25/1/20

Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως



Ο  Άγιος Γρηγόριος  έζησε  κατά  την  εποχή  του  βασιλέως   Ουάλεντος (364 – 378 μ.Χ.).   Καταγόταν   από    τον   Πόντο   και   γεννήθηκε  σε   ένα μικρό   χωριό   της  περιοχής  της  Ναζιανζού,   που   λεγόταν   Αριανζός, το   330   μ.Χ.
Ναζιανζηνός  ονομάσθηκε, επειδή  έζησε  τον περισσότερο χρόνο   της  ζωής   του   στη   Ναζιανζό, όπου   ήταν   και   το   πατρικό  του   σπίτι.   Ο πατέρας   του,   ο    Άγιος   Γρηγόριος   Επίσκοπος   Ναζιανζού,   ήταν   πριν   γίνει    Επίσκοπος,   ένας   πολύ    πλούσιος   άρχοντας   της Ναζιανζού.   Κατείχε   μεγάλη   θέση   στον   δημόσιο   βίο   και   ανήκε  σε μία   ιουδαίο-εθνική   αίρεση  που    λεγόταν   των   «Υψισταρίων».   Η μητέρα   του,  η  Αγία   Νόννα,   ήταν    Ορθόδοξη.   Η   ευσέβεια    και    η αρετή   της   επηρέασαν   τον   σύζυγό   της   και   τον   έκαναν  να  μεταστραφεί   στην    αληθινή  πίστη.
Οι   γονείς του,  Γρηγόριος   και   Νόννα,   δεν   είχαν   παιδιά   και   ικέτευαν   τον   Θεό    να   χαρίσει   σε   αυτούς   την   χαρά   της τεκνοποιίας.   Και πράγματι, η προσευχή   τους   εισακούσθηκε   και    η  Νόννα  γέννησε   τον    Άγιο   Γρηγόριο,   τον    οποίο    πριν    ακόμα  αυτός  γεννηθεί  είχε  υποσχεθεί   αν   τον   αφιερώσει   στον   Θεό.   Πολλές    φορές    ο    Άγιος   Γρηγόριος   παραβάλλει    τους   γονείς    του με τον    Αβραάμ  και  τη   Σάρρα,   οι   οποίοι σε μεγάλη ηλικία  απέκτησαν    τον    Ισαάκ.
Σπουδαίες   ήταν    οι  προσπάθειες  των   γονέων   αυτού    να    μορφώσουν  και   να    εμφυσήσουν   στον   πρωτότοκο   υιό   τους   την αγάπη   προς    τα    γράμματα   και    την   χριστιανική  πίστη.   Από    την  παιδική ηλικία ενέπνευσαν σε αυτόν έντονη  και  βαθιά  θρησκευτικότητα, ώστε  αυτός  από  ευσέβεια και  πνευματικότητα, υποσχέθηκε    στον     εαυτό   του   να   ζήσει    με    αγνεία    και    παρθενία.
Ο  Άγιος Γρηγόριος,   χάρη  στην  δυνατότητα   που    είχε    ο   πατέρας του,   έκανε   λαμπρές   σπουδές.   Σπούδασε σε όλα τα τότε   μεγάλα κέντρα   πολιτισμού:   τη   Ναζιανζό,   την    Καισάρεια   της    Καππαδοκίας,   την   Καισάρεια  της  Παλαιστίνης, την   Αντιόχεια,   την Αλεξάνδρεια,   την   Αθήνα.    Η    Κωνσταντινούπολη  δεν  είχε γίνει ακόμη  κέντρο πολιτισμού και  η Ρώμη  δεν είχε   τότε   κάτι   αξιόλογο   για τους Έλληνες. Στις πόλεις αυτές μελέτησε τις πλουσιότερες βιβλιοθήκες και άκουσε τους σοφότερους διδασκάλους, μεταξύ των οποίων   τον   Δίδυμο    τον    Τυφλό,  που   τότε    διηύθυνε   τη   θεολογική σχολή   της   Αλεξάνδρειας και τους φιλόσοφους Θεσπέσιο   στην  Καισάρεια και  Ιμέριο και Προαιρέσιο στην Αθήνα. Για  τον Προαιρέσιο γίνεται    δεκτό    ότι    ήταν   Χριστιανός.
Οι σπουδές  δεν  έκαναν   τον   Άγιο   να   επαρθεί.   Αντίθετα,   κατάλαβε όλη την   ματαιότητα  του  κόσμου   και   της   σοφίας   του.   Ένιωσε,   ότι   η   ανθρώπινη   γνώση   έχει   ασήμαντη   σημασία   μπροστά   στην   γνώση   της   σοφίας    του   Θεού.   Ο   ίδιος,   ο   Άγιος   Γρηγόριος, παραλληλίζει   τον   εαυτό   του   με   τον   Σαούλ   που     έτρεχε   χωρίς    να   ξέρει.  Αυτό   που   τελικά   βρήκε   κατά   την  διάρκεια   των   σπουδών  του   ήταν  ένα  «Βασίλειο».    Ο   τρόπος   με  τον  οποίο αναφέρει   το  γεγονός   της φιλίας του με τον Άγιο Βασίλειο, Αρχιεπίσκοπο Καισαρείας, ήταν μεγαλύτερο εύρημα και από ένα ολόκληρο   βασίλειο.
Όταν   τελείωσε   τις   σπουδές   του   ο  Άγιος,   ήταν  ώριμος    άνδρας  ηλικίας  30 ετών.   Όμως  δεν   είχε     ακόμη    βαπτισθεί.   Και    αγωνιούσε  να  μην  πεθάνει, πριν   επιστρέψει   στον   πατέρα   του   κ αι    βαπτισθεί. Γι’ αυτό  και   όταν,   ενώ   μετέβαινε    από   την   Αλεξάνδρεια   στην Αθήνα,   έγινε   μεγάλη   τρικυμία,   φοβήθηκε   πολύ   παρακάλεσε   να   τον   ελεήσει   ο   Θεός,   να βοηθήσει  να   μην  πνιγεί,   για   να   αξιωθεί  του   ενδύματος  του  Αγίου Βαπτίσματος.
Το  βάπτισμα του  Γρηγορίου  το  επακολούθησε  συνειδητός    πνευματικός αγώνας.   Νηστεία,   προσευχή,   αγρυπνία.   Αγώνας   για   την   κάθαρση,   την πνευματική  πρόοδο,   τη  θέωση.   Μαζί   με   τον ομόφρονα, ομότροπο  και ομόψυχό   του   Άγιο   Βασίλειο   απομονώθηκαν κάπου στον Πόντο και παραδόθηκαν κυριολεκτικά στην προσευχή και  την   άσκηση.   Ο   αγώνας τους   ευλογήθηκε   από   Εκείνον που θέλει να γινόμαστε βιαστές   της βασιλείας Του. Αξιώθηκαν  και οι δυο μεγάλων πνευματικών χαρισμάτων.   Μάλιστα  ο   Άγιος   Γρηγόριος   κάνει   επανειλημμένως   λόγο για   τις   πνευματικές   του   εμπειρίες  και  τα  ουράνια  χαρίσματα   που   η χάρη  του  Θεού  του  χάρισε.   Οι  εμπειρίες   του    αυτές   πρέπει    να    ήταν πολύ   υψηλές,   αφού  ο  ίδιος   παραβάλλει   αυτά που   έβλεπε   με   αυτά    του θεόπτου Προφήτου Μωϋσέως και  του Αποστόλου Παύλου, που «πορευόμενος   εις   Δαμασκόν»   είδε   τον Κύριο της Δόξας  και  ανέβηκε μέχρι τρίτου ουρανού και  είδε  τα  άρρητα  ρήματα, τη  δόξα της   βασιλείας  του    Θεού.
Γρήγορα   κάλεσε   ο   Θεός   τον   Γρηγόριο   στην   διακονία   Του.   Τα   τέλη   του έτους   360  μ.Χ.   επιστρέφει   στη   Ναζιανζό.   Ο   Γέρων,   έχοντας   ανάγκη    από βοηθό  και  συνεργάτη στη «νυκτομαχία», όπως χαρακτήριζε την ιεροσύνη,   θέλησε   να   τον   χειροτονήσει  Πρεσβύτερο,   επειδή    έβλεπε   στο πρόσωπό   του   όχι   μόνο  τον  αφοσιωμένο   υιό,   αλλά    και    τον   ζηλωτή   για την σωτηρία των ψυχών λειτουργό του   Κυρίου.   Ο   Γρηγόριος   αρνήθηκε. Την άρνησή του όμως έκαμψε το βάρος του διπλού αξιώματος του  Γέροντος  Γρηγορίου (πατέρας κατά σάρκα και πνευματικός   πατέρας), που ο   Γρηγόριος   ήξερε μόνο να ευλαβείται. Έκανε   υπακοή    στην   εντολή του Γέροντος Επισκόπου και χειροτονήθηκε. Αμέσως μετά την   χειροτονία του   ζήτησε  ανακούφιση   στην   μόνωση και την προσευχή. Αποσύρθηκε λοιπόν στο ερημητήριό του, στη γαλήνη της νοεράς προσευχής. Και    βρήκε τη    γαλήνη  και  την  πορεία   του.   Και   επέστρεψε   με   ειρήνη   στην   καρδιά    να αναλάβει το πνευματικό του έργο, που  το  άρχισε με τον  περίφημο θεολογικό   λόγο  περί  του  Πάσχα  και  τη  δικαιολόγηση  της    φυγής   του.
Διακονούσε με ιερό ζήλο στο πλευρό του πατέρα του, όταν ο Αρχιεπίσκοπος Καισαρείας της Καππαδοκίας και έξαρχος Πόντου Βασίλειος  τον  εξέλεξε  Επίσκοπο  της  μικρής   πόλεως    Σάσιμα.    Σκοπός του ήταν να περιφρουρήσει τη   δικαιοδοσία   της  τοπικής   του   Εκκλησίας από    τις   διεκδικήσεις   ενός  νέου   Μητροπολίτη,   του   Τυάνων  Ανθίμου.   Το γεγονός   αυτό έθλιψε ακόμη πιο πολύ τον Γρηγόριο. Αντέδρασε.   Εξέφρασε την πικρία του. Τελικά  όμως  υπάκουσε, αλλά  δεν πήγε ποτέ στα   Σάσιμα. Ένα   χρονικό   διάστημα   έμεινε  στη   Ναζιανζό, ως βοηθός  του   πατέρα    του, ενδίδοντας  στην   παράκλησή  του.   Και   όταν   εκείνος   κοιμήθηκε,  το   374   μ.Χ., ο   Θεολόγος   συνέχισε  να   ποιμαίνει   την    Εκκλησία   των   Ναζιανζών,   ως  τοποτηρητής,   χωρίς   να   παύσει   να   τους  παρακαλεί   να   εκλέξουν  και    να χειροτονήσουν τον   κανονικό τους Επίσκοπο.   Και   επειδή   αυτό   αργούσε, στεναχωρημένος   εγκατέλειψε   την   πόλη   και   κατέφυγε   στην   Σελεύκεια   της Ισαυρίας,   όπου, κοντά στο  ναό  της  Αγίας   Θέκλας, αναζήτησε την   ειρήνη  και  την  ησυχία    στην   προσευχή  και έμεινε  εκεί  επί    πέντε    σχεδόν    έτη μελετώντας    και    συγγράφοντας.
Την   άνοιξη   του   έτους   379   μ.Χ.  οι   λίγοι   Χριστιανοί  τον   κάλεσαν   στην Κωνσταντινούπολη   να   αγωνισθεί   για   την   Ορθόδοξη πίστη, αφού  στην Πόλη  δέσποζαν οι  Αρειανοί.   Ήταν   τόση   η   διάδοση   και  η  επικράτησή τους,   ώστε   ο   Άγιος   Γρηγόριος  δεν  βρήκε  ούτε  ένα παρεκκλήσι  στα  χέρια   των   Ορθοδόξων.   Κατόπιν   τούτου   άρχισε   να   λειτουργεί   και   να κηρύττει  σε   ένα   σπίτι  που  ο   ίδιος   διαμόρφωσε   σε    ναό  και  το  ονόμασε Αγία    Αναστασία,   δηλαδή    της    Αναστάσεως    της    Ορθοδοξίας.
Εκεί    ο   Άγιος   εξεφώνησε   τα   περίφημα   θεολογικά   κηρύγματά   του.    Η επίδρασή   τους   και    ιδίως    των   πέντε    Θεολογικών   Λόγων   του    ήταν    τόση, ώστε  οι  Αρειανοί  φανατικοί, πήραν την απόφαση να τον εξολοθρεύσουν. Τον έβρισαν. Τον κακολόγησαν. Τον κτύπησαν. Τον γρονθοκόπησαν.   Τον   λιθοβόλησαν.   Έβαλαν   μάλιστα  και  κάποιον  να   τον  φονεύσει. Και  θα   τον   σκότωνε.   Αλλά   νικημένος    από   την   αγιοσύνη   της  πραότητάς του, ομολόγησε  στον  ίδιο την αλήθεια  την   στιγμή   που   είχε πάει    να   τον   σφάξει.
Με   όπλο   το   λόγο    του   Θεού,   τη   μάχαιρα   του   πνεύματος,   νικούσε   τους εχθρούς   της   πίστεως   σαν   τον   Μωϋσή.   Πράγματι,  οι   Αρειανοί   όλο   και λιγόστευαν. Ο Άγιος Θεοδόσιος, ευχαριστημένος από το έργο του Γρηγορίου, τον κατέστησε το έτος 380 μ.Χ. Πατριάρχη  και  τον    ενθρόνισε στο  ναό των Αγίων Αποστόλων Κωνσταντινουπόλεως. Όμως οι Ορθόδοξοι  Επίσκοποι  δεν είχαν όλοι την ορθή κρίση. Μερικοί μεθυσμένοι  από  φθόνο  κάκιζαν τον  Άγιο, διότι  δεν πίεζε   τον    βασιλέα να  αφαιρέσει  τις  εκκλησίες από τους αιρετικούς και να τους απαγορεύσει  να   τελούν  την  λατρεία   τους. Σε   απάντηση  ο   Άγιος Γρηγόριος   τόνιζε, ότι  ο  Χριστός  δεν  έχει   ανάγκη   τις   λόγχες   του Καίσαρος  και  ότι  του  είναι  αρκετή  σαν  όπλο  η  αλήθεια.   Και πράγματι,   η    αλήθεια   νίκησε.
Το   έτος   381   μ.Χ.   συνήλθε   η   Β’   Οικουμενική    Σύνοδος.   Πρόεδρος   ήταν    ο Άγιος Μελέτιος  Αντιοχείας. Αυτή η  Οικουμενική    Σύνοδος    ολοκλήρωσε το   έργο   της   Α’   Οικουμενικής   Συνόδου.   Καταδίκασε   τους   Αρειανούς    και τους   Πνευματομάχους – Ευνομιανούς και συμπλήρωσε   το   Σύμβολο   της Πίστεως.  Το    διαμόρφωσε   στην    σημερινή   του   μορφή.   Έτσι  έλαμψε   η   δόξα της Αγίας Τριάδος, του Πατρός και του Υιού   και   του   Αγίου   Πνεύματος. Ακόμη,   η   Σύνοδος   καταδίκασε   τον   Απολλιναρισμό,   που   διαιρούσε   τον  άνθρωπο   σε   τρία   μέρη   (σώμα, ψυχή και  νου) και   δίδασκε  ότι    ο    Χριστός  δεν  έχει λάβει  ανθρώπινο πνεύμα,   παρουσιάζοντας    τον   Χριστό  ατελή και   όχι  τέλειο   άνθρωπο.   Έτσι   όμως   κατέστρεφε   το   σωτηριολογικό    έργο  του  Κυρίου  και  την  ανθρωπότητά Του, διότι καθετί  που  δεν προσλαμβάνεται  υπό  του  Χριστού  μένει  αθεράπευτο και  ανίατο. Τρίτον, η Β’ Οικουμενική Σύνοδος  καταδίκασε   τον   απόλυτο   προορισμό, τον  οποίο   δίδαξαν  αργότερα  ο Καλβίνος, ο  Αυγουστίνος  και  ο Λούθηρος  και  όλος   ο   Προτεσταντισμός.   Τέλος   αναγνώρισε   τον   Άγιο Γρηγόριο    ως   κανονικό    Αρχιεπίσκοπο   Κωνσταντινουπόλεως.
Ο   Πρόεδρος  της   Συνόδου,   Άγιος   Μελέτιος,   κοιμήθηκε   ενώ   διαρκούσε   η Σύνοδος. Η Σύνοδος τον τίμησε ως Απόστολο. Ο Άγιος Γρηγόριος εξεφώνησε   τότε   λαμπρό   επικήδειο,   λόγο   που   άρχιζε   με   τα   λόγια: «ηύξησεν ημίν τον αριθμόν των Αποστόλων». Διάδοχός του στην προεδρία   της   Συνόδου  έγινε  ο  Πατριάρχης  Κωνσταντινουπόλεως.   Αλλά μετά  από    λίγο  το   κλίμα    άλλαξε.   Έφθασε   στην   Κωνσταντινούπολη   για να  συμμετάσχει στην  Σύνοδο, ο Πέτρος ο Β’, ο Πατριάρχης Αλεξάνδρειας, με τους  Αιγυπτίους και    Μακεδόνες   Επισκόπους. Αυτοί ήδη είχαν πάρει θέση εχθρική έναντι του Αγίου Γρηγορίου. Δεν τον αναγνώριζαν σαν κανονικό   Αρχιεπίσκοπο,   επειδή    τάχα   είχε  μετατεθεί από τα Σάσιμα. Και είχαν εντελώς αντικανονικά και παράνομα χειροτονήσει Πατριάρχη τον Μάξιμο τον Κυνικό, που ήταν μεν Ορθόδοξος αλλά  έμεινε στην   ιστορία    σαν   ένα   αινιγματικό   πρόσωπο.   Ο Πέτρος έθεσε στην Σύνοδο το θέμα της κανονικότητας. Ο Άγιος Γρηγόριος,   ενώ είχε   την   δύναμη  να   συντρίψει  κάθε   αντίσταση,  διότι παράλληλα προς την υποστήριξη των Επισκόπων είχε και την συμπαράσταση  του  αυτοκράτορα, αηδίασε  και    παραιτήθηκε   με   τούτα τα   λόγια:   «Δεν   είμαι   σεμνότερος   του   Προφήτη  Ιωνά.   Αν   εγὼ   είμαι    αιτία ταραχής  στην  Εκκλησία, ρίχνω  τον   εαυτό   μου   στη   θάλασσα».   Ευθύς μετά την παραίτησή του λειτούργησε στον καθεδρικό ναό της Κωνσταντινουπόλεως, για   να  αποχαιρετίσει   το   ποίμνιό   του. Και  έφυγε χωρίς   να   περιμένει   να  λήξουν  οι    εργασίες  της    Συνόδου.   Επέστρεψε  στη Ναζιανζό  και  για  λίγο  έμεινε  απομονωμένος  εκεί   για  να  γαληνεύσει.
Ο Άγιος, σε κείμενά του, διεκτραγωδεί την εκκλησιαστική  κατάσταση, όταν επιχειρεί να κάνει σύγκριση των όσων συμβαίνουν εντός της Εκκλησίας  με  τα   όσα   συμβαίνουν   εκτός   αυτής.   Έτσι   λέγει,  πρέπει   να οδύρεται  κανείς, όταν  διαπιστώνει την ύπαρξη ενότητας στους κοσμικούς   οργανισμούς,   στις   πόλεις,   στους   οίκους, στο  στράτευμα  και όμως να   απουσιάζει  από   τον  κατ’   εξοχήν   κήρυκα  και  θεματοφύλακα   της  ειρήνης,   την    Εκκλησία    και   τους   πιστούς   της.
Βεβαίως  η  αποχώρησή του  δεν σήμαινε  ότι   θα   έπαυε  να  ενδιαφέρεται για   την   επίτευξη   ενότητας   και   για   την   επικράτηση  της   ειρήνης  στην Εκκλησία,   για   τα    δύο   αυτά    υπέρτατα     αγαθά.
Το  έτος  383   μ.Χ.   η   υγεία    του   υπέστη   σοβαρό   κλονισμό. Πρότεινε   ως Επίσκοπο  τον   Πρεσβύτερο   Ευλάλιο   και   αποσύρθηκε οριστικά   στην ησυχία της Αριανζού, όπου και κοιμήθηκε με ειρήνη το 390 μ.Χ. Η   Σύναξη του    Αγίου   Γρηγορίου  ετελείτο    στην   αγιότατη   Μεγάλη   Εκκλησία   και   στο μαρτυρικό   ναό   της   Αγίας   Αναστασίας,   η   οποία   βρίσκεται   στην   είσοδο    της τοποθεσίας  που    ονομάζεται    Δομνίνου,   καθώς   επίσης  και  στο    ναό   των Αγίων Αποστόλων, όπου ο  φιλόχριστος βασιλέας  Κωνσταντίνος  ο  Πορφυρογέννητος    εναπέθεσε   το    ιερό   λείψανο  του  Αγίου,   όταν    το μετέφερε από τη Ναζιανζό της   Καππαδοκίας   στην   Κωνσταντινούπολη. Κατά   την   δεύτερη   μέρα   του   Πάσχα  οι  αυτοκράτορες  μετέβαιναν,   για   να εκκλησιασθούν, στο ναό των Αγίων Αποστόλων   και    εύχονταν   ενώπιον του    ιερού   λειψάνου   του   Αγίου   Γρηγορίου.      
Τα  έργα  του  Αγίου    Γρηγορίου   είναι   σχετικώς   λίγα.   Δεν   έχουν   την έκταση  των    έργων   άλλων   Πατέρων.   Παρά   ταύτα    έχουν  βάθος  και δύναμη  περισσότερο  από  κάθε  άλλου.  Τα  έργα  του   υπήρξαν  πάντοτε   η μεγαλύτερη πηγή των δογμάτων. Γι’ αυτό έγινε και ο κατ’ εξοχήν θεολόγος  της  Εκκλησίας  και  η   πηγή    της    εκφράσεως    της   λατρείας.


Απολυτίκιον.   Ήχος   α’.            
Ο ποιμενικός αυλός της θεολογίας σου, τας των ρητόρων ενίκησε σάλπιγγας·  ως  γαρ  τα  βάθη    του   Πνεύματος  εκζητήσαντι,  και  τα  κάλλη   του   φθέγματος  προσετέθη   σοι.  Αλλά  πρέσβευε  Χριστώ    τω    Θεώ, Πάτερ   Γρηγόριε,  σωθήναι    τας  ψυχάς    ημών.


Κοντάκιον.   Ήχος    γ’.   Η     Παρθένος   σήμερον.           
Θεολόγω  γλώττη    σου,   τας   συμπλοκάς   των  ρητόρων, διαλύσας  ένδοξε, ορθοδοξίας  χιτώνα,  άνωθεν   εξυφανθέντα   την   Εκκλησίαν,   εστόλισας,  όν και φορούσα συν ημίν κράζει, τοις σοις τέκνοις· χαίροις   Πάτερ,   θεολογίας  ο  νους  ο  ακρότατος.


Μεγαλυνάριον.
Χαίροις   ο  ουράνιος   θείος   νους,   στόμα   το πυρίπνουν, ο  της χάριτος οφθαλμός,   σάλπιγξ  ευσεβείας,   πηγή    θεολογίας,   υπερκοσμίων   μύστης, σοφέ  Γρηγόριε.

Saint Gregory the Theologian Archbishop of Constantinople


Saint Gregory lived during the reign of King Wales (364-378 AD). He was born in Pontus and was born in a small village in the area of ​​Nazianzos, called Arianzos, in 330 AD.
Nazianzin was named because he lived most of his life in Nazianzo, where he was also his father's house. His father, St. Gregory the Bishop of Nazianzos, was before he became Bishop, a very rich lord of Nazianzos. He held a great place in public life and belonged to a Jewish-national heresy called the "Highlands". His mother, Saint Nona, was Orthodox. Her piety and virtue influenced her husband and made him turn to true faith.
His parents, Gregory and Nona, had no children, and they begged God to give them the joy of childbirth. Indeed, their prayer was heard, and Nona gave birth to St. Gregory, whom he had promised to dedicate to God before he was born. Many times Saint Gregory parallels his parents with Abraham and Sarah, who at a very early age acquired Isaac.
Great were the efforts of his parents to educate and infuse their first-born son love for letters and Christian faith. From childhood, he inspired deep and profound religiosity, so that he, through piety and spirituality, promised himself to live with veneration and virginity.
Agios Gregorios, thanks to his father's ability, did a glorious study. He studied at all the great centers of civilization at that time: Nazianzo, Caesarea of ​​Cappadocia, Caesarea of ​​Palestine, Antioch, Alexandria, Athens. Constantinople had not yet become a center of civilization, and Rome did not have something remarkable for the Greeks at that time. In these cities he studied richer libraries and listened to the wisest teachers, including Didymus the Blind, who then headed the Alexandria Theological School and the philosophers Thesesio in Caesarea and Imerio and Excise in Athens. For the Option, it is assumed that he was a Christian.
The studies did not make the Saint suffer. On the contrary, he understood all the futility of the world and his wisdom. He felt that human knowledge is insignificant in the knowledge of the wisdom of God. He himself, Saint Gregory, parallels himself with Saul who ran without knowing. What he finally found during his studies was a "Kingdom". The way he mentions the fact of his friendship with the Holy Kingdom, Archbishop of Caesarea, was a greater finding than a whole kingdom.
When Saint was finished, he was a mature man aged 30 years old. But he had not yet been baptized. And he struggled not to die, before returning to his father and being baptized. That is why when he was passing from Alexandria to Athens, he was greatly tempted, he was very afraid to be praised by God, to help him not to drown, in order to claim the garment of the Holy Baptism.
Gregory's baptism followed a conscious spiritual struggle. Fasting, prayer, vigil. Race for cleansing, spiritual progress, theosis. Together with his homely, homogeneous and homosexual Saint, they were isolated somewhere in the Pontus and literally delivered to prayer and exercise. Their struggle was blessed by Him who wants to become rushed to His kingdom. Both great spiritual gifts were claimed. Indeed, Saint Gregory repeatedly speaks of his spiritual experiences and heavenly gifts that God's grace has given him. His experiences must have been very high, since he compares what he saw with those of the godly Prophet Moses and Apostle Paul, who "crossed to Damascus" saw the Lord of the Glory and ascended to the third heaven and saw the verbal verbs, the glory of the kingdom of God.
God quickly called Gregory to His ministry. The end of 360 AD. returns to Nazianzo. Elder, having an assistant and a collaborator in the "nightmare", as he characterized the priesthood, wanted to consecrate him to the Elder because he saw in his face not only the devoted son but also the zealous for the salvation of the soul-servants of the Lord. Gregory refused. His refusal, however, bribed the weight of the double tenure of Elder Gregory (father against flesh and spiritual father), whom Gregory knew only to rejoice. He obeyed the command of the Elder Bishop and was ordained. Immediately after his ordination he asked for relief in isolation and prayer. So he retired to his hermitage, to the peace of mindless prayer. And he found the peace and its course. And he returned peacefully to his heart to undertake his spiritual work, which began with the famous theological discourse on Easter and the justification of his escape.
He dealt with sacred zeal at the side of his father when the Archbishop of Caesarea of ​​Cappadocia and the exarch of Pontian Basil elected him Bishop of the small town of Saxe. His purpose was to preserve the jurisdiction of his local Church from the claims of a new Metropolitan, Tyanon Anthimos. This has further complicated Gregory. React. He expressed his bitterness. Eventually, however, he obeyed, but never went to Saxhim. He stayed in Nazianzo for a while, as his father's assistant, yielding to his prayer. And when he slept in AD 374, the Theologian continued to steal the Church of the Nazians as a conservator, without ceasing to ask them to elect and ordain their regular Bishop. And because this was slow, he left the city sadly and resorted to Seleuceia of Isauria, where, near the temple of Saint Thekla, he sought peace and quiet in prayer and stayed there for almost five years studying and writing.
In the spring of 379 AD. the few Christians called him to Constantinople to fight for the Orthodox faith, since the Arians were in the City. So was their propagation and prevalence so that Saint Gregory did not find a chapel in the hands of the Orthodox. Then he started to preach and preach in a house he himself made in a temple and called it Saint Anastasia, that is, the Resurrection of Orthodoxy.
There the Holy One spoke of his famous theological preaching. Their influence, especially of the five Theological Logos, was so great that the Marian fanatics took the decision to exterminate it. They found him. They blamed him. They beat him. They punched him. They were stoned. They even threw someone to kill him. And he would kill him. But defeated by the holiness of his virtue, he confessed to the truth itself when he was going to kill him.
With a weapon the word of God, the sword of the spirit, defeated the enemies of faith as Moses. Indeed, the Arians were getting smaller. Saint Theodosios, pleased with Gregory's work, made him 380 AD. Patriarch and enthroned him at the temple of the Holy Apostles of Constantinople. But the Orthodox Bishops did not all have the right judgment. Some drunkards of envy were cheating on the Holy One because he did not force the King to remove the churches from the heretics and forbid them to do their worship. In response, Saint Gregory emphasized that Christ does not need Caesar's spears and that it is enough as a weapon or truth. And indeed, the truth defeated.
In the year 381 AD. the Second Ecumenical Synod met. President was Saint Meletios of Antioch. This Ecumenical Synod completed the work of the First Ecumenical Synod. He condemned the Marians and the Spiritists - Eunomians and completed the Faith Symbol. It shaped it in its present form. Thus the glory of the Holy Trinity, the Father and the Son and the Holy Spirit was shined. The Synod also condemned Apollinarism, which divided man into three parts (body, soul, and mind) and taught that Christ did not receive a human spirit by presenting Christ
The President of the Synod, Agios Meletios, slept during the Synod. The Synod honored him as Apostle. Saint Gregory then spoke a brilliant epic, which began with the words: "He increased the number of the Apostles." His successor in the presidency of the Synod was the Patriarch of Constantinople. But after a while the climate changed. He arrived in Constantinople to attend the Synod, Peter II, the Patriarch of Alexandria, with the Egyptian and Macedonian Bishops. They had already been hostile to St. Gregory. They did not recognize him as a normal Archbishop because he had been moved from Saxhim. And they were completely unlawful and illegitimate to ordain Patriarch Maximos the Cynicus, who was Orthodox, but remained in history as an enigmatic person. Peter raised the issue of regularity at the Synod. Agios Gregorios, while he had the power to crush all resistance, because, along with the support of the Bishops, he also had the emperor's support, he was disgusted and resigned with these words: "I am not more modest of the Prophet Jonah. If I am a cause of agitation in the Church, I throw myself at sea. " Immediately after his resignation, he worked in the cathedral of Constantinople, to bid farewell to his flock. And he left without waiting for the proceedings to end. He returned to Nazianzo and for a while he was isolated there to calm down.
The Saint, in his writings, challenges the ecclesiastical situation when he attempts to compare what is happening within the Church to what is happening outside of it. So, he says, one must be tempted by the fact that he finds unity in secular organisms, in cities, in houses, in the army, and yet is absent by the preeminent preacher and guardian of peace, the Church and his faithful.
Of course, his retirement did not mean that he would cease to be interested in achieving unity and in the prevalence of peace in the Church for these two supreme goods.
In the year 383 AD. his health suffered a serious shock. He proposed as the Bishop the Elder's Elder and finally withdrew to the peace of Arianzos, where he slept peacefully in 390 AD. The Synaxis of St. Gregorius was carried out in the blessed Great Church and in the martyr church of Agia Anastasia, which is located at the entrance of the place named Domninou, as well as in the temple of the Holy Apostles, where the holy king Constantine the Porphyrogenite took his holy relic Saint, when it was transported from Cappadocia's Nazianos to Constantinople. On the second Easter day, the emperors went to church in the temple of the Holy Apostles and worshiped the sacred relic of Saint Gregory.
St. Gregory's works are relatively few. They do not have the breadth of the works of other Fathers. Nevertheless they have depth and power more than any other. His works have always been the greatest source of doctrines. That is why he became the paramount theologian of the Church and the source of the expression of worship.


Apolyticus. Sound a '.
The sheepfold of your theology, the rhetoric, has fallen trumpet; for the depths of the Spirit have sought, and the goodness of the flesh has been added to you. But he was Christ's superior of God, Father Gregory, save our souls.


Kontakion. Sound c '. The Virgin today.
I love your language, the rhetoric of the rhetoric, dissolving the glorious, orthodoxy, the chiton, above the Church, the statue, while I was wearing and crying, to the children; the joy of Father, the theology, the mind the most.


Majesty.
Heavenly heavenly unclean minds, their mouths sprinkle, the graceful eye, praise of piousness, the source of theology, the supernatural priest, the wise Gregory.

Δεν υπάρχουν σχόλια: