Πολύ
γνωστό το όνομά του στον χριστιανικό κόσμο. Γνωστό και το μοναστήρι στην Παλαιστίνη
που ασκήτεψε.
Βρίσκεται
σε μία ερημική και άγρια χαράδρα και είναι κοντά στην
αρχαία Ρωμαϊκή οδό, που οδηγεί από τα Ιεροσόλυμα στην Ιεριχώ.
Στην Αγία Γραφή η τοποθεσία αυτή λέγεται
χείμαρρος Χορράθ
και είναι συνδεδεμένη
με πολλά ιστορικά
γεγονότα.
Σ’
αυτό το μέρος είναι η σπηλιά στην οποία είχε κάποτε κρυβεί ο προφήτης Ηλίας (910 π.Χ.) για να γλιτώσει από την
καταδίωξη του ασεβέστατου βασιλιά Αχαάβ και της ειδωλολάτριδας συζύγου
του, της Ιεζάβελ.
Σ’
αυτή την σπηλιά ο ζηλωτής
προφήτης έμεινε
μήνες και τρεφόταν κατά ένα θαυμαστό
τρόπο. Μερικά κοράκια του έφερναν πρωί
και βράδυ ψωμί και κρέας.
Νερό έπινε από τον χείμαρρο. Όταν όμως και
από
εδώ έλειψε
το νερό, εξ
αιτίας
της ανομβρίας, ο προφήτης αναχώρησε κατ’ εντολήν του Θεού
στα Σάρεπτα της Σιδώνος.
Στην
σπηλιά αυτή ύστερα από χρόνια ήρθε και κλείστηκε και ο θεοπάτορας Ιωακείμ. Σαράντα μερόνυχτα
έμεινε εδώ νηστεύοντας και προσευχόμενος
να του χαρίσει ο Θεός
ένα
παιδί, γιατί ήταν
άτεκνος. Σ’ αυτό το διάστημα και η σύζυγός του Άννα είχε παραμείνει στο σπίτι
της και προσευχόταν θερμά. Με δάκρυα παρακαλούσε και ζητούσε
να της λύσει
ο Πανάγαθος Θεός την
ατεκνία της.
Πολύ
συγκινητική είναι η προσευχή του Ιωακείμ
στη σπηλιά, όπως μας την διέσωσε αρχαία παράδοση: «Ου
καταβήσομαι», έλεγε μονολογώντας ο ευσεβής Ιωακείμ, «ούτε επί ποτόν, έως
ότου επισκέψεταί με Κύριος ο Θεός μου και έσται μου η ευχή βρώμα και
πόμα».
Και
δεν
κινήθηκε από εκεί, παρά μονάχα, όταν ο φιλάνθρωπος
Θεός που ακούει πάντα τις προσευχές των ευσεβών παιδιών του, εισήκουσε την
δέησή του και μ’ έναν άγγελο του διεμήνυσε το χαρμόσυνο μήνυμα, πως θα
αποκτούσε παιδί. Και πραγματικά. Την επόμενη χρονιά
ο Ιωακείμ και η Άννα αξιωνόντουσαν να αποκτήσουν
την κεχαριτωμένη
Μαρία, την Μητέρα του Θεού. Γι’ αυτό
και το όνομα Θεοπάτορες, δηλαδή πρόγονοι
κατά σάρκα
του Σωτήρος μας Χριστού,
του Θεού μας.
Από
μία τυπική διάταξη της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων μανθάνουμε, πως ο χείμαρρος
ήταν
κτήμα του Ιωακείμ, του
πατέρα της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Εδώ υπήρχε
και κήπος του
ιδίου και εδώ αργότερα
κτίστηκε και Εκκλησία επ’ ονόματι της
Παναγίας στην οποία διάφορες μέρες του χρόνου γίνονταν μεγαλόπρεπες πανηγύρεις.
Σε τούτο το μέρος κτίστηκε και η μονή
της
Παναγίας του Χοζεβά, που θεωρείται μία από τις αρχαιότερες μονές της Παλαιστίνης. Στην ιερά αυτή Μονή έζησαν την αγγελική ζωή της πλήρους αφιερώσεως, χιλιάδες ευλαβείς ψυχές. Σ’
αυτή πέρασε και ο Άγιος Γεώργιος
από τη νήσο
Κύπρο, που είναι γνωστός με το επώνυμο Χοζεβίτης, τα
περισσότερα χρόνια της ασκητικής
ζωής του.
Η όλη περιοχή διακρίνεται για την αγριότητά
της. Και αυτή την περιοχή
χωρίς άλλο θα είχε υπ’
όψη ο Κύριος,
όταν
έλεγε την
παραβολή του ανθρώπου που περιέπεσε
στους
ληστές και είναι
γνωστή σαν παραβολή
του
καλού Σαμαρείτη.
Καθ’
όλη
τη διαδρομή του χειμάρρου
υπάρχουν πολλά σπήλαια, τα οποία από νωρίς προσείλκυσαν πολλούς
αναχωρητές. Σ’ ένα
από αυτά, που βρίσκεται από πάνω από τη
Μονή, είχε εγκατασταθεί κάποτε ο Άγιος
Ιωάννης ο Θαυματουργός, που είχε διατελέσει επίσκοπος της Καισαρείας και ύστερα εγκατέλειψε την επισκοπή και ήρθε στο μέρος αυτό να μονάσει. Ο μεγάλος
αυτός Άγιος και
Θαυματουργός έκτισε την εκκλησία και τη Μονή στο όνομα της
Παναγίας και καλλώπισε τον χώρο εκείνο έτσι, που σε λίγο καιρό χιλιάδες φιλέρημες ψυχές ήρθαν να ζήσουν
την αγγελική ζωή. Την ακμή της Μονής, στην οποία πολλά
θαύματα γίνονταν από την Υπεραγία Θεοτόκο,
αλλά και των γύρω ασκητηρίων, που στις
αρχές του εβδόμου αιώνα φιλοξενούσαν πιο πολλές
από πέντε χιλιάδες ψυχές, ανέκοψαν
οι περσικές επιδρομές. Σαν καταιγίδα αληθινή είχαν ενσκήψει
οι άγριες
αυτές ορδές, που
έσφαζαν, έκαιαν, ερήμωναν
τα πάντα από εκεί που περνούσαν. Αυτή την εποχή
καταστράφηκε και ο άγιος
ναός της Αναστάσεως και
όλοι οι ναοί και
τα μοναστήρια
της Παλαιστίνης
(614 μ.Χ.)
Αυτό
τον
καιρό έζησε και ο Όσιος Γεώργιος
ο Χοζεβίτης που απ’ τον καιρό που
ήταν παιδί το
όνομά του έγινε συνώνυμο με την αρετή.
Η
αγία αυτή μορφή γεννήθηκε σ’ ένα χωριό της
Κύπρου από πολύ ευσεβείς και ευκατάστατους γονείς.
Τα πολλά αγαθά όμως που η ευσπλαχνία του Θεού τους είχε χαρίσει,
δεν τους εμπόδισαν
να ζούνε με απόλυτη
υποταγή στο θέλημά
Του. Με του Χριστού
τα λόγια μεγάλωσαν και τα δυο παιδιά τους, τον Ηρακλείδη και τον Γεώργιο. Οι ευλαβείς γονείς απ’ αυτήν
ακόμη τη βρεφική ηλικία φρόντισαν να ενσταλάξουν στην ψυχή και των δύο παιδιών τους
τον σεβασμό προς το
άγιο
Όνομα του Θεού, μα
και
την υπακοή, την τυφλή υπακοή
στο θέλημά Του. Και οι κόποι τους όχι μόνο δεν πήγαν χαμένοι,
αλλά και πλούσια
ευλογήθηκαν από τον φιλάνθρωπο Πατέρα.
Ο Ηρακλείδης
που
ήταν και ο πιο μεγάλος, όταν ενηλικιώθηκε,
πήρε την ευχή των γονιών του και πήγε να
προσκυνήσει τους τόπους που γεννήθηκε, μεγάλωσε και έζησε ο Χριστός μας. Η
ευγενική και φιλόθρησκη ψυχή του νέου, σαν έφτασε στην Αγία Γη
και επισκέφθηκε τον Γολγοθά και τον Πανάγιο
Τάφο του Χριστού,
τόσο γοητεύθηκε, που πήρε την απόφαση
να μείνει πια στα
μέρη εκείνα
για όλη του
τη
ζωή. Και
πραγματικά. Ο πιστός
και φιλόθεος νέος, αφού γύρισε
διάφορα
μέρη, κατέβηκε και στον Ιορδάνη.
Περπάτησε με συνεπαρμένη
ψυχή στον τόπο
που κατά την παράδοση
ο προφήτης
της ερήμου βάπτισε
τον Κύριο και από εκεί προχώρησε στη Λαύρα του Καλαμώνος,
όπου και παρέμεινε
αγωνιζόμενος τον αγώνα τον καλό, της αρετής τον αγώνα.
Ο αδελφός του Γεώργιος, μικρός ακόμη παρέμεινε κοντά
στους γονείς του και ξεχώριζε απ’ όλους τους
συνομήλικούς του στη
φρονιμάδα και τη σεμνή
ζωή.
Στα
χρόνια τα δύσκολα, της εφηβείας τα χρόνια, μεγάλη δοκιμασία κτύπησε το καλό παιδί. Οι γονείς του αρρώστησαν και πέθαναν σε λίγο
διάστημα ο ένας μετά τον
άλλο. Εκείνος όμως, που βεβαιώνει με το Πανάγιο Πνεύμα Του πως το ορφανό και την
χήρα
τα παίρνει
πάντα υπό την ιδιαίτερη προστασία Του, δεν
εγκατέλειψε το πιστό παιδί. Ένας θείος του φρόντισε και πήρε
το
παιδί κοντά
του με όλα τα πράγματα
και
την κληρονομιά του με
σκοπό σαν μεγαλώσει
να τον συζεύξει με την
επίσης μικρή και μονάκριβη θυγατέρα του. Επειδή όμως ο
Γεώργιος απεστρέφετο την κοσμική ζωή και
η ψυχή του λαχταρούσε
μία ανώτερη ζωή, την αγγελική ζωή, ένα
πρωί έφυγε από το
σπίτι και πήγε
σ’ έναν άλλο θείο του,
που ήταν ηγούμενος
σ’ ένα μοναστήρι. Όταν ο πρώτος θείος έμαθε τι έγινε, πήγε στο
μοναστήρι με σκοπό να ξαναπάρει τον
Γεώργιο και να τον φέρει πίσω στο χωριό. Στην προσπάθειά του μάλιστα
να επιτύχει τον σκοπό του, δεν δυσκολεύθηκε να φιλονεικήσει
και με τον αδελφό του τον μοναχό. Αυτός όμως με
ηρεμία και πραότητα του απήντησε:
«Αδελφέ
μου, ούτε έφερα τον νέο εδώ, ούτε και τον διώχνω. Άς αποφασίσει μόνος του ό,τι θέλει.
Ηλικίαν έχει...».
Όταν
ο νέος έμαθε
την φιλονικία των θείων
του για το
πρόσωπό
του, σηκώθηκε κρυφά
και έφυγε από
το μοναστήρι και από
την Κύπρο και τράβηξε προς την
αγία
πόλη, την Ιερουσαλήμ.
Εκεί σαν έφτασε, πήγε και γονάτισε και με
ευλάβεια προσκύνησε τα πάνσεπτα προσκυνήματα της ευλογημένης πόλεως, και ύστερα
κατέβηκε προς τον Ιορδάνη.
Το άδολο γάλα της πίστεως με το
οποίο
από της βρεφικής
ηλικίας τον πότισαν
οι
ευσεβείς γονείς του, τον
σπρώχνει να βρεί
τον αδελφό του. Η ψυχή του ποθεί τη μακαρία ζωή, την αγγελική ζωή. Οι κίνδυνοι της αμαρτίας που
αντίκριζε γύρω του, του έφερναν στ’ αυτιά καθαρά τον απόηχο
της φωνής των αγγέλων
προς τον Λώτ: «Σώζων σώζε την σ’
εαυτού ψυχήν» (Γεν. ιθ’ 17).
Δηλαδή κοίταξε πως θα σώσεις την ψυχή σου. Η
ματαιότητα των φθαρτών
αυτού του κόσμου συνετάραττε το είναι
του. Πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα
σκεπτόταν και επανελάμβανε
μόνος
του. Οδηγούμενος από το προσκλητήριο διάγγελμα του Κυρίου
«όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον
σταυρόν
αυτού και
ακολουθείτω μοι», προχώρησε
και τράβηξε προς τη Λαύρα του Καλαμώνος στην οποία, όπως είχε
μάθει, βρισκόταν ο αδελφός του.
Η Λαύρα του Καλαμώνος
βρισκόταν κοντά στο
σημερινό μοναστήρι
του Αββά Γερασίμου εκεί στον
Ιορδάνη.
Χωρίς
κανένα ενδοιασμό
σαν τον συνάντησε
έπεσε στα πόδια
του και του φανέρωσε
τον πόθο και την απόφασή του να μείνει κοντά του. Εκείνος
παρά τη
μυστική χαρά που
δοκίμασε για την αγία διάθεση
του αδελφού του,
βλέποντάς τον τόσο νεαρό,
φοβήθηκε να τον κρατήσει
κοντά του και
τον συνώδευσε στη Μονή της Παναγίας του
Χοζεβά στον εκεί ηγούμενο, που ήταν και φίλος του και του
τον παρέδωσε. Αυτός δε επέστρεψε
στο μοναστήρι του.
Ο ηγούμενος
από
την πρώτη στιγμή εξετίμησε τον ένθεο
ζήλο του νεαρού
Γεωργίου και τον κατηύθυνε
με φόβο Θεού
στης ασκητικής
ζωής τα σκαλοπάτια. Η βαθιά
ταπείνωση του νέου, η υπακοή
και η προθυμία του να εκτελεί πάσαν εργασία της μονής,
ενεθάρρυναν τον ηγούμενο,
ώστε σε λίγο καιρό να προχωρήσει στην κουρά του νέου, σε μοναχό
και να τον αναθέσει
σ’ ένα προκομμένο γέροντα σαν συμβοηθό
του στο διακόνημα του νεοκηπίου
που είχε.
Με αχώριστο σύντροφο τον ενθουσιασμό ο νεαρός
μοναχός περνάει την καθημερινή ζωή του ανάμεσα σε νηστείες, αγρυπνίες
και πολύωρες προσευχές. Εμπνεόμενος από τον φλογερό ζήλο του υποβάλλει τον εαυτό του σε πολλούς
κόπους για τελειότερη
ζωή.
Δυστυχώς ο γέροντάς του παρά τις πολλές του αρετές δεν
τον βοηθάει και πολύ στην ευγενική του
προσπάθεια. Ήταν άνθρωπος
σκληρός και με το «ψύλλου πήδημα» τον απόπαιρνε σε βαθμό αποκαρδιωτικό.
Κάποια
μέρα μάλιστα ο γέροντας έστειλε τον υποτακτικό του στον χείμαρρο να φέρει νερό.
Επειδή όμως το νερό ήταν μαζεμένο και τα καλάμια και τα
ξύλα που ήσαν μπροστά ήταν πολύ
πυκνά και ο νέος
ήταν ντυμένος τα ενδύματά του, δεν μπόρεσε να περάσει με το δοχείο
του νερού και επέστρεψε άπρακτος. Ο γέροντας
σαν είδε τον
νέο χωρίς το νερό θύμωσε και του
είπε να βγάλει
το
ιμάτιό του, να
φορέσει μόνο το
επάνω ράσο του
και χωρίς να
αντείπει
υπάκουσε και πήγε. Επειδή όμως αυτός άργησε και στο
μεταξύ κτύπησε ο κώδωνας
για το τραπέζι, ο
γέροντας έκρυψε το ιμάτιο
του παιδιού
και πήγε στο φαγητό.
Όταν
ο νέος επέστρεψε και
δεν βρήκε ούτε το ιμάτιό
του, ούτε τον γέροντα, πήγε στη μονή χωρίς το ζωστικό
και κτύπησε την πόρτα. Όταν ο μοναχός που
ήρθε να του ανοίξει τον είδε έτσι γυμνό,
τον ρώτησε τι του
συνέβη. Και όταν ο νεαρός του εξήγησε, πήγε και του
έφερε ένα ιμάτιο, το οποίο φόρεσε και
μπήκε στο μοναστήρι. Την στιγμή που έμπαινε,
ο γέροντας που τον είδε
εκεί μπροστά
από τους τάφους των αγίων πέντε Πατέρων, χωρίς οίκτο και με θυμό
αδικαιολόγητο του έδωκε ένα δυνατό ράπισμα λέγοντάς του:
–
Γιατί άργησες;
Την
ίδια στιγμή
το χέρι του γέροντα ξηράνθηκε ολόκληρο
και δεν κουνιότανε καθόλου. Συντετριμμένος ο αββάς
από την τιμωρία
που τον βρήκε, έπεσε μπροστά
στα πόδια του νεαρού
υποτακτικού του και
τον παρακαλούσε λέγοντας:
—
Παιδί μου, συγχώρεσέ με και μη με φανερώσεις. Έφταιξα. Πολύ έφταιξα. Μη με
διαπομπεύσεις, αλλά παρακάλεσε τον Θεό να με συγχωρήσει και να με κάμει καλά.
Ο νεαρός μοναχός
βαθιά λυπημένος για το πάθημα του γέροντα, του είπε
με ταπείνωση και συντριβή:
—
Πήγαινε, πάτερ, εκεί στους τάφους των
αγίων Πατέρων, βάλε μετάνοια και αυτοί
θα σε θεραπεύσουν.
Ο γέροντας όμως επέμενε.
Παιδί
μου, σε σένα έφταιξα. Συ παρακάλεσε τον Θεό να
με σπλαγχνιστεί και να με
συγχωρήσει.
Τότε ο νεαρός, αφού πήρε από
το χέρι τον γέροντα,
τον οδήγησε εκεί στους
τάφους και αφού έβαλαν βαθιά μετάνοια, προσευχήθηκαν
και το
θαύμα έγινε. Το χέρι ξαναγύρισε στη φυσική
του κατάσταση. Μα και
η ψυχή του γέροντα μαλάκωσε. Ο θυμός
παραμέρισε και η πραότητα
μαζί με τη συγκατάβαση στήσανε στην καρδιά
του τον θρόνο
τους.
Παρά
την αποχώρηση του νεαρού μοναχού από τη σκηνή του θαύματος,
τούτο έγινε γρήγορα
γνωστό σ’ όλη την αδελφότητα. Από την στιγμή εκείνη όλοι οι μοναχοί με
ιδιαίτερη εκτίμηση και σεβασμό άρχισαν να περιβάλλουν τον νέο και για το
θαύμα του να μιλούν. Και αυτός από φόβο μήπως πιαστεί στα δίχτυα της
υπερηφάνειας, σηκώθηκε μία βραδιά και
εγκατέλειψε το μοναστήρι και
τράβηξε στη Λαύρα που βρισκόταν ο
αδελφός του. Εκεί
με αυστηρή εγκράτεια στόλισε την ζωή
του και με
τη νηστεία και τη σκληρή άσκηση νέκρωσε
το σώμα του, ώστε οι προσβολές του εχθρού να μη μπορούν να τον επηρεάσουν.
Καμιά υστεροβουλία
ή ιδιοτέλεια δεν υπεισερχόταν
στις σκέψεις του. Το θέλημα του Κυρίου
σαν φωτεινός φάρος πρόβαλλε πάντα
μπροστά του και του φώτιζε τον δρόμο του. Ζούσε όμως σαν ουράνιος άνθρωπος, μα και
επίγειος άγγελος.
Ζωή «πλήρης χάριτος και
αληθείας» (Ιωάννη α’ 14) είχε καταντήσει
η
ζωή του. Πηγή ακένωτη θαυμάτων. Θαυμάτων που
προκαλούν στ’ αλήθεια κατάπληξη.
Ένα
τέτοιο θαύμα ήταν και
τούτο.
Κάποια μέρα ένας γεωργός από την
Ιεριχώ, γνωστός και φίλος των δύο ασκητών, ήρθε στη Λαύρα, με ένα ζεμπίλι από διάφορους καρποὺς που γεωργούσε
και κτύπησε
την θύρα
του κελιού τους. Ο Γεώργιος πήγε και άνοιξε την πόρτα και τον προσκάλεσε να
μπεί μέσα. Ο επισκέπτης μόλις μπήκε
έβαλε μία μετάνοια και αφού τοποθέτησε το ζεμπίλι με τα δώρα παρακάλεσε
θερμά τους αβάδες να ευλογήσουν τους καρπούς οπότε κάτω από αυτούς με μεγάλη έκπληξη τι βλέπουν; Ένα νήπιο νεκρό.
Ήταν το νεογέννητο
παιδί του επισκέπτη που είχε αποθάνει και
αυτός το έφερε στους αβάδες με τη γλυκιά ελπίδα
πως αυτοί θα μπορούσαν να το
αναστήσουν και να του το ξαναδώσουν ζωντανό. Ο αββάς Ηρακλείδης
σαν το είδε
με
τρόμο και ταραχή είπε στον αδελφό του: «Πήγαινε
και κάλεσε τον άνθρωπο
να έρθει να πάρει το
ζεμπίλι με τα
πράγματα που έφερε.
Μας βάζει, πες του
σε μεγάλο πειρασμό. Κύριε, αναφώνησε, ελέησέ μας τους αμαρτωλούς».
Ο αββάς Γεώργιος όμως που
ήταν τότε σαράντα περίπου
χρόνων, έβαλε στον αδελφό του μετάνοια
και
με σεβασμό του είπε:
Πάτερ
μου, μη στενοχωρείσαι και μη ταράττεσαι. Αλλά έλα να παρακαλέσουμε με πίστη τον Πολυεύσπλαχνο
και Πανοικτίρμονα Θεό να
κάμει το θαύμα
του. Και άν
μας ακούσει η ευσπλαγχνία του και αναστήσει
το παιδί, ευλογημένο άς είναι στους αιώνες το Πανάγιο Όνομά Του. Τότε
καλούμε τον πατέρα και του δίνουμε το παιδί του, όπως πίστεψε. Άν όμως η
αγαθότητα
του Θεού δεν
θελήσει, για λόγους
που γνωρίζει Εκείνος,
να γίνει το θαύμα,
τότε
πάλι καλούμε
τον πατέρα και
του εξηγούμε,
πως και εμείς αμαρτωλοί άνθρωποι
είμεθα και δεν
έχουμε τέτοια παρρησία, ώστε να επιτύχουμε αυτό που ποθεί τόσο εκείνος, όσο και εμείς. Στα λόγια του Γεωργίου ο αββάς
Ηρακλείδης πείσθηκε. Τότε και οι δύο
οι πατέρες αφού γονάτισαν,
με δάκρυα στα μάτια και καρδιά ραγισμένη άρχισαν να
προσεύχονται. Δεν πέρασε πολλή ώρα και το θαύμα έγινε.
Ο φιλάνθρωπος Θεός που ακούει
πάντα τις προσευχές των παιδιών
του που γίνονται με πίστη,
άκουσε
και των
πιστών αββάδων την παράκληση. Το νεκρό
παιδί
κάποια στιγμή άνοιξε τα μάτια και αφήκε ένα
ελαφρό κλαψούρισμα. Οι ευλαβείς
ασκητές με την ψυχή πλημμυρισμένη από ευγνωμοσύνη
άνοιξαν την πόρτα και κάλεσαν μέσα τον πατέρα του παιδιού
και του είπαν:
–
Αδελφέ μας, η αγάπη του Θεού,
κατά την πίστη
που έδειξες σ’ Αυτόν, σου δίνει το παιδί σου
πίσω ζωντανό. Πάρε το και δόξαζέ τον με
όλη
σου την ψυχή, αλλά και μην αναφέρεις σε κανένα
τίποτα από ό,τι έγινε.
Ο
ευλαβής πατέρας με δάκρυα χαράς πήρε στην αγκαλιά του το αγαπημένο του
παιδί και βγήκε δοξολογώντας από τα βάθη της ψυχής του τον φιλάνθρωπο
Θεό. Έφυγε και
αφήκε πίσω τους αββάδες
να συνεχίζουν τον αγώνα τους. Αγώνα
κουραστικής σκληραγωγίας του κορμιού, αγώνα
συνεχούς προσευχής.
Έτσι
περνούσε κάθε μέρα η ζωή τους με ευλάβεια και ειρήνη και ταπείνωση και ζηλευτή
γενικά αρετή. Ποτέ τους
δεν καταδέχτηκαν να αντιμιλήσουν ο ένας στον άλλο
ή να λυπήσουν κανένα. Ο αββάς Ηρακλείδης είχε πολλή πραότητα και υπομονή
και ταπείνωση. Και αυτές τις αρετές
τις κράτησε
με παραδειγματικό ζήλο και προσοχή μέχρι της ημέρας που ο μεγάλος Πατέρας
τον κάλεσε να αφήσει
τούτο τον κόσμο και να μεταπηδήσει στη χώρα του ουρανού
και της αιώνιας ευτυχίας και χαράς. Κοιμήθηκε γύρω στα εβδομήντα του χρόνια και
τάφηκε εκεί στους τάφους
των οσίων Πατέρων. Στον ουρανό τώρα πρεσβεύει για όλο τον κόσμο και ιδιαίτερα για την πατρίδα, τη μαρτυρική
Κύπρο.
Ύστερα
από τον θάνατο του αββά Ηρακλείδη, αδελφού ομογάλακτου, συμμοναστού όμως και συναθλητού του αββά
Γεωργίου, τότε και αυτός
εγκατέλειψε τη Λαύρα και ξαναγύρισε στο μοναστήρι του Χοζεβά από
το οποίο ξεκίνησε. Και στο
περιβάλλον αυτό η ζωή
του ταπεινού
αββά συνεχίζεται σαν την προηγούμενή
του ζωή στη
Λαύρα. Και εδώ η αυστηρή
νηστεία, μαζί με την υπερβολική αγρυπνία και θερμή προσευχή αποτελούν την καθημερινή
του ενασχόληση. Η νηστεία
μάλιστα στην οποία υπέβαλλε τον εαυτό
του, όπως μας λέει ο
μαθητής του ο
Όσιος Αντώνιος, αυτός που έγραψε και τη
βιογραφία του, είχε φτάσει στο κατακόρυφο. Αλλά και στη μελέτη και την προσευχή
είχε ξεπεράσει όλους εκεί τους συμμοναστές του. Χωρίς
καμιά υπερβολή μπορούσε να έλεγε για τη ζωή του. «Ζω
δε ουκέτι
εγώ, ζει δε
εν
εμοί Χριστός». (Γαλ. β’ 20). Οι άνθρωποι που τον
έβλεπαν τον θαύμαζαν. Και οι δαίμονες τον έτρεμαν για την
αυταπάρνηση και την υπομονή του.
Όταν
οι
Πέρσες έφτασαν στη Δαμασκό, ο Όσιος που την
ημέρα
καθόταν έξω απ’ το κελί του και ζεσταινόταν στον ήλιο,
γιατί από την υπερβολική
εγκράτεια είχε καταντήσει πολύ αδύνατος, με θείο όραμα προέβλεψε την καταστροφή
της χώρας. Οι αμαρτίες
των
ανθρώπων της εποχής εκείνης που κατοικούσαν στα μέρη εκείνα της Συρίας και της
Παλαιστίνης είχαν ξεπεράσει κάθε προηγούμενο
όριο. Όταν μάλιστα οι Πέρσες είχαν προχωρήσει και περικυκλώσει
την αγία πόλη Ιερουσαλήμ, τότε οι αδελφοί
του
κοινοβίου και πολλοί από αυτούς
που έμεναν
σε κελιά έφυγαν για την
Αραβία
ή πήγαν και κρύφτηκαν στα σπήλαια
και στον καλαμώνα. Μαζί μ’ αυτούς με την επιμονή
των πατέρων πήγε και ο
γέροντας Γεώργιος. Εκεί τον
βρήκαν οι Πέρσες και τον πήραν
και αυτόν αιχμάλωτο μαζί με άλλους.
Πολλούς απ’ αυτούς
κατέσφαξαν. Μεταξύ αυτών
και ένα γέροντα
εκατό περίπου χρόνων με άγια ζωή, τον αββά
Στέφανο τον Σύρο. Τον Άγιο Γεώργιο τον σεβάστηκαν σαν τον είδαν
έτσι αδύνατο και ευλαβή,
του έδωκαν μάλιστα
και ένα ζεμπίλι με ψωμιά και
ένα δοχείο με νερό
και τον αφήκαν ελεύθερο λέγοντάς του: «Όπου θέλεις πήγαινε, γέρο, να σώσεις
τον
εαυτό σου».
Ο Άγιος κατέβηκε στον Ιορδάνη
τη νύκτα και κρυβόταν εκεί μέχρις ότου
έφυγαν οι Πέρσες προς τη Δαμασκό μαζί με τους αιχμαλώτους που πήραν
και από την αγία πόλη
των Ιεροσολύμων. Μαζί τους
είχαν και τον επίσκοπο Ιεροσολύμων
τον Ζαχαρία και τον Τίμιο Σταυρό.
Ο γέροντας αφού περιπλανήθηκε ένα διάστημα
σε διάφορα
μέρη, στο τέλος γύρισε στο μοναστήρι του Χοζεβά όπου
παρέμεινε μέχρι του θανάτου του. Αυτή την
περίοδο
ο όσιος παρά την
ηλικία του ανέπτυξε
μεγάλη ιεραποστολική δράση. Το «παρακαλείτε,
παρακαλείτε τον λαό μου» το έκαμε
βίωμά
του και σύνθημα ζωής. Καθημερινά
έβγαινε από το
κελί του και δίδασκε και στήριζε τους αδελφούς και τους πολλούς επισκέπτες. Μαζί με τη διδασκαλία του ο όσιος
πρόσφερε και τα πολλά θαύματά του. Πολύ τον χαρίτωσε ο Κύριος
τούτο τον καιρό. Πηγή χαριτόβρυτη κι ανεξάντλητη θαυμάτων έμεινε μέχρι της
ημέρας που κοιμήθηκε.
Ειρηνικά
και ήσυχα ένα πρωινό
ο Άγιός μας αφήκε
το πνεύμα του να πετάξει κοντά στον Κύριο
που αγάπησε
με όλη την
ψυχή του και
έζησε για την δόξα
του. «Δικαίων ψυχαί εν χειρί Θεού και ου μη άψηται
αυτών βάσανος». Ποικίλες θεραπείες προσφέρει ο Όσιός μας
και
μετά την κοίμησή του σ’
εκείνους που με ευλάβεια και πίστη
στον
Θεό ζητούν τη μεσιτεία του. Η μνήμη του αθάνατη θα μένει
στους αιώνες και το παράδειγμά του ζωντανό
θα καλεί τις γενεές
των ανθρώπων και μάλιστα της Νήσου των Αγίων, της Κύπρου
μας στην αγάπη του Χριστού. Ναι! στην αγάπη
του Χριστού, γιατί μόνο η αγάπη του Χριστού
και η προσήλωσή μας στο θέλημά του ομορφαίνει την ζωή μας και της
δίνει νόημα και ασφάλεια
και αξία.
Είναι
καιρός, όλοι όσοι
κατοικούμε τούτο τον τόπο
(στην Κύπρο) να συνειδητοποιήσουμε πως το όνομα «χριστιανός» δεν είναι
ένα κενό όνομα και
ένας κληρονομικός τίτλος χωρίς ευθύνη. Το όνομα, το τιμημένο όνομα χριστιανός, είναι περισσότερο τρόπος σκέψεως
και ένας
κανόνας ζωής. Είναι «αίρεσις βίου». Καθένας από μας είναι υποχρεωμένος την κάθε
μέρα
να δίνει «την
μαρτυρία Ιησού Χριστού».
Και αυτή η μαρτυρία δεν είναι μία πράξη ανώδυνη. Σε πολλές περιστάσεις η
μαρτυρία Ιησού Χριστού καταντά διωγμός «ένεκεν δικαιοσύνης». Και ακόμη
μαρτύριο και θάνατος για χάρη του Χριστού και του
Ευαγγελίου του. Σήμερα πιο πολύ από κάθε άλλη φορά ο κάθε
πιστός πρέπει
να είναι αθλητής της πίστεως.
Της πίστεως, την οποία
πρέπει
να είναι έτοιμος να
ομολογήσει και να βεβαιώσει με την
πολιτεία του. Να βεβαιώσει δηλαδή ότι καμιά δύναμη στον κόσμο δεν μπορεί να τον
χωρίσει από την
αγάπη του Χριστού. Μαζί με τον θείο Απόστολο
Παύλο καθένας από
μας πρέπει να είναι έτοιμος να επαναλάβει το «τις ημάς χωρίσει από της
αγάπης του Χριστού; Θλίψις
ή στενοχώρια ή διωγμός
ή λιμός ή
γυμνότης ή κίνδυνος
ή μάχαιρα;». Και με πεποίθηση ακλόνητη στη δύναμη που χαρίζει ο Χριστός, σ’ εκείνους που με αληθινή πίστη τον επικαλούνται,
να δίνει και
την απάντηση, όπως την έδινε η φάλαγγα των αγίων, οσίων, πατέρων και μαρτύρων της εκκλησίας μας, όπως την έδινε ο μεγάλος άγιος μας Γεώργιος ο Χοζεβίτης με τα λόγια και
πάλιν του θείου
Παύλου:
«Πέπεισμαι
γαρ ότι ούτε θάνατος ούτε ζωή ούτε άγγελοι ούτε αρχαί ούτε
δυνάμεις ούτε ενεστώτα ούτε μέλλοντα ούτε ύψωμα ούτε βάθος ούτε
τις κτίσις ετέρα δυνήσεται ημάς χωρίσαι από της αγάπης του Θεού
της εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών» (Ρωμ. η’ 25, 38 – 39).
Άγιε Γεώργιε του Χοζεβά, αγλάϊσμα των Πατέρων, δόξα των οσίων, τρανό υπόδειγμα βαθιάς πίστεως και ευσέβειας, πρέσβευε υπέρ ημών των αμαρτωλών. Πρέσβευε, άγιε Πάτερ, και εύχου η πατρίδα σου Κύπρος, να ιδεί μία ώρα γρηγορότερα την ποθητή ελευθερία και τη λύτρωση από τα ανήκουστα δεινά που περνά. Αμήν.
Απολυτίκιον. Ήχος πλ. α’.
Τον συνάναρχον Λόγον.
Γεωργήσας τον λόγον Πάτερ της χάριτος, δικαιοσύνης εδρέψω καρποφορίαν λαμπράν, ως την ένθεον ζωήν αιρετισάμενος· όθεν της δόξης κοινωνός, ανεδείχθης του Χριστού, Γεώργιε θεοφόρε· ω και πρεσβεύεις απαύστως, ελεηθήναι τας ψυχάς ημών.
Γεωργήσας τον λόγον Πάτερ της χάριτος, δικαιοσύνης εδρέψω καρποφορίαν λαμπράν, ως την ένθεον ζωήν αιρετισάμενος· όθεν της δόξης κοινωνός, ανεδείχθης του Χριστού, Γεώργιε θεοφόρε· ω και πρεσβεύεις απαύστως, ελεηθήναι τας ψυχάς ημών.
Κοντάκιον. Ήχος πλ. δ’. Τη υπερμάχω.
Ως γεωργόν
των νοητών φυτών πανάριστον
Και των
Αγγέλων μιμητήν και ισοστάσιον
Ανυμνούμέν σε
οι παίδές σου θεοφόρε.
Αλλ’ ως έχων
παρρησίαν προς τον Κύριον,
Από πάσης
απολύτρωσαι κακώσεως
Τους βοώντάς σοι, χαίροις Πάτερ Γεώργιε.
Τους βοώντάς σοι, χαίροις Πάτερ Γεώργιε.
Μεγαλυνάριον.
Τον Σταυρόν ως άροτρον εσχηκώς, σεαυτόν οσίως, εγεώργησας τω Θεώ· όθεν την ψυχήν μου, Γεώργιε παμμάκαρ, ηθών τη γεωργίᾳ, ήδη νεούργησον.
Τον Σταυρόν ως άροτρον εσχηκώς, σεαυτόν οσίως, εγεώργησας τω Θεώ· όθεν την ψυχήν μου, Γεώργιε παμμάκαρ, ηθών τη γεωργίᾳ, ήδη νεούργησον.
Saint George Josephine
His name is well known in
the Christian world. The monastery in Palestine is also known for its
asceticism.
Situated on a deserted and
wild ravine, it is close to the ancient Roman road that leads from Jerusalem to
Jericho.
In the Bible this site is
called Horatos torrent and is associated with many historical events.
In this place is the cave
where the prophet Elias (910 BC) had once hid to escape the pursuit of the
disobedient King Ahab and his pagan wife Jezebel.
In this cave the zealous
prophet stayed for months and was miraculously fed. Some crows brought him
morning and evening bread and meat.
Water drank from the
torrent. However, when the water was still lacking here because of the drought,
the prophet departed at the command of God at Sidon's command.
In this cave years later,
the theopathic Ioakim came and closed. He stayed here forty days fasting and
praying that God would give him a child because he was childless. During this
time, his wife Anna stayed home and prayed warmly. With tears she begged and
demanded that the Almighty God solve her childlessness.
Joachim's prayer in the
cave is very moving, as the ancient tradition rescued us: "I am
down," said the pious Joachim, "not even to drink, until you visit my
Lord and my good wishes" .
And he did not move from
there, except when the philanthropic God, who always listens to the prayers of
his pious children, exhorted his supplication and with an angel conveyed the
joyful message that he would have a child. And really. The following year,
Joakim and Anna claimed to have the beautiful Mary, the Mother of God. That is
why the name Theopathors, meaning ancestors of our Savior Christ, our God.
From a typical order of
the Church of Jerusalem we learn that the torrent was the estate of Joaquim,
the father of the Virgin Mary. There was also a garden of the same and
hereafter a Church was built in the name of the Virgin Mary, where great feasts
were held at different times of the year. The monastery of Panagia Hozeva, one
of the oldest monasteries in Palestine, was also built there. In this sacred
Monastery lived the angelic life of complete dedication, thousands of devout
souls. Saint George, also known by the surname Josevitis, spent most of his
ascetic life on the island of Cyprus.
The whole area is
distinguished for its wilderness. And this area would surely have been taken
into account by the Lord when he spoke of the parable of the man who fell to
the robbers and is known as the parable of the good Samaritan.
Throughout the course of
the stream there are many caves, which attracted many departures early. One of
them, located above the Monastery, was once occupied by Saint John the
Wonderworker, who had served as bishop of Caesarea and then left the diocese
and came to this place to unite. This great Saint and Miracle Worker built the
church and the Monastery in the name of the Virgin Mary and graced the site so
that, in a short time, thousands of loving souls came to live the angelic life.
The flourishing of the monastery, where many miracles were performed by the
Theotokos and the surrounding hermitages, which at the beginning of the seventh
century hosted more than five thousand souls, halted the Persian invasions.
These wild hordes, slaughtered, burned, devastated, devastated by what they
were going through, were like a real storm. At this time the Holy Temple of the
Resurrection and all the temples and monasteries of Palestine were destroyed
(614 AD).
St. George Josephine also
lived in this time, and since his childhood his name became synonymous with
virtue.
This holy form was born in
a village in Cyprus of very pious and well-off parents. But the many good
things that God's mercy had given them did not prevent them from living in
complete submission to His will. With Christ the words were raised by both of
their children, Heraclides and George. Worshipful parents from this early age
made sure to instill in the souls of both their children respect for the holy
Name of God, but also obedience, blind obedience to His will. And their
troubles were not only lost but also richly blessed by the philanthropic
Father.
Heracles, the eldest, when
he reached adulthood, received the wishes of his parents and went to worship
the places where he was born, raised and lived by our Christ. The young and
polite soul of the young man, as he arrived in the Holy Land and visited the
Calvary and the Holy Sepulcher of Christ, was so enthralled that he decided to
stay there for the rest of his life. And really. The faithful and philosopher
young man, having returned from various places, went down to the Jordan. He walked
with elated spirit to the place where, according to tradition, the prophet of
the desert baptized the Lord and from there proceeded to the Lavra of
Kalamonos, where he remained in the fight for the good, the virtue for the
struggle. His younger brother George still remained close to his parents and
stood out from all his peers in the carefree and modest life.
In the difficult years of
adolescence, the good kid beat a big test. His parents fell ill and died
shortly after. But the One who asserts in His Holy Spirit that the orphan and
the widow always takes them under His special protection has not abandoned the
faithful child. An uncle took care of him and took the child with him with all
his belongings and inheritance in order to grow up to couple him with his also
small and precocious daughter. But because George was turning away from secular
life and his soul longing for a higher life, angelic life, one morning he left
home and went to another of his aunts, who were abbot of a monastery. When the
first uncle found out what had happened, he went to the monastery in order to
take back George and bring him back to the village. In his endeavor to achieve
his purpose, he did not find it difficult to argue with his brother the monk.
But he calmly and kindly replied:
"My brother, I
neither brought the young man here, nor did I drive him away. Let him decide
for himself what he wants. He has age ... ".
When the young man learned
of his divine quarrel over his face, he secretly got up and left the monastery
and Cyprus and made his way to the holy city, Jerusalem. There he arrived, went
and kneeled down and worshiped the glorious pilgrimage of the blessed city, and
then went down to the Jordan. The ruthless milk of faith with which his pious
parents watered him from infancy pushes him to find his brother. His soul
craves the blessed life, the angelic life. The dangers of sin that surrounded
him clearly brought to his ears the echo of the angels' voice to Lot:
"Sozon saved his soul" (Gen. 17). That is, look how you will save
your soul. The futility of the wreckers of this world shakes its own. Always in
vain human thought and repeated on his own. Guided by the Lord's invitation
card "Whoever wants to follow me, I refuse myself and untie his cross and
follow him," he proceeded and pulled to the Lavra of Kalamonos, where, as
he had learned, his brother was present.
The Lavra of Kalamon was
located near the present monastery of Abba Gerasimus in Jordan.
Without any hesitation as
he met him he fell to his feet and revealed to him his desire and determination
to stay with him. Despite the secret joy he experienced for his brother's
sacred disposition, seeing him so young, he was afraid to hold him close to him
and escorted him to the abbey of Our Lady of Joseva, who was also his friend
and betrayed him. He did not return to his monastery.
The abbot from the first
moment appreciated the zeal of the young George and guided him with fear of God
into ascetic life on the stairs. The young man's profound humiliation, his
obedience and his willingness to do all the work of the monastery encouraged
the abbot to go to the young man's shepherd, a monk, and entrust him to a
senior elder as his assistant in the dynasty. of the box he had.
The young monk spends his
daily life in the midst of fasting, vigilance and long prayers. Inspired by his
fiery zeal, he puts himself through many hardships for a finer life.
Unfortunately, despite his many virtues, his old man does not help him in his
noble endeavors. He was a tough man, and with the "flea jump" he was
demeaned to a degree.
One day the old man sent
his slave to the stream to bring water. But because the water was crowded and
the reeds and woods in front were very dense and the young man was dressed in
his clothes, he could not get through the water tank and came back inactive.
The old man, seeing the young man without water, became angry and told him to
take off his garment, to wear only his upper garment, and without obeying he
obeyed and went. But because he was late and the bell rang for the table, the
old man hid the child's clothes and went to eat. When the young man returned
and found neither his garment nor the old man's, he went to the monastery
without the hanger and knocked on the door. When the monk who came to open saw
him so naked, he asked him what had happened to him. And when the young man
explained it to him, he went and brought him an imitation robe, which he wore
and went into the monastery. As he was about to enter, the old man who saw him
there in front of the graves of the five Fathers, without compassion and
unjustified anger, gave him a loud slap:
Why are you late;
At the same time, the old
man's hand was completely dry and he was not shaking at all. Abbas, crushed by
the punishment he found, fell at the feet of his young slave and begged him,
saying:
- My child, forgive me and
not me. I'm off. I was very upset. Don't interfere with me, but beg God to
forgive me and do me good.
The young monk, deeply
saddened by the old man's illness, said with humiliation and crush:
- Go, Father, there to the
tombs of the Holy Fathers, lay repentance and they will heal you.
The old man, however,
insisted.
My child, it's up to you.
He begged God to have mercy on me and to forgive me.
Then the young man, taking
the old man's hand, led him there to the tombs, and after deep repentance, they
prayed and the miracle was done. The hand returned to its normal state. But the
old man's soul softened. Anger set in, and humility along with compassion set
their throne in his heart.
Despite the young monk's
departure from the scene of the miracle, this quickly became known throughout
the fraternity. From that moment on, all the monks with great respect and
respect began to surround the young man and to speak of his miracle. Fearing that
he might get caught in the nets of pride, he got up one night and left the
monastery and dragged himself to the Lavra where his brother was. There he
strictly adorned his life and with his fasting and hard work he mortified his
body so that the enemy's infestations could not influence him. No hysteria or
selfishness came into his mind. The Lord's will as a lighthouse always
projected in front of him and illuminated his way. But he lived like a heavenly
man, but also an angel on earth. A life of "complete grace and truth"
(John 1:14) had ended his life. Source of endless
miracles. Wonders that cause truly amazing.
It was such a miracle. One
day a farmer from Jericho, a well-known friend of the two ascetics, came to
Lavra with a gem of various fruits that he was cultivating and beating the door
of their cell. George went and opened the door and invited him in. As soon as
the visitor came in he put out a penance and after placing the gem with gifts
he warmly begged the abbeys to bless the fruits so beneath them they wonder
what they see? An infant dead. It was the visitor's newborn child who had
passed away, and he brought it to the abbots with the sweet hope that they
could resurrect it and bring it back to life. Abacus Heraclides, as he saw it
with horror and agitation, said to his brother: "Go and invite the man to
come and get the gemstone with the things he has brought. He puts us in, tell
him a great temptation. Lord, exclaim, have mercy on us sinners. "
But abbey George, who was
then forty years old, put his penitence on his brother and said with respect:
My father, do not be
embarrassed or disturbed. But let us call upon Faithful God and the Almighty to
do his miracle. And if his mercy hear us and resurrect the child, may His
Blessed Name be blessed for centuries. Then we call on the father and give him
his child, as he believed. But if the goodness of God does not want, for
reasons known to Him, to be done by the miracle, then we again call upon the
Father and explain to him, that we are sinful men, and have not such a boldness
to achieve what he so desires, as much as we do. In the words of George Abacus
Heraclides was convinced. Then both fathers knelt down, with tears in their
eyes and a broken heart began to pray. Not too long ago, the miracle happened.
The philanthropic God who always listens to the prayers of his children in
faith, hears the faithful abbots' plea. The dead child at some point opened his
eyes and let out a slight whimper. The devout ascetics with the soul flooded
with gratitude opened the door and called in the child's father and told him:
- Our brother, the love of
God, in the faith you have shown in Him, gives your child back alive. Take it
and glorify it with all your soul, but don't mention anything that happened.
The venerable father with
tears of joy took his beloved child in his arms and came out praising the
philanthropist God from the depths of his soul. He left and left the abbeys
behind to continue their fight. A struggle of tiring bodybuilding, a struggle
of constant prayer.
This is how their lives
were spent every day with reverence and peace and humiliation and envy in
general. They have never been allowed to talk to each other or to feel sorry
for one another. Abacus Heraclides had a lot of meekness and patience and
humility. And he kept these virtues with exemplary zeal and attention until the
day that the Great Father called him to leave this world and to go to the land
of heaven and eternal happiness and joy. He was asleep for about seventy years
and was buried there in the tombs of the Holy Fathers. In heaven, he is now
preaching to the whole world, and especially to his homeland, the martyred
Cyprus.
After the death of Abba
Heraclides, a brother of the homogeneous, but sympathetic and sportsman of Abba
George, he too left Lavra and returned to the monastery of Joseva from which he
began. And in this environment the humble abba's life continues like its former
life in Lavra. Here too, fasting, along with excessive vigilance and warm
prayer, is his daily occupation. The fast, in which he submitted himself, as
his disciple Osios Antonios tells us, who wrote his biography, had reached the
vertical. But in study and prayer he had surpassed all his companions there.
Without any exaggeration he could say about his life. "I live by no means,
but Christ lives by me." (Gal. 2:20). The people who saw him admired him.
And the demons shook him for his self-denial and patience.
When the Persians arrived
in Damascus, the Saint, who by day was sitting outside his cell and warming
himself in the sun, because he had become too weak by excessive temperance,
foresaw the destruction of the country by divine vision. The sins of the people
of that time living in those parts of Syria and Palestine had exceeded any
previous limit. When the Persians had even reached and encircled the holy city
of Jerusalem, then the brethren of the priests and many of them who had
remained in cells left for Arabia or went and hid in the caves and in the
reeds. Elder George went with them with the patience of the fathers. There the
Persians found him and took him captive along with others. Many of them were
killed. Among them was an elder one hundred years old with a holy life, abbey
Stefanos Syros. Saint George was respected as seeing him as weak and vicious,
even given him a gamble with breads and a pot of water and released him saying,
"Go where you want, old man, to save yourself." The Saint descended
on the Jordan at night and hid there until the Persians left for Damascus, with
the captives also taken from the holy city of Jerusalem. They also had the
Bishop of Jerusalem, Zechariah and the Holy Cross.
After wandering around for
a while, the old man eventually returned to the monastery of Joseva where he
remained until his death. During this period the saint, despite his age,
developed a great missionary activity. The "please, please my people"
we made his life experience and a slogan. He would come out of his cell every
day and teach and support the brothers and the many visitors. Along with his
teaching, the saint also offered his many miracles. The Lord was very pleased
with him at this time. A source of charity and endless miracles remained until
the day she fell asleep.
Peacefully and quietly one
morning our Saint let his spirit fly to the Lord who loved him with all his
soul and lived for his glory. "Be righteous in the hand of God, and do not
be tormented by them." Our Son offers various remedies even after he has
fallen asleep to those who seek his intercession with godliness and faith in
God. The memory of the immortal will remain for centuries and his example alive
will invoke the generations of people, and even the Island of Our Saints, in
the love of Christ. Yes! in Christ's love, because only Christ's love and our
commitment to his will beautify our lives and give it meaning and security and
value.
It is time for all of us
who live in this place (in Cyprus) to realize that the name
"Christian" is not a blank name and an inheritance title without
responsibility. The name, the honored name Christian, is more a way of thinking
and a rule of life. It is a "sect of life". Each of us is obliged
every day to give "the testimony of Jesus Christ." And this testimony
is not a painless act. In many cases, the testimony of Jesus Christ leads to
persecution of "righteousness." And yet martyrdom and death for the
sake of Christ and His Gospel. Today, more than ever, every believer must be an
athlete of faith. Of faith, which he must be ready to confess and affirm with
his state. That is to say that no power in the world can separate him from the
love of Christ. With the divine Apostle Paul, each of us must be ready to
repeat "separate us from Christ's love? Grief or distress or persecution
or starvation or nakedness or danger or a knife? ' And with firm conviction in
the power that Christ bestows upon those who call upon him in true faith, to
give the answer as the phalanx of the saints, the saints, the fathers, and the
witnesses of our church, as the great saint gave to us George Josephite in the
words of Uncle Paul again:
"I am convinced that
neither death nor life nor angels nor primeval nor forces nor present nor
future nor height nor depth nor any other creature can be separated from us by
the love of the God of Christ in Jesus Christ (25). - 39).
Saint George of Joseva,
hug of the Fathers, glory of the saints, exemplary of deep faith and piety, he
advocated for our sinners. Ambassador, Holy Father, and wish your homeland
Cyprus, one hour faster see the craving for freedom and redemption from the
unheard of suffering that passes. Amen.
Absolutely. Sound a'.
Co-captain Logon.
I have spoken the word of
the Father of grace, righteousness, that I should bear fruit with brightness,
as the infernal life devoted to her;
It's close. Sound d. I
miss her.
As a farmer of the
imaginative Panaristo plant
And of the Angels
imitators and equals
Reminiscent of your
children, Theophore.
But as if I were bold to
the Lord,
In any case, you are free
from injury
Welcome to them, dear
Father George.
Magnificent.
At the Cross as a
plowshare, in the very heart of it, I have made God my God;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου