12/5/19


Μάρκ. 15, 43-16,8

15,43 ἐλθὼν   Ἰωσὴφ  ὁ   ἀπὸ   Ἀριμαθαίας,   εὐσχήμων   βουλευτής,   ὃς καὶ  αὐτὸς   ἦν   προσδεχόμενος   τὴν  βασιλείαν  τοῦ   Θεοῦ,   τολμήσας εἰσῆλθε  πρὸς   Πιλᾶτον   καὶ   ᾐτήσατο   τὸ   σῶμα   τοῦ   Ἰησοῦ.
44 Ὁ   δὲ   Πιλᾶτος   ἐθαύμασεν   εἰ   ἤδη   τέθνηκε,   καὶ  προσκαλεσάμενος   τὸν   κεντυρίωνα   ἐπηρώτησεν   αὐτὸν εἰ  πάλαι    ἀπέθανε·
45 καὶ   γνοὺς   ἀπὸ   τοῦ  κεντυρίωνος   ἐδωρήσατο   τὸ   σῶμα   τῷ   Ἰωσήφ.
46 Καὶ   ἀγοράσας   σινδόνα   καὶ   καθελὼν   αὐτὸν   ἐνείλησε   τῇ   σινδόνι καὶ   κατέθηκεν   αὐτὸν   ἐν  μνημείῳ,   ὃ   ἦν   λελατομημένον   ἐκ   πέτρας,   καὶ   προσεκύλισε   λίθον   ἐπὶ  τὴν   θύραν   τοῦ   μνημείου.
47 Ἡ  δὲ  Μαρία  ἡ   Μαγδαληνὴ   καὶ   Μαρία  Ἰωσῆ   ἐθεώρουν ποῦ  τίθεται.
16,1 Καὶ   διαγενομένου   τοῦ   σαββάτου Μαρία   ἡ   Μαγδαληνὴ   καὶ  Μαρία   ἡ  τοῦ   Ἰακώβου καὶ   Σαλώμη   ἠγόρασαν   ἀρώματα   ἵνα   ἐλθοῦσαι   ἀλείψωσιν   αὐτόν.
2 Καὶ  λίαν  πρωῒ   τῆς  μιᾶς σαββάτων   ἔρχονται   ἐπὶ   τὸ  μνημεῖον,   ἀνατείλαντος   τοῦ   ἡλίου.
3 Καὶ   ἔλεγον   πρὸς   ἑαυτάς·   τίς   ἀποκυλίσει   ἡμῖν   τὸν   λίθον   ἐκ   τῆς θύρας   τοῦ   μνημείου;
4 Καὶ   ἀναβλέψασαι  θεωροῦσιν   ὅτι   ἀποκεκύλισται   ὁ   λίθος·   ἦν   γὰρ μέγας   σφόδρα.
5 Καὶ   εἰσελθοῦσαι   εἰς   τὸ   μνημεῖον   εἶδον   νεανίσκον  καθήμενον   ἐν τοῖς   δεξιοῖς,   περιβεβλημένον  στολὴν   λευκήν,   καὶ   ἐξεθαμβήθησαν.
6 Ὁ   δὲ   λέγει   αὐταῖς·   μὴ   ἐκθαμβεῖσθε·   Ἰησοῦν   ζητεῖτε   τὸν Ναζαρηνὸν  τὸν   ἐσταυρωμένον·   ἠγέρθη, οὐκ   ἔστιν   ὧδε·   ἴδε  ὁ   τόπος   ὅπου   ἔθηκαν   αὐτόν.
7 Ἀλλ᾿   ὑπάγετε   εἴπατε  τοῖς   μαθηταῖς  αὐτοῦ   καὶ  τῷ  Πέτρῳ   ὅτι προάγει   ὑμᾶς  εἰς   τὴν   Γαλιλαίαν·   ἐκεῖ   αὐτὸν  ὄ ψεσθε,   καθὼς εἶπεν   ὑμῖν.
8 Καὶ   ἐξελθοῦσαι   ἔφυγον   ἀπὸ  τοῦ   μνημείου·   εἶχε   δὲ  αὐτὰς   τρόμος καὶ   ἔκστασις,  καὶ   οὐδενὶ  οὐδὲν   εἶπον·   ἐφοβοῦντο  γάρ.

ΑΠΟΔΟΣΗ  ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ

Μάρκ, 15, 43-16,8

15, 43 Ήλθε  ο  Ιωσήφ,  ο  από   Αριμαθαίας,   ο  οποίος  ήταν   σημαίνων  βουλευτής που  περίμενε  και  αυτόν   την  βασιλεία  του   Θεού.   Αυτός   τόλμησε   και ήλθε    στον  Πιλάτο   και   ζήτησε  το  σώμα  του   Ιησού.
44 Ο  Πιλάτος  εξεπλάγη    όταν  άκουσε   ότι  είχε  ήδη  πεθάνει.  Και   κάλεσε τον  εκατόνταρχο  και   τον   ρώτησε  εάν   είχε  πεθάνει   προ   πολλού.
45 Και  όταν   πληροφορήθηκε  από  τον  εκατόνταρχο,  εδώρησε  το  σώμα   στον  Ιωσήφ.
46 Αυτός  δε  αγόρασε  σινδόνι  και  τον  κατέβασε,  τον   τύλιξε   με  το  σινδόνι και  τον   έθεσε  σε   μνήμα,  που   ήταν  λαξευμένος   βράχος  και  κύλισε   ένα λίθον   στην   πόρτα   του   μνήματος,
47 Η   δε   Μαρία   η   Μαγδαληνή  και   η   Μαρία   του  Ιωσή   παρατηρούσαν  που τον  βάζουν.
16,1 Όταν  πέρασε  το  Σάββατον,  η   Μαρία  η   Μαγδαληνή    και   η  Μαρία   του Ιακώβου  και  η  Σαλώμη  αγόρασαν  αρώματα  για  να   έλθουν  να  τον αλείψουν.
2 Και   πολύ  πρωΐ,  την  πρώτη  ημέρα  της  εβδομάδος,  έρχονται    στο μνήμα,  αφού  είχε  ανατείλει   ο   ήλιος,
3 και   έλεγαν  μεταξύ  τους,  «Ποιος   θα  μας  κυλίσει  τον  λίθο   από   την  πόρτα του   μνημείου;».
4 Και   όταν   σήκωσαν  τα  μάτια  τους,  βλέπουν   ότι   ο  λίθος   είχε  κυλισθεί. Ήταν   δε   πάρα  πολύ  μεγάλος.
5 Και   όταν  μπήκαν   στο  μνήμα,  είδαν  ένα  νέο  με   λευκή   στολή  να κάθεται    στα  δεξιά  του   τάφου    και  κατελήφθησαν  από   φόβο.
6 Αυτός   όμως  λέγει    σ’   αυτές,   «Μη   τρομάζετε.   Τον  Ιησούν  ζητάτε   τον Ναζαρηνόν   τον   σταυρωμένο;  Αναστήθηκε,  δεν  είναι   εδώ.   Να  ο   τόπος όπου  τον  έβαλαν.
7 Αλλά   πηγαίνετε  και  πέστε   στους  μαθητές  του  και    στον  Πέτρο, «Πηγαίνει   πριν  από   σας   στην  Γαλιλαία,  εκεί  θα  τον  ιδήτε,  καθώς  σας είπε».
8 Και    βγήκαν  και   έφυγαν  από  το  μνημείο   διότι   τους  κατείχε   τρόμος  και έκπληξις.   Και   σε  κανέναν  δεν  είπαν   τίποτε,   διότι   εφοβούντο.

Πράξ. 6, 1-7


1 Ἐν  δὲ  ταῖς  ἡμέραις  ταύταις   πληθυνόντων  τῶν  μαθητῶν  ἐγένετο γογγυσμὸς   τῶν   Ἑλληνιστῶν   πρὸς  τοὺς   Ἑβραίους,   ὅτι   παρεθεωροῦντο  ἐν τῇ   διακονίᾳ   τῇ   καθημερινῇ  αἱ   χῆραι   αὐτῶν.
2 Προσκαλεσάμενοι   δὲ   οἱ  δώδεκα   τὸ  πλῆθος  τῶν  μαθητῶν   εἶπον·   οὐκ   ἀρεστόν   ἐστιν   ἡμᾶς  καταλείψαντας   τὸν   λόγον   τοῦ   Θεοῦ   διακονεῖν τραπέζαις.
3 Ἐπισκέψασθε   οὖν,   ἀδελφοί,   ἄνδρας   ἐξ   ὑμῶν   μαρτυρουμένους   ἑπτά, πλήρεις   Πνεύματος   Ἁγίου   καὶ   σοφίας,   οὓς   καταστήσομεν   ἐπὶ   τῆς   χρείας ταύτης·
4 ἡμεῖς   δὲ   τῇ   προσευχῇ   καὶ   τῇ   διακονίᾳ   τοῦ   λόγου   προσκαρτερήσομεν.
5 Καὶ   ἤρεσεν   ὁ   λόγος   ἐνώπιον   παντὸς   τοῦ   πλήθους·   καὶ   ἐξελέξαντο Στέφανον,   ἄνδρα   πλήρη   πίστεως   καὶ   Πνεύματος   Ἁγίου,   καὶ   Φίλιππον  καὶ   Πρόχορον   καὶ   Νικάνορα   καὶ  Τίμωνα   καὶ   Παρμενᾶν   καὶ   Νικόλαον προσήλυτον   Ἀντιοχέα,
6 οὓς   ἔστησαν   ἐνώπιον   τῶν   ἀποστόλων,   καὶ   προσευξάμενοι   ἐπέθηκαν αὐτοῖς   τὰς   χεῖρας.
7 Καὶ  ὁ  λόγος  τοῦ  Θεοῦ  ηὔξανε,  καὶ  ἐπληθύνετο   ὁ   ἀριθμὸς  τῶν  μαθητῶν  ἐν  Ἱερουσαλὴμ  σφόδρα,  πολύς  τε   ὄχλος  τῶν  Ἰουδαίων  ὑπήκουον τῇ  πίστει.


ΑΠΟΔΟΣΗ  ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ

Πράξ. 6, 1-7

1 Κατά  τις   ημέρες   αυτές,  όταν  οι  μαθητές   επληθύνοντο,   άρχισαν παράπονα   των    Ελληνιστών   κατά  των  Εβραίων,  διότι  παρημελούντο   οι  χήρες  τους   κατά  την  καθημερινή   διανομή.
2 Τότε   οι  δώδεκα  προσκάλεσαν   όλο   το   σώμα  των  μαθητών  και  είπαν, «Δεν   είναι  σωστό  να  αφήσωμεν  εμείς   τον  λόγο  του   Θεού  και  να υπηρετούμε   σε  τραπέζια.
3 Αναζητήσατε  λοιπόν,  αδελφοί,  επτά  άνδρες   μεταξύ   σας  που  να  χαίρουν καλής  φήμης,  πλήρεις  από  Άγιο  Πνεύμα  και  σοφία,   τους  οποίους  θα τοποθετήσωμεν   στο  έργο  αυτό,
4 εμείς   δε  θα  αφοσιωθούμε    στην   προσευχή  και     στην   υπηρεσία   του λόγου».
5 Αυτά  που   είπαν,  άρεσαν    σ’ όλους   και   διάλεξαν  τον  Στέφανο,  άνδρα γεμάτο   πίστι   και  Πνεύμα  Άγιο,  και  τον   Φίλιππο,   τον   Πρόχορο,  τον Νικάνορα,  τον   Τίμωνα,  τον  Παρμενά  και  τον  Νικόλαο,   ο   οποίος   ήτο προσήλυτος  από   την  Αντιόχεια.
6 Αυτούς  έφεραν  ενώπιον  των  αποστόλων  οι  οποίοι  προσευχήθηκαν  και έθεσαν   επάνω   τους  τα  χέρια.
7 Και   ο   λόγος  του  Θεού  διεδίδετο,   ο  αριθμός  των  μαθητών   στην Ιερουσαλήμ   ηύξανε   πάρα   πολύ  και  πολλοί  από   τους   ιερείς   υπήκουαν   στην   πίστιν.





Mark, 15, 43-16,8

15, 43 Joseph came out of Arimathea, who was a competent MP who also waited for this kingdom of God. He dared and came to Pilate and asked for the body of Jesus.
44 Pilate was surprised when he heard that he had already died. And he called the centurion and asked if he had died long ago.
45 And when he was informed by the centurion, he brought the body to Joseph.
46 He bought a candle and took it down, wrapped it with the sunda, and put it in a memorial, which was a carved rock and rolled a stone at the door of the monument,
47 Mary, Magdalene and Maria of Joseph, observed what they were doing.
16.1 When it was spent on the Sabbath, Mary Magdalene and Mary of Jacob and Salome bought perfumes to come upon him.
2 And in the morning, on the first day of the week, they come to the remembrance, after the sun has risen,
3 and say to one another, "Who will roll us the stone from the door of the monument?"
4 And when they lifted up their eyes, they saw that the stone had rolled. It was too big.
5 And when they entered the monument, they saw a new white suit sitting on the right side of the tomb, and they were taken in fear.
6 But he says to them, "Do not be afraid. Is Jesus asking the Nazarene to be crucified? He rose, he is not here. Be the place where they put it.
7 But go and tell his disciples and Peter, "He goes before you to Galilee, where you will see him as he told you."
8 And they went out and departed from the monument, for they were terrible and surprised. And they said nothing to anyone because they were frightened.

Acts. 6, 1-7

1 On these days, when the disciples were hired, the Hellenists began to complain against the Jews, because their widows were dismayed during the daily distribution.
2 Then the twelve invited the whole body of the disciples and said, "It is not right to leave the word of God and serve in tables.
3 So ye sought, brethren, seven men among you that are of good repute, full of Holy Spirit and wisdom, whom we shall appoint in this work,
4 we will not dedicate ourselves to praying and serving the word. "
5 What they said, they all liked and chose Stephen, a man full of faith and the Holy Spirit, and Philip, Prochoros, Nicanor, Timon, Parmenas, and Nicholas, who had been invaded by Antioch.
6 They brought before the apostles who prayed and put their hands upon them.
7 And the word of God was bestowed, and the number of the disciples in Jerusalem increased greatly, and many of the priests were accountable to the faith.

Δεν υπάρχουν σχόλια: