 μ.Χ)   να   υπογράφει   αρειανικό   όρο   πίστεως,   για   να    αποφύγει την εξορία. Ήλθαν  στιγμές, κατά  τις οποίες ο χριστιανικός κόσμος φαινόταν  αντίθετος   προς   τον   Άγιο,   αλλά    αυτός  ποτέ  δεν κάμφθηκε   και    αγωνιζόταν   για   την   αλήθεια.
Αφορμή για τις διώξεις κατά του Αγίου, έδωσε η άρνησή του να αποκαταστήσει στην εκκλησιαστική κοινωνία τον υπό της Α’ Οικουμενικής  Συνόδου   καθαιρεθέντα   Άρειο,   ο   οποίος  παρουσιαζόταν υποκριτικά ως αποδεχόμενος την ορθόδοξη διδασκαλία.   Όταν   ο   Άρειος    ανακλήθηκε   από   την   εξορία   υπέβαλε   το    330  ή 331   μ.Χ.   ομολογία    πίστεως, στην οποία απέφυγε   επιμελώς   να αναφέρει  τις   αρειανικές    εκφράσεις. Ο  Άγιος Αθανάσιος  είδε  την απάτη   και   το   δόλο   του   Αρείου   και   αρνήθηκε   κατηγορηματικά   να δεχθεί   σε κοινωνία τον Άρειο παρά τη διαταγή του αυτοκράτορα Μεγάλου   Κωνσταντίνου. Μετά  την   άρνηση   του   Αγίου,   οι   εχθροί του άρχισαν   να  οργανώνουν   συστηματικά   τον   κατ’ αυτού    αγώνα.    Ο   Μέγας   Κωνσταντίνος,   αν   και   τιμούσε   τον   Άγιο   Αθανάσιο   για το ήθος και  το θάρρος του, παρασύρθηκε τελικά από τις συνεχείς  εναντίον του μηχανορραφίες των Αρειανών και διέταξε τη σύγκλιση Συνόδου στην Καισάρεια, το 335 μ.Χ., με σκοπό την εξέταση των κατηγοριών  κατά   του   Αθανασίου.   Η   Σύνοδος  τελικά   συγκλήθηκε στην   Τύρο   της   Φοινίκης.  Ο   Αθανάσιος   προσήλθε   στη   Σύνοδο, στην   οποία   παρέστησαν   60   Αρειανοί   Επίσκοποι.   Οι   κατηγορίες    δεν ήταν δυνατόν να σταθούν παρά τα εφευρήματα των αιρετικών. Επειδή,   όμως,   έγινε   αντιληπτό    ότι   οι  εχθροί   του   Αθανασίου ζητούσαν  να   τον   φονεύσουν,   οι    άνθρωποι   του   βασιλέως,   που είχαν επιφορτισθεί με   την τήρηση  της  τάξεως   και   της   ειρήνης,   τον φυγάδευσαν    κρυφά.   Έτσι κατέφυγε στην   Κωνσταντινούπολη   και ζήτησε   να   δει   τον αυτοκράτορα, ο οποίος  λόγω   των  διαβολών, αρνήθηκε  να   τον   δεχθεί   σε   ακρόαση   και   διέταξε   την   εξορία   του στη   Γαλατία.  Επανήλθε   στην   έδρα   του   μετά   το  θάνατο   του Μεγάλου   Κωνσταντίνου,   στις   23   Νοεμβρίου  337  μ.Χ.   Πλην   όμως και   πάλι   οι  εχθροί του άρχισαν τις κατ’ αυτού διαβολές και συκοφαντίες.  Τότε  ο   Αθανάσιος   συγκάλεσε Σύνοδο στην  Αλεξάνδρεια,  το  339  μ.Χ   στην   οποία  έλαβαν   μέρος   100   Επίσκοποι. Οι   εχθροί   του   τότε,  συγκρότησαν   αρειανική    Σύνοδο   στην Αντιόχεια,   η   οποία   τον  καθαίρεσε και  όρισε ως Επίσκοπο Αλεξανδρείας τον Ευσέβιο τον Εμισηνό, αντ’ αυτού δε, επειδή δεν αποδέχθηκε την εκλογή, τον Καππαδόκη Γρηγόριο, ο οποίος εγκαταστάθηκε    στην  Αλεξάνδρεια δια της  βίας  μετά την  απομάκρυνση   του    Αγίου   Αθανασίου.
Τότε   ο   Άγιος  κατέφυγε  στη   Ρώμη,   όπου   ευρίσκονταν   και    άλλοι εξόριστοι  ιερείς   και   Επίσκοποι.   Εκεί,   τον   δέχθηκαν   όλοι   με   τιμή και   αναγνώρισαν   τους  αγώνες του υπέρ  της   Ορθοδοξίας.   Έτσι,   ο Πάπας   Ιούλιος   συγκάλεσε, το έτος 341 μ.Χ., Σύνοδο, η οποία αναγνώρισε   τον   Άγιο   Αθανάσιο   ως   κανονικό Επίσκοπο Αλεξανδρείας    και   τον κήρυξε αθώο από όλες τις κατηγορίες των εχθρών   του.
Όταν   το   345 μ.Χ. πέθανε ο Αλεξανδρείας Γρηγόριος, κατόπιν υποδείξεως   του   Κώνσταντος,   ο   αυτοκράτορας  Κωνστάντιος ανακάλεσε τον Άγιο Αθανάσιο από την εξορία. Ο  Άγιος  επέστρεψε γενόμενος    δεκτός   θριαμβευτικά  από  το ποίμνιό του.    Αλλά    και  αυτή  τη φορά  μόνο  για   λίγο   έμεινε   αδιατάρακτος   στην   έδρα   του, διότι μετά την δολοφονία του Κώνσταντος, το έτος 350 μ.Χ., ο Κωνστάντιος, πεισθείς σε νέες διαβολές και πιέσεις των φίλων των Αρειανών,   καταδίκασε συνοδικώς τον Άγιο Αθανάσιο. Απέστειλε μάλιστα  και  στρατιώτες, για να τον συλλάβουν την  νύκτα της 9ης  Φεβρουαρίου   356  μ.Χ.,   ενώ   τελούσε   παννυχίδα   με πλήθος   πιστών στο  Ναό  του  Αγίου   Θεωνά.   Ο   Άγιος   φυγαδεύτηκε   στην   έρημο, όπου   παρέμεινε   έξι χρόνια, παρακολουθώντας τις κινήσεις και ενέργειες των Αρειανών και στηρίζοντας τους κλονιζόμενους Χριστιανούς.
Τέλος,   επί   αυτοκράτορα   Ιουλιανού του   Παραβάτου  (361 – 363 μ.Χ.) μπόρεσε  να   επανέλθει   στην   Αλεξάνδρεια   και   να   συγκροτήσει Σύνοδο  η  οποία  αποτέλεσε  σημαντικότατο   σταθμό   στην   ιστορία   των   αγώνων   της   Ορθοδοξίας    κατά   του    Αρειανισμού.
Οι   διωγμοί  συνεχίστηκαν   και   επί   αυτοκράτορα   Ουάλη,   που  εξόρισε   τον  Άγιο. Φοβούμενος όμως εξέγερση του λαού της Αλεξανδρείας,   αναγκάσθηκε  να  ανακαλέσει  τον  Άγιο  από  την  εξορία.
Αγωνιζόμενος  για   την   ορθόδοξη   πίστη   μέχρι   το   τέλος   του   βίου του,   κοιμήθηκε με ειρήνη στις 2 Μαΐου 373 μ.Χ., σε ηλικία 75 ετών, αφού   κατεκόσμησε   το    θρόνο   της   Αλεξανδρείας.
Η   Εκκλησία  πολύ   νωρίς   του   απένειμε  τον  τίτλο   του   Μεγάλου Πατρός   αυτής.  Είναι   εκείνος  που  διαισθάνθηκε  και  αντιλήφθηκε άριστα  τις  λεπτεπίλεπτες  σχέσεις   αλληλεξαρτήσεως   των   επί   μέρους αληθειών   της   πίστεως,   οι   οποίες   στη   σκέψη  του  αποτελούν τμήματα  μιας   και   της   αυτής   αλήθειας,   ώστε   η   πλάνη   περί  την μία  επί  μέρους  αλήθεια,  να   συνεπάγεται    αναπότρεπτα την ανατροπή   ολόκληρου   του  συστήματος   της   χριστιανικής   διδασκαλίας και   την   δημιουργία   αιρέσεως.       
Αλλά  ο  Άγιος  και   με  τον   καθόλου   βίο  του,   απέδειξε   το   ενάρετο και   το   ευσεβές   του   ήθους   αυτού   σε   τέτοιο   βαθμό,   ώστε   το  όνομά του να αποβεί ταυτόσημο προς την αρετή. Γι’ αυτό λέγει επιγραμματικά  ο  Άγιος  Γρηγόριος  ο   Ναζιανζηνός:             «Αθανάσιον  επαινών, αρετήν   επαινέσομαι· ταὐτόν γαρ εκείνόν τε ειπείν και αρετήν  επαινέσαι». Ο Άγιος Γρηγόριος συνεχίζοντας παρατηρεί  ότι ο Μέγας Αθανάσιος έγινε κατ’ εξοχήν δέκτης  του θείου φωτισμού, έφθασε σε ύψος βιβλικών προσώπων και ίσως μάλιστα κάποια από αυτά να υπερέβαλε,  γιατί   κυριολεκτικά  ενώθηκε  και   έγινε   ένα   με  το  θείο φως.  Και   έτσι μόνο κατόρθωσε να αντιμετωπίσει  τις μεγάλες κακοδοξίες    των   αιρετικών   της    εποχής   του.


Απολυτίκιον.  Ήχος  γ’.  Θείας   πίστεως.
Έργοις   λάμψαντες  Ορθοδοξίας,  πάσαν  σβέσαντες,   κακοδοξίαν, νικηταί   τροπαιοφόροι  γεγόνατε·  τη   ευσεβεία   τα   πάντα πλουτήσαντες, την Εκκλησίαν  μεγάλως   κοσμήσαντες,  αξίως  εύρατε,  Χριστόν   τον   Θεόν   ημών,   δωρούμενον   πάσι    το   μέγα  έλεος.

Έτερον  Απολυτίκιον. Ήχος  γ’. Την  ωραιότητα. 
Ως  βρύσις  δίκρουνος, λαμπρώς  βλυστάνετε, δογμάτων πέλαγος,  πάσι  τοις πέρασιν, Ιεραρχών η   ξυνωρίς,   εκφάντορες  των αρρήτων,  Πάτερ  Αθανάσιε, της Τριάδος το όργανον, και   θεόφρον Κύριλλε,  Θεοτόκου  ο πρόμαχος,  σοφίας    ουρανίου   κρατήρες,    πάσι   ζωής   κιρνώντες  πόμα.


Κοντάκιον. Ήχος  δ’.  Επεφάνης   σήμερον.
Ιεράρχαι  μέγιστοι της ευσεβείας, και γενναίοι   πρόμαχοι,   της  Εκκλησίας  του   Χριστού, πάντας  φρουρείτε  τους  ψάλλοντας·   Σώσον Οικτίρμον,   τους  πίστει   τιμώντάς  σε.


Μεγαλυνάριον.
Άνθραξ Αθανάσιος νοητός, ώφθη  καταφλέγων,  την  Αρείου  ύλην  σαθράν·  κύρος  δε  δογμάτων,  ο   Κύριλλος   παρέχει,   ελέγχων Νεστορίου,   την   αθεότητα.

Saint Athanasius the Great

Athanasius the Great was born in the year 295 AD in Alexandria by Christian parents. He received a thorough philosophical and theological training. In his youth he became associated with Megas Antonios and practiced with him in the desert.
At first a reader of the Church of Alexandria was handcuffed and in 318 AD. it was already deacon. The year 325 AD accompanies the elder Patriarch of Alexandria Alexandria to Nice, where the First Ecumenical Council was convened, "the dance of the deacons abbot". There, thanks to his education and even his warm and steadfast faith, he became one of the courageous fighters against the Aresian heresy. Indeed, as the Alexandrian Council of 399 AD stated, mainly Athanasius "instituted the disease of Arianism". Probably none other than the Fathers and Teachers of the Church of that time encountered such major ecclesiastical and fundamental problems of the Church as were about God, the world, man, creation, triadology, the incarnation of the Son and the Word of God, of salvation, Christology, psychology, the Ecumenical Council, etc.
Athanasius's reputation was so firmly established at the Nice Council that, shortly after the death of the elder Patriarch of Alexandria (17 April 328 AD), he was elected Bishop of Alexandria probably in the same year.
Athanasius the Great, during his 46 years in the priesthood, was the pillar of the Church and the emperor of Orthodoxy. He has been active in the organization of his Church. While touring his province, he traveled to Thebes, Pentapolis, Lower Egypt to see closely the needs of his flock, who welcomed him everywhere with enthusiasm. He installed in the various cities worthy and capable Bishops, including St. Frumentius († 30 November), who was ordained by Bishop Axomis.
The Aryans, however, created many disturbances and annoyances to the saint, whom they slandered. The Saint was banished five times and spent more than sixteen years in exile. It was repeatedly withdrawn by the Aryans before the Synods and was abolished. Pursued by emperors, he suffered unexplained suffering and deprivation, saw many of his associates succumb to the pressure and violence of the Aryans, and Bishop Rome Liberio (352-366 AD) signed an Aryan term of faith to avoid. There were times when the Christian world seemed to be opposed to the Saint, but he never bent over and fought for the truth.
The reason for the persecutions against the saint was his refusal to restore in the ecclesiastical society the bishop of the first Ecumenical Council, Arios, who was hypocritical in accepting orthodox teaching. When Arius was recalled from exile, he submitted it in 330 or 331 AD. a confession of faith, in which he avoids referring to Aryan expressions. Saint Athanasius saw the deceit and deceit of the Arius, and he flatly refused to accept Arius, despite the order of Emperor Constantine the Great. After Saint's refusal, his enemies began to systematically organize his fight against him. Constantine the Great, although honoring Saint Athanasius for his morality and courage, was eventually dragged away by the machinations of the Arians against him and ordered the convening of a Synod in Caesarea in 335 AD for the purpose of examining the accusations. of Athanasios. The meeting was finally convened in Tire of Phoenix. Athanasius came to the Synod, attended by 60 Arian Bishops. The accusations could not stand apart from the heretics' inventions. However, as it was realized that Athanasius' enemies were seeking to kill him, the king's men, who were entrusted with maintaining order and peace, secretly escaped him. So he fled to Constantinople and demanded to see the emperor, who, because of the persecutions, refused to listen to him and ordered his exile to Galatia. He returned to his seat after the death of Constantine the Great on November 23, 337 AD. But again, his enemies began to inflict evil on him. Athanasius then convened a Synod in Alexandria in 339 AD where 100 bishops participated. His enemies then formed an Arian Synod in Antioch, which deposed him and appointed Bishop Eusebius of Alexandria as Bishop of Alexandria instead, refusing to accept the election, Cappadocian Gregory, who settled in Alexandria after Alexandria. removal of Agios Athanasios.
The Saint then fled to Rome, where other exiled priests and bishops were also present. There, they received him with honor and acknowledged his struggles for Orthodoxy. Thus, Pope Julius convened, in the year 341 AD, a Synod, which recognized Saint Athanasius as a regular Bishop of Alexandria and declared him innocent of all charges of his enemies.
When in 345 AD Gregory of Alexandria died, following Constantine's suggestion, Emperor Constantius recalled Saint Athanasius from exile. The Saint was born triumphantly accepted by his flock. But this time too, he briefly remained untouched at his headquarters, because after Constantine's assassination in the year 350 AD, Constantius, convinced of new persecutions and pressures by the friends of the Aryans, condemned Saint Athanasius. He even sent soldiers to arrest him on the night of February 9, 356 AD, while he was holding a feast with a large number of believers in the Church of St. Theon. The Saint escaped to the desert, where he remained for six years, observing the movements and actions of the Aryans and supporting the shaken Christians.
Finally, under Emperor Julian of Paravatos (361-363 AD) he was able to return to Alexandria and establish a Synod which was a major milestone in the history of Orthodoxy's struggles against Arianism.
The persecutions continued under Emperor Wallis, who exiled the Saint. But fearing a revolt by the people of Alexandria, he was forced to withdraw the Saint from exile.
Struggling for Orthodox faith until the end of his life, he fell asleep peacefully on May 2, 373 AD, at the age of 75, after decapitating the throne of Alexandria.
The Church was granted the title of its Great Father very early. It is he who has perceived and perfectly understood the subtle relations of interdependence of the individual truths of faith, which in his thought are parts of one and the same truth, so that the fallacy of one particular truth will inevitably entail its systematic overthrow. of Christian teaching and the creation of a sect.
But the Saint, with all his life, proved his virtue and piousness to such an extent that his name would be identical with virtue. That is why Saint Gregory of Nazianzus summarizes: "Praise be to thee, I praise thee; praise him that thou sayest, and praise him." Saint Gregory goes on to observe that Athanasius the Great was eminently received by divine illumination, reached the height of biblical figures, and perhaps some of them even overcame, because he literally united and became one with divine light. And so he only managed to confront the great evils of the heretics of his time.


Absolutely. Sound c. Divine faith.
Works of Orthodoxy, glittering, malicious, triumphant triumphant you were; the reverence of all the rich, the Church greatly adorned, worthy of our praise, Christ our God, graciously granted.

Other Apolitical. Sound c. The beauty.
As a fork fountain, brilliantly flow, doctrine of the sea, all passing, Hierarchs or Xenophobes, manifesters of the Aretas, Father Athanasius, Trinity the Organ, and Theophronius Cyril, Theotokos the Creator, the Wise.


It's close. Sound d. Impressive today.
Hierarchs of piety, and valiant basemen, of the Church of Christ, always guard them by chanting; Saxon Ockyrmon, believing them in honor.


Magnificent.
Anthrax Athanasius conceited, avenger of ignorance, the Aryan substance of Saturn;

Δεν υπάρχουν σχόλια: