14/5/19

Ο Άγιος Ισίδωρος ο Μάρτυρας εν Χίω


Ο   Άγιος   Μάρτυς  Ισίδωρος  καταγόταν  από  την  Αλεξάνδρεια.  Οι  γονείς  του ήταν ειδωλολάτρες.  Υπηρέτησε στο  ρωμαϊκό  στρατό  επί  βασιλέως   Δεκίου   (249 – 250  μ.Χ.) και   προήχθη   στο   αξίωμα   του Οπτίωνος.  Ο   Άγιος   είχε   ελκυσθεί   στην   Χριστιανική   πίστη   κατά   το    τελευταίο   του    ταξίδι    από    άλλους  Χριστιανούς   που υπηρετούσαν   μαζί    του    στη    ναυτική    στρατιωτική   δύναμη.   Όταν ήλθε στη  Χίο ο Κεντυρίων Ιούλιος τον διέβαλε αναφέροντας στο ναύαρχο  Νουμέριο    ότι    ήταν   Χριστιανός    και  αρνιόταν    να    προσφέρει    θυσία   στους   θεούς.   Τότε    τον   συνέλαβαν  και   τον    απείλησαν,    για  να  αρνηθεί  την πίστη του στον Χριστό.  Υποβλήθηκε σε φρικτά βασανιστήρια και σε σκληρό ξυλοδαρμό που κατανίκησε με την αδάμαστη   πίστη   του.  Ο  πατέρας του,  όταν  έμαθε  ότι  ήταν Χριστιανός,  εξεπλάγην.  Έτσι,  ξεκίνησε  το   ταξίδι   για   την   Χίο,   όπου έφθασε   με  πολύ   κόπο.   Αμέσως  ζήτησε   να   δει   τον   φυλακισμένο υιό του και ο ναύαρχος Νουμέριος,  νομίζοντας  ότι  η  πατρική παρέμβαση  θα άλλαζε   την   πίστη   του   Μάρτυρα,   το   επέτρεψε.    Ο  Άγιος   ικέτευε    τον   πατέρα  του  να  ανοίξει    τα    μάτια    της    ψυχής του  και  να   δει  την   αλήθεια.   Ο   πατέρας   του   Αγίου   ήταν ανένδοτος. Δεν μπορούσε να   αποδεχθεί   ότι   ο   υιός   του   πίστευε   στον   σταυρωθέντα   Ναζωραίο   και   αρνήθηκε   την   προγονική θρησκεία   των   ειδώλων.   Τον   καταράστηκε   και  δήλωσε  στον ναύαρχο Νουμέριο  ότι  τον  αποκηρύσσει παρακαλώντας  τον ταυτόχρονα να επισπεύσει τη θανατική καταδίκη του υιού του. Ο  Νουμέριος    τον  έδεσε  σε  άλογο  που  τον   παρέσυρε   καλπάζοντας  επάνω   σε   πέτρες.   Ο    Μάρτυς   ήταν  γεμάτος   πληγές    και    αίματα.  Αμέσως  ο  Νουμέριος   διέταξε   την   δια   αποκεφαλισμού   θανάτωσή του.
Το   σεπτό    λείψανό   του   το   έριξαν   σε   φαράγγι,   για   να   τον καταφάγουν   τα  όρνεα,   λίγοι   δε   στρατιώτες   φύλαγαν  εκεί,  μην  τυχόν  έλθουν  οι  Χριστιανοί   και  παραλάβουν  το  σώμα.  Όμως,  μία  Χριστιανή,  ονόματι  Μυρόπη,  ήλθε  τη νύχτα   και   με   την   βοήθεια   δύο   υπηρετριών,   την  ώρα που   οι   στρατιώτες  είχαν   πέσει   και  ησύχαζαν, παρέλαβε  το  ιερό λείψανο, το οποίο ενταφίασε. Την επομένη,  ο   Νουμέριος  πληροφορήθηκε  ότι  το λείψανο   του   Μάρτυρος   είχε αρπαχθεί.  Υπέθεσε  ότι    οι   στρατιώτες    δελεάστηκαν    με    χρήματα  και    δώρα  και    επέτρεψαν  στους   Χριστιανούς    να   παραλάβουν    το  σώμα  του  Αγίου.  Γι’ αυτό  τους  φυλάκισε,  ενώ  παράλληλα  κυκλοφόρησε  την  είδηση  ότι   θα    τους   φονεύσει,    άν    δεν    του    πουν  σε  ποιον  παρέδωσαν  το λείψανο.  Η  Μυρόπη   έκρινε   ότι   θα ήταν   άδικο   να   εκτελεσθούν   οι   στρατιώτες.   Γι’ αυτό   παρουσιάσθηκε  στον   Νουμέριο   και   του   δήλωσε   την   αλήθεια.  Εκείνος   έδωσε  εντολή  να  την   φυλακίσουν.  Μετά  το   μαρτύριό   της, οι  Χριστιανοί   έθαψαν  με   ευλάβεια   το  λείψανο  της  Παρθενομάρτυρος    κοντά    στον    τάφο,   όπου    προηγουμένως    αυτή  είχε   αποθέσει    αυτό   του    Αγίου    Ισιδώρου.


Απολυτίκιον.   Ήχος  δ’.   Ο   υψωθείς   εν   τω  Σταυρώ. 
Ως στρατευθείς τω Βασιλεί των αιώνων, των επιγείων την   στρατείαν   απώσω,  και  ευθαρσώς  εκήρυξας  Χριστόν  τον  Θεόν·  όθεν  τον  αγώνα  σου,   τον   καλόν   εκτελέσας, Μάρτυς θεοδόξαστος, του Σωτήρος  εδείχθης·   όν   εκδυσώπει   σώζεσθαι  ημάς,  τους  σε  τιμώντας,  παμμάκαρ    Ισίδωρε.


Κοντάκιον.   Ήχος   δ’.   Επεφάνης   σήμερον.        
Κυβερνήτης    μέγιστος    τη   οικουμένη,  συ    εφάνης    Άγιε,    ταις    προς  Θεόν  σου  προσευχαίς·  διο  υμνούμέν  σε   σήμερον,    Μάρτυς    θεόφρον,  Ισίδωρε    ένδοξε.


Μεγαλυνάριον.
Ξίφει  εκτμηθείς  σου   την   κεφαλήν,   έτεμες   της  πλάνης,   Αθλοφόρε τας   μηχανάς,   και  Χριστώ   ηνώθεις,   τη   κεφαλή   των   όλων,   ως κοινωνός   του   πάθους,    τούτου    Ισίδωρε.

Saint Isidor the Witness in Chios


Saint Marty Isidorus came from Alexandria. His parents were idolaters. He served in the Roman army on King Decius (249-250 AD) and was promoted to the office of Optius. The Saint had been attracted to the Christian faith during his last trip by other Christians who served with him in the naval military force. When he came to Chios, Juliet made it clear to Admiral Nomerius that he was a Christian and refused to offer sacrifice to the gods. Then they arrested him and threatened him, to deny his faith in Christ. He was subjected to horrible torture and to severe beating that he defeated with his indomitable faith. His father, when he learned he was a Christian, was surprised. So, he started the journey to Chios, where he arrived with much effort. Immediately he asked to see his imprisoned son and Admiral Nourieri, thinking that the patriotic intervention would change the faith of the Witness, he allowed it. The Saint prayed his father to open the eyes of his soul and see the truth. The Saint's father was adamant. He could not accept that his son believed in the crucified Nazarene and denied the ancestral religion of the idols. He cursed him and told Admiral Nomerius that he denied him by pleading him at the same time to expedite the death sentence of his son. Nimerios tied him to a horse that dragged him up on rocks. The Martyr was full of wounds and blood. Immediately, Nourieri ordered his killing to be killed.
His seventh relic threw it into a gorge, to kill the vines, few soldiers kept there, and the Christians did not come and receive the body. But a Christian named Myroi came by night, and with the help of two servants, while the soldiers had fallen and quiet, he received the sacred relic that he buried. The following day, Numerius learned that the relic of Martyr had been captured. He suspected that soldiers were lured with money and gifts and allowed Christians to receive the body of the saint. That's why he was imprisoned for them, while releasing the news that he would kill them if they did not tell him who gave the relic. Myrropi thought it would be unfair to execute the soldiers. That's why he was presented to Nomerios and told him the truth. He instructed her to imprison her. After her martyrdom, the Christians gladly buried the relics of the Parvantomortiros near the grave where she had previously deposited this of Saint Isidore.


Apolyticus. Sound d '. Raised in the Cross.
As the king of the ages, the waters of the earth, let loose the army, and condescendently proclaimed Christ the God; therefore, your struggle, the good executioner, the divine witness of the Savior, was manifested; He will deliver us to them in honor, Isaacore.


Kontakion. Sound d '. I'm afraid today.
Governor of the greatest, evergreen, prayer to God, to be praised to God; being praised in this day, Witness the Lord, Isidore glorified.


Majesty.
He sheds the head of your head, you of the fallacy, He is the devil of the machines, and Christ, you know, the head of all, as a companion of passion, Isidore.

Δεν υπάρχουν σχόλια: