5/3/20


Λουκ.  22, 39-42,45-23,1

Γεθσημανή

22,39 Καὶ    ἐξελθὼν   ἐπορεύθη   κατὰ   τὸ   ἔθος   εἰς   τὸ   ὄρος   τῶν   ἐλαιῶν · ἠκολούθησαν   δὲ   αὐτῷ   καὶ  οἱ   μαθηταὶ   αὐτοῦ.
40 Γενόμενος   δὲ   ἐπὶ   τοῦ   τόπου   εἶπεν    αὐτοῖς·   προσεύχεσθε   μὴ   εἰσελθεῖν   εἰς πειρασμόν.
41 Καὶ    αὐτὸς   ἀπεσπάσθη   ἀπ᾿   αὐτῶν   ὡσεὶ    λίθου   βολήν,   καὶ  θεὶς   τὰ  γόνατα προσηύχετο
42 λέγων·   πάτερ,   εἰ   βούλει   παρενεγκεῖν   τοῦτο   τὸ   ποτήριον   ἀπ᾿ ἐμοῦ·   πλὴν μὴ   τὸ   θέλημά   μου,   ἀλλὰ   τὸ   σὸν   γινέσθω.
45  Καὶ    ἀναστὰς    ἀπὸ    τῆς  προσευχῆς,   ἐλθὼν  πρὸς  τοὺς    μαθητὰς  εὗρεν    αὐτοὺς    κοιμωμένους    ἀπὸ    τῆς  λύπης.

Ο     Ιησούς  Χριστός   ενώπιον   του  Ρωμαίου  ηγεμόνος   Πιλάτου

23, 1 Καὶ   ἀναστὰς   ἅπαν   τὸ   πλῆθος   αὐτῶν   ἤγαγον   αὐτὸν    ἐπὶ   τὸν   Πιλᾶτον.

ΑΠΟΔΟΣΗ  ΣΤΗ  ΝΕΟΛΛΗΝΙΚΗ

Λουκ. 22, 39-42, 45-23, 1

Γεθσημανή

39 Ύστερα  βγήκε  και  πήγε,  όπως  συνείθιζε,   στο  όρος  των   Ελαιών· τον  ακολούθησαν   και  οι  μαθητές    του.
40 Όταν  έφθασε  στο   τόπο,   τους  είπε,  «Προσευχηθήτε,  για  να  μη πέσετε  σε    πειρασμό».
41 Και  αποχωρίσθηκε  από   αυτούς  σε  απόστασιν  πετροβολιάς   και  αφού  γονάτισε,  προσευχότανε,
42 και  έλεγε,  «Πατέρα,  εάν  θέλεις,  απομάκρυνε   το   ποτήρι    τούτο  από εμένα, πλην  άς  μη  γίνει  το  θέλημά  μου  αλλά   το   δικό   σου».
45 Όταν    σηκώθηκε    από   την  προσευχή ήλθε  στους  μαθητές  του  και  τους  βρήκε  να  κοινούνται από  την  λύπη.   

Ο    Ιησούς   Χριστός   ενώπιον   του   Ρωμαίου   ηγεμόνος   Πιλάτου

1 Τότε   σηκώθηκαν  όλα  τα  μέλη  του  συνεδρίου   και  τον  έφεραν   στον Πιλάτο.


Ἰούδα   1-10

Χαιρετισμός

1 Ἰούδας,   Ἰησοῦ   Χριστοῦ    δοῦλος,   ἀδελφός   δὲ   Ἰακώβου,   τοῖς   ἐν   Θεῷ   πατρὶ   ἡγιασμένοις   καὶ   Ἰησοῦ   Χριστῷ   τετηρημένοις   κλητοῖς·
2 ἔλεος   ὑμῖν   καὶ   εἰρήνη   καὶ   ἀγάπη   πληθυνθείη.

Κατά  των   ψευδοδιδασκάλων   και   της   ηθικής  διαφθοράς

3 Ἀγαπητοί,   πᾶσαν   σπουδὴν   ποιούμενος   γράφειν   ὑμῖν   περὶ   τῆς   κοινῆς σωτηρίας,   ἀνάγκην  ἔσχον    γράψαι   ὑμῖν   παρακαλῶν   ἐπαγωνίζεσθαι   τῇ   ἅπαξ   παραδοθείσῃ    τοῖς   ἁγίοις   πίστει.
4 Παρεισέδυσαν   γάρ   τινες   ἄνθρωποι,   οἱ   πάλαι   προγεγραμμένοι   εἰς   τοῦτο τὸ    κρῖμα,  ἀσεβεῖς,   τὴν   τοῦ   Θεοῦ   ἡμῶν   χάριν   μετατιθέντες   εἰς   ἀσέλγειαν καὶ   τὸν   μόνον   δεσπότην   καὶ   Κύριον   ἡμῶν   Ἰησοῦν   Χριστὸν   ἀρνούμενοι.
5 Ὑπομνῆσαι   δὲ   ὑμᾶς   βούλομαι,   εἰδότας   ὑμᾶς   ἅπαξ   τοῦτο   ὅτι      Κύριος λαὸν   ἐκ   τῆς   Αἰγύπτου   σώσας,   τὸ   δεύτερον   τοὺς   μὴ   πιστεύσαντας   ἀπώλεσεν,
6 ἀγγέλους   τε   τοὺς   μὴ   τηρήσαντας   τὴν   ἑαυτῶν   ἀρχήν,   ἀλλὰ   ἀπολιπόντας   τὸ   ἴδιον   οἰκητήριον   εἰς   κρίσιν   μεγάλης   ἡμέρας   δεσμοῖς   ἀϊδίοις   ὑπὸ   ζόφον τετήρηκεν·
7 ὡς   Σόδομα   καὶ   Γόμορρα   καὶ   αἱ   περὶ   αὐτὰς   πόλεις   τὸν   ὅμοιον   τούτοις τρόπον   ἐκπορνεύσασαι   καὶ   ἀπελθοῦσαι   ὀπίσω    σαρκὸς   ἑτέρας    πρόκεινται δεῖγμα,  πυρὸς   αἰωνίου   δίκην   ὑπέχουσαι.
8 Ὁμοίως    μέντοι    καὶ   οὗτοι    ἐνυπνιαζόμενοι   σάρκα   μὲν   μιαίνουσι, κυριότητα   δὲ   ἀθετοῦσι,   δόξας   δὲ   βλασφημοῦσιν.
9 Ὁ   δὲ   Μιχαὴλ   ὁ   ἀρχάγγελος,   ὅτε   τῷ   διαβόλῳ   διακρινόμενος   διελέγετο περὶ   τοῦ   Μωσέως   σώματος,   οὐκ   ἐτόλμησε  κρίσιν   ἐπενεγκεῖν   βλασφημίας,   ἀλλ᾿   εἶπεν·   ἐπιτιμήσαι   σοι   Κύριος.
10 Οὗτοι   δὲ   ὅσα   μὲν   οὐκ   οἴδασι   βλασφημοῦσιν,   ὅσα   δὲ   φυσικῶς  ὡς   τὰ   ἄλογα   ζῷα   ἐπίστανται,   ἐν   τούτοις   φθείρονται.

ΑΠΟΔΟΣΗ  ΣΤΗ  ΝΕΟΛΛΗΝΙΚΗ

Ιούδα  1-10

Χαιρετισμός

1 Ο   Ιούδας,   δούλος   του  Ιησού   Χριστού   και  αδελφός   του   Ιακώβου,  προς εκείνους   τους   οποίους   ο   Θεός  κάλεσε   και   οι   οποίοι  είναι  αγιασμένοι  από τον  Θεό  Πατέρα,  και  διαφυλαγμένοι  από   τον   Ιησού  Χριστό.
2 Είθε  το  έλεος   και   η  ειρήνη  και  η  αγάπη  να   αυξηθούν   μεταξύ   σας.

Κατά  των  ψευδοδιδασκάλων  και  της  ηθικής  διαφθοράς

3 Αγαπητοί,  είχα  μεγάλη  επιθυμία  να  σας   γράψω  για  την  σωτηρία  στην   οποίαν   μετέχομε   και   αισθάνθηκα   την  ανάγκη  να  το  κάνω  για  να σας  προτρέψω  να  αγωνίζεσθε  για   την  πίστι,  η   οποία  μια  για  πάντα παραδόθηκε   στους  αγίους.
4 Διότι  εισέδυσαν  κρυφά  μεταξύ  σας  μερικοί   άνθρωποι,  εκείνοι  που  από καιρό   ήσαν   σημειωμένοι  για  την  καταδίκη   αυτήν,  ασεβείς,  οι  οποίοι  την χάρι  του  Θεού   μας  μετέτρεψαν   σε   ασέλγεια  και  αρνούνται   τον   μόνον Δεσπότη   και   Κύριό   μας   Ιησού  Χριστό.
5 Θέλω  να  σας  υπενθυμίσω  όλα  εκείνα  που  ξέρετε  ήδη,  ότι  ο  Κύριος,  ενώ έσωσε  το  λαό   εκ  της  γης  της  Αιγύπτου,  κατόπιν  κατέστρεψε  εκείνους που   δεν  πίστεψαν,
6 και  αγγέλους,  οι  οποίοι  δεν  κράτησαν  το  υπούργημά  τους  αλλά  άφησαν τον  τόπο  της  διαμονής  τους,  τους  έχει   κρατήσει  με  αιώνια  δεσμά   στο σκοτάδι  για  να  κριθούν   τη  μεγάλη  Ημέρα·
7 όπως  τα  Σόδομα  και  τα  Γόμορρα   και   οι   γύρω   πόλεις   οι  οποίες,  κατά όμοιο   τρόπο  με   αυτούς,  παρεδόθησαν   στη   πορνεία   και ακολούθησαν  παρά  φύσιν  επιθυμίες,   χρησιμεύουν  ως   παράδειγμα, κατόπιν   της  τιμωρίας  της  αιωνίας  φωτιάς   που   υπέστησαν.
8 Κατά  τον  ίδιον  επίσης   τρόπο   και   αυτοί,  ονειρευόμενοι,   μολύνουν   την σάρκα,  απορρίπτουν  την  εξουσία   του  Θεού  και  λοιδορούν  τα   ουράνια όντα.
9 Ενώ   ο   Μιχαήλ   ο  αρχάγγελος,  όταν   φιλονεικούσε  με   τον   διάβολο   και συζητούσε   για  το  σώμα  του  Μωϋσέως,  δεν   τόλμησε  να  εκστομίσει λοίδορο  κρίσι,  αλλ’  είπε,  «Ο  Κύριος  να  σε  επιτιμήσει».
10 Αυτοί  όμως  λοιδορούν  όσα  δεν  ξέρουν,  εκείνα  όμως  που  ξέρουν  με  το φυσικό   ένστικτον,   όπως  τα    άλογα  ζώα,  με  αυτά   καταστρέφονται.

Luke 22, 39-42, 45-23, 1

Gethsemane

39 Then he went out and went, as he had been conscious of, to the Mount of Olives, followed by his disciples.
40 When he came to the place, he said to them, "Pray, that ye may not be tempted."
41 And he departed from them in a distance of rocks, and after kneeling, praying,
42 And he said, "Father, if you will, remove this cup from me, except my own will be but yours."
45 When he got up from prayer he came to his disciples and found them to be commited by sorrow.

Jesus Christ before the Roman ruler of Pilate

1 Then all the members of the conference got up and brought him to Pilate.

Judas 1-10

Greeting

1 Judas, the servant of Jesus Christ, and the brother of James, to those whom God called, and who are sanctified by God the Father, and guarded by Jesus Christ.
2 May the mercy and peace and love grow among you.

Against false teachers and moral corruption

3 Dear ones, I had a great desire to write to you about the salvation in which I participated, and I felt the need to do so to urge you to struggle for faith, which was once surrendered to the saints.
4 For some people have been secretly imprisoned among you, those who have long been remarked of this condemnation, ungodly, who, in the grace of God, have turned us into bitterness and refuse only our Master and our Lord Jesus Christ.
5 I want to remind you all that you already know that the Lord, while he saved the people from the land of Egypt, then destroyed those who did not believe,
6 and angels, who did not keep their weight but left their place of residence, kept them with eternal shackles in the dark to judge the great Day;
7 like Sodom and Gomorrah and the surrounding cities, which, in the same way as they were given to prostitution, followed by desires in nature, serve as an example after the punishment of the eternal fire they suffered.
8 In the same way, they, too, dream, infect the flesh, reject the power of God, and pardon the celestial beings.
9 While Michael the Archangel, when he was arguing with the devil and discussing the body of Moses, he did not dare to utter an insidious crisis, but he said, "The Lord will appreciate you."
10 But they do not know what they do not know, but those who know with physical instinct, like horses, are destroyed.



Δεν υπάρχουν σχόλια: