7/3/20

O Όσιος Παύλος ο Απλός


Ο   Άγιος   Παύλος   έζησε   κατά    τον   4ο   αιώνα    μ.Χ.   και    εκλήθη Απλός,   διότι   ήταν    αγράμματος   γεωργός   αλλά    συγχρόνως    άκακος   και    απλοϊκός  στο   ήθος.    Η  σύζυγός   του    ήταν   ωραία    μεν στη   μορφή,   κακότροπη  δε  στην    ψυχή.    Αυτή    μοιχευμένη   με  άλλους,   συνελήφθη    κάποια μέρα από  τον Όσιο,  όταν  αυτός  επέστρεφε    από    τους    αγρούς.   Έτσι    ο    Όσιος  άφησε  την   γυναίκα του  και  τα  παιδιά  του   στην   φροντίδα   του    μοιχού   και   κατέφυγε στην    Αιγυπτιακή  έρημο,   στο   κελί   του    Μεγάλου   Αντωνίου, ζητώντας    να  γίνει   μοναχός.  Όταν  τον  είδε ο  Άγιος  Αντώνιος,  του  είπε   ότι   ένας   άνθρωπος εξήντα χρονών είναι   γέροντας   και    δεν δύναται   να   υπομείνει  τους πειρασμούς. Έτσι  του  έκλεισε  την θύρα του  κελιού.  Ο Όσιος  Παύλος  έμεινε  έξω  από το   κελί    του    μεγάλου καθηγητού   της   ερήμου    επί    τρεις   ημέρες   άσιτος,   χωρίς    τροφή  και    νερό.  Η    υπομονή  του   Οσίου   Παύλου    έκαμψε  έτσι    το ανένδοτο  του   Αγίου   Αντωνίου,   ο    οποίος    τον   κράτησε   κοντά    του και   καθημερινά   τον   παιδαγωγούσε   και    τον   δοκίμαζε,    με   σκοπό να    τον   αναγκάσει    να   μεταβεί    σε   κοινόβιο,  όπου   ο    ασκητικός βίος   θα    ήταν   πιο    άνετος   για    τον    Όσιο,   λόγω    της    ηλικίας   του.   Όμως   ο    Όσιος   Παύλος   παρέμεινε   κοντά   στον   Άγιο    Αντώνιο   με    υπακοή,   εργαζόμενος    καθημερινά   τις    εντολές  του  Θεού.
Τόσο   πολύ  πρόκοψε   στην   αρετή  και  στην ευσέβεια   ο    Απλούς  Παύλος,   ώστε   όταν   καθόταν   έξω   από   το   ναό   και    έβλεπε   τους αδελφούς   να   εισέρχονται  σε  αυτόν,  μπορούσε  να  διακρίνει  σε  ποια  ψυχή  αναπαυόταν  η  Χάρη  του  Θεού. Έτσι  έβλεπε τους αδελφούς  λαμπρούς στην  όψη και  φαιδρούς  στο  πρόσωπο, τον  δε Άγγελο εκάστου    να  χαίρει μαζί   του.   Κάποια    φορά    είδε  έναν μοναχό  μαύρο   στην  όψη  και  ζοφώδη και  γύρω του   δαίμονες  που  τον περιέβαλλαν, ενώ  ο  φύλακας  Άγγελος του  τον  ακολουθούσε  από  μακριά  λυπημένος. Μόλις  ο  Όσιος   Παύλος    είδε  το  θέαμα  αυτό  άρχισε  να  κλαίει  και    να    χτυπά  με  τα  χέρια   το   στήθος   του. Βλέποντας οι  μοναχοί  την αθρόα μεταβολή  του  Οσίου  και  το κατώδυνο  πένθος,  προσήλθαν  και  ρωτούσαν  να  μάθουν την  αιτία και  τον παρακαλούσαν   να   έλθει   στη    σύναξη.   Εκείνος   παρέμεινε   έξω   και όταν  οι   μοναχοί απελύθησαν από  την σύναξη και  έβγαιναν έξω, βλέπει   και  πάλι τον   μοναχό  εκείνο  που  πριν ήταν   ζοφώδης  και  περικυκλωμένος από   δαίμονες, να  εξέρχεται με λαμπρό  το  πρόσωπο και  λευκό  το  σώμα, τον  δε  Άγγελό του  να  είναι κοντά του  και  να  χαίρει  μαζί του. Τότε    ο   Όσιος  ευχαρίστησε   και    ευλόγησε   το    Όνομα  του  Θεού  λέγοντας:   «Ω της αφάτου του Δεσπότου ημών φιλανθρωπίας και  αγαθότητος!».   Και  αφού ανήλθε  σε   σημείο  υψηλό  φώναζε   λέγοντας:   «Δεύτε και   ίδετε  τα  έργα  του  Θεού,  ως  φοβερά  και  πάσης  εκπλήξεως   γέμοντα».
Ο   Όσιος  εξήγησε  στον  αδελφό  πως   τον   είχε    δει    πριν   την   είσοδό του   στο    ναό   και    πως  τον  είδε  μετά.  Τότε  ο μοναχός  εκείνος  με  ειλικρίνεια    άρχισε  να ομολογεί ότι   ήταν   άνθρωπος   αμαρτωλός   και ζούσε   στην   αμαρτία   της   πορνείας. Μόλις   δε   εισήλθε   στο   ναό άκουσε   τη   φωνή του   Προφήτου   Ησαΐου,  μάλλον  δε του  Θεού  λαλούντος  δι’ αυτού,   να   λέγει:   «Λούσασθε  και καθαροί   γίνεσθε. Αφέλετε  τας πονηρίας  από των  ψυχών  υμών  απέναντι  των οφθαλμών μου,  παύσασθε  από  των  πονηριών  υμών, μάθετε  καλόν  ποιείν… Και   εάν  ώσιν   αι  αμαρτίαι  υμών   ως   φοινικούν,   ως χιόνα   λευκανώ.   Και  εάν θέλητε και  εισακούσητέ μου, τα αγαθά της γης φάγεσθε». Αυτά, αφού άκουσε,   κατανύγηκε  η   καρδία   του,    αναστέναξε  εκ  βάθους  καρδίας  και  είπε   προς    τον   Θεό:   «Δέσποτα, Κύριε  ο  Θεός,  που  ήλθες στον κόσμο    να    σώσεις  τους αμαρτωλούς, χάρισέ μου αυτά  που  άκουσα    δια  του  Προφήτου  εγώ  ο  ανάξιος    και   αμαρτωλός. Και   να,   δίδω   τον   λόγο στον   καρδιογνώστη   Θεό,   ότι   αποτάσσομαι  κάθε  παρανομία  και  αισχρά   πράξη,   που   μέχρι   τώρα    εδούλευα   και   δεν  θα   προσθέσω άλλες   στον    βίο    μου.  Αλλά  θα  δουλεύω  σε Σένα,  Κύριε, με όλη την ισχύ μου και όλη μου τη διάνοια».  Και  αναφώνησε  τότε  ο  Απλούς Παύλος,    ότι    όπως    ο   κασσίτερος   μαυρίζει  και γίνεται πάλι λαμπρός,  έτσι  και   οι   πιστεύοντες, που   αν   αμαρτήσουν   μαυρίζουν την   ψυχή   τους,   όταν  μετανοούν   λαμπρύνονται   από   τα   έργα   της πίστεως    και   της   μετάνοιας.      
Έτσι  αφού   διήνυσε   με ευσέβεια  και  άσκηση    τον   βίο   του,    κοιμήθηκε   με   ειρήνη    σε    βαθύ    γήρας.


Απολυτίκιον.   Ήχος   πλ. α’. Τον   συνάναρχον   Λόγον.           
Της απλότητος   ώφθης   άνθος   μυρίπνοον,   παμμακάριστε   Παύλε,  τη  καθαρά   σου ψυχή, και  βίωσας επί γης καθάπερ άγγελος, κατά πνευμάτων   πονηρών,   εξουσίαν  εκ  Θεού,   δεξάμενος   θεοφόρε,  αυτών  της   λύμης  λιταίς   σου,    ημάς    ατρώτους    διαφύλαττε.


Κοντάκιον.   Ήχος   β’.   Τοις   των   αιμάτων   σου.                      
Τοις  απλουστάτοις  σου  τρόποις κοσμούμενος, του  Αντωνίου  συνόμιλος  γέγονας,  και  τούτου  τον  βίον  μιμούμενος,  Παύλε  φωτός θείου  έμπλεως   γέγονας,  αιτούμενος  πάσι  θείαν   έλλαμψιν.


Μεγαλυνάριον.
Στήλη  της  απλότητος  εν  Χριστώ,  Παύλε    ανεδείχθη,    η    οσία   σου βιωτή·   όθεν   πονηρίας,   πνευμάτων   ακαθάρτων,   ατρώτους   ημάς τήρει,   τη    αντιλήψει   σου.

Saint Paul the Simple

Saint Paul lived in the 4th century AD. and he was called Simple because he was an illustrious farmer but at the same time unafraid and simple in ethics. His wife was nice in shape, but she was sick in the soul. She adulterated with others, was arrested one day by Osio when he returned from the fields. So Osios left his wife and his children in the care of the adulterer and resorted to the Egyptian desert, in the cell of Grand Antonius, asking to become a monk. When St. Anthony saw him, he told him that a man of sixty years old is an elder and can not endure the temptations. So he closed the cell door. Saint Paul stayed outside the great professor's cell of the desert for three days, without food and water. The patience of Saint Paul thus bent the unction of Saint Anthony, who kept him close to him and daily educated and tested him, in order to force him to go to a communion, where the ascetic life would be more comfortable for Osios, of his age. But Saint Paul remained with St. Anthony by obedience, working daily on the commandments of God.
So greatly prayed to the virtue and piety of the Apostle Paul, so that when he was sitting outside the temple and seeing the brothers enter him, he could distinguish in what soul the grace of God was resting. So he saw the brothers brilliant in face and cheeks on the face, and the Angel of each one to enjoy with him. Sometimes he saw a monk black on the face and gloomy and around him demons who surrounded him, while his Guardian Angel followed him from a long sad. As soon as Saint Paul saw this spectacle, he began to cry and hit his chest with his hands. Seeing the monks of the massive change of Ossios and the bleak mourning, they came and asked to learn the cause and begged him to come together. He remained out and when the monks were discharged from the assembly and were going out, he again sees the monk who before was gloomy and encircled by demons, leaving his face bright and white, his angel being close to him and to enjoy with him. Then the Ossios thanked and blessed the Name of God by saying, "Oh, O our despot of our Holiness charity and goodness!" And as he rose to a high point, he shouted, "Second, you see the works of God as terrible and all-surprised."
Osios explained to his brother that he had seen him before entering the temple and how he saw him. Then the monk honestly began to confess that he was a sinful person and lived in the sin of prostitution. As soon as he entered the temple, he heard the voice of the Prophet Isaiah, and rather God's lover, saying, "You are pure and pure. You bring wickedness from your souls to my eyes, be forgotten by your wickedness, learn good will ... And if your sins come as a palm, I will bleach as a snow. And if you will and listen to me, the goods of the earth are eaten. " When he heard, his heart died, he sighed deeply from his heart and said to God: "Lord, Lord, when you came to save the sinners, give me what I heard through the Prophet I, the unworthy and sinful. And yes, I give the floor to the cardiologist God, that I resist any unlawful and disgraceful act that I have so far practiced and will not add others to my life. But I will work in You, Lord, with all my might and all my mind. " And then apostle Paul exclaimed that as the tin becomes black and brighter again, so also the believers, who, if they sin, black out their soul, when they repent, shine from the works of faith and repentance.
So after practicing his life with dignity and practicing, he slept in peace in a deep old age.
Apolyticus. Sound flat a'. The Synoptic Logos.
Of the simpleness of a blossoming myrrh, of Paul, your pure soul, and you have experienced on earth a great angel, by the spirit of evil, the power of God, the right god, those of your lye,

Kontakion. Sound b '. Those of your blood.
Your simple ways of adornment, of Antony's asshole, and hence the violin imitating, Paul's light of divine veneration, an all-seeking apostle.

Majesty.
A column of simplicity in Christ, Paul has been revealed, your being a living person, of wickedness, of spirits of impudence, of our subtlety, of your perception.


Δεν υπάρχουν σχόλια: