21/5/19

Οι Άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη οι Ισαπόστολοι



Ως   γενέτειρα   πόλη   του   Μεγάλου   Κωνσταντίνου   αναφέρεται   τόσο  η  Ταρσός   της   Κιλικίας  όσο   και   το   Δρέπανο  της   Βιθυνίας.   Ωστόσο   η   άποψη που   επικρατεί    φέρει  τον Μέγα  Κωνσταντίνο  να  έχει  γεννηθεί  στη  Ναϊσό   της   Άνω   Μοισίας. Το ακριβές έτος της γεννήσεώς του δεν είναι γνωστό,   θεωρείται  όμως   ότι   γεννήθηκε    μεταξύ    των    ετών   274 – 288   μ.Χ.
Πατέρας   του   ήταν  ο   Κωνστάντιος, που λόγω της   χλωμότητος   του προσώπου του ονομάσθηκε Χλωρός, και ήταν  συγγενής  του  αυτοκράτορος   Κλαυδίου.  Μητέρα  του  ήταν  η  Αγία  Ελένη,  θυγατέρα  ενός   πανδοχέως    από  το    Δρέπανο    της   Βιθυνίας.
Το  305   μ.Χ.  ο  Κωνσταντίνος   ευρίσκεται   στην  αυλή  του  αυτοκράτορος Διοκλητιανού  στη    Νικομήδεια  με  το  αξίωμα   του  χιλίαρχου.    Το  ίδιο  έτος   οι   δύο   Αύγουστοι,   Διοκλητιανός  και   Μαξιμιανός,   παραιτούνται   από τα αξιώματά τους και αποσύρονται.   Στο  ύπατο  αξίωμα   του   Αυγούστου προάγονται   ο   Κωνστάντιος   ο   Χλωρός   στη  Δύση   και  ο  Γαλέριος  στην Ανατολή.  Ο  Κωνστάντιος ο  Χλωρός πέθανε στις 25  Ιουλίου 306  μ.Χ.   και            ο  στρατός  ανακήρυξε    Αύγουστο   τον  Μέγα   Κωνσταντίνο,   κάτι    όμως   που  δεν αποδέχθηκε ο   Γαλέριος.  Μετά  από   μια   σειρά   διαφόρων   ιστορικών γεγονότων  ο  Μέγας   Κωνσταντίνος  συγκρούεται    με    τον   Μαξέντιο,   υιό  του  Μαξιμιανού, ο οποίος πλεονεκτούσε στρατηγικά, επειδή   διέθετε τετραπλάσιο  στράτευμα και ο στρατός του Κωνσταντίνου ήταν ήδη καταπονημένος.
Από την πλευρά του ο Μέγας Κωνσταντίνος είχε  κάθε  λόγο  να αισθάνεται   συγκρατημένος.  Δεν  είχε  καμία    άλλη    επιλογή   εκτός    από  την   επίκληση    της  δυνάμεως  του  Θεού.  Ήθελε  να  προσευχηθεί,   να ζητήσει   βοήθεια,   αλλά  καθώς  διηγείται  ο       ιστορικός   Ευσέβιος,  δεν   ήξερε   σε ποιον  Θεό  να  απευθυνθεί.  Τότε  έφερε   νοερά  στη   σκέψη   του  όλους  αυτούς που  μαζί  τους συνδιοικούσε  την  αυτοκρατορία.   Όλοι   τους,  εκτός  από   τον  πατέρα   του, πίστευαν   σε   πολλούς   θεούς   και   όλοι   τους  είχαν τραγικό τέλος. Άρχισε,   λοιπόν,  να   προσεύχεται   στον   Θεό,   υψώνοντας   το δεξί του χέρι και ικετεύοντάς Τον να του αποκαλυφθεί. Ενώ   προσευχόταν, διαγράφεται στον  ουρανό  μία  πρωτόγνωρη  θεοσημία.  Περί   τις  μεσημβρινές    ώρες  του  ηλίου,  κατά   το   δειλινό  δηλαδή,  είδε  στον    ουρανό  το  τρόπαιο  του  Σταυρού, που   έγραφε   «τούτω   νίκα». Και   ενώ προσπαθούσε να κατανοήσει τη σημασία  αυτού  του  μυστηριακού  θεάματος,   τον   κατέλαβε   η   νύχτα.   Τότε   εμφανίζεται  ο  Κύριος    στον   ύπνο του μαζί  με  το  σύμβολο  του  Σταυρού  και τον προέτρεψε   να κατασκευάσει απομίμηση αυτού  και  να  το  χρησιμοποιεί ως   φυλακτήριο στους   πολέμους.
Έχοντας  ως   σημαία του το Χριστιανικό   λάβαρο,   αρχίζει   να   προελαύνει προς   την    Ρώμη    εκμηδενίζοντας   κάθε    αντίσταση.
Όταν  φθάνει  στη  Ρώμη    ενδιαφέρεται   για   τους  Χριστιανούς  της   πόλεως. Όμως   το   ενδιαφέρον   του   δεν περιορίζεται  μόνο  σε  αυτούς.  Πολύ   σύντομα πληροφορείται για την πενιχρή κατάσταση   της   Εκκλησίας της  Αφρικής  και ενισχύει    από    το   δημόσιο  ταμείο  τα  έργα    διακονίας  αυτής.
Το   Φεβρουάριο   του   313   μ.Χ.,   στα   Μεδιόλανα,   όπου    γίνεται   ο   γάμος   του   Λικινίου με την Κωνσταντία,   αδελφή     του   Μεγάλου   Κωνσταντίνου, επέρχεται μια ιστορική συμφωνία μεταξύ των δύο  ανδρών  που  καθιερώνει  την    αρχή   της    ανεξιθρησκείας.
Τα προβλήματα  που    είχε    να   αντιμετωπίσει    ο  Μέγας  Κωνσταντίνος  ήσαν πολλά. Η  αιρετική διδασκαλία του Αρείου, πρεσβυτέρου  της  Αλεξανδρινής Εκκλησίας, ήλθε να ταράξει   την   ενότητα  της   Εκκλησίας.  Η διδασκαλία   αυτή,   που   ονομάσθηκε   αρειανισμός,   κατέλυε   ουσιαστικά   το  δόγμα   της   Τριαδικότητας    του    Θεού.
Μόλις ο Μέγας Κωνσταντίνος πληροφορήθηκε τα όσα θλιβερά   συνέβαιναν   στην   Αλεξάνδρεια,   απέστειλε   με   τον   πνευματικό   του σύμβουλο  Όσιο, Επίσκοπο Κορδούης της Ισπανίας, επιστολή  στον  Επίσκοπο    Αλεξανδρείας   Αλέξανδρο   (313 – 328 μ.Χ.)  και  τον  Άρειο.  Η προσπάθεια  επιλύσεως του θέματος δεν ευδοκίμησε. Έτσι   αποφασίσθηκε η  σύγκλιση  της   Α’   Οικουμενικής  Συνόδου  στη  Νίκαια    της  Βιθυνίας    το  325   μ.Χ.
Η  περιγραφήτης  εναρκτήριας  τελετής  από  τον  ιστορικό    Ευσέβιο   είναι ομολογουμένως   ενδιαφέρουσα. Στο   μεσαίο  οίκο   των   ανακτόρων   είχαν προσέλθει  όλοι   οι   σύνεδροι.  Επικρατούσε απόλυτη   σιγή  και όλοι  περίμεναν   την  είσοδο  του  αυτοκράτορος,  τον  οποίο  οι  περισσότεροι   θα  έβλεπαν για πρώτη φορά. Ο Κωνσταντίνος εισήλθε ταπεινά, με σεμνότητα και πραότητα. Στην ομιλία του προς   τη   Σύνοδο   χαρακτηρίζει τις   ενδοεκκλησιαστικές  συγκρούσεις  ως  το  μεγαλύτερο  δεινό    και    από τους πολέμους.    Ο  λόγος του  υπήρξε  ευθύς  και  σαφής.    Δεν    ήθελε    να  ασχοληθεί  παρά   μονάχα  με  θέματα  που  αφορούσαν  στην  ορθοτόμηση  της  πίστεως.  Η   κρίσιμη   φράση   του,   «περί  της πίστεως  σπουδάσωμεν»,  διασώζεται    σχεδόν   από    όλους    τους   ιστορικούς   συγγραφείς.
Μετά το πέρας των εργασιών της Συνόδου ο αυτοκράτορας ανέλαβε  πρωτοβουλίες για την  εδραίωση  των  αποφάσεών  της.  Απέστειλε   εγκύκλιο   επιστολή προς την Εκκλησία   της   Αιγύπτου,    Λιβύης, Πενταπόλεως,  Αλεξανδρείας,    στην    οποία   γνωστοποιεί  τις  αποφάσεις  της Συνόδου.  Ο ίδιος γνωστοποιεί προς όλη την  επικράτεια  της  αυτοκρατορίας την καταδίκη   του   Αρείου  και   απαγορεύει  την  απόκτηση  και  την    απόκρυψη  των   συγγραμμάτων του.  Η  πιο  εντυπωσιακή  του  όμως  ενέργεια  είναι  η επιστολή του προς τον Άρειο. Επιτιμά  τον  αιρεσιάρχη  και    τον   καταδικάζει   με  αυστηρότητα  για  τις κακοδοξίες του.
Όμως  περί  τα  τέλη  του  327  μ.Χ.    ο   Μέγας   Κωνσταντίνος   καλεί   τον Άρειο  στα   ανάκτορα.    Ο    αιρεσιάρχης    φυσικά   δεν   χάνει  την  ευκαιρία  και  υποβάλλει  μία ομολογία γεμάτη από έντεχνες θεολογικές ανακρίβειες, πείθοντας μάλιστα  τον  Μέγα  Κωνσταντίνο  ότι    αυτή    δεν διαφέρει    ουσιαστικά   από  όσα   είχε  αποφασίσει    η   Α’   Οικουμενική Σύνοδος.   Τελικά   ο    αυτοκράτορας  συγκαλεί   νέα  Σύνοδο,  το  Νοέμβριο    του  327 μ.Χ.,  η  οποία  ανακαλεί  τον  Άρειο από   την   εξορία   και   αποκαθιστά  τους  εξόριστους  Επισκόπους  Νικομηδείας Ευσέβιο και  Νικαίας  Θεόγνιο.  Η ανάκληση του Αρείου και η  αποκατάσταση  των  περί  αυτών  πυροδότησε νέες    έριδες   στους   κόλπους  της   Εκκλησίας.  Ο  Επίσκοπος  Αλεξανδρείας   Αλέξανδρος   και    στην  συνέχεια  ο  διάδοχός  του  Μέγας  Αθανάσιος  αρνούνται  να  δεχθούν  τον  Άρειο   στην  Αλεξάνδρεια.   Ο Μέγας   Κωνσταντίνος   απειλεί   με  καθαίρεση   τον   Μέγα   Αθανάσιο,   ενώ   σε Σύνοδο που συνήλθε στην Αντιόχεια το 330 μ.Χ. καθαιρείται και εξορίζεται από τους αιρετικούς ο Άγιος Ευστάθιος,   Επίσκοπος  Αντιοχείας († 21  Φεβρουαρίου).  Η  Σύνοδος   της   Τύρου  της   Συρίας,  που   συνήλθε   το  335 μ.Χ., καταδικάζει   ερήμην με την ποινή  της καθαιρέσεως  τον  Μέγα  Αθανάσιο,  ο  οποίος  φεύγει,  για  να  συναντήσει  τον Μέγα Κωνσταντίνο.
Είναι γεγονός πως   ο   Μέγας  Κωνσταντίνος   δεν   έδειξε   να   αποδέχεται   το αίτημα  του   Μεγάλου   Αθανασίου για   ακρόαση.   Πείσθηκε  όμως   να   τον ακούσει,   όταν   ο   Μέγας  Αθανάσιος   του   απηύθυνε την  ρήση:    «Δικάσει  Κύριος  ανά   μέσον  εμού  και  σου».   Ο  Μέγας   Κωνσταντίνος   κατενόησε   την κατάφωρη   αδικία  και  τις   άθλιες   μεθοδεύσεις σε βάρος   του   Μεγάλου Αθανασίου   και   έκανε  δεκτό  το  αίτημά  του  να  προσκληθούν  όλοι  οι  συνοδικοί  της   Τύρου   και   η    διαδικασία  να  λάβει  χώρα    ενώπιόν  του.
Ο  Ευσέβιος  Νικομηδείας    αγνόησε  την αυτοκρατορική  εντολή.  Πήρε  μόνο ελάχιστους από τους συνοδικούς και εμφανίσθηκε στον  αυτοκράτορα.  Ξέχασε  όλες  τις  υπόλοιπες κατηγορίες και  για   πρώτη  φορά  έθεσε  το  θέμα της δήθεν παρακωλύσεως της   αποστολής   σιταριού  προς  την    Βασιλεύουσα.   Ο    αυτοκράτορας   εξοργίζεται   και   εξορίζει   τον Μέγα   Αθανάσιο στα  Τρέβιρα της  Γαλλίας.  Παρά  ταύτα  δεν    επικυρώνει  την  απόφαση   της   Συνόδου    της   Τύρου   για   καθαίρεση και   ούτε   διατάσσει την   αναπλήρωση   του    επισκοπικού  θρόνου    της    Αλεξάνδρειας.
Η  τελευταία  περίοδος  της  ζωής  του  Μεγάλου   Κωνσταντίνου  είναι  αυτή  που   τον   καταξιώνει  στην  εκκλησιαστική  συνείδηση   και   τον    οδηγεί  στο    απόγειο   της   πνευματικής   του   πορείας.   Ο   Άγιος,   κατά   τον   Απρίλιο   του  337 μ.Χ., αισθάνεται τα πρώτα  σοβαρά  συμπτώματα  κάποιας  ασθένειας.  Οι  πηγές   μας   πληροφορούν   πως   ο   Μέγας   Κωνσταντίνος κατέφυγε σε ιαματικά  λουτρά. Βλέποντας όμως την υγεία   του  να επιδεινώνεται   θεώρησε σκόπιμο να  μεταβεί  στην  πόλη    Ελενόπολη    της Βιθυνίας, που  είχε  ονομασθεί  έτσι   λόγῳ    της   Αγίας   μητέρας  του.  Εκεί παρέμεινε  στο   ναό  των   Μαρτύρων,  όπου   ανέπεμπε  ικετήριες   ευχές   και λιτανείες  προς   τον   Θεό.   Ο   Μέγας   Κωνσταντίνος   αντιλαμβάνεται   πως   η επίγεια   ζωή   του   πλησιάζει  στο  τέλος της.  Η μνήμη  του  θανάτου  καλλιεργείται  στην  καρδιά  του  και  τον    οδηγεί   στο   μυστήριο της   μετάνοιας   και   του   βαπτίσματος.   Μετά   από   αυτά   καταφεύγει σε κάποιο   προάστιο της Νικομήδειας,   συγκαλεί   τους   Επισκόπους  και  τους  απευθύνει  τον  εξής   λόγο:    «Αυτός  ήταν  ο  καιρός  που   προσδοκούσα    από  παλαιά  και  διψούσα  και  ευχόμουν  να   καταξιωθώ  της  εν    Θεώ   σωτηρίας.  Ήλθε  η  ώρα   να   απολαύσουμε   και   εμείς   την   αθανατοποιό   σφραγίδα,    ήλθε  η  ώρα να συμμετάσχουμε στο σωτήριο σφράγισμα, πράγμα που κάποτε επιθυμούσα  να  κάνω  στα  ρείθρα  του    Ιορδάνου,  στα    οποία,   όπως παραδίδεται,   ο   Σωτήρας  μας  έλαβε το  βάπτισμα  εις    ημέτερον    τύπον.    Ο  Θεός όμως, που γνωρίζει το συμφέρον, μαςαξιώνει  να  λάβουμε  το  βάπτισμα    εδώ.   Άς  μην  υπάρχει  λοιπόν  καμία  αμφιβολία. Γιατί  και   εάν  ακόμη  είναι  θέλημα του   Κυρίου  της  ζωής  και  του  θανάτου  να  συνεχισθεί  η  επίγεια ζωή  μας  και    να  συνυπάρχω   με το λαό   του   Θεού,   θα πλαισιώσω   τη ζωή  μου  με  όλους  εκείνους τους  κανόνες   που  αρμόζουν  στον   Θεὸ».
Μετά το βάπτισμα ο Άγιος Κωνσταντίνος δεν ξαναφόρεσε τον αυτοκρατορικό χιτώνα, αλλά παρέμεινε  ενδεδυμένος  με  το  λευκό   ένδυμα  του  βαπτίσματος, μέχρι  την  ημέρα  της  κοιμήσεώς  του  το  337  μ.Χ.  Ήταν    η   ημέρα  εορτασμού  της   Πεντηκοστής,  γράφει  ο   ιστορικός  Ευσέβιος.
Είναι  χαρακτηριστικός  ο  τρόπος  με  τον  οποίο    περιγράφει   ο   Ευσέβιος τα   γεγονότα,   τα   οποία   ακολούθησαν   την   κοίμηση   του  Αγίου.   Όλοι   οι σωματοφύλακες του   αυτοκράτορα, αφού έσχισαν τα ρούχα τους και έπεσαν  στο  έδαφος,  έκλαιγαν  και  φώναζαν  δυνατά,  σαν  να  μην  έχαναν  το   βασιλέα   τους,   αλλά   τον   πατέρα   τους.   Οι  ταξίαρχοι   και   οι  λοχαγοί  έκλαιγαν   τον   ευεργέτη   τους.   Οι   δήμοι   ήσαν  λυπημένοι   και    κάθε κάτοικος της   Κωνσταντινουπόλεως πενθούσε,  σαν  να  έχανε  το  κοινό  αγαθό.
Αφού οι στρατιωτικοί τοποθέτησαν το σκήνωμα του Αγίου σε   χρυσή λάρνακα,  το    μετέφεραν    στην   Κωνσταντινούπολη  και  το  εναπέθεσαν σε βάθρο  στον  βασιλικό  οίκο.  Το   ιερό   λείψανό   του  ενταφιάσθηκε    στο  ναό   των   Αγίων   Αποστόλων.
Δίκαια    η    ιστορία τον  ονόμασε  Μέγα  και  η  Εκκλησία    Ισαπόστολο.
Η  Αγία  Ελένη   γεννήθηκε  στο   Δρέπανο της Βιθυνίας   της    Μικράς   Ασίας περί το 247 μ.Χ. Φαίνεται ότι ήταν ταπεινής καταγωγής. Στην ιστοριογραφία  υπάρχει  σχετική  διχογνωμία  ως  προς  το    άν   η    μητέρα  του   Αγίου   Κωνσταντίνου  υπήρξε   σύζυγος ή   νόμιμη  παλλακίδα  του Κωνσταντίου    του    Χλωρού.
Μεταξύ  των   ετών  274 – 288  μ.Χ.   γέννησε   στη   Ναϊσό   της   Μοισίας   τον Κωνσταντίνο.  Όταν,  πέντε  έτη  αργότερα, ο  Κωνσταντίνος   Χλωρός  έγινε Καίσαρας  από  τον  Διοκλητιανό,  αναγκάσθηκε  να την  απομακρύνει, για  να συζευχθεί  τη  Θεοδώρα, θετή κόρη  του  αυτοκράτορος  Μαξιμιανού,   και  να έχει έτσι   το   συγγενικό   εκείνο   δεσμό,   ο οποίος   θα   εξασφάλιζε τη  στερεότητα του διοκλητιανού   τετραρχικού συστήματος.   Παρά   το   γεγονός   αυτό   ο  Μέγας Κωνσταντίνος  τιμούσε  ιδιαίτερα  τη  μητέρα  του.  Της  απένειμε  τον  τίτλο  της   αυγούστης,  έθεσε τη  μορφή  της  επί  νομισμάτων  και  έδωσε  το  όνομά  της  σε μία  πόλη    της   Βιθυνίας.
Η Αγία έδειξε την ευσέβειά της με πολλές ευεργεσίες και την ανοικοδόμηση  νέων  Εκκλησιών στη Ρώμη (Τιμίου Σταυρού), στην Κωνσταντινούπολη (Αγίων Αποστόλων), στη Βηθλεέμ (βασιλική   της Γεννήσεως)  και  επί  του  Όρους  των  Ελαιών  (βασιλική  της  Γεθσημανή).  Η Αγία  Ελένη  πήγε  το  326 μ.Χ.   στην    Ιερουσαλήμ,   όπου   «με   μέγαν  κόπον  και πολλήν  έξοδον και  φοβερίσματα  ηύρεν  τον    τίμιον   σταυρόν  και  τους  άλλους δύο  σταυρούς  των  ληστών,  όπως   γράφει ο  Κύπριος  Χρονογράφος   Λεόντιος   Μαχαιράς.  Επιστρέφοντας  στην Κωνσταντινούπολη,  ένα  χρόνο  μετά  την  εύρεση    του  Τιμίου    Σταυρού  του    Κυρίου,  η    Αγία    Ελένη    πέρασε    και    από    την   Κύπρο.
Η  Αγία    Ελένη   κοιμήθηκε   με   ειρήνη    μάλλον  το  327  μ.Χ.  σε  ηλικία  ογδόντα ετών.  Ο  ιστορικός  Ευσέβιος γράφει  ότι  η  Αγία  προαισθάνθηκε  το  θάνατό   της   και   με   διαθήκη   άφησε   την   περιουσία   της στον   υιό   της   και   τους    εγγονούς   της.
Όπως   ήταν   φυσικό   ο   υιός   της   μετέφερε   το   τίμιο  λείψανό   της   στην Κωνσταντινούπολη  και   την  ενταφίασε  στο  ναό  των  Αγίων  Αποστόλων.
Η  Σύναξη   αυτών   ετελείτο στη   Μεγάλη   Εκκλησία,   στο   ναό  των   Αγίων Αποστόλων   και  στον  ιερό   ναό  αυτών   στην   κινστέρνα   του  Βώνου.
Οι  Βυζαντινοί   τιμούσαν  ιδιαίτερα  τον  Μέγα  Κωνσταντίνο   και   την   Αγία Ελένη.  Απόδειξη  τούτου  αποτελεί το  γεγονός  ότι   κατά    το    Μεσαίωνα  ήταν  πολύ  δημοφιλής   στους  Βυζαντινούς  η  απεικόνιση  του πρώτου  Χριστιανού βασιλέως με τη μητέρα του, που κρατούσαν στο μέσον   Σταυρό.          
Η  παράδοση  αυτή  διατηρείται  μέχρι  και  σήμερα  με  τα       κωνσταντινάτα.


Απολυτίκιον.   Ήχος  πλ. δ’.
Του  Σταυρού  σου  τον  τύπον  εν  ουρανώ  θεασάμενος,  και  ως  ο    Παύλος  την κλήσιν   ουκ   εξ   ανθρώπων  δεξάμενος,   ο   εν   Βασιλεύσιν  Απόστολός   σου Κύριε,   Βασιλεύουσαν   πόλιν   τη   χειρί   σου   παρέθετο·   ήν   περισώζε  δια  παντός   εν   ειρήνη,    πρεσβείαις    της   Θεοτόκου,   μόνε   Φιλάνθρωπε.

Έτερον   Απολυτίκιον.   Ήχος   γ’.   Θείας   πίστεως.         
Πρώτος πέφηνας, εν Βασιλεύσι, θείον έδρασμα, της ευσεβείας,  απ’ ουρανού   δεδεγμένος  το  χάρισμα·  όθεν  Χριστού  τον  Σταυρόν  εφανέρωσας,  και  την Ορθόδοξον  πίστιν   εφήπλωσας. Κωνσταντίνε Ισαπόστολε, συν   Μητρί   Ελένῃ  τη  θεόφρονι,  πρεσβεύσατε  υπέρ    των  ψυχών  ημών.


Κοντάκιον.   Ήχος   γ’.   Η   Παρθένος   σήμερον.  
Κωνσταντίνος σήμερον,  συν  τη  μητρί  τη  Ελένη,  τον  Σταυρόν   εκφαίνουσι, το   πανσεβάσμιον   ξύλον, πάντων μεν, των Ιουδαίων  αισχύνην   όντα,   όπλον   δε,   πιστών   ανάκτων  κατ’ εναντίων· δι’  ημάς  γαρ  ανεδείχθη,    σημείον    μέγα,   και    εν   πολέμοις   φρικτόν.


Μεγαλυνάριον.
Τους  της   ευσεβείας   θείους   πυρσούς,   και   των   Αποστόλων,   θιασώτας   και μιμητάς,   συν   τω   Κωνσταντίνω,   Ελένην   την   Αγίαν,   ως   Βασιλέων   δόξαν, ανευφημήσωμεν.

The Saints Constantine and Helen the Isopostolos


As the birthplace of the Great Constantine, both Tarsus of Cilicia and Drepan of Bithynia are mentioned. However, the prevailing view is that Constantine the Great was born in Naissos, Upper Moisia. The exact year of his birth is not known, but it is believed to have been born between 274-288 AD.
His father was Constantius, who, due to the paleness of his face, was called Chloros, and was a relative of Emperor Claudius. His mother was Saint Helen, the daughter of an innocent from Drepan of Bithynia.
In 305 AD. Constantine is in the yard of Emperor Diocletian in Nicomedia with the post of the Chieftain. In the same year the two Augustus, Diocletian and Maximian, resigned from their offices and retired. In the post of August, Constantine the Chloros in the West and Galerius in the East are promoted. Konstantinos Chloros died on July 25, 306 AD. and the army proclaimed August Constantine, something that Galerius did not accept. After a series of different historical events, Constantine contends with Maximius, the son of Maximianus, who strategically benefited because he had four times more troops, and Constantine's army was already overworked.
For his part, Constantine had every reason to feel restrained. He had no choice but to invoke the power of God. He wanted to pray, ask for help, but as the historian Eusebius tells, he did not know whom to address God. At that time he was mindful of all those who shared with them the Empire. All of them, except his father, believed in many gods and all of them had a tragic ending. He began to pray to God by lifting his right hand and begging Him to be revealed to Him. As he prayed, an unprecedented theology was written in heaven. In the midday hours of the sun, in the afternoon, he saw in the sky the trophy of the Cross, which he wrote "this nika". And while he was trying to understand the meaning of this mysterious spectacle, the night captured him. Then the Lord appears in his sleep along with the symbol of the Cross and urged him to construct his imitation and to use it as a prison in the wars.
Flagging the Christian banner, he begins to advance to Rome by nullifying all resistance.
When he arrives in Rome he is interested in the Christians of the city. But his interest is not limited to them. He is very briefly informed about the poor state of the African Church and reinforces his ministry projects from the public treasury.
In February 313, in Mediolana, where the marriage of Likinius with Konstantia, the sister of Grand Constantine, comes, a historic agreement between the two men establishing the principle of unconditional belief takes place.
The problems that Constantine had to deal with were many. The heretical teaching of Areus, the eldest of the Alexandrian Church, has come to stir the unity of the Church. This teaching, called Arianism, essentially destroyed the doctrine of God's Triadicity.
As soon as Constantine Constantine was informed of what was sadly happening in Alexandria, he sent a letter to the Bishop of Alexandria of Alexandria (313-328 AD) with the spiritual counselor Osios, bishop of Cordouis of Spain, and to the Areio. The attempt to resolve the issue has not succeeded. Thus, the convergence of the First Ecumenical Synod in Nice in Bithynia was decided in 325 AD.
The description of the opening ceremony by the historic Eusebius is admittedly interesting. All the delegates had come to the middle house of the palaces. There was absolute silence and everyone was waiting for the emperor's entrance, which most would see for the first time. Constantine entered humblely, modestly and pragmatically. In his speech to the Synod he characterizes intra-church conflicts as the greatest evil and the wars. His speech was straightforward and clear. He only wanted to deal with matters concerning the reformation of faith. His critical phrase, "about the faith we study," is almost rescued by all historical writers.
After the work of the Synod, the emperor took steps to consolidate his decisions. He sent a circular letter to the Church of Egypt, Libya, Pentapolis, Alexandria, announcing the resolutions of the Synod. He discloses to the whole territory of the empire the condemnation of the Supreme Court and forbids the acquisition and concealment of his writings. But his most striking energy is his letter to Arios. He honors the heresyarch and condemns him with rigor for his cravings.
But around the end of 327 AD. Constantine calls the Arenus to the palace. The heresychrist, of course, does not miss the opportunity and submits a confession filled with artificial theological inaccuracies, even convincing Constantine the Great that it does not differ substantially from what the First Ecumenical Synod had decided. Finally, the Emperor convened a new Synod in November 327, which recalled the Areios from exile and restored the exiled Episodes of Eusebius and Nicholas Theognius. The resurrection of the Areus and the restoration of these sparked new disputes within the Church. The Bishop of Alexandria Alexandros and then the successor of the Great Athanasius refuse to accept the Arios in Alexandria. Constantine the Great threatens the demolition of the Great Athanasius, while at a meeting that met in Antioch in 330 AD. Saint Eustathius, Bishop of Antioch († 21 February) is exiled and exiled from the heretics. The Syrian Syrian Symphony, which met in 335 AD, condemned in absentia, with the sentence of the deportation, the Great Athanasius, who is leaving, to meet the Great Constantine.
It is a fact that Grand Constantine did not show to accept the request of the Great Athanasius for a hearing. He was persuaded to hear him, however, when the Great Athanasius sent him the saying: "Prove Lord by my means and to you." Constantine conceived the blatant injustice and miserable attitudes against the Great Athanasius and accepted his request to invite all Tire congressmen and the process to take place before him.
Eusebius Nicomedia ignored the imperial command. He took only a few of the Syndicates and appeared to the Emperor. He forgot all other charges and for the first time raised the issue of allegedly hampering the sending of grain to the King. The Emperor is outraged and exiles the Great Athanasius in Trevira, France. Nevertheless, he does not validate the decision of the Tories to depose and does not order the replacement of the bishop's throne of Alexandria.
The last period of Constantine's life is the one that honors him in ecclesiastical consciousness and leads him to the height of his spiritual path. The Saint, in April 337 AD, feels the first serious symptoms of a disease. The sources tell us that Constantine the Great has taken refuge in thermal spas. However, seeing his health worsened, he thought it appropriate to go to the city of Eleniopolis of Bithynia, which had been called the word of his Holy Mother. There he remained in the temple of the Martyrs, where he offered prayers and prayers to God. Constantine conceives that his earthly life is coming to an end. The memory of death is cultivated in his heart and leads him to the mystery of repentance and baptism. After that, he resorts to a suburb of Nicomedia, summons the Bishops and says to them: "This was the time I expected from old and thirsting and I wished to become God's salvation. The time has come for us to enjoy the immortal seal, the time has come to participate in the saving seal, which I once wished to do in the Jordanian kennels, to which, as we surrender, our Savior received the baptism of the present type. But God, knowing the interest, honors us to receive baptism here. So there is no doubt. For if it is still the will of the Lord of life and death to continue our earthly life and to coexist with the people of God, I will frame my life with all those rules that suit God. "
After baptism, Saint Constantine did not recharge the imperial cloak, but remained clothed with the white garment of baptism until the day of his sleep in 337 AD. It was the celebration of Pentecost, writes historian Eusebius.
It is characteristic how Eusebius describes the events that followed the death of the Saint. All the emperor's bodyguards, having cut their clothes and fell on the ground, cried and cried out loud, as if they did not lose their king but their father. The brigands and the captains cried their benefactor. The municipalities were sad and every inhabitant of Constantinople mourned, as if he had lost the common good.
After the soldiers placed the relic of the Saint in a golden urn, they transported it to Constantinople and landed it on a pedestal at the royal house. His holy relic was buried in the temple of the Holy Apostles.
Fairly the story was called Mega and the Isapostolos Church.
St. Helena was born in Drepanos of Bithynia, Asia Minor, around 247 AD. It seems to have been of humble origin. In historiography, there is a controversy over whether St. Constantine's mother was a husband or legal concubine of Constantine the Chlorus.
Between the years 274 - 288 AD. born in Naissa of Moissias, Constantine. When, five years later, Constantine Chlorus became Caesar by Diocletian, he was forced to remove it to conjugate Theodora, the daughter of Emperor Maximianus, and thus to have the relative bond that would ensure the solidity of the Diocletian quartet systemic. Despite this, Constantine greatly honored his mother. She gave her the name of the eggmaster, she set her form on coins and gave her name to a city of Bithynia.
The Holy See showed its piousness with many benefits and the rebuilding of new Churches in Rome (Holy Cross), Constantinople (Holy Apostles), Bethlehem (Basilica of Birth) and the Olive Tree (Basilica of Gethsemane). St. Helena went to 326 AD. in Jerusalem, where "with a great deal and a lot of outpouring and bullying mourn the honest cross and the other two crosses of robbers, as the Cypriot Chronographer Leontios Macheras writes. Returning to Constantinople, one year after finding the Holy Cross of the Lord, St. Helen passed from Cyprus.
St. Helena slept in peace in 327 AD. at the age of eighty. Historian Eusebius writes that the Hagi preached her death and, by covenant, left her property to her son and her grandparents.
As natural, her son carried her honest relic to Constantinople and buried her in the temple of the Holy Apostles.
The Synaxis of these took place in the Great Church, in the temple of the Holy Apostles and in their sacred temple in the cave of the Bone.
The Byzantines especially honored Constantine and Saint Helen. Proof of this is the fact that during the Middle Ages it was very popular with the Byzantines the depiction of the first Christian king and his mother, who kept in the middle of the Cross.
This tradition is preserved to date with the Constantinites.

Apolyticus. Sound flat d '.
Your Cross is in the heavens, and as Paul is the call of no man on the right hand, the King of your Apostle, Lord, King of your hand, has been ordained; He has been for ever in peace, the ambassadors of the Virgin Mary, only Philanthropes.



Another Apolitikion. Sound c '. Divine Faith.
The first stone, in Vassileios, the Divine Liturgy, the praise, from the sky accepted the charisma; that is, Christ the Cross you have revealed, and the Orthodox Faith you have made. Konstantine Isapostole, plus Mother Elena the theophant, you have protested in favor of our souls.


Kontakion. Sound c '. The Virgin today.
Constantine today, together with Eleni's mother, the Cross expresses the pervasive wood of all the Jewish shrewd beings, blameless, loyal returnees against us; for us it has become a sign of mega, and in a warlike horror.


Majesty.
Their merciful unclean torches, and the Apostles, devotees and imitates, including Constantine, Helen the Saint, as glory of the kings, we decipher.

Δεν υπάρχουν σχόλια: