29/5/19


Ἰω. 6, 5-14

5 Ἐπάρας   οὖν      Ἰησοῦς   τοὺς   ὀφθαλμοὺς   καὶ   θεασάμενος  ὅτι πολὺς   ὄχλος   ἔρχεται   πρὸς   αὐτόν,   λέγει   πρὸς   τὸν   Φίλιππον· πόθεν   ἀγοράσωμεν   ἄρτους   ἵνα   φάγωσιν   οὗτοι;
6 Τοῦτο   δὲ   ἔλεγε   πειράζων   αὐτόν·  αὐτὸς   γὰρ   ᾔδει   τί   ἔμελλε ποιεῖν.
7 Ἀπεκρίθη   αὐτῷ   Φίλιππος·   διακοσίων   δηναρίων   ἄρτοι   οὐκ   ἀρκοῦσιν   αὐτοῖς   ἵνα   ἕκαστος   αὐτῶν   βραχύ   τι  λάβῃ.
8 Λέγει   αὐτῷ   εἷς   ἐκ   τῶν   μαθητῶν   αὐτοῦ,   Ἀνδρέας   ὁ   ἀδελφὸς Σίμωνος   Πέτρου.
9 Ἔστι   παιδάριον   ἓν   ὧδε,   ὃς   ἔχει   πέντε   ἄρτους   κριθίνους καὶ   δύο   ὀψάρια·   ἀλλὰ   ταῦτα   τί   ἐστιν   εἰς   τοσούτους;
10 Εἶπε   δὲ  ὁ  Ἰησοῦς·   ποιήσατε   τοὺς   ἀνθρώπους   ἀναπεσεῖν·   ἦν δὲ  χόρτος   πολὺς   ἐν   τῷ   τόπῳ.   Ἀνέπεσον   οὖν   οἱ   ἄνδρες τὸν   ἀριθμὸν   ὡσεὶ  πεντακισχίλιοι.
11 Ἔλαβε   δὲ   τοὺς   ἄρτους   ὁ   Ἰησοῦς   καὶ   εὐχαριστήσας   διέδωκε   τοῖς   μαθηταῖς,   οἱ   δὲ   μαθηταὶ   τοῖς   ἀνακειμένοις·   ὁμοίως   καὶ  ἐ κ τῶν   ὀψαρίων   ὅσον   ἤθελον.
12 Ὡς   δέ   ἐνεπλήσθησαν,   λέγει   τοῖς   μαθηταῖς   αὐτοῦ·  συναγάγετε τὰ  περισσεύσαντα    κλάσματα,   ἵνα   μή   τι   ἀπόληται.
13 Συνήγαγον   οὖν   καὶ   ἐγέμισαν   δώδεκα   κοφίνους   κλασμάτων   ἐκ τῶν   πέντε   ἄρτων   τῶν  κριθίνων   ἃ   ἐπερίσσευσε   τοῖς   βεβρωκόσιν.
14 Οἱ   οὖν   ἄνθρωποι,   ἰδόντες  ὃ   ἐποίησε   σημεῖον   ὁ   Ἰησοῦς,   ἔλεγον   ὅτι   οὗτός   ἐστιν   ἀληθῶς   ὁ  προφήτης   ὁ  ἐρχόμενος   εἰς   τὸν   κόσμον.

ΑΠΟΔΟΣΗ  ΣΤΗ  ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ

Ιω. 6, 5-14

5 Όταν   ο   Ιησούς   σήκωσε   τα  μάτια   του  και  είδε  ότι  έρχεται  προς αυτόν  πολύς   κόσμος,  λέγει   στον  Φίλιππο,   «Από  που   θα  αγοράσωμε ψωμιά  για   να   φάγουν  οι  άνθρωποι  αυτοί;».
6 Αυτό  το  είπε  για  να   τον   δοκιμάσει,  διότι   αυτός  ήξερε   τι   επρόκειτο   να  κάνει.
7 Απεκρίθη  εις   αυτόν   ο   Φίλιππος,   «Διακοσίων   δηναρίων   ψωμιά  δεν αρκούν  εις  αυτούς  για   να  πάρει  από  λίγο  ο  καθένας».
8 Λέγει   εις  αυτόν  ένας  από  τους   μαθητές  του,  ο  Ανδρέας,   ο  αδελφός   του  Σίμωνος   Πέτρου,
9 «Υπάρχει  εδώ  ένα   παιδί  που   έχει  πέντε  κριθαρένια  ψωμιά  και  δύο ψάρια·  αλλά  τι  να  κάνουν   αυτά  σε  τόσους  πολλούς;».
10 Ο  Ιησούς  είπε,  «Βάλτε   τους   ανθρώπους   να  ξαπλώσουν».  Υπήρχε εκεί  πολύ  χορτάρι.   Εξαπλώθηκαν  λοιπόν   οι   άνδρες,  οι  οποίοι  ήσαν περίπου   πέντε   χιλιάδες.
11 Πήρε  τότε  ο  Ιησούς  τα  ψωμιά  και  αφού  ευχαρίστησε  τον   Θεό, μοίρασε    στους  μαθητές,  οι  δε  μαθητές   στους  ξαπλωμένους·  επίσης και  από  τα  ψάρια,  όσο    ήθελαν.
12 Όταν  χόρτασαν   όλοι,   λέγει   στους  μαθητές   του,   «Μαζέψετε   τα κομμάτια   που   περίσσεψαν   για  να  μη  χαθεί  τίποτε».
13 Μάζεψαν  λοιπόν   και   γέμισαν   δώδεκα  κοφίνια   με  κομμάτια  από τα  πέντε  κριθαρένια  ψωμιά  που  περίσσεψαν   σ’ εκείνους  που  είχαν φάγει.
14 Όταν   είδαν   οι   άνθρωποι  το   θαύμα   που   έκανε  ο  Ιησούς,   έλεγαν,  «Αυτός   πραγματικά  είναι  ο   προφήτης   που   μέλλει   να  έλθει στον  κόσμο».

Πράξ. 13, 13-24

13 Ἀναχθέντες   δὲ   ἀπὸ   τῆς   Πάφου   οἱ   περὶ   τὸν   Παῦλον   ἦλθον   εἰς Πέργην   τῆς   Παμφυλίας·  Ἰ ωάννης δὲ   ἀποχωρήσας   ἀπ᾿  αὐτῶν   ὑπέστρεψεν   εἰς   Ἱεροσόλυμα.
14 Αὐτοὶ   δὲ   διελθόντες   ἀπὸ   τῆς   Πέργης   παρεγένοντο  εἰς   Ἀντιόχειαν   τῆς  Πισιδίας,   καὶ   εἰσελθόντες  εἰς   τὴν   συναγωγὴν τῇ   ἡμέρᾳ  τῶν   σαββάτων   ἐκάθισαν.
15 Μετὰ   δὲ  τὴν    ἀνάγνωσιν   τοῦ   νόμου   καὶ   τῶν προφητῶν   ἀπέστειλαν   οἱ   ἀρχισυνάγωγοι  πρὸς    αὐτοὺς λέγοντες·   ἄνδρες   ἀδελφοί,   εἰ   ἔστι  λόγος  ἐν   ὑμῖν  παρακλήσεως   πρὸς   τὸν   λαόν, λέγετε.
16 Ἀναστὰς   δὲ   Παῦλος   καὶ   κατασείσας τῇ  χειρὶ    εἶπεν·  ἄνδρες  Ἰσραηλῖται   καὶ  οἱ   φοβούμενοι   τὸν   Θεόν,   ἀκούσατε.
17 Ὁ   Θεὸς   τοῦ   λαοῦ   τούτου   Ἰσραὴλ   ἐξελέξατο   τοὺς   πατέρας   ἡμῶν,   καὶ   τὸν  λαὸν   ὕψωσεν   ἐν  τῇ  παροικίᾳ   ἐν   γῇ   Αἰγύπτῳ, καὶ   μετὰ  βραχίονος   ὑψηλοῦ   ἐξήγαγεν   αὐτοὺς   ἐξ   αὐτῆς,
18 καὶ  ὡς   τεσσαρακονταετῆ   χρόνον   ἐτροποφόρησεν   αὐτοὺς   ἐν τῇ  ἐρήμῳ,
19 καὶ   καθελὼν   ἔθνη   ἑπτὰ   ἐν  γῇ   Χαναὰν   κατεκληρονόμησεν αὐτοῖς   τὴν  γῆν  αὐτῶν.
20 Καὶ   μετὰ  ταῦτα   ὡς   ἔτεσι   τετρακοσίοις   καὶ  πεντήκοντα   ἔδωκε κριτὰς  ἕως   Σαμουὴλ  τοῦ   προφήτου.
21 Κἀκεῖθεν   ᾐτήσαντο   βασιλέα,   καὶ   ἔδωκεν   αὐτοῖς  ὁ   Θεὸς   τὸν Σαοὺλ   υἱὸν   Κίς,   ἄνδρα   ἐκ   φυλῆς   Βενιαμίν,   ἔτη   τεσσαράκοντα·
22 καὶ   μεταστήσας  αὐτὸν   ἤγειρεν   αὐτοῖς  τὸν   Δαυῒδ   εἰς βασιλέα,  ᾧ  καὶ   εἶπε   μαρτυρήσας·   εὗρον   Δαυὶδ   τὸν   τοῦ   Ἰεσσαί,   ἄνδρα κατὰ   τὴν   καρδίαν   μου,   ὃς   ποιήσει   πάντα   τὰ   θελήματά   μου.
23 Τούτου   ὁ   Θεὸς   ἀπὸ   τοῦ   σπέρματος   κατ᾿ ἐπαγγελίαν   ἤγαγε τῷ  Ἰσραὴλ   σωτηρίαν,
24 προκηρύξαντος  Ἰ ωάννου   πρὸ   προσώπου   τῆς   εἰσόδου αὐτοῦ  βάπτισμα   μετανοίας  παντὶ   τῷ   λαῷ  Ἰσραήλ.

ΑΠΟΔΟΣΗ  ΣΤΗ  ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ

Πράξ. 13, 13-24


13 Ο   Παύλος   και   όσοι   ήσαν   μαζί   του   ανεχώρησαν  από   την Πάφο   και   ήλθαν    στη   Πέργη   της  Παμφυλίας,  αλλ’  ο  Ιωάννης  τους  άφησε και  επέστρεψε   στα  Ιεροσόλυμα.
14 Από  την  Πέργη   προχώρησαν   και   έφθασαν  στην  Αντιόχεια  της Πισιδίας,   την   δε  ημέρα  του  Σαββάτου    μπήκαν   στην  συναγωγή  και κάθησαν.
15 Ύστερα   από  την  ανάγνωσι   του  Νόμου   και   των  Προφητών έστειλαν   οι   αρχισυνάγωγοι   να  τους  πουν:   «Άνδρες   αδελφοί,  εάν έχετε  να  πήτε  τίποτε   προς  νουθεσίαν  του   λαού,  πέστε  το».
16 Ο  Παύλος   σηκώθηκε,  έκανε  νεύμα  με  το  χέρι  του,  και  είπε, «Άνδρες   Ισραηλῖται   και  οι  φοβούμενοι   τον   Θεό,   ακούστε.
17 Ο  Θεός  του  Ισραηλιτικού  λαού  διάλεξε  τους  πατέρες   μας   και ανύψωσε  το  λαό,  όταν  έμεναν  σαν  ξένοι   στη  γη  της  Αιγύπτου, και  τους  έβγαλε  από  εκεί  με  δύναμι  μεγάλη.
18 Επί  σαράντα  περίπου   χρόνια  υπέφερε  τους  κακούς  τους  τρόπους  στην  έρημο.
19 Ύστερα  εξωλόθρευσε    στην  Χαναάν  επτά  έθνη,  την   χώρα  των οποίων  τους  έδωσε  ως  κληρονομία.
20 Κατόπιν,  επί  τετρακόσια  πενήντα  περίπου  χρόνια,  έδωσε  κριτές μέχρι  του   Σαμουήλ   του  προφήτου.
21 Από  τότε  ζήτησαν  βασιλέα   και   τους   έδωσε  ο    Θεός   τον  Σαούλ, τον   υιόν  του   Κις  από  την   φυλή  του  Βενιαμίν,   επί   σαράντα   χρόνια·
22 και   μετά   την   απομάκρυνσί   του   ήγειρε  τον  Δ αυΐδ    βασιλέα   τους,   για   τον   οποίο   έδωσε   και  την  εξής   μαρτυρία:  Βρήκα   τον Δαυΐδ,   τον   υιό   του   Ιεσσαί,   άνδρα  κατά  την   καρδιά   μου,   ο οποίος  θα  κάνει  όλα  τα  θελήματά   μου.
23 Αυτός   είναι   ο  άνθρωπος,  από  τους   απογόνους   του   οποίου   ο Θεός,   σύμφωνα  με  την   υπόσχεσί   του,  έφερε   στον   Ισραήλ  Σωτήρα, τον   Ιησού,
24 πριν   όμως  έλθει  είχε  ήδη  κηρύξει  ο  Ιωάννης   βάπτισμα   μετανοίας    σε  όλο το    λαό    του   Ισραήλ.

Ιω. 6, 5-14

5 Όταν   ο   Ιησούς   σήκωσε   τα  μάτια   του  και  είδε  ότι  έρχεται  προς αυτόν  πολύς   κόσμος,  λέγει   στον  Φίλιππο,   «Από  που   θα  αγοράσωμε ψωμιά  για   να   φάγουν  οι  άνθρωποι  αυτοί;».
6 Αυτό  το  είπε  για  να   τον   δοκιμάσει,  διότι   αυτός  ήξερε   τι   επρόκειτο   να  κάνει.
7 Απεκρίθη  εις   αυτόν   ο   Φίλιππος,   «Διακοσίων   δηναρίων   ψωμιά  δεν αρκούν  εις  αυτούς  για   να  πάρει  από  λίγο  ο  καθένας».
8 Λέγει   εις  αυτόν  ένας  από  τους   μαθητές  του,  ο  Ανδρέας,   ο  αδελφός   του  Σίμωνος   Πέτρου,
9 «Υπάρχει  εδώ  ένα   παιδί  που   έχει  πέντε  κριθαρένια  ψωμιά  και  δύο ψάρια·  αλλά  τι  να  κάνουν   αυτά  σε  τόσους  πολλούς;».
10 Ο  Ιησούς  είπε,  «Βάλτε   τους   ανθρώπους   να  ξαπλώσουν».  Υπήρχε εκεί  πολύ  χορτάρι.   Εξαπλώθηκαν  λοιπόν   οι   άνδρες,  οι  οποίοι  ήσαν περίπου   πέντε   χιλιάδες.
11 Πήρε  τότε  ο  Ιησούς  τα  ψωμιά  και  αφού  ευχαρίστησε  τον   Θεό, μοίρασε    στους  μαθητές,  οι  δε  μαθητές   στους  ξαπλωμένους·  επίσης και  από  τα  ψάρια,  όσο    ήθελαν.
12 Όταν  χόρτασαν   όλοι,   λέγει   στους  μαθητές   του,   «Μαζέψετε   τα κομμάτια   που   περίσσεψαν   για  να  μη  χαθεί  τίποτε».
13 Μάζεψαν  λοιπόν   και   γέμισαν   δώδεκα  κοφίνια   με  κομμάτια  από τα  πέντε  κριθαρένια  ψωμιά  που  περίσσεψαν   σ’ εκείνους  που  είχαν φάγει.
14 Όταν   είδαν   οι   άνθρωποι  το   θαύμα   που   έκανε  ο  Ιησούς,   έλεγαν,  «Αυτός   πραγματικά  είναι  ο   προφήτης   που   μέλλει   να  έλθει στον  κόσμο».

Acts. 13, 13-24

13 Paul and those who were with him departed from Paphos and came to Pergy of Pamphylia, but John left them and returned to Jerusalem.
14 From Perge, they arrived at Antioch of Pisidia, and on the Sabbath day they entered the synagogue and sat down.
15 After the reading of the Law and the Prophets, the chief executives sent to them, "Men brothers, if you have anything to do for the people, say it."
16 Paul stood up, made a nod with his hand, and said, "Men are Israelites, and fearing God, hear.
17 The God of the people of Israel chose our fathers, and lifted up the people when they were strangers in the land of Egypt, and brought them out of great power.
18 For forty years, he suffered evil ways in the wilderness.
19 Then seven nations were exiled to Canaan, the land of which he gave them as inheritance.
20 Then, for about four hundred and fifty years, he gave judgment to Samuel the prophet.
21 Then they asked for a king, and God gave them Saul, the son of Kish, of the tribe of Benjamin, for forty years;
22 And after his departure he raised up their own King, whom he also gave the following testimony: I found David, his son Jesse, a man in my heart, who shall do all my pleasure.
23 This is the man, of the descendants whose God, according to his promise, brought to Israel the Savior, Jesus,
24 But before he came, John had already declared a baptism of repentance to all the people of Israel.


Δεν υπάρχουν σχόλια: